Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Απ' τη Μέση Ανατολή ώς την Ευρώπη: ο αγώνας είναι ένας και είναι ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα

Ο Joseph Daher είναι μέλος της οργάνωσης, Ρεύμα Επαναστατικής Αριστεράς (Ταγιάρ αλ-Γιασάρ α-Θαουρί) και διαχειριστής του blog, Syria Freedom Forever - Σουρία αλ-Χουρία λιλ-Άμπαντ και συνδιαχειριστής του blog,Cafe Thawra. Έχει εκδώσει μαζί με άλλους το βιβλίο, “Penser l’émancipation. Offensives capitalistes et résistances internationals” (La Dispute, Παρίσι 2013) και (μαζί με τον John Rees) το βιβλίο, “The People Demand. A short history of the Arab revolutions” (Counterfire, Λονδίνο 2011). Ζει στην Ελβετία και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης.

Το Ρεύμα Επαναστατικής Αριστεράς (Ταγιάρ αλ-Γιασάρ α-Θαουρί) είναι μια μαρξιστική, επαναστατική οργάνωση, που παλεύει για την ανάδειξη και τη διατήρηση των αρχικών στόχων της συριακής επανάστασης (δικαιοσύνη, δημοκρατία, κοινωνική χειραφέτηση, δικαιώματα των καταπιεσμένων εθνοτήτων, των γυναικών κτλ) σε μία σοσιαλιστική προοπτική. 
Τάχθηκε ενάντια, τόσο στο δικτατορικό καθεστώς του Άσαντ, όσο και στις αντιδραστικές ισλαμιστικές ομάδες, με αποτέλεσμα να γίνει στόχος και των δύο (μέλη της φυλακίστηκαν και δολοφονήθηκαν). Τον Μάρτιο του 2014 ίδρυσε την ομάδα Παρατάξεις για την Λαϊκή Απελευθέρωση (Φασά’ελ Ταχρίρου α-Σιά’αμπ), προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ένοπλες επιθέσεις των ακροδεξιών ισλαμιστών και των καθεστωτικών δυνάμεων. Είναι ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστική επέμβαση στη συριακή επανάσταση, τόσο από την πλευρά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη Μέση Ανατολή, όσο και από την πλευρά των αντιπάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (Ρωσία, Ιράν κτλ). Υποστηρίζει τον αγώνα των Κούρδων στο Κομπάνι και το δικαίωμά τους στην εθνική αυτοδιάθεση ως μια βασική προϋπόθεση για τον εκδημοκρατισμό της Μέσης Ανατολής και την σοσιαλιστική προοπτική.

Συνέντευξη του Joseph Daher στο e la libertà
e la libertà: Όπως συχνά αναφέρετε στα άρθρα σας η συριακή επανάσταση ήταν το αποτέλεσμα του συνδυασμού τριών παραγόντων: του αυταρχισμού του καθεστώτος, της επιβολής του νεοφιλελευθερισμού και του επαναστατικού κύματος που ξεκίνησε από την Τυνησία. Θα θέλαμε να μας μιλήσετε γι’ αυτό;

Θα ήθελα απλώς να υπενθυμίσω ότι πράγματι η συριακή επανάσταση είναι μέρος μιας εξέγερσης στην περιοχή, που άρχισε το Δεκέμβριο από την Τυνησία, επεκτάθηκε στην Αίγυπτο το Γενάρη και μετά στην υπόλοιπη περιοχή. Αυτή η εξέγερση, παρά τις αντεπαναστατικές επιθέσεις από το παλαιό καθεστώς, τις φανατικές ισλαμιστικές δυνάμεις και διάφορες ιμπεριαλιστικές και υπο-ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κλόνισε και συνεχίζει να κλονίζει ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, με νέες λαϊκές εξεγέρσεις το περασμένο καλοκαίρι στο Λίβανο και το Ιράκ.

Οι επαναστάτες στη Συρία παλεύουν όπως και οι άλλοι ακτιβιστές στις χώρες της περιοχής για ελευθερία και αξιοπρέπεια, σε μια κατάσταση όπου απουσιάζει η δημοκρατία και αυξάνονται οι ανισότητες και η διαφθορά των ελίτ.

Η μαζική βάση του λαϊκού κινήματος στη Συρία αποτελείται από τους οικονομικά περιθωριοποιημένους εργαζόμενους της πόλης και της υπαίθρου, τους υπαλλήλους και τους αυτο-απασχολούμενους στις πόλεις, που έχουν βιώσει την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, οι οποίες ενίσχυσαν την καπιταλιστική φύση του καθεστώτος Άσαντ, ιδιαίτερα μετά την άνοδο στην εξουσία του Μπασάρ αλ-Άσαντ, στη δεκαετία του 2000, ως διαδόχου του πατέρα του Χαφέζ, που κυβερνούσε από το 1970. Η γεωγραφία των εξεγέρσεων στο Ιντλίμπ και την Ντάραα, καθώς και στις άλλες αγροτικές περιοχές, όλες ιστορικά κάστρα του κόμματος Μπάαθ που δεν είχαν παίξει ιδιαίτερο ρόλο στην εξέγερση των αρχών της δεκαετίας του 1980, καθώς και τα περίχωρα της Δαμασκού και του Χαλεπιού, δείχνει αυτή την εμπλοκή των θυμάτων του νεοφιλελευθερισμού στην επανάσταση αυτή. Η πρωτοβουλία πέρασε στην περιφέρεια των μεγάλων πόλεων της Δαμασκού και του Χαλεπιού, από τα χωριά προς τις μεσαίες πόλεις. Η εξέγερση στην πόλη Ντάραα, που θεωρείτο κάστρο του Μπάαθ, απ’ όπου κατάγονταν πολλά από τα μεγάλα στελέχη του Μπάαθ, όπως ο αντιπρόεδρος Φαρούκ α-Σάρεχ, ενσαρκώνει τη χρεοκοπία ενός κράτους και μιας ελίτ, που εδώ και χρόνια έχουν εγκαταλείψει στις τύχες τους τις αγροτικές τάξεις καθώς και τις πόλεις απ’ όπου οι ίδιοι προέρχονταν, προς το συμφέρον των αστικών τάξεων της Δαμασκού και του Χαλεπιού. Η ένταση μεταξύ κέντρου και περιφερειών της χώρας δικαιολογεί πλήρως μια «υλιστική» προσέγγιση των «εσωτερικών» αιτιών της συριακής επανάστασης.

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιταχύνθηκαν ιδιαίτερα όταν ο Μπασάρ αλ-Άσαντ πήρε την εξουσία στη δεκαετία του 2000, μετά το θάνατο του πατέρα του, Χαφέζ αλ-Άσαντ, ο οποίος ήταν στην εξουσία από το 1970. Οι πολιτικές αυτές, που επιταχύνθηκαν με την άγρια καταστολή κάθε λαϊκής ή εργατικής ταξικής διαμαρτυρίας, μετά τις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχαν καταστροφικές επιπτώσεις. Ταυτόχρονα, το καθεστώς του Άσαντ έγινε όλο και πιο εξαρτημένο από την οικογένεια των Άσαντ-Μαχλούφ, με συνέπεια την υπερσυγκέντρωση πελατειακών σχέσεων, ευκαιριών και διαφθοράς στα χέρια της, σε βάρος των παλαιότερων πελατών του καθεστώτος. Ο Ραμί Μαχλούφ, ο ξάδελφος του Μπασάρ αλ-Άσαντ, αντιπροσωπεύει τον μαφιόζικο τύπο διαδικασίας ιδιωτικοποίησης που προώθησε το καθεστώς. Μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης, που δημιούργησε νέα μονοπώλια στα χέρια των συγγενών του Μπασάρ αλ-Άσαντ, την ίδια ώρα που η ποιότητα των αγαθών και των υπηρεσιών μειωνόταν.

Ο Άσαντ επίσης μείωσε τη δύναμη του κομματικού μηχανισμού του Μπάαθ καθώς και των εργατικών και αγροτικών συνδικάτων (που είναι πιο πολύ οργανωμένα ως συντεχνίες), καθώς θεωρήθηκαν εμπόδια για τη νεοφιλελεύθερη οικονομική μεταρρύθμιση. Όπως το εξήγησε και ο ερευνητής Raymond Hinnebush, «αυτό ακριβώς εξασθένισε την οργανωμένη σύνδεση του καθεστώτος με την αρχική του συγκρότηση και τη διείσδυσή του στις γειτονιές και τα χωριά. Το χάσμα εν μέρει καλύφθηκε από τις υπηρεσίες ασφάλειας, οι οποίες ωστόσο ήταν υπο-αμειβόμενες, διεφθαρμένες και αδιάφορες, με τον Άσαντ επιπλέον να περιορίζει τη δυνατότητά τους να παρέχουν πελατειακές σχέσεις και νόμιμες εξαιρέσεις, όπως ανοχή στο λαθρεμπόριο και να περιορίζει επίσης τις δυνατότητές τους να διορίζουν τους κοινωνικούς προύχοντες, όπως τους γεροντότερους σε ορισμένες φυλές. Σημαδιακό αυτού ήταν το ξέσπασμα, στα μέσα της δεκαετίας, πολλών τοπικών διενέξεων θρησκευτικού ή φυλετικού τύπου (ανάμεσα στους Βεδουίνους και τους Δρούζους στη Σουέιντα ή ανάμεσα στους Αλαουίτες και τους Ισμαηλίτες στη Μασιάφ), που δείχνουν τη φθορά του καθεστώτος. Εκεί που παλαιότερα οι πολίτες θα είχαν απευθυνθεί στους τοπικούς υπευθύνους του κόμματος ή των συνδικάτων για διάφορα αιτήματα όλο και περισσότερο άρχιζαν να απευθύνονται στους επικεφαλής των φυλετικών ή θρησκευτικών ομάδων».1

Σε οικονομικό επίπεδο, ο ιδιωτικός τομέας, πριν τη λαϊκή εξέγερση, συνέβαλε σχεδόν κατά 65% στο ΑΕΠ (μπορεί και 70% σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς), ενώ είναι επίσης και ο μεγαλύτερος εργοδότης, καθώς περίπου το 75% της εργατικής δύναμης στη Συρία δουλεύει στον ιδιωτικό τομέα.

Τις παραμονές της εξέγερσης τον Μάρτιο του 2011, το ποσοστό ανεργίας ήταν 14,9%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία -ή 20% με 25% σύμφωνα με άλλες πηγές. Και έφτανε στο 33,7% και 39,3% στις ηλικιακές ομάδες των 20-24 και 15-19 αντίστοιχα. Το 2007, το ποσοστό των Σύριων που ζούσαν κάτω από το επίπεδο φτώχειας ήταν 33%, που αντιπροσωπεύει περίπου επτά εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ το 30% ήταν μόλις πάνω από το επίπεδο αυτό. Το ποσοστό των φτωχών είναι υψηλότερο στις αγροτικές περιοχές (62%) απ’ ό,τι στις αστικές περιοχές (38%). Η φτώχεια είναι πολύ ευρύτερη, πιο ριζωμένη και πιο έντονη (58,1%), στις βορειοδυτικές και βορειοανατολικές περιοχές (στις περιφέρειες Ιντλίμπ, Χαλέπι, Ράκα, Ντείρ ε-Ζορ και Χάσακα), όπου ζει το 45% του πληθυσμού.

Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, καθώς και το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα, μειώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αυτό έσπρωξε το καθεστώς να συνεχίσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να αναζητήσει περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια. Στο ίδιο διάστημα, η ιδιοκτησία γης συγκεντρωνόταν όλο και περισσότερο σε μικρό αριθμό χεριών. Το πρωτοσέλιδο μιας σατιρικής εφημερίδας το έθεσε πολύ ωραία γράφοντας «μετά από 43 χρόνια σοσιαλισμού, επιστρέφει η φεουδαρχία».

Στη γεωργία, η ιδιωτικοποίηση της γης σε βάρος πολλών εκατοντάδων χιλιάδων αγροτών στα βορειοανατολικά, εξαιτίας της ξηρασίας μεταξύ του 2007 και του 2009, με την οποία ένα εκατομμύριο αγρότες έλαβαν διεθνή στήριξη σε τρόφιμα, ενώ 300.000 άτομα κατέφυγαν στη Δαμασκό, το Χαλέπι και άλλες πόλεις, δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως συνέπεια μιας απλής φυσικής καταστροφής. Ακόμη και πριν από την ξηρασία, μεταξύ του 2002 και του 2008, η Συρία είχε χάσει το 40% του γεωργικού εργατικού δυναμικού της, το οποίο έπεσε από 1,4 εκατομμύρια σε 800.000 εργαζόμενους. Μεταξύ του 2006 και του 2010, το σύνολο των εργαζόμενων που απασχολούνταν στη γεωργία έπεσε στην περιοχή Τζαζίρα (βορειοανατολικά της Συρίας) κατά 20%. Η αύξηση και εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της γης από μεγάλες εταιρείες γεωργικών επιχειρήσεων - ακόμα και εκμετάλλευση εδαφών που προηγουμένως χρησιμοποιούνταν για βοσκή, παράνομες γεωτρήσεις πηγαδιών καθώς και κατασκευή αγωγών συλλογής του νερού για τις απαιτήσεις των νέων μεγάλων ιδιοκτητών - διευκόλυνε τη διαφθορά της τοπικής διοίκησης που συνόδευε την αγροτική κρίση.

Το 2008, το 28% των γεωργών εκμεταλλεύονταν το 75% των αρδευόμενων εδαφών, ενώ το 49% είχε πρόσβαση μόνο στο 10% των τελευταίων, το οποίο αποτελεί ένδειξη για την πρόοδο των ανισοτήτων στη γεωργία. Οι μικροί γεωργοί, με εδάφη γύρω από τις πόλεις, άρχισαν να πουλούν τις μικρές τους ιδιοκτησίες για όλο και μεγαλύτερα ποσά, καθώς έφταναν κεφάλαια από το εξωτερικό, ιδιαίτερα από τον Κόλπο.

Οι πολιτικές του καθεστώτος Άσαντ καθοδηγήθηκαν πλήρως από νεοφιλελεύθερες δυναμικές, με κύρια προτεραιότητα τη συσσώρευση κεφαλαίου και την ανάπτυξη, παραμελώντας τα ζητήματα κατανομής και ισότητας. Ο ιδιωτικός τομέας έγινε το κύριο όχημα για τις επενδύσεις και την απασχόληση, που ωστόσο, δεν μπορούσε να συμπληρώσει το κενό που άφηνε η παρακμή του δημοσίου τομέα. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις του κράτους στις κοινωνικές υπηρεσίες μειώνονταν σημαντικά, ενώ οι επιδοτήσεις σιγά-σιγά καταργούνταν ή μειώνονταν στα αγροτικά μέσα παραγωγής, λιπάσματα, καύσιμα, κλπ. Η αρμοδιότητα για τις κοινωνικές υπηρεσίες όλο και περισσότερο μεταφέρονταν προς ιδιωτικές φιλανθρωπικές οργανώσεις και, άρα, και προς τα αστικά και συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας. Ιδιαίτερα στο χώρο της υγείας, το καθεστώς αποσύρθηκε σε μεγάλο βαθμό, αφήνοντας όλο και μεγαλύτερο χώρο σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, ιδιαίτερα θρησκευτικές. Το 2004, από τις 584 φιλανθρωπικές οργανώσεις οι 290 ήταν καταγραμμένες ως ισλαμικές οργανώσεις και οι περισσότερες ενεργές στη Δαμασκό και στα περίχωρά της. Οι έδρες τους, στις φτωχές γειτονιές, είναι στα τοπικά τζαμιά. Περισσότερες από 100 φιλανθρωπικές οργανώσεις στην πρωτεύουσα, περίπου το 80% είναι σουνιτικές: αυτές είχαν ένα δίκτυο εξυπηρέτησης περίπου 73.000 οικογενειών, με προϋπολογισμό περίπου 842 εκατομμυρίων λιρών Συρίας (ή 18 εκατομμυρίων δολαρίων).

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ενίσχυσαν τις θρησκευτικές οργανώσεις, τόσο τις ισλαμικές όσο και τις χριστιανικές, και η εμβέλειά τους διευρύνθηκε με το ρόλο τους σε βάρος του κράτους. Ο Μπασάρ αλ-Άσαντ στην πραγματικότητα συνέχισε μια στρατηγική ενίσχυσης των συντηρητικών ισλαμικών τομέων, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε επίσης ούτε τον αυταρχισμό του καθεστώτος ενάντια σε κάθε μορφή διαμαρτυρίας στη χώρα. Και αυτό για δεκαετίες...




e la libertà: Στη Συρία, όπως και σε άλλες αραβικές χώρες, υπάρχουν κόμματα τα οποία προσδιορίζονται ως αριστερά, και τα οποία στηρίζουν τα δικτατορικά καθεστώτα. Ποια είναι η συγκεκριμένη μορφή που παίρνει αυτό το φαινόμενο στη Συρία και τι επιπτώσεις είχε για το λαϊκό και εργατικό κίνημα.

Πολλές από τις αριστερές σταλινικές ομάδες είχαν ενταχθεί στο Εθνικό Προοδευτικό Μέτωπο, μια συμμαχία από δυνάμεις που ήθελαν να υποστηρίξουν το καθεστώς, αλλά καθώς δεν είχε και μεγάλη επιρροή δεν αποτέλεσε μεγάλο πρόβλημα. Όμως, είναι ενδεικτικό ότι πολλοί από τους νέους της ομάδας Κασιούν, μιας από τις πιο μεγάλες κομμουνιστικές ομάδες που έσπρωξαν το Εθνικό Προοδευτικό Μέτωπο σε συμμαχία με το κράτος, εγκατέλειψαν το κόμμα ακριβώς επειδή αηδίασαν με τη συμπεριφορά της ηγεσίας τους στην υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ.

Σε σχέση με το εργατικό κίνημα, το πρόβλημα είναι ότι η ηγεσία των συνδικάτων ήταν απολύτως ελεγχόμενη από το καθεστώς και από το κόμμα Μπάαθ. Οι ανεξάρτητες λαϊκές οργανώσεις -συνδικάτα, επαγγελματικές ομάδες (όπως γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί ή φαρμακοποιοί), οργανώσεις πολιτών, κ.ο.κ- είχαν κατασταλεί και οι περισσότερες είχαν διαλυθεί στη δεκαετία του 1980, μετά από μια δεκαετία σκληρών αγώνων με το καθεστώς Άσαντ. Ήταν τότε στην πρωτοπορία του αγώνα για δημοκρατικές ελευθερίες και για άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Στη δεκαετία του 1980, αυτές οι οργανώσεις αντικαταστάθηκαν από δομές που τέθηκαν κάτω από τον άμεσο έλεγχο του κράτους.

Το καθεστώς, έτσι, επέβαλε τον πλήρη του έλεγχο σε τομείς κλειδιά της κοινωνίας, όπως στα πανεπιστήμια και στο στρατό. Απαγόρευσε κάθε ανεξάρτητη πολιτική δραστηριότητα, εκτός βεβαίως του Κόμματος Μπάαθ, που μόνο αυτό είχε το δικαίωμα να οργανώνει δημοσίως συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, είτε σε πανεπιστημιακούς χώρους είτε και αλλού, ή ακόμα το δικαίωμα να δημοσιεύει και να κυκλοφορεί έντυπα. Ακόμα και τα πολιτικά κόμματα που συμμάχησαν με το Μπάαθ μέσα από το Εθνικό Προοδευτικό Μέτωπο δεν είχαν το δικαίωμα να οργανώνουν ή να προπαγανδίζουν ή και να έχουν κάποια παρουσία στο δημόσιο χώρο. Θα αναλύσουμε αργότερα το ρόλο του κόμματος Μπάαθ, ιδιαίτερα μετά την άνοδο στην εξουσία του Χαφέζ αλ-Άσαντ. Αρκεί εδώ να σημειώσουμε ότι έλεγχε ένα πολύ πλατύ φάσμα από συντεχνιακές, λεγόμενες «λαϊκές», οργανώσεις, που ενέτασσαν αγρότες, νεολαία, γυναίκες, κλπ., μέσω των οποίων πολλοί τομείς της κοινωνίας είχαν τεθεί κάτω από την κηδεμονία του καθεστώτος. Ο ρόλος του Μπάαθ, έτσι, μετατράπηκε σε εργαλείο ελέγχου της κοινωνίας, εξαφανίζοντας κάθε ιδεολογικό δυναμισμό, ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Χαφέζ αλ-Άσαντ στην εξουσία. Η οργάνωση του κόμματος άλλαξε, με την κατάργηση των εσωτερικών εκλογών και με την αντικατάστασή τους από ένα σύστημα διορισμών από τα πάνω, ή κοοπτάτσιας, που το αποφάσιζε το καθεστώς και οι υπηρεσίες ασφαλείας, ενώ τα στοιχεία που αντιτίθεντο στις πολιτικές του καθεστώτος καταστέλλονταν.

Η καταστολή έπληξε και όλα τα πολιτικά κόμματα που αρνήθηκαν να υπακούσουν στις διαταγές του Χαφέζ Αλ-Άσαντ και να συμμετάσχουν στο Εθνικό Προοδευτικό Μέτωπο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πολλά κοσμικά κόμματα, ιδιαίτερα αριστερά, έγιναν στόχος του καθεστώτος, όπως το Κίνημα 23 Φεβρουαρίου (μια ριζοσπαστική τάση του Μπάαθ, που ήταν κοντά στον προηγούμενο πρόεδρο Σαλάχ Τζαντίν), η Ένωση Κομμουνιστικής Δράσης (Ραμπίτα αλ-’Αμαλ α-Σουγιού’ι), της οποίας ένα τμήμα προερχόταν από την αλαουίτικη κοινότητα και, σε μικρότερο βαθμό, το Κομμουνιστικό Κόμμα-Πολιτικό Γραφείο του Ριάντ Τουρκ. Επίσης σοβαρή καταστολή υπέστη, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και η Εθνική Συνεργασία, στην οποία συμμετείχαν πολλές αριστερές ομάδες. Στην ίδια αυτή δεκαετία, ακόμα ισχυρά πλήγματα από την καταστολή υπέστησαν και οι Μουσουλμάνοι Αδελφοί.




e la libertà: Ποια ήταν τα αιτήματα του κόσμου που κατέβαινε στις διαδηλώσεις την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011. Υπήρξαν σε εκείνη την πρώτη φάση πολιτικές δυνάμεις οι οποίες να προσπάθησαν να εκφράσουν αυτά τα αιτήματα; Υπήρξαν μορφές οργάνωσης των λαϊκών μαζών από τα κάτω;

Στην αρχή, στις πρώτες εβδομάδες, ο κόσμος ζητούσε μεταρρυθμίσεις, με ιδιαίτερα αιτήματα ζητήματα όπως την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης (που εξακολουθούσε να ισχύει από το 1963), την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων, κλπ... Όμως, μετά από τη βάναυση και βίαιη καταστολή του καθεστώτος, άρχισαν να ζητούν την ανατροπή του από το λαό.

Οι πρωτεργάτες σε αυτή την κίνηση προέρχονταν από πολλές συνιστώσες. Πρώτα-πρώτα, υπήρχαν ακτιβιστές από τους αγώνες κατά του καθεστώτος πριν από την εξέγερση του 2011, ιδιαίτερα από την «Άνοιξη της Δαμασκού» (2001), που προέρχονταν από στρώματα της μεσαίας τάξης, συχνά νέοι διπλωματούχοι και χρήστες των κοινωνικών δικτύων. Οι στόχοι τους επικεντρώνονταν κυρίως στο σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων στη Συρία. Μερικοί από αυτούς είχαν ήδη κινητοποιηθεί κατά του πολέμου στο Ιράκ και για την παλαιστινιακή υπόθεση. Στη μεγάλη τους πλειονότητα ήταν κοσμικοί δημοκράτες από όλες τις κοινότητες, μαζί και από μειονοτικές όπως Αλαουίτες, Χριστιανοί, Δρούζοι, κλπ.

Παραδείγματα υπάρχουν από διάφορες ομάδες ακτιβιστών από διάφορες περιοχές της χώρας, όπως η Νεολαία της Ντάραγια, στα περίχωρα της Δαμασκού, που ήταν κοινωνικά ενεργή για σχεδόν μια δεκαετία, με καμπάνιες κατά της διαφθοράς και με τη διοργάνωση μιας διαδήλωσης μετά την πτώση της Βαγδάτης, τον Απρίλη του 2003, στη διάρκεια της οποίας είχαν συλληφθεί με την πρόφαση ότι «συμμετέχουν σε αδήλωτη πολιτική ομάδα και θρησκευτικό προσηλυτισμό». Η Νεολαία της Ντάραγια είχε οικοδομηθεί πάνω στην εμπειρία των κινημάτων μη βίας. Είχαν φτιάξει μια κινητή βιβλιοθήκη και διένειμαν βιβλία στη γειτονιά τους. Καθάριζαν τους δρόμους. Προέβαλαν σε τζαμιά ταινίες με τον Γκάντι.

Είχαμε επίσης το παράδειγμα της Συριακής Επαναστατικής Νεολαίας, ένα κίνημα βάσης που προσέφερε μια τρίτη εναλλακτική προοπτική, πέρα από το δίπολο καθεστώς-ισλαμισμός, του οποίου η σαφής στάση αρχών το μετέτρεψε σε στόχο ακραίου κυνηγητού από το καθεστώς. Η Συριακή Επαναστατική Νεολαία, που είχε φτιαχτεί από μια ομάδα ακτιβιστών από την Ρουκεντίν, προέβαλε το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, με επίκεντρο των αιτημάτων της τη δωρεάν εκπαίδευση και περίθαλψη, την ισότητα των φύλων και την απελευθέρωση των υψωμάτων του Γκολάν και της Παλαιστίνης. Η ομάδα αυτή διαλύθηκε σχεδόν πλήρως ως συλλογικότητα, έστω και αν μερικά μέλη της συνεχίζουν να αναφέρονται σε αυτήν μέσα από τις φυλακές του συριακού καθεστώτος.

Όλοι αυτοί οι ακτιβιστές ήταν στην εξέγερση από την πρώτη μέρα, στις 16 Μαρτίου του 2011. Και έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο σε επιτροπές βάσης για την ανάπτυξη ειρηνικών δράσεων κατά του καθεστώτος. Η Γενική Επιτροπή της Συριακής Επανάστασης, ένας συντονισμός τοπικών επιτροπών, όπου συμμετείχε μεταξύ άλλων και η Σουχέρ Ατασί, μια αντιπολιτευόμενη από μια φημισμένη πολιτική οικογένεια και επικεφαλής του Φόρουμ Τζαμάλ Ατασί, το οποίο είχε απαγορευτεί από το καθεστώς το 2000. Η Ατασί συνελήφθη και κρατήθηκε δέκα μέρες μετά τη διαδήλωση της 16 Μαρτίου 2011 και κατηγορήθηκε ότι ήταν μία από τους διοργανωτές της. Τώρα ζει στην εξορία, αφού πέρασε αρκετούς μήνες στην παρανομία. Το Συντονιστικό Τοπικών Επιτροπών (CLC), ένα άλλο σημαντικό όργανο, καθοδηγήθηκε από τη δικηγόρο και ακτιβιστή Ραζάν Ζαϊτούνε, που απήχθη το Δεκέμβριο του 2013, το πιθανότερο από τον Τζάις Αλ-Ισλάμ.

Το καθεστώς στόχευσε ειδικά αυτούς τους ακτιβιστές, που είχαν ξεκινήσει τις διαδηλώσεις, τις πράξεις πολιτικής ανυπακοής και τις καμπάνιες υπέρ των απεργιών, εξαιτίας των οργανωτικών τους ικανοτήτων αλλά και για τη δημοκρατική και κοσμική τους θέση, που υπέσκαπτε την προπαγάνδα του καθεστώτος, το οποίο κατήγγειλε μια συνωμοσία ένοπλων ακραίων ισλαμικών ομάδων. Μερικοί από αυτούς φυλακίστηκαν, άλλοι δολοφονήθηκαν ή αναγκάστηκαν να εξοριστούν, αλλά εξακολουθούν να είναι παρόντες, παρά την άγρια καταστολή. Και παίζουν σημαντικό ρόλο στη σημερινή επαναστατική διαδικασία, προσπαθώντας να συναρθρώσουν τις διάφορες μορφές λαϊκής αντίστασης στο καθεστώς.

Η δεύτερη και αναμφισβήτητα η πιο σημαντική συνιστώσα του συριακού επαναστατικού κινήματος είναι οι οικονομικά περιθωριοποιημένοι εργαζόμενοι της πόλης και της υπαίθρου, αυτοί που υπέστησαν το βάρος της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ιδιαίτερα μετά την άνοδο στην εξουσία του Προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ. Όπως το είπαμε και πριν, η γεωγραφία των εξεγέρσεων στην Ιντλίμπ και στην Ντάραα, όπως και στις άλλες αγροτικές περιοχές, όλες ιστορικά κάστρα του κόμματος Μπάαθ, οι οποίες δεν είχαν παίξει ιδιαίτερο ρόλο στην εξέγερση των αρχών της δεκαετίας του 1980, μαζί και με τα περίχωρα της Δαμασκού και του Χαλεπιού, δείχνει ακριβώς την εμπλοκή των θυμάτων του νεοφιλελευθερισμού σε αυτή την επανάσταση. Από τη συνιστώσα αυτή στις σημερινές διαμαρτυρίες αναδύθηκαν και μερικοί από αυτούς που εντάχθηκαν στις ένοπλες ομάδες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, στην αρχή για να υπερασπιστούν τις ειρηνικές διαδηλώσεις και κατόπιν υιοθετώντας πιο επιθετικές πολιτικές.

Επίσης μπορούμε να δούμε και ομάδες διαμαρτυρόμενων που αντιτάχθηκαν στο καθεστώς γύρω από σεΐχηδες σε ορισμένα μέρη και σε ορισμένες φυλές κάποιων περιοχών. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί από αυτούς συνελήφθησαν, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα. Τέλος, ορισμένα στοιχεία από την πιο «παραδοσιακή» αντιπολίτευση επίσης αναμείχθηκαν στο λαϊκό κίνημα, όπως μερικά κουρδικά κόμματα, αριστερές ομάδες, εθνικιστές, φιλελεύθεροι και ισλαμιστές.

Από την αρχή της επανάστασης, οι κύριες μορφές οργάνωσης ήταν οι συντονιστικές λαϊκές επιτροπές στο επίπεδο του χωριού, της γειτονιάς, των πόλεων και των περιοχών. Αυτές οι λαϊκές επιτροπές ήταν η αληθινή καρδιά του κινήματος, κινητοποιώντας το λαό στις διαδηλώσεις. Στη συνέχεια, στις περιοχές που απελευθερώνονταν από το ζυγό του καθεστώτος, αναπτύχθηκαν μορφές αυτο-οργάνωσης με βάση τις μαζικές οργανώσεις. Λαϊκά εκλεγμένα συμβούλια αναδύθηκαν για να διαχειριστούν τις απελευθερωμένες περιοχές, αποδεικνύοντας ότι ήταν το καθεστώς που προκαλεί αναρχία, όχι ο λαός.

Σε μερικές περιοχές που απελευθερώθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις του καθεστώτος, διοικητικές δομές δημιουργήθηκαν για να αντισταθμίσουν την απουσία κράτους και για να εκπληρώσουν το ρόλο του σε διάφορους τομείς, όπως εκπαίδευση, νοσοκομεία, δρόμους, ύδρευση, ηλεκτρισμό και επικοινωνίες. Αυτές οι διοικητικές δομές εκλέχτηκαν με λαϊκή συναίνεση και έχουν ως κύριους στόχους τους την παροχή υπηρεσιών όπως διοίκηση, νόμο και τάξη.




e la libertà: Θα θέλαμε να μας μιλήσετε για τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό. Πώς συγκροτήθηκε; Συνδέθηκε με κάποιες πολιτικές παρατάξεις; Είχε οικονομική στήριξη από άλλα κράτη; Και τελικά, για πιο λόγο διαλύθηκε;

Η οργανωμένη ένοπλη αντίσταση ξεκίνησε μόνο τον Ιούλιο του 2011, με την ίδρυση του Ελεύθερου Συριακού Στρατού και το Κίνημα των Ελεύθερων Αξιωματικών. Αρκετά στοιχεία ενίσχυσαν την ανάδυση ένοπλων ομάδων μετά από επτά μήνες διαδηλώσεων και ειρηνικής αντίστασης. Το πρώτο είναι η βίαιη καταστολή του καθεστώτος κατά των ειρηνικών διαδηλωτών και κατά των ηγετών του λαϊκού κινήματος, με δολοφονίες, συλλήψεις και εξαναγκασμό σε εξορία. Αυτό ριζοσπαστικοποίησε το κίνημα και έσπρωξε τους ακτιβιστές να προσπαθήσουν να αντισταθούν με όπλα. Όλο και περισσότερες ομάδες πολιτών πήρε τα όπλα για να υπερασπιστούν τις διαδηλώσεις τους και τα σπίτια τους ενάντια στη σαμπίχα[ένοπλους, πληρωμένους από το καθεστώς, που ευθύνονται για αμέτρητες βιαιότητες], τις υπηρεσίες ασφάλειας και το στρατό.

Το δεύτερο είναι ο αυξανόμενος αριθμός λιποτακτών από το στρατό, ιδιαίτερα απλών φαντάρων που αρνούνταν να πυροβολήσουν ειρηνικούς διαδηλωτές. Η απροθυμία των φαντάρων να πυροβολούν ειρηνικούς διαδηλωτές προκάλεσε πολλές στάσεις και λιποταξίες. Είναι επίσης απαραίτητο να αναφέρουμε την ίδια τη θέληση του καθεστώτος να στρατιωτικοποιήσει την επανάσταση αφήνοντας όπλα στα πεδία των μαχών ή αυξάνοντας τον αριθμό των όπλων στην αγορά και/ή μειώνοντας την τιμή των όπλων για να δικαιολογήσει την προπαγάνδα του καθεστώτος ότι πολεμούσε εναντίον ένοπλων εξτρεμιστικών ομάδων.

Και τέλος είναι η διάθεση πολιτικών ρευμάτων και/ή κρατών, ιδιαίτερα ιδιωτών και δικτύων από τις μοναρχίες του Κόλπου, με την έγκριση των αρχουσών τάξεών τους, να χρηματοδοτήσουν ειδικές ένοπλες ομάδες για να ενισχύσουν τα στηρίγματα που είχαν βρει επί τόπου. Οι διάφορες χρηματοδοτήσεις από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ προκάλεσαν στην πραγματικότητα πρόβλημα στην ενοποίηση της ένοπλης αντιπολίτευσης, καθώς διάφορες ομάδες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να πάρουν χρηματοδότηση από τα κράτη αυτά υιοθετώντας πολλές από αυτές όλο και περισσότερο έναν ισλαμικό λόγο για να ευχαριστήσουν τους χορηγούς τους.

Τα μέλη των ομάδων της ένοπλης αντιπολίτευσης του FSA προέρχονταν κοινωνικά από το πλειοψηφικό στοιχείο του επαναστατικού κινήματος: κυρίως από περιθωριοποιημένους εργαζόμενους των πόλεων και της υπαίθρου, μέλη των χαμηλότερων και μεσαίων τάξεων που υπέστησαν την επιτάχυνση των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών μετά την άνοδο στην εξουσία του Μπασάρ αλ-Άσαντ. Μέσα στις ομάδες της ένοπλης αντιπολίτευσης, υπήρχαν, επίσης και φαντάροι, καθώς και στρατιωτικοί, που είχαν λιποτακτήσει, μαζί με τους πολίτες που αποφάσισαν να πάρουν να όπλα, με αυτούς του τελευταίους να αποτελούν την πλειονότητα.

Ο συριακός στρατός είχε δομηθεί στον καιρό του Χαφέζ αλ-Άσαντ, πράγμα που εξηγεί και το γιατί η συλλογική ανυπακοή ή και η στάση είναι πολύ δύσκολα. Η δομή του ανώτερου επιτελείου βασίζεται στις πελατειακές και θρησκευτικές σχέσεις. Οι περισσότερες από τις μονάδες που είναι πιστές στον Άσαντ κυριαρχούνται από Αλαουίτες αξιωματικούς, ακόμα και αν περιλαμβάνουν και σουνίτες. Ο ρόλος που έχουν αναλάβει οι μονάδες αυτές είναι να προστατεύσουν το καθεστώς εφαρμόζοντας διάφορες μορφές καταστολής. Αυτοί που θέλουν να λιποτακτήσουν μπορούν βασικά μόνο να το κάνουν ατομικά ή σε μικρές ομάδες, αφήνοντας τις γραμμές τους με ή χωρίς τα όπλα τους.


Οι δυσκολίες αυτές δεν μπόρεσαν, ωστόσο, να εμποδίσουν την ανάπτυξη των λιποταξιών. Το καθεστώς έτσι αναγκάστηκε να εξασφαλίσει τις μονάδες του ενσωματώνοντας νέα στοιχεία από το μηχανισμό ασφαλείας. Χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικοί φυλακίστηκαν ως ύποπτοι συμπάθειας προς την επανάσταση. Σύμφωνα με μερικές μαρτυρίες, σχεδόν οι μισές από τις απώλειες που υπέστη ο συριακός στρατός ήταν το αποτέλεσμα δολοφονιών που έκαναν πιστοί στο καθεστώς στρατιώτες. Το καθεστώς κατόπιν οργάνωσε και ένοπλες ομάδες πολιτών, που ονομάστηκαν επιτροπές λαϊκής άμυνας, για να το βοηθήσουν στην καταστολή, ενώ επίσης έλαβε και μαζική στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από το Ιράν και τη Ρωσία, την ίδια ώρα που ένοπλες σιιτικές ομάδες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η Χεζμπολάχ και ιρακινές ομάδες, συνέχισαν να αυξάνουν τον αριθμό των μαχητών τους στη Συρία. Η Χεζμπολάχ συμμετείχε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις μαζί με το συριακό στρατό, μερικές μάλιστα φορές παίζοντας τον ηγετικό ρόλο σε στρατιωτικό επίπεδο.

Σε πολλές περιοχές της χώρας σχηματίστηκαν επαναστατικά συμβούλια καθώς και συντονιστικά για πολιτικές και ένοπλες δράσεις. Υπογράφηκε από μεγάλο τμήμα των ένοπλων ομάδων που συμμετείχαν στη λαϊκή αντίσταση ένας κώδικας καλής συμπεριφοράς, που να σέβεται το διεθνή νόμο και να απορρίπτει τους θρησκευτικούς διαχωρισμούς. Τα μέτρα αυτά πάρθηκαν ως απάντηση σε πράξεις βασανιστηρίων και σε δολοφονίες που διέπραξαν ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης, συχνά χωρίς καμία σχέση με τον FSA και που καταδικάστηκαν από το λαϊκό κίνημα και τη μεγάλη πλειονότητα των ομάδων του FSA.

Ο FSA δεν υπήρξε ποτέ ενοποιημένος οργανισμός. Ήταν μάλλον μια συλλογική περιγραφή ανεξάρτητων ένοπλων ομάδων, που βρίσκονταν σε διάφορες περιοχές της χώρας. Οι ομάδες αυτές δεν έχουν αναγκαστικά επαρκή όπλα ή χρηματοδότηση.

Το 2012, ο Συντονισμός Τοπικών Επιτροπών (CLC) ανέλυε την κατάσταση του FSA με τα εξής λόγια: «Η μοίρα της Επανάστασής μας έχει αφεθεί στον FSA, που αποτελείται από λιποτάκτες και πολίτες που πήραν τα όπλα για να αμυνθούν. Ο σχηματισμός αυτός δεν διαθέτει καμία βιώσιμη βάση ούτε και ενοποιημένη διοίκηση. Ταυτόχρονα, ο FSA αξιοσημείωτα και θαρραλέα έχει υπερασπιστεί άοπλους πολίτες και τις περιοχές τους με ελαφριά όπλα και ελάχιστα πολεμοφόδια. Όπως είναι αναμενόμενο, η πολεμική μηχανή του κατασταλτικού καθεστώτος μπόρεσε να συγκεντρώσει την καταστολή και την οργή της στους κατοίκους των περιοχών όπου ο FSA κατέλαβε κάποια θέση. Η πολεμική μηχανή του καθεστώτος διεξήγε πράξεις εκδίκησης που διπλασίασαν τον αριθμών των θυμάτων, με αποτέλεσμα την ανθρωπιστική κρίση και τη δημιουργία ζωνών καταστροφής σε πολλές περιοχές της χώρας».

Επιπλέον, η έλλειψη οργανωμένης και πλατιάς στήριξης προς τον FSA οδήγησε και σε έλλειψη αποτελεσματικής καθοδήγησης της ένοπλης αντιπολίτευσης, ενώ την ίδια στιγμή οι ισλαμικές ομάδες, που δεν συνδέονταν με τον FSA και που χρηματοδοτούνταν πολύ πιο μαζικά από τις μοναρχίες του Κόλπου και από μερικά ιδιωτικά δίκτυα, συνέχισαν να επεκτείνονται. Η αντιπολίτευση συνίσταται σήμερα σε πάνω από 1.500 ένοπλες ομάδες με πολλαπλές και κυμαινόμενες συμμαχίες, ανάλογα με την περιοχή και τη συγκυριακή δυναμική. Μερικές από τις δυνάμεις του FSA υπήρξαν πάντως στόχος των τζιχαντιστών, ιδιαίτερα του Ισλαμικού Κράτους του Λεβάντε και του Ιράκ (ISIS), που τώρα μετονομάστηκε σε σκέτο Ισλαμικό Κράτος (IS), αλλά και της Τζάμπχατ α-Νούσρα (επίσημο παρακλάδι της Αλ-Κάιντα στη Συρία) καθώς και διάφορων ισλαμικών ομάδων που έχουν δολοφονήσει κάποιους αξιωματικούς του και έχουν επιτεθεί και σε κάποιες ομάδες του.

Πέρα από αυτά, πρέπει να επισημάνουμε την απουσία ή την έλλειψη κάθε είδους «πλατιάς», οργανωμένης και αποφασιστικής στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ και/ή τα δυτικά κράτη προς τους Σύριους επαναστάτες, που δείχνει και πάλι την έλλειψη θέλησης για οποιαδήποτε ριζική αλλαγή στη Συρία. Η εφημερίδα Wall Street Journal δημοσίευσε τον Γενάρη του 2015 ένα άρθρο για τη βοήθεια της CIA, όπου γράφει: «Μερικές από τις παραδόσεις οπλικού υλικού ήταν τόσο μικρές που οι επικεφαλής έπρεπε να δίνουν με το δελτίο τα πολεμοφόδια. Ένας από τους ευνοούμενους διοικητές των ΗΠΑ πήρε το αντίστοιχο 16 σφαιρών μηνιαίως για κάθε πολεμιστή του. Και είπαν στους επικεφαλής των ανταρτών ότι έπρεπε πρώτα να τους τελειώσουν οι παλιοί πύραυλοι κατά τεθωρακισμένων για να τους δώσουν καινούργιους -και ότι δεν μπορούσαν να έχουν οβίδες για τα τανκς που έπεφταν στα χέρια τους. Όταν ζήτησαν, πέρυσι το καλοκαίρι, πυρομαχικά για να πολεμήσουν τους μαχητές της Αλ-Κάιντα, οι ΗΠΑ τους είπαν “όχι”».2

Επιπλέον, οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν από την αρχή της εξέγερσης στο να εφοδιάσουν τις διάφορες δυνάμεις του FSA με αντιαεροπορικούς πυραύλους που να είναι σε θέση να φτάσουν τα πολεμικά αεροπλάνα.

Το σχέδιο του Μπάρακ Ομπάμα, που εγκρίθηκε από το Κογκρέσο των ΗΠΑ, για 500 εκατομμύρια δολάρια για να οπλιστούν και να εφοδιαστούν 5.000-10.000 εξεγερμένοι, και το οποίο ποτέ δεν εφαρμόστηκε, δεν είχε ως στόχο να ανατρέψει το καθεστώς του Άσαντ, όπως το διαπιστώνουμε και από το κείμενο της απόφασης:

«Για το Υπουργείο Άμυνας εγκρίνεται, σε συνεργασία με το Υπουργείο Εξωτερικών, να προσφέρει βοήθεια, μαζί με εκπαίδευση, εξοπλισμό, τροφοδοσία και υποστήριξη, σε καταλλήλως ελεγμένα στοιχεία της συριακής αντιπολίτευσης και σε άλλες καταλλήλως ελεγμένες συριακές ομάδες και άτομα για τους εξής σκοπούς:

Υπεράσπιση του συριακού λαού από επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε και εξασφάλιση εδαφών που ελέγχονται από τη συριακή αντιπολίτευση.

Προστασία των ΗΠΑ, των φίλων και συμμάχων τους, και του συριακού λαού από τις απειλές που θέτουν οι τρομοκράτες στη Συρία.

Προώθηση των προϋποθέσεων για μια διαπραγμάτευση που να ρυθμίσει το τέλος της σύγκρουσης στη Συρία».3

Το πρόγραμμα αυτό υπήρξε μια πλήρης αποτυχία. «Το πρόγραμμα είναι πολύ μικρότερο απ’ ό,τι ελπίζαμε», παραδέχτηκε η επικεφαλής πολιτικής του Πενταγώνου, Κριστίν Ουόρμουθ, διευκρινίζοντας ότι υπήρχαν κάπου 100 με 120 οι μαχητές που βρίσκονται σε εκπαίδευση, ενώ πρόσθετε ότι πάντως «έκαναν τρομερή εκπαίδευση». Ένας από τους κορυφαίους στρατηγούς είπε στο Κογκρέσο ότι οι ΗΠΑ είχαν καταφέρει να εκπαιδεύσουν μόνο «τέσσερις ή πέντε» αντιπολιτευόμενους στρατιώτες.4

Ο επικεφαλής του προσωπικού της συριακής ομάδας εξεγερμένων Division 30, που είναι αυτή που έχει εκπαιδευτεί από τις ΗΠΑ, παραιτήθηκε από τη θέση του και αποσύρθηκε από το πρόγραμμα, στις 19 Σεπτεμβρίου 2015. Επικαλέστηκε προβλήματα όπως «έλλειψη ικανού αριθμού εκπαιδευόμενων» και «έλλειψη σοβαρότητας στην εφαρμογή του σχεδίου ίδρυσης της 30ής ταξιαρχίας».5 Το άλλο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ στη δημιουργία ένοπλων δυνάμεων πιστών στα συμφέροντά τους προέρχεται από την επί τόπου πραγματικότητα. Και αυτό γιατί η απόφαση της μεγάλης πλειονότητας των ομάδων της αντιπολίτευσης ήταν να συνεργαστούν με την Ουάσιγκτον μόνο εάν θα ήταν σε θέση να κρατήσουν την ανεξαρτησία τους και την αυτονομία τους στη διαδικασία αποφάσεων καθώς και αν η συνεργασία περιελάμβανε ένα σαφές σχέδιο για την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ.

Τον Οκτώβριο του 2015, ακόμα και ο γερουσιαστής Λίντσι Γκράχαμ αμφισβήτησε τον Υπουργό Άμυνας, Άστον Κάρτερ, και τον υπεύθυνο στρατηγό, Τζόζεφ Ντάνφορντ, για τη στρατηγική τους στη Συρία. Ρώτησε για τη δυνατότητα ανατροπής του Σύριου προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, λέγοντας, «στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για μισή στρατηγική».6




e la libertà: Ποια ήταν η πολιτική επιρροή των διαφόρων ισλαμιστικών οργανώσεων (πολιτικών και στρατιωτικών, πρώτα και κύρια των των Αδερφών Μουσουλμάνων). Κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν η ΙΣΙΣ και η Τζαμπχατ α-Νούσρα; ποια είναι η κοινωνική βάση αυτών των οργανώσεων;

Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δεν υπήρχαν στις αρχές της επανάστασης, τουλάχιστον όχι οργανωμένοι σε κόμμα -όπως άλλωστε και τα περισσότερα πολιτικά κόμματα. Το 2009, είχαν στην πραγματικότητα εγκαταλείψει την αντιπολίτευση προς το καθεστώς και αναζητούσαν μορφές συνεννόησης με το καθεστώς. Στις διαδηλώσεις σε διάφορες περιοχές της Συρίας υπήρχαν μάλιστα και συνθήματα που έλεγαν: «Δεν είμαστε σαλαφιστές. Δεν είμαστε Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Είμαστε απλώς Σύριοι που θέλουμε ελευθερία». Αυτό συνέβαινε επειδή το καθεστώς κατηγορούσε όλους τους διαδηλωτές ότι ήταν σαλαφιστές, Αδελφοί Μουσουλμάνοι ή ισλαμιστές εξτρεμιστές. Ένα μήνα μετά την αρχή της εξέγερσης, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι άρχισαν επισήμως να υποστηρίζουν το λαϊκό κίνημα.

Σε σχέση με την ανάπτυξη των άλλων φονταμενταλιστικών ισλαμικών οργανώσεων, των πιο ακραίων, θα έπρεπε να πάρουμε υπόψη ότι από το Μάρτιο ως τον Οκτώβριο του 2011, το καθεστώς Άσαντ, την ίδια ώρα που στοχοποιούσε και κατέστειλε τους δημοκράτες και το λαϊκό κίνημα, απελευθέρωσε σχεδόν 1.500 από τους πιο οργανωμένους σαλαφιστές ακτιβιστές από τις φυλακές του. Σε σχέση με την παρουσία τζιχαντιστών στη Συρία, το φαινόμενο αυτό αυξανόταν κατά τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο των ΗΠΑ στο Ιράκ, το 2003, και είχαν φτάσει στους 8.000 πριν από την επανάσταση. Πολλοί από αυτούς ενεργούσαν ελεύθερα στη Συρία μετά την κατάληψη του Ιράκ από τις ΗΠΑ το 2003. Το καθεστώς τους άφηνε να περνάν μέσα από τη Συρία για να πηγαίνουν να πολεμήσουν στο Ιράκ και ακόμα και συνεργαζόταν με ορισμένες από αυτές τις ομάδες. Στην αρχή της εξέγερσης, πολλοί από τους τζιχαντιστές απελευθερώθηκαν -όπως είπα- από τις φυλακές και ήταν πλέον σε θέση να οργανώσουν και να επεκτείνουν την επιρροή τους, την ίδια στιγμή που το καθεστώς κυνηγούσε τους δημοκράτες και κοσμικούς ακτιβιστές. Η άνοδος του ISIS και των άλλων φονταμενταλιστικών ομάδων είχε σχέση με τη στρατηγική του καθεστώτος Άσαντ να παρουσιάσει μόνο μία εναλλακτική στο συριακό λαό: ή εγώ ή το Ισλαμικό Κράτος, η Τζαμπχάτ α-Νούσρα και οι άλλοι... Η τεράστια πλειονότητα των ηγεσιών των διάφορων ισλαμιστικών φονταμενταλιστικών ένοπλων ομάδων βρίσκονταν στη φυλακή στην αρχή της επανάστασης.

Η Τζάμπχατ α-Νούσρα (παρακλάδι της Αλ-Κάιντα στη Συρία) έκανε τις πρώτες της τρομοκρατικές ενέργειες στα τέλη του καλοκαιριού του 2011 και επίσημα ανήγγειλε τη δημιουργία της το Γενάρη του 2012. Άλλες ομάδες, όπως ο Αχράρ α-Σιαμ και ο Τζάις αλ-Ισλάμ, αναπτύχθηκαν επίσης τη στιγμή εκείνη, δηλαδή από το καλοκαίρι του 2011 ως τις αρχές του 2012. Στην αρχή ήταν μικρές ένοπλες ομάδες.

Οι ομάδες αυτές ήταν σε θέση να αναπτυχθούν, όπως είπα, επειδή το καθεστώς επικέντρωνε την καταστολή του στους δημοκράτες ακτιβιστές και στο λαϊκό κίνημα, από τη μια, και στις ομάδες του FSA, ενώ την ίδια ώρα οι σαλαφιστικές τζιχαντιστικές ομάδες ήταν πιο οργανωμένες, κυρίως λόγω των εμπειριών τους στο Ιράκ και σε άλλες χώρες (ενώ οι δυνάμεις του FSA, είχαν κακή οργάνωση και μερικές, υιοθετούσαν κακές συμπεριφορές), και πολύ καλύτερα χρηματοδοτημένες (από ιδιωτικά δίκτυα από τις μοναρχίες του Κόλπου, αλλά καμιά φορά και απευθείας από τις Μοναρχίες αυτές), έχοντας έτσι την ικανότητα να στρατολογούν κόσμο που προηγουμένως ήταν στις δυνάμεις του FSA. Η παροχή βοήθειας και η διανομή ορισμένων αναγκαίων προϊόντων και υπηρεσιών στις λαϊκές τάξεις που στερούνται τα πάντα μπορεί επίσης να προκαλέσει κάποια συμπάθεια στις λαϊκές τάξεις.

Εκτός απ’ όλ’ αυτά, η τρομερή και δολοφονική καταστολή του καθεστώτος, τη στιγμή χρησιμοποιούσε τις θρησκευτικές αντιθέσεις (μέσα από τα ΜΜΕ, με τις σφαγές των σουνιτών, κλπ.,...) και είχε βοήθεια από θρησκευτικές ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις όπως το Ιράν και ομάδες όπως η Χεζμπολάχ και οι σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ, ριζοσπαστικοποιούσε πολύ κόσμο προς την κατεύθυνση των εξτρεμιστικών ομάδων.




e la libertà: Η μετατροπή της συριακής επανάστασης σε εμφύλιο πόλεμο έκανε τη Συρία ένα πεδίο περιφερειακών και διεθνών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, που κορυφώθηκαν με την ρωσική επέμβαση. Η ερμηνεία αυτών των ανταγωνισμών από μεγάλο κομμάτι της αριστεράς, είναι ότι οι ΗΠΑ, η ΕΕ και οι περιφερειακοί τους σύμμαχοι υποστήριξαν τη συριακή επανάσταση, επειδή ήθελαν να ανατρέψουν το καθεστώς του Άσαντ, το οποίο, θεωρούν ότι είχε αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Θα θέλαμε να μιλήσετε για τις σχέσεις του καθεστώτος του Άσαντ με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Καταρχήν πιστεύω ότι θα πρέπει να αναλύουμε ένα κράτος με βάση τις τάξεις και τις πολιτικές του, έτσι όπως το είχε γράψει ο Πιέρ Φρανκ, ένας Γάλλος τροτσκιστής: «Ας επισημάνουμε ότι οι μεγαλύτεροι θεωρητικοί του μαρξισμού δεν ορίζουν την πολιτική φύση ενός αστικού καθεστώτος με βάση τις θέσεις του στο χώρο της εξωτερικής πολιτική αλλά αποκλειστικά και μόνο με βάση τη θέση που κατέχει σε σχέση με την ταξική σύνθεση του έθνους». Σε αυτό το θέμα πιστεύω ότι έδειξα πως το καθεστώς του Άσαντ είναι ένα αυταρχικό και καπιταλιστικό καθεστώς που καταστέλλει τις λαϊκές τάξεις. Ωστόσο, ας απαντήσουμε και στον κόσμο που λέει ότι είναι «αντι-ιμπεριαλιστικό καθεστώς».

Το συριακό καθεστώς παρουσιάζεται ως αντι-ιμπεριαλιστικό κράτος με βάση την υποστήριξή του στην αντίσταση του Λιβάνου και της Παλαιστίνης επί πολλά χρόνια τώρα και με βάση τις πολύ σκληρές ρητορικές του θέσεις κατά του Ισραήλ. Αλλά η στάση αυτή δεν βασίζεται σε αντι-ιμπεριαλιστικές αρχές, βασίζεται σε υποτιθέμενα «εθνικά συμφέροντα». Αυτά καθοδηγούνται από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ασφάλεια και η συνέχεια του καθεστώτος καθώς και από ένα συσχετισμό δύναμης στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ για την ανάκτηση των υψωμάτων του Γκολά που καταλήφθησαν το 1967.

Το καθεστώς έχει στην πραγματικότητα συνεργαστεί με τις δυτικές ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις σε πολλές περιπτώσεις. Ήταν ακριβώς ο Χαφέζ αλ-Άσαντ, ως υπουργός άμυνας, αυτός που αρνήθηκε να βοηθήσει τους Παλαιστίνιους και τους προοδευτικούς Ιορδανούς να ανατρέψουν το συντηρητικό Χασεμίτικο καθεστώς στην Ιορδανία κατά τη λαϊκή εξέγερση το 1970, τη γνωστή ως Μαύρο Σεπτέμβρη.

Ήταν αυτό το ίδιο καθεστώς που συνέτριψε τους Παλαιστίνιους και τα προοδευτικά κινήματα στον Λίβανο το 1976 με την άτυπη συμφωνία του με τα δυτικά κράτη, υποστηρίζοντας τις φασιστικές ομάδες της λιβανέζικης Φάλαγγας, βάζοντας τέλος στην εξέγερση των προοδευτικών δυνάμεων και συμμετέχοντας στη σφαγή των Παλαιστινίων στο Τελ ελ-Ζα’ατάρ. Μετά υποστήριξε την διάσπαση της Φάταχ αλ-Ιντιφάντα από τη Φατάχ το 1983 και στήριξε το λιβανέζικο σιιτικό κίνημα Αμάλ στον πόλεμο των στρατοπέδων εναντίον των Παλαιστινίων, το 1985 με 1989.

Το καθεστώς Άσαντ ήταν ο κύριος παράγοντας πίσω από την εξασθένιση του Λιβανέζικου Μετώπου Εθνικής Αντίστασης (LNRF), που είναι συνήθως γνωστό με το αραβικό ακρωνύμιό του, Τζαμούλ, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1982 από το Λιβανέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα, την Οργάνωση Κομμουνιστικής Δράσης του Λιβάνου, το Αραβικό Κόμμα Σοσιαλιστικής Δράσης Λιβάνου (ASAP-L) και το Συριακό Κοινωνικό Εθνικό Κόμμα (SSNP). Η συμμαχία αυτή είχε ως στόχο να αντικαταστήσει το Λιβανέζικο Εθνικό Κίνημα (LNM), αλλά και κυρίως να αντισταθεί στην ισραηλινή κατοχή. Ως την Άνοιξη του 1985, το LNRF είχε καταφέρει να διώξει τους Ισραηλινούς έξω από τη δυτική Μπεκάα, τη Ρασάγια και άλλες μεγάλες περιοχές στο νότο. Η ηγεσία του Μετώπου αποφάσισε τότε να μεταφέρει τη σύγκρουση με τους Ισραηλινούς, με επιθέσεις σε στόχους στο εσωτερικό της «ασφαλούς ζώνης» τους, δηλαδή την ισχυρά στρατιωτικοποιημένη εδαφική ζώνη στα σύνορα του Λιβάνου στο νότο, που οι Ισραηλινοί χρησιμοποιούσαν ως «περιοχή απορρόφησης». Όμως, αυτή η περίοδος ήταν και η αρχή του τέλους του Μετώπου LNRF, του οποίου ο στόχος δεν ήταν μόνο το Ισραήλ, αλλά και το συριακό καθεστώς, καθώς η ηγεσία του αρνήθηκε να υποταχθεί στο αίτημα για «συνεργασία» με τη Συρία. Επιπλέον, από το 1984, η οικονομική βοήθεια προς το LNRF από την ΕΣΣΔ και τις αραβικές χώρες σταμάτησε.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η ηγεσία του Μετώπου επλήγη από ένα κύμα δολοφονιών, που αποδόθηκαν σε ισλαμικές δυνάμεις γύρω από την Χεζμπολάχ, αλλά και την Αμάλ. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον Ελίας Αταλάχ (που τότε ήταν ένας από τους κορυφαίους διοικητές του LNRF), η Αμάλ και η Χεζμπολάχ ενημέρωναν συχνά τους Σύριους για όλα τα σχέδια του Μετώπου. Και οι πράξεις αντίστασης του Μετώπου άρχισαν να γίνονται όλο και αραιότερες και με μικρότερα αποτελέσματα.7

Οι εσωτερικές διαμάχες ανάμεσα στις αριστερές ομάδες -στις οποίες ανήκαν και υπολείμματα από τον Οργάνωση για την Απευλευθέρωση της Παλαιστίνης καθώς και η δρούζικη PSP- και την Αμάλ στη λιβανέζικη πρωτεύουσα το 1987 επίσης εξασθένισαν το LNRF, ενώ η είσοδος των συριακών δυνάμεων στη δυτική Βηρυτό περιόρισε ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες δράσης του LNRF.

Όταν η Αμάλ εγκατέλειψε τις περισσότερες αντιστασιακές της ενέργειες, μετά την πρώτη απόσυρση του Ισραήλ το 1985, και καθώς το συριακό καθεστώς με όλες του τις δυνάμεις βάλθηκε να εμποδίσει όλες τις ενέργειες αντίστασης του LNRF, η Χεζμπολάχ άρχισε να αναδύεται ως το μόνο κίνημα αντίστασης, που στηριζόταν πολύ ισχυρά από τα καθεστώτα της Συρίας και του Ιράν.8 Η συμφωνία του Ταΐφ κατόπιν, το 1989, αναγνώρισε τη Χεζμπολάχ ως τη μόνη δύναμη αντίστασης. Το ισλαμικό κόμμα, με τις στενές του σχέσεις με την Τεχεράνη, θα ήταν έτσι το μόνο που θα κρατούσε τη δάδα της αντίστασης, αν και μόνο μετά από στενή συνεργασία με τη Δαμασκό.

Το καθεστώς του Άσαντ συμμετείχε επίσης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο κατά του Ιράκ το 1991, στη συμμαχία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Επίσης συμμετείχε και στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», που ξεκίνησε ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους και συνεργάστηκε σε διάφορα θέματα ασφαλείας.

Το Ισραήλ στην πραγματικότητα ζήτησε πολλές φορές από τις ΗΠΑ να απαλύνουν τις πιέσεις τους στο συριακό καθεστώς, το οποίο δεν έχει ρίξει ούτε μία σφαίρα για τα κατεχόμενα υψώματα του Γκολάν μετά το 1973.

Η Συρία δεν απάντησε σε άμεσες επιθέσεις στο έδαφός της, που έχουν ευρέως αποδοθεί στο Ισραήλ. Επίσης έχει μπει σε διάφορους γύρους ειρηνευτικών συνομιλιών, με πιο πρόσφατο το 2008. Παρόλο που αυτές οι συνομιλίες δεν έχουν ακόμα καταλήξει σε συμφωνία, οι επανειλημμένες αποτυχίες τους δεν είχαν οδηγήσει σε τίποτα περισσότερο από μια ψύχρανση κάθε φορά.

Οι Σύριοι αξιωματούχοι επανειλημμένα έχουν δηλώσει την ετοιμότητά τους να υπογράψουν συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ, μόλις λήξει η κατοχή των υψωμάτων του Γκολάν, ενώ τίποτα δεν λέγεται για το παλαιστινιακό ζήτημα. Ο Ραμί Μαχλούφ, ο ξάδελφος του Μπασάρ αλ-Άσαντ, έφτασε μάλιστα να δηλώνει, τον Μάιο του 2011, ότι αν δεν υπάρξει σταθερότητα στη Συρία, δεν θα υπάρξει σταθερότητα ούτε στο Ισραήλ, προσθέτοντας ότι κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τι θα γίνει εάν κάτι συμβεί στο συριακό καθεστώς. Κατά συνέπεια, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την ικανοποίηση του Ισραήλ για το status quo με το σημερινό συριακό καθεστώς.

Πέρα απ’ όλ’ αυτά, θα ήθελα να θυμίσω ότι η υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, η Χίλαρι Κλίντον, στις αρχές της εξέγερσης στη Συρία, χαρακτήρισε τον δικτάτορα Μπασάρ αλ-Άσαντ ως «μεταρρυθμιστή» και πρόσθεσε ότι «πολλά από τα μέλη του Κογκρέσου και από τα δύο κόμματα που έχουν πάει στη Συρία τους τελευταίους μήνες έχουν πει ότι πιστεύουν ότι είναι ένας μεταρρυθμιστής».9 Χωρίς να ξεχάσουμε και την πρόσκληση για ομιλία στο Μέγαρο των Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι από τον πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί το 2008.

Το καθεστώς Άσαντ έβαλε επίσης στο στόχαστρο τους Παλαιστίνιους και μέσα στη Συρία, από την αρχή της επανάστασης. Την πρώτη εβδομάδα της εξέγερσης, η Μπουθαΐνα Σά’αμπαν, σύμβουλος του Μπασάρ αλ-Άσαντ, έριξε τις ευθύνες της κρίσης στους Παλαιστίνιους και κατηγόρησε τους Παλαιστίνιους από τα στρατόπεδα της Ντάραα και της Λατάκια ότι αυτοί ευθύνονται για τις διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος και για την εξάπλωση του χάους σε αυτές τις πόλεις...

Το στρατόπεδο Παλαιστινίων προσφύγων του Γιαρμούκ έχει βρεθεί σε καθεστώς πραγματικής πολιορκίας από το καλοκαίρι του 2013, με απαγόρευση κίνησης προσώπων και τροφίμων, κυρίως προς τις εξεγερμένες γειτονιές στα νότια της Δαμασκού, από το καθεστώς του Άσαντ και από τις παλαιστινιακές οργανώσεις που συνδέονται με αυτό, ιδιαίτερα το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης - Γενική Διοίκηση, που ελέγχεται από τον Άχμαντ Τζιμπρίλ.10

Το καθεστώς Άσαντ σκότωσε επίσης και φυλάκισε χιλιάδες Παλαιστίνιους στη Συρία, ενώ πάνω από 20.000 έχουν επικηρυχτεί από τις υπηρεσίες ασφαλείας.

Έτσι, όπως βλέπουμε, απέχει πολύ από το να είναι αντι-ιμπεριαλιστική δύναμη.




e la libertà: Ποιες νομίζετε ότι είναι οι επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών με την παρέμβασή τους στον συριακό εμφύλιο και πώς αυτές διαμορφώνονται ύστερα από την αναβάθμιση της επέμβασης του ρωσικού ιμπεριαλισμού;

Πρώτον, θα ήθελα να πω ότι οι στόχοι των ΗΠΑ και των δυτικών δυνάμεων από τις αρχές της εξέγερσης στη Συρία ποτέ δεν ήταν να ανατρέψουν το καθεστώς του Άσαντ. Αντίθετα, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να φτάσουν σε συμφωνία μεταξύ του καθεστώτος Άσαντ (ή τμήματός του) και της αντιπολίτευσης που συνδεόταν με τη Δύση, την Τουρκία και τα καθεστώτα του Κόλπου, και η οποία εκπροσωπείται σήμερα με τη Συριακή Εθνική Συμμαχία της Συριακής Επανάστασης και των Αντιπολιτευόμενων Δυνάμεων.

Αυτή η «λύση τύπου Υεμένης» διατηρεί τη δομή των παλαιών καθεστώτος και εγγυάται τη νεοφιλελεύθερη και ιμπεριαλιστική τάξη που υπήρχε πριν από το 2011.

Αυτό μπορούμε να το δούμε στις πολιτικές των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τη Συρία. Ας θυμίσω αυτό που είπα και πιο πάνω, ότι δηλαδή στις αρχές της εξέγερσης η υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, η Χίλαρι Κλίντον, χαρακτήριζε τον δικτάτορα Μπασάρ αλ-Άσαντ «μεταρρυθμιστή»...

Το 2011, καθώς το καθεστώς συνέχιζε την καταστολή και στρατιώτες άρχιζαν να λιποτακτούν από το στρατό, αξιωματούχοι των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών χαρακτήριζαν ορισμένους αξιωματικούς που προέρχονταν από τη θρησκευτική μειονότητα του Άσαντ, δηλαδή από τους Αλαουίτες, ως κάποιους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αλλαγή του καθεστώτος. Η πολιτική της Ουόσιγκτον το 2011 ήταν να φτάσουν σε μια διαδικασία μετάβασης στη Συρία αξιοποιώντας ρωγμές στο καθεστώς και προσφέροντας κίνητρα στο λαό για να εγκαταλείψει τον Άσαντ, αλλά κρατώντας τη συνοχή του καθεστώτος και ενισχύοντας την καταστολή. Τον Αύγουστο του 2011, ο Ομπάμα κάλεσε δημοσίως τον Άσαντ να παραιτηθεί, αλλά χωρίς να αλλάξει ο πυρήνας της πολιτικής του σε σχέση με τη Συρία, όπως το εξηγήσαμε πιο πάνω: το καθεστώς θα έπρεπε να διατηρηθεί, απλώς με επιφανειακές αλλαγές.

Όπως μπορούμε να το δούμε και στις οδηγίες της Γενεύης της 30 Ιουνίου του 2012, που είχαν συμφωνηθεί ομόφωνα από τα 5 μόνιμα μέλη του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ, θα επιτρεπόταν στον Άσαντ να εκτελεί καθήκοντα στο μεταβατικό κυβερνητικό όργανο. Και πράγματι, θα μπορούσε να το κάνει: αυτό που απαιτείτο ήταν η συναίνεση της αντιπροσωπείας της αντιπολίτευσης. Και συμμετρικά, οι εκπρόσωποι της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας -δηλαδή του καθεστώτος και της κυβέρνησης- θα μπορούσαν να αποσύρουν τη συναίνεσή τους στα πρόσωπα που θα διόριζε η αντιπολίτευση.

«Οι ΗΠΑ και οι εταίροι μας δεν θέλουν αλλαγή καθεστώτος», είπε ο Κέρι στους δημοσιογράφους στα μέσα Δεκεμβρίου στη ρωσική πρωτεύουσα, μετά από συνάντηση με τον Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.11

Τον Ιανουάριο, η αντιπροσωπία της Συριακής Εθνικής Συμμαχίας της Συριακής Επανάστασης και των Αντιπολιτευόμενων Δυνάμεων αναρωτήθηκε εάν θα πήγαινε στη Γενεύη 3 για «διαπραγματεύσεις ειρήνης», καθώς κατηγόρησαν ευθέως τις ΗΠΑ ότι υιοθετούν απαράδεκτες ιρανικές και ρωσικές ιδέες για την επίλυση της διένεξης.

Όσον αφορά τα άλλα δυτικά ιμπεριαλιστικά κράτη, ούτε αυτά ενδιαφέρθηκαν για αλλαγή καθεστώτος και μάλιστα, μετά την τρομοκρατική επίθεση στις 13 Νοεμβρίου στο Παρίσι, η Γαλλία ανέλαβε τώρα επικεφαλής του «πολέμου κατά του Ντα’ες» (ISIS) και ενίσχυσε τις αεροπορικές της επιδρομές, ενώ κινητοποιεί πλέον 3.500 στρατιώτες της, παρατάσσοντας το αεροπλανοφόρο της Charles de Gaulle, δηλαδή τριπλασιάζοντας συνολικά τις δυνάμεις της μετά τις 23 Νοεμβρίου. Στην ίδια εκστρατεία εντάχθηκαν και η Μ. Βρετανία και η Γερμανία.

Η Γαλλία επίσης κάλεσε σε μεγαλύτερη συνεργασία το ρωσικό κράτος. Στις 26 Νοεμβρίου 2015 η γαλλική και η ρωσική κυβέρνηση ανήγγειλαν την απόφασή τους να «συντονίσουν» της επιθέσεις τους κατά του Ντα’ες στη Συρία και ιδιαίτερα να στοχεύσουν τις μεταφορές πετρελαϊκών προϊόντων.

Ισραηλινές στρατιωτικές πηγές επίσης, έχουν δηλώσει επανειλημμένα την ύπαρξη συναίνεσης με το Τελ Αβίβ στην απόφαση να διατηρηθεί το καθεστώς Άσαντ. Ο στρατιωτικός αναλυτής Άλον Μπεν-Νταβίντ παραπέμπει σε μια πηγή μέσα από το ισραηλινό επιτελείο που φέρεται να δήλωσε: «παρόλο που κανείς στο Ισραήλ δεν μπορεί να το πει δημοσίως και σαφώς, η καλύτερη επιλογή για το Ισραήλ είναι να διατηρηθεί το καθεστώς Άσαντ και η εσωτερική σύγκρουση να συνεχίσει όσο το δυνατόν περισσότερο».

Ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών, Λοράν Φαμπιούς, δήλωσε επίσης στις 5 Δεκεμβρίου 2015, ότι δεν στοχεύει πλέον σε αποχώρηση του Μπασάρ αλ-Άσαντ πριν από μια πολιτική μετάβαση στη Συρία και πρόσθεσε ότι «η μάχη κατά του Ντα’ες είναι κρίσιμη, αλλά θα είναι πλήρως αποτελεσματική μόνο εάν όλες οι συριακές και περιφερειακές δυνάμεις ενωθούν». Ο Τζον Κέρι, ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, είπε ότι θα μπορούσαν να φανταστούν μια συνεργασία μεταξύ του στρατού του καθεστώτος Άσαντ και των στρατιωτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης, του FSA, για δουλέψουν μαζί κατά των εξτρεμιστικών οργανώσεων, όπως οΝτα’ες, χωρίς να έχει αποσυρθεί ο Άσαντ.

Η συμφωνία των ιμπεριαλιστικών κρατών να πολεμήσουν «κατά της τρομοκρατίας» τουΝτα’ες δεν έχει, ωστόσο, μειώσει τις διαφωνίες και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφορετικών περιφερειακών και διεθνών ιμπεριαλιστικών παραγόντων, όπως το είδαμε μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας.

Σε σχέση με τη Ρωσία, η προπαγάνδα γύρω από την εκστρατεία του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που ξεκίνησε το ρωσικό κράτος είναι ένας τρόπος για να στηριχτεί πολιτικά και στρατιωτικά το καθεστώς Άσαντ και να συντριβούν όλες οι μορφές αντιπολίτευσης σε αυτό. Ο Πούτιν θέλει να αναγνωρίσουν οι διάφοροι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί παράγοντες της Δύσης τον Άσαντ ως τον ηγέτη που μπορεί να τους βοηθήσει στον αγώνα τους κατά της «τρομοκρατίας».

Η Ρωσία εφοδιάζει εδώ και πολύ καιρό τις ένοπλες δυνάμεις του Άσαντ με το μεγαλύτερο φάσμα του οπλοστασίου τους. Το ρωσικό κράτος συνέχισε να διοχετεύει σημαντικούς όγκους μικρών όπλων, πολεμοφοδίων, ανταλλακτικών και ανανεωμένου υλικού στις δυνάμεις τις φιλικές προς το καθεστώς. Το Γενάρη του 2014, η Ρωσία αύξησε την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού προς το συριακό καθεστώς, περιλαμβάνοντας και τεθωρακισμένα οχήματα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και κατευθυνόμενες βόμβες.

Στα τέλη του καλοκαιριού του 2015, η Ρωσία επεξέτεινε πολύ τη στρατιωτική της ανάμειξη στην πλευρά του καθεστώτος Άσαντ, περιλαμβάνοντας και προσφορά σοβαρής εκπαίδευσης καθώς και διοικητική υποστήριξη προς το συριακό στρατό. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2005, ο στρατός του καθεστώτος άρχισε να χρησιμοποιεί νέο τύπο όπλων εδάφους και αέρα από τη Ρωσία, ενώ αεροφωτογραφίες που πάρθηκαν στα μέσα Σεπτέμβρη δείχνουν ότι οι ρώσικες δυνάμεις έχουν αναπτύξει δύο νέες στρατιωτικές εγκαταστάσεις κοντά στη Λατάκια. Στις 30 Σεπτεμβρίου, οι Ρώσοι έφτασαν σε ανώτερο επίπεδο, ξεκινώντας τις απευθείας στρατιωτικές τους επεμβάσεις για να σώσουν το καθεστώς Άσαντ. Μια έκθεση που δημοσίευσε το Κέντρο Τεκμηρίωσης Παραβιάσεων στη Συρία,12 γράφει ότι από το ξεκίνημα της ρώσικης στρατιωτικής δράσης, στις 30 Σεπτεμβρίου, ως τις 15 Νοεμβρίου, το 80% με 90% όλων των ρώσικων βομβαρδισμών δεν είχαν ως στόχο περιοχές που ελέγχει ο Ντα’ες, ενώ πάνω από 520 πολίτες σκοτώθηκαν από τους ρώσικους βομβαρδισμούς. Πάνω από 100.000 πολίτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιοχές τους εξαιτίας των ρώσικων βομβαρδισμών. Οι ρώσικοι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν επίσης μερικές δεκάδες νοσοκομεία σκοτώνοντας ταυτόχρονα γιατρούς και ασθενείς.13


Μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, η Μόσχα πιθανόν να στοχεύει περισσότερους τζιχαντιστές, ωστόσο συνεχίζει να βομβαρδίζει μαζικά περιοχές που δεν ελέγχονται από τον Ντα’ες, κυρίως ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις, ομάδες της FSA και πολίτες. Για παράδειγμα, στις 28 Νοεμβρίου 2015, η ρωσική στρατιωτική αεροπορία κατέστρεψε στο κέντρο της επαρχίας Ιντλίμπ μία ιατρική μονάδα, όπου υπήρχε και ένας φούρνος που παρήγε πάνω από 600.000 κιλά ψωμί μηνιαίως, καθώς και ένα πηγάδι που εξασφάλιζε καθαρό νερό για κάπου 50.000 ανθρώπους. Επίσης στόχος των ρωσικών βομβαρδισμών υπήρξαν και αρκετές λαϊκές γειτονιές στο Χαλέπι, στο Ιντλίμπ και στις αντίστοιχες περιοχές τους.

Μια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, που δημοσιεύτηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2015,14επικεντρώνεται σε έξι επιθέσεις στις Χομς, Ιντλίμπ και Χαλέπι, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου 2015, στις οποίες τουλάχιστον 200 πολίτες και κάπου δώδεκα μαχητές σκοτώθηκαν. Στις 20 Ιανουαρίου 2016, το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εκτίμησε ότι οι ρωσικοί βομβαρδισμοί, που ξεκίνησαν στις 30 Σεπτεμβρίου 2015, είχαν σκοτώσει 1.015 πολίτες, μεταξύ των οποίων περισσότερα από 200 παιδιά.

Ο στόχος αυτών των βομβαρδισμών είναι σαφής: να σώσουν και να ενισχύσουν την πολιτική και στρατιωτική εξουσία του καθεστώτος Άσαντ. Ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, το είπε άλλωστε στις 28 Σεπτεμβρίου, πριν ξεκινήσουν οι ρωσικοί βομβαρδισμοί: «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος επίλυσης της συριακής σύρραξης παρά μέσα από την ενίσχυση των δυνάμεων της σημερινής νόμιμης κυβέρνησης και την υποστήριξή της στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας». Με άλλα λόγια, να συντρίψει όλες οι μορφές αντιπολίτευσης απέναντι στο καθεστώς Άσαντ, είτε δημοκρατικές είτε αντιδραστικές, στα πλαίσια του λεγόμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».

Όλα τα αυταρχικά καθεστώς έχουν χρησιμοποιήσει αυτό τον τύπο προπαγάνδας για να καταστείλουν τα λαϊκά κινήματα και/ή τις ομάδες που αντιπολιτεύονται την εξουσία τους: ο Άσαντ κατά του λαϊκού κινήματος από την πρώτη μέρα της λαϊκής εξέγερσης, ο Σίσι στην Αίγυπτο για να καταστείλει ιδιαίτερα τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, αλλά και την προοδευτική αριστερά και τα δημοκρατικά κινήματα, όπως τους Επαναστάτες Σοσιαλιστές, το Κίνημα της 6ης του Απρίλη, κλπ., ο Ερντογάν εναντίον του ΡΚΚ και πολλών αριστερών κινημάτων, το Μπαχρέιν και η Σαουδική Αραβία ενάντια σε όσους διαδηλώνουν και στα λαϊκά κινήματα που αμφισβητούν τις εξουσίες τους, κλπ.,...

Οι διεθνείς ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν κάνουν κάτι διαφορετικό, από το ρωσικό κράτος που καταστέλλει οποιαδήποτε μορφή αντίστασης στην κατοχή στην Τσετσενία, ως τις διάφορες στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο. Όλοι τους αυτοί είπαν και συνεχίζουν να λένε ότι καταπολεμούν την τρομοκρατία.

Η στιγμή για τη στρατιωτική επέκταση των συμμάχων του καθεστώτος Άσαντ με την πρωτοκαθεδρία της Ρωσίας καθορίζεται από δύο λόγους: 1) από την αυξανόμενη πολιτική και στρατιωτική αδυναμία του καθεστώτος Άσαντ, και 2) από την απουσία ή την έλλειψη οποιασδήποτε σαφούς πολιτικές των Δυτικών να βοηθήσουν τους επαναστάτες στη Συρία.

Παρά τους ανταγωνισμούς τους, οι ιμπεριαλιστικές και υπο-ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις συμμερίζονται έναν κοινό στόχο σήμερα: να συντρίψουν το επαναστατικό κίνημα που ξεκίνησε το Μάρτιο του 2011, σταθεροποιώντας το καθεστώς στη Δαμασκό και διατηρώντας επικεφαλής του τον εγκληματία δικτάτορα (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα), για να νικήσουν στρατιωτικά το Ισλαμικό Κράτος.

Δεν πρέπει να φανταστούμε ότι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί σε παγκόσμιο επίπεδο ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία θα ήταν αξεπέραστοι για αυτές τις δυνάμεις, στο μέτρο που οι δυνάμεις αυτές βρίσκονται στην πραγματικότητα σε σχέσεις αλληλεξάρτησης σε πολλά θέματα. Όλα αυτά τα καθεστώτα είναι αστικά, είναι και πάντα θα είναι εχθροί των λαϊκών επαναστάσεων, θα προσπαθούν να επιβάλουν και να ενισχύσουν ένα σταθερό πολιτικό πλαίσιο που να τους επιτρέπει να συσσωρεύουν και να αναπτύσσουν το πολιτικό και οικονομικό τους κεφάλαιο, παραμερίζοντας τις λαϊκές τάξεις. Καμία περιφερειακή ή διεθνής δύναμη δεν είναι φίλος της συριακής επανάστασης, όπως το δείξαμε, καθώς στην πηγή της εξέγερσης στη Συρία ή και αλλού στην περιοχή δεν βρίσκονται οι ιμπεριαλιστικές αντιφάσεις, αλλά οι πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές στερήσεις που έπλητταν τις λαϊκές τάξεις.




e la libertà: Η άποψη η οποία φαίνεται να επικρατεί σήμερα (ακόμα και μέσα σε κάποια τμήματα της αριστεράς) είναι ότι ο πιο επικίνδυνος εχθρός (όχι μόνο για τη Μέση Ανατολή, αλλά και για την Ευρώπη) είναι η ΙΣΙΣ. Φαίνεται ότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν αποδεχτεί την παραμονή του Άσαντ στην εξουσία (τουλάχιστον για ένα μεταβατικό διάστημα). Πώς το δέχονται αυτό οι περιφερειακοί τους σύμμαχοί, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία;

Η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ από την πλευρά τους, είναι τα κράτη που θέλουν περισσότερο να δουν την πτώση της οικογένειας Άσαντ, αλλά όχι και του καθεστώτος και των θεσμών του. Οι μοναρχίες του Κόλπου και τα ιδιωτικά δίκτυα μέσα στις χώρες αυτές θέλησαν να μετατρέψουν τη λαϊκή επανάσταση σε θρησκευτικό εμφύλιο πόλεμο, επειδή φοβούνται μια δημοκρατική Συρία και μια εξάπλωση της επανάστασης στην περιοχή που θα απειλούσε τις εξουσίες τους και τα συμφέροντά τους. Να θυμίσουμε ότι η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ είχαν καλές σχέσεις με το καθεστώς Άσαντ πριν από την εξέγερση του 2011. Υποστήριξαν πολιτικά και οικονομικά τα περισσότερα φονταμενταλιστικά κινήματα, όπως την Τζάμπχατ α-Νούσρα, τον Άχραρ α-Σιαμ, τον Τζάις αλ-Ισλάμ και άλλες παρόμοιες ομάδες που είχαν θρησκευτική και αντιδραστική ιδεολογία σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα της επανάστασης, παρόλο που η Σαουδική Αραβία υποστήριξε επίσης κάποιες στιγμές και μερικές από τις ομάδες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (το Συριακό Επαναστατικό Μέτωπο και το Χάρακα Χαζμ, που και οι δύο ηττήθηκαν από την Τζάμπχατ α-Νούσρα, ή και το Συριακό Νότιο Μέτωπο), εναντίον άλλων τζιχαντιστικών ομάδων όπως η Τζάμπχατ α-Νούζρα και το Ισλαμικό Κράτος. Οι ισλαμικές φονταμενταλιστικές ομάδες προσπαθούν να περιορίσουν το ρόλο των λαϊκών επιτροπών, μερικές φορές με βίαιους τρόπους. Επίσης διαδίδουν έναν θρησκευτικό φονταμενταλιστικό λόγο μέσα από τα διάφορα μέσα επικοινωνίας που διαθέτουν.

Η μετατροπή της φύσης της επανάστασης σε θρησκευτικό πόλεμο θα μπορούσε και αυτή να τρομάξει τους πληθυσμούς με τον εξής τρόπο: όλες οι αλλαγές στην περιοχή κινδυνεύουν να καταλήξουν σε θρησκευτικό πόλεμο και θα έπρεπε έτσι να ενθαρρύνουμε το status quo ή, με άλλα λόγια, τη διατήρηση των δικτατορικών αυτών εξουσιών.

Αλλά ας κοιτάξουμε από πιο κοντά τα συμφέροντα καθενός από τα κράτη αυτά, που ήταν όλα φίλοι του καθεστώτος Άσαντ πριν την επανάσταση.

Το τουρκικό κράτος15 δεν θέλει να δει την επιρροή του ΡΚΚ στη Συρία να επεκτείνεται σε όλο το μήκος των συνόρων με την Τουρκία και, έτσι, υποστηρίζει το συνασπισμό του Στρατού της Κατάκτησης [Τζάις αλ-Φάταχ], που κυριαρχείται από την Τζάμπχατ α-Νούσρα και τον Αχράρ α-Σιαμ. Οι δύο τελευταίες ομάδες, ιδιαίτερα η Τζάμπχατ α-Νούσρα, έχουν επιτεθεί πολλές φορές, μετά το 2013, εναντίον των δυνάμεων του PYD και έχουν διαπράξει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βιοπραγίες εναντίον Κούρδων πολιτών, καθώς και άλλων συριακών ομάδων και πολιτών.

Η τουρκική κυβέρνηση επανέλαβε επίσης για μία ακόμα φορά ότι, για αυτήν, το ΡΚΚ και οΝτα’ες είναι παρόμοια πράγματα. Ο Τούρκος πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι η Άγκυρα δεν θα διστάσει να βομβαρδίσει τις δυνάμεις του PYD (συριακό ΡΚΚ) στη Συρία όπως έχει βομβαρδίσει και το ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ.

Οι ΗΠΑ και η Τουρκία συζητούν εδώ και μήνες για να συνεργαστούν ενάντια στην παρουσία του Ντα’ες στις περιοχές που είναι κοντά στα σύνορα Τουρκίας και Συρίας, αλλά δεν έχει γίνει καμία πρόοδος σε αυτό ως τώρα.

Τελικά, η Τουρκία, που έχει προσπαθήσει τα τελευταία χρόνια να παίξει ρόλο μεσολαβητή μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, έχει έρθει όλο και πιο κοντά στο σαουδαραβικό βασίλειο, παρά τις διαφορές που συνεχίζουν να υπάρχουν. Μετά το Γενάρη του 2015, με την αλλαγή ηγεσίας στη Σαουδική Αραβία, ο Ερντογάν επισκέφτηκε το σαουδαραβικό βασίλειο τρεις φορές. Στα τέλη του 2015, οι δύο χώρες αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα «συμβούλιο στρατηγικής συνεργασίας». Η κυβέρνηση του ΑΚΡ υποστήριξε σε μεγάλο βαθμό τη στρατιωτική επέμβαση των Σαουδαράβων στην Υεμένη εναντίον των Χούθι (οι οποίοι υποστηρίζονται από το Ιράν και ορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις, που συνδέονται με τον τέως δικτάτορα Άλι Αμπντουλάχ Σάλεχ), η οποία έχει οδηγήσει στο θάνατο πάνω από 5.800 ανθρώπων, μεταξύ των οποίων 2.800 πολιτών, και στον τραυματισμό πάνω από 27.900, ενώ πάνω από 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο εσωτερικό της χώρας. Η Άγκυρα συμφώνησε επίσης να ενταχθεί στη συμμαχία που δημιούργησε το σαουδαραβικό βασίλειο το Δεκέμβριο του 2015 και αποτελείται από περισσότερες από 30 χώρες, εναντίον του Ντα’ες.

Στις αρχές του 2016, ο Ερντογάν απέρριψε τις επικρίσεις εναντίον του Ριάντ, όταν η Σαουδική Αραβία εκτέλεσε τον Σαουδάραβα αντιπολιτευόμενο Σεΐχη Νάμερ α-Νάμερ, λέγοντας ότι «πρόκειται για ένα εσωτερικό νομικό θέμα». Τα φιλοκυβερνητικά μίντια στην Τουρκία ακολούθησαν το παράδειγμα του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν και υποστήριξαν ανοιχτά τη Σαουδική Αραβία στη διένεξή της με το Ιράν.

Στις αρχές Δεκέμβρη, μετά από επίσκεψη στο Κατάρ, ο Πρόεδρος Ερντογάν ανακοίνωσε ότι υπέγραψε μια συμφωνία με το Κατάρ για προμήθεια υγροποιημένου αερίου καθώς και μια συμφωνία για τη δημιουργία τουρκικής στρατιωτικής βάσης στο Κατάρ.

Η άνευ όρων υποστήριξη του Ιράν στο εγκληματικό καθεστώς Άσαντ, στη διαδικασία της συριακής επανάστασης, συνέβαλε επίσης στο να φέρει την Τουρκία εγγύτερα προς τη Σαουδική Αραβία και τις μοναρχίες του Κόλπου, υποστηρίζοντας καταρχήν τις ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές ομάδες, αλλά και προωθώντας έναν φονταμενταλιστικό θρησκευτικό λόγο.


Όσον αφορά τη Σαουδική Αραβία,16 είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι το σαουδαραβικό Βασίλειο χρηματοδοτεί ή υποστηρίζει τον Ντα’ες. Δεν συμβαίνει αυτό. Οι εκτελέσεις, στις 2 Ιανουαρίου, στις οποίες περιλαμβανόταν ο αντικαθεστωτικός Σείχ Νάμερ, κατευθύνονταν στην πραγματικότητα κυρίως εναντίον μιας άλλης ομάδας που δημιουργεί ανησυχία στο σαουδαραβικό βασίλειο: τα τζιχαντιστικά κινήματα, όπως η Αλ Κάιντα και ο Ντα’ες. Οι εκτελέσεις από το Ριάντ 43 τζιχαντιστών μελών της Αλ Κάιντα, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί για βομβιστικές και ένοπλες επιθέσεις μέσα στο βασίλειο, είχαν για στόχο στην πραγματικότητα να στείλουν σαφές μήνυμα ότι κάθε στήριξη ή εμπλοκή σε αυτά τα κινήματα θα καταστέλλεται με την πιο μεγάλη σκληρότητα. Η «αντιτρομοκρατική συμμαχία», που αποτελείται από 34 χώρες, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία και η οποία ανακοινώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του 2015, πρέπει επίσης να κατανοηθεί στην προοπτική της μάχης κατά των τζιχαντιστικών κινημάτων.

Η Αλ-Κάιντα και ο Ντα’ες, που και οι δυό τους έχουν ως στόχο να ανατρέψουν το καθεστώς των Σαούντ, υπόσχονται να εκδικηθούν τις εκτελέσεις. Η Αλ-Κάιντα κατηγόρησε τη Σαουδική Αραβία ότι εκτέλεσε «μουζαχεντίν», για να σταθεροποιήσει την εξουσία της δυναστείας των Σαούντ και ως δώρο στους «σταυροφόρους», με άλλα λόγια στους δυτικούς συμμάχους του Ριάντ, για τη νέα χρονιά.

Το παρακλάδι της Αλ-Κάιντα στην Υεμένη είχε ήδη απειλήσει, από το Δεκέμβρη 2015, ότι «θα χύσει το αίμα των Σαουδαράβων στρατιωτών» εάν τα μέλη της εκτελούνταν, ενώ στις αρχές του 2016, μετά τις εκτελέσεις, ο Ντα’ες απείλησε να καταστρέψει τις σαουδαραβικές φυλακές όπου κρατούνταν οι τζιχαντιστές. Και οι δύο οργανώσεις πολεμούν κατά της Σαουδικής Αραβίας, η οποία τις έχει κηρύξει τρομοκρατικές ομάδες και έχει φυλακίσει χιλιάδες από τους υποστηριχτές τους. Ο Ντα’ες έχει αναλάβει την ευθύνη για μια σειρά από βομβιστικές και ένοπλες επιθέσεις στη Σαουδική Αραβία, μετά το Νοέμβριο του 2014, που είχαν ως συνέπεια περισσότερους από 50 νεκρούς, οι περισσότεροι σιίτες, αλλά και πάνω από 15 μέλη των δυνάμεων ασφαλείας.

Η Αλ-Κάιντα, από την πλευρά της, είχε αρχίσει τις τρομοκρατικές της δράσεις στο σαουδαραβικό βασίλειο ήδη από το 2003, σκοτώνοντας πολλές εκατοντάδες ανθρώπους. Η οργάνωση Αλ-Κάιντα έχει «αφορίσει» το ίδιο το σαουδαραβικό βασίλειο, θεωρώντας το ως μη-ισλαμικό, ιδιαίτερα για τη συνεργασία του και τις συνδέσεις του με τα «άπιστα» κράτη στον πόλεμο εναντίον του Αφγανιστάν το οποίο βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν.

Αυτός ο πόλεμος ανάμεσα στο σαουδαραβικό βασίλειο, από τη μια πλευρά, και την Αλ-Κάιντα και τον Ντα’ες, από την άλλη, δεν πρέπει, ωστόσο, να μας κάνει να θεωρήσουμε ότι οι φονταμενταλιστικές και αντιδραστικές τους ιδεολογίες είναι ριζικά διαφορετικές. Το σαουδαραβικό βασίλειο διακήρυττε επί χρόνια ότι η ιδεολογία των οργανώσεων αυτών είναι ξένη προς της χώρα και τους θεσμούς της, και ότι απορρέει από τη ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος των Αδελφών Μουσουλμάνων και από τα γραπτά του Σαγίντ Κουτμπ και του Άϊμαν αλ-Ζαουάχρι. Η εξήγηση αυτή δεν πείθει κανέναν και τώρα έχει κάπως σταματήσει. Ο Σαγίντ Κουτμπ και ο Άϊμαν αλ-Ζαουάχρι αποτελούν, βεβαίως, πηγές έμπνευσης για κάποιες μορφές τζιχαντισμού, αλλά τα ακραία φονταμενταλιστικά κινήματα όπως η Αλ-Κάιντα και ο Ντα’ες βρήκαν ήδη και με πολύ βαθύτερο τρόπο ιδεολογικό έδαφος ανάπτυξης μέσα στον επίσημο ουαχαμπιτικό λόγο που διαδίδει ο κλήρος και τα ιδρύματα του σαουδαραβικού βασιλείου.

Ας θυμηθούμε, ότι ο επίσημος σαουδαραβικός λόγος καταγγέλλει τις κοσμικές ιδεολογίες, όπως τον αραβικό εθνικισμό, τον κομουνισμό και την «δυτικοποίηση» («αλ-ταγρίμπ»). Ο αραβικός εθνικισμός θεωρείται «αθεϊστική τζαχιλίγια» (άγνοια),17 ένα κίνημα άγνοιας του οποίου ο κύριος στόχος είναι να καταπολεμήσει το Ισλάμ και να καταστρέψει τις διδασκαλίες και τους κανόνες του... Όλοι οι Άραβες που τον ασπάζονται είναι εχθροί του Ισλάμ... Ο αραβικός εθνικισμός είναι ευρωπαϊκής προέλευσης και εβραϊκών κινήτρων... Ο αραβικός εθνικισμός είναι μια συνωμοσία που προωθείται από τη Δύση και τον σιωνισμό για να υποσκάψει την «ενότητα των μουσουλμάνων». Ο κομμουνισμός θεωρείται «κίνημα που οδηγεί στη σκλαβιά του ατόμου από τον υλισμό και στην εγκατάλειψη των ηθικών και πνευματικών χαρακτηριστικών», ενώ ο κίνδυνος της δυτικοποίησης («αλ-ταγρίμπ») «οδηγεί στην απώλεια των ισλαμικών ιδεωδών και πρακτικών». Κοινωνικά, η δυτικοποίηση υποσκάπτει τη μουσουλμανική συμπεριφορά και οδηγεί στην ανάμειξη ανδρών και γυναικών, επιτρέπει να ανοίγουν μπαράκια και nightclubs και να γιορτάζονται μη μουσουλμανικές γιορτές όπως η ημέρα της Μητέρας, τα Χριστούγεννα ή η Πρωτομαγιά. Πολλά από αυτά τα θέματα τα ξαναβρίσκουμε τώρα στην προπαγάνδα του Ντα’ες και της Αλ-Κάιντα.

Αρκετοί Σαουδάραβες τζιχαντιστές αναφέρονται στα παλαιότερα κείμενα του ουαχαμπισμού, που αποτελούν πηγή και του επίσημου Ισλάμ της χώρας, καθώς και άλλων συγγραφέων ουαχαμπικών αναφορών, αλλά με διαφορετικές ερμηνείες.

Γενικότερα, η κύρια πηγή στρατολογήσεων αυτών των οργανώσεων στη Σαουδική Αραβία είναι πολιτικοί και κοινωνικο-οικονομικοί λόγοι: είναι η αυταρχική φύση του καθεστώτος και η απουσία δημοκρατίας, είναι η σκληρή καταστολή κάθε μορφής αντιπολίτευσης απέναντι στην άρχουσα οικογένεια, είναι οι κοινωνικές ανισότητες, η φτώχεια και η αυξανόμενη ανεργία, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, είναι η συμμαχία και η συνεργασία με τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά άλλων αραβικών και μουσουλμανικών πληθυσμών, κλπ... Για μια ακόμα φορά, πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτά τα κινήματα ριζώνουν στους σημερινούς και στους σύγχρονους καιρούς και όχι σε μια απόμακρη ιστορία. Είναι προϊόντα της τωρινής και σύγχρονης εποχής, στην οποία ζουν αυτοί οι πληθυσμοί.




e la libertà: Θα θέλαμε να μας μιλήσετε για το Κομπάνι. Στα άρθρα σας παίρνετε θέση, ότι είναι υποχρέωση της διεθνιστικής αριστεράς να υποστηρίξει το δικαίωμα αυτονομίας των Κούρδων και πιο συγκεκριμένα, το κουρδικό κίνημα στο Κομπάνι. Έχετε όμως αρκετές φορές κάνει κριτική σε συγκεκριμένες πολιτικές της ηγεσίας αυτού του κινήματος. Ποια είναι τα θετικά στοιχεία και ποια τα ζητήματα κριτικής;

Όσον αφορά τα τρία καντόνια της Ροζιάβα, συμβαίνουν εκεί πολλά και ενδιαφέρονται πράγματα, από πολλές απόψεις (δικαιώματα γυναικών, συμμετοχή μειονοτήτων, κοσμικοί θεσμοί, κλπ....), ιδιαίτερα καθώς πρόκειται για κατάσταση πολέμου. Αυτές οι εμπειρίες αυτονομίας είναι ακόμα περισσότερο θετικές, καθώς πρόκειται για το κουρδικό έθνος που καταπιέζεται εδώ και δεκαετίες και ιδιαίτερα όλοι οι επαναστάτες σοσιαλιστές πρέπει να στηρίζουν την αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού στη Συρία και αλλού.

Ωστόσο, υπάρχουν μερικές αντιφάσεις στη Ροζιάβα, που δεν αντιπροσωπεύει παράδειγμα αυτοοργάνωσης από τα κάτω των λαϊκών μαζών, αλλά μάλλον διαδικασίες που ελέγχονται από τα πάνω. Πρώτον, πρέπει να δούμε τις πρακτικές αυταρχισμού που εκδηλώνει ο συριακός κλάδος του ΡΚΚ (το PYD [Partiya Yekîtiya Demokrat / Κόμμα Δημοκρατικής Ενωσης]), τόσο στην εσωτερική οργανωτική του λειτουργία όσο και απέναντι στους άλλους πολίτες και πολιτικούς φορείς. Ο αυταρχισμός του PYD φάνηκε στην καταστολή και στη φυλάκιση ακτιβιστών και στην απαγόρευση οργανώσεων ή θεσμών που ήταν επικριτικές απέναντί του.

Στην πραγματικότητα, υπήρξαν διάφορες διαμαρτυρίες κατά των δυνάμεων του PYD και των πρακτικών του σε μερικές πόλεις της Ροζιάβα όπως στην Αμούδα και στην Ντεραμπισίγια. Στα τέλη Ιουνίου του 2013, για παράδειγμα, στις δύο πόλεις εκδηλώθηκαν διαδηλώσεις και άλλες μορφές διαμαρτυρίας, για να καταγγείλουν την καταστολή και τη φυλάκιση Κούρδων επαναστατών και ακτιβιστών από το YPG (Yekîneyên Parastina Gel‎ / Μονάδες Προστασίας του Λαού), που είναι το ένοπλο τμήμα του PYD. Τον Ιούλιο του 2013, συνέβησαν και άλλα γεγονότα στην Αμούδα, όπου το PYD δεν δίστασε να πυροβολήσει εναντίον του πλήθους, σκοτώνοντας πολλούς διαδηλωτές.18 Επιπλέον, από τον Οκτώβρη του 2014, η επιστράτευση κηρύχτηκε υποχρεωτική και εφαρμόστηκε από το PYD στις περιοχές που έλεγχε. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την αποχώρηση πολλών νέων ανθρώπων από όλες τις κοινότητες, για να ξεφύγουν από τη φυλακή αν αρνούνταν να επιστρατευτούν.

Μερικές διαμαρτυρίες οργανώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες από τους κατοίκους της Αμούδα για να καταδικαστεί, από τη μια, η απαγωγή γυναικών και η υποδούλωση τους από το Ισλαμικό Κράτος, αλλά και από την άλλη, η υποχρεωτική επιστράτευση νεαρών κοριτσιών από το PYD -με τη συγκεκριμένη περίπτωση της Χεμρί Αϊντί, ενός κοριτσιού 15 χρονών που επιστρατεύτηκε με τη βία. Οι δυνάμεις του YPG έχουν επανειλημμένα επιστρατεύσει με το ζόρι παιδιά στις γραμμές τους.19

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε την καχυποψία που είχε το ΡΚΚ και το PYD απέναντι στα λαϊκά κινήματα διαμαρτυρίας στο παρελθόν, όταν δεν ξεκινούσαν από δική τους πρωτοβουλία ή δεν ελέγχονταν από το κόμμα. Το ΡΚΚ, για παράδειγμα, έδειξε παθητική στάση κατά τη διάρκεια της κουρδικής Ιντιφάντα στη Συρία το 2004, όταν προσπάθησε περισσότερο να ηρεμήσει τους Κούρδους που ξεσηκώνονταν ενάντια στην καταπίεση του καθεστώτος Άσαντ, αλλά και στις αρχές της συριακής επαναστατικής διαδικασίας το 2011. Το ΡΚΚ στην πραγματικότητα τώρα συνυπάρχει μέσα στις πόλεις Καμισλί και Χασάκα μαζί με δυνάμεις του συριακού καθεστώτος και δεν προσπαθεί να τις ξεφορτωθεί.

Αντίστοιχα και το 2013, στη διάρκεια των λαϊκών κινητοποιήσεων στην Τουρκία μετά το ζήτημα του πάρκου Γκεζί, το ΡΚΚ απέφυγε προσεκτικά κάθε δήλωση για τη λαϊκή διαμαρτυρία, ενώ πολλοί Κούρδοι ακτιβιστές προσχώρησαν ατομικά ως διαδηλωτές στην Ισταμπούλ και σε άλλες μεγάλες πόλεις που έγιναν τότε διαδηλώσεις. Στο Ντιγιαρμπακίρ, τη μεγαλύτερη κουρδική πόλη στην Τουρκία, ο αριθμός των διαδηλωτών ήταν σχετικά μικρός. Το ΡΚΚ ευνοούσε τότε τη σταθεροποίηση και τη συνέχιση της ειρηνευτικής διαδικασίας με την κυβέρνηση του ΑΚΡ από το 2012, η οποία από τότε έχει αμφισβητηθεί σοβαρά εξαιτίας της συνεχιζόμενης καταστολής του ΡΚΚ και των Κούρδων ακτιβιστών στην Τουρκία καθώς και εξαιτίας της στάσης της τουρκικής κυβέρνησης απέναντι στο Κομπάνι.

Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν την προτίμηση του ΡΚΚ για αλλαγή από τα πάνω και για έλεγχο του κόμματος και όχι τόσο για αλλαγές από τα κάτω και μέσα από μαζικά λαϊκά κινήματα.

Παρόλο που η κουρδική νεολαία συμμετείχε πλατιά στη συριακή εξέγερση από το 2011, το ΡΚΚ ακολούθησε έναν μεσαίο δρόμο ανάμεσα στο καθεστώς και την αντιπολίτευση από την αρχή της συριακής επαναστατικής διαδικασίας το 2011. Όπως είπαμε για την κατάσταση στην Καμισλί και τη Χασάκα πιο πάνω, το ΡΚΚ εξακολουθεί να διατηρεί κάποιες σχέσεις με τις ένοπλες δυνάμεις του καθεστώτος, αλλά και με ομάδες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Ο επικεφαλής του PYD, ο Σαλέχ Μουσλίμ, άλλωστε καλωσόρισε τη ρώσικη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία τον Οκτώβριο του 2015, ενώ για κάποιο διάστημα οι δυνάμεις του PYD επωφελήθηκαν από ορισμένους ρώσικους βομβαρδισμούς για να καταλάβουν εδάφη από τις δυνάμεις του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Το PYD ανακοίνωσε επίσης τα σχέδιά του να ανοίξει ένα γραφείο στη Μόσχα στις 10 Φεβρουαρίου, ενώ ετοιμάζεται να ανοίξει ένα άλλο στο Βερολίνο, με την Ουάσιγκτον, το Παρίσι και τις αραβικές χώρες να έπονται.

Επιπλέον, μετά την πλήρη αποτυχία τους στην υποστήριξη των δημοκρατικών δυνάμεων του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, οι ΗΠΑ αποφάσισαν το καλοκαίρι να υποστηρίξουν την καινούργια συμμαχία κουρδικής πλειοψηφίας, γνωστή ως Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (Syrian Democratic Forces / SDF), που ιδρύθηκε επισήμως τον Οκτώβριο του 2015, σύμφωνα με ανακοίνωσή τους για να ανταποκριθούν στην καταπολέμηση «της τρομοκρατίας που αντιπροσωπεύει το Ισλαμικό Κράτος, οι αδελφές του οργανώσεις και το εγκληματικό καθεστώς του Μπάαθ». Αυτή η νέα ομάδα κυριαρχείται από το YPG (ένοπλη πτέρυγα του PYD, ενώ άλλες ομάδες στο εσωτερικό του (ασσυριακές ομάδες και ομάδες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, όπως ο Στρατός των Επαναστατών [Τζάις α-Θουουάρ]) παίζουν ως τώρα δευτερεύοντα ρόλο. Οι SDF ιδρύθηκαν για να προσφέρουν νομική και πολιτική κάλυψη στην αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη προς την ομάδα του ΡΚΚ στη Συρία, δηλαδή στο PYD.20Οι ΗΠΑ θεωρούν το PYD ως τον πιο αποτελεσματικό παράγοντα για να καταπολεμηθεί ο Ντα’ες.

Οι ΗΠΑ ελπίζουν πως και άλλες ομάδες του FSA θα ενταχθούν στη συμμαχία SDF, αλλά οι πολιτικές του PYD, ιδιαίτερα η μη σύγκρουση με το καθεστώς του Άσαντ και η έκφραση σε διάφορες περιστάσεις της αποδοχής μιας πολιτικής μετάβασης στην οποία ο Άσαντ θα μπορούσε να παραμείνει, καθώς και οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι καταχρήσεις σε μερικές περιοχές εναντίον Αράβων πολιτών, εμποδίζουν τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης και προκαλεί εντάσεις με τους τοπικούς πληθυσμούς. Αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι το καθεστώς Άσαντ και το PYD είναι σύμμαχοι, αλλά πιο πολύ ότι το PYD τακτικά συνεργάζεται με διάφορους παράγοντες ανάλογα με τα διάφορα δεδομένα (γεωγραφία, συγκυρία, κλπ...).

Ταυτόχρονα, αναδύονται και πιέσεις προς το PYD και τις κουρδικές δυνάμεις για να συνεργαστούν απευθείας και με συστηματικό τρόπο, όχι απλώς περιστασιακά, με δυνάμεις του καθεστώτος κατά του Ντα’ες, που προέρχονται από την Ρωσία, τον άλλο πολιτικό υποστηρικτή τους. Ο Ρώσος υπουργός εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, είπε πράγματι στις 23 Δεκεμβρίου 2015, ότι «η Μόσχα είναι έτοιμη να στηρίξει τις κουρδικές δυνάμεις που μάχονται το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία, αλλά μόνο σε συνεργασία με τη συριακή κυβέρνηση».21 Το PYD αντιμετωπίζει αντικρουόμενα συμφέροντα της Ρωσίας και των ΗΠΑ, δύο παραγόντων που και οι δύο υποστηρίζουν πολιτικά το PYD.

Ασφαλώς, θα πρέπει να καταγγείλουμε τα διάφορα τμήματα της συριακής αντιπολίτευσης που εξακολουθούν να αρνούνται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κουρδικού λαού. Το Εθνικό Συμβούλιο της Συριακής Επανάστασης και των Αντιπολιτευόμενων Δυνάμεων, που υποστηρίζεται από τα δυτικά κράτη, την Τουρκία και τις μοναρχίες του Κόλπου, είχε μια διφορούμενη στάση κατά τη διάρκεια των επιθέσεων των αντιδραστικών ισλαμικών δυνάμεων (μεταξύ των οποίων και η Τζάμπχατ α-Νούσρα) εναντίον των κουρδικών περιοχών στο παρελθόν.

Ο σημερινός πρόεδρος του Συριακού Συνασπισμού, ο Χαλέντ Χούτζα, έχει πει μάλιστα ότι η νίκη του ΑΚΡ στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου υπήρξε ακτίδα ελπίδας για τους αραβικούς λαούς,22 παρά τις παραβιάσεις των δημοκρατικών δικαιωμάτων, την καταστολή από το κόμμα ΑΚΡ που βρίσκεται στην κυβέρνηση εναντίον πολλών τμημάτων της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα εναντίον του κουρδικού πληθυσμού, ενώ ο Ζορζ Σάμπρα, πρόεδρος του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου δήλωσε σε συνέντευξή του στο Al-Jazeera τον Ιανουάριο του 2016, ότι το ΡΚΚ είναι μια τρομοκρατική οργάνωση.23

Οι θέσεις αυτές είναι τελείως καταγγελτέες, αν λάβουμε υπόψη τις δεκαετίες πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής καταπίεσης του κούρδικου λαού στη Συρία και τις πολιτικές αποικισμού και αραβοποίησης που εφάρμοσε το καθεστώς Άσαντ στις βόρειες περιοχές της Συρίας. Οι βόρειες περιοχές της Συρίας είναι ταυτόχρονα και οι πιο φτωχές και αυτές που διαθέτουν τη μικρότερη παροχή κοινωνικών υπηρεσιών. Για να μην αναφέρουμε τη σιωπή μεγάλου τμήματος της αντιπολίτευσης κατά την κουρδική Ιντιφάντα στη Συρία το 2004. Μερικοί μάλιστα την είχαν καταγγείλει ότι δήθεν εξυπηρετούσε τα ξένα «ιμπεριαλιστικά» σχέδια με σκοπό να εξασθενίσει η Συρία.

Η συνεχιζόμενη καταστολή του ΡΚΚ και των Κούρδων ακτιβιστών στην Τουρκία, η στάση της τουρκικής κυβέρνησης του ΑΚΡ απέναντι στο Κομπάνι και οι τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον των Κούρδων γενικά και ιδιαίτερα εναντίον του κόμματος HDP, έχουν κάνει το ΡΚΚ να υιοθετήσει πιο εχθρική στάση απέναντι στο ΑΚΡ, για να αμυνθεί στον πόλεμο που του κάνει η κυβέρνηση του ΑΚΡ. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των βάσεων του ΡΚΚ και των Κούρδων πολιτών από την τουρκική κυβέρνηση. Επίσης, η τουρκική κυβέρνηση άσκησε πίεση στις διαπραγματεύσεις του ΟΗΕ για να εμποδίσει οποιαδήποτε πρόσκληση προς το PYD να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για τη Συρία στη διάσκεψη της Γενεύης 3 τον Ιανουάριο του 2016.

Πρέπει από θέση αρχής να συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στον αγώνα του για αυτοδιάθεση σε Ιράκ, Συρία, Τουρκία και Ιράν. Αξίζει την χωρίς όρους υποστήριξή μας όπως όλες οι μορφές αγώνα για απελευθέρωση και χειραφέτηση. Πάνω στη βάση αυτής της θεμελιώδους αρχής, είναι απαραίτητο να υιοθετήσει κανείς μια κριτική στάση στον τρόπο με τον οποίο καθοδηγούνται αυτά τα κινήματα.

Τέλος, μοιάζει αναγκαίο να επαναλάβουμε ότι κάθε δυνατότητα αυτοδιάθεσης για τον κουρδικό λαό και κάθε συγκεκριμένη και μακροχρόνια βελτίωση των συνθηκών ζωής του κουρδικού λαού, ακριβώς όπως και για τις άλλες θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες στη Συρία, συνδέονται με το βάθεμα και τη νίκη της επαναστατικής διαδικασίας στη Συρία και με την επίτευξη των στόχων της εναντίον του καθεστώτος Άσαντ και των ισλαμικών αντιδραστικών δυνάμεων. Οι αυτόνομες περιοχές της Ροζιάβα είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα της κινητοποίησης του μαζικού λαϊκού κινήματος από τα κάτω, από το λαό της Συρίας (Άραβες, Κούρδοι και Ασσύριοι μαζί) εναντίον του εγκληματικού καθεστώτος του Άσαντ, από τον Μάρτιο του 2011. Η άνοδος της λαϊκής εξέγερσης ώθησε το καθεστώς του Άσαντ να κλείσει μια συμφωνία με τις ένοπλες δυνάμεις του PYD τον Ιούλιο του 2012, σύμφωνα με την οποία αποσύρθηκε από μερικές περιοχές, τα σημερινά καντόνια της Ροζιάβα, για να μεταφέρει τις ένοπλες δυνάμεις του σε άλλες περιοχές για να τις καταστείλει.

Η ήττα της συριακής επανάστασης και του λαϊκού κινήματος θα σήμαινε έτσι πιθανόν το τέλος της εμπειρίας της Ροζιάβα και την επιστροφή στην εποχή της καταπίεσης για τους Κούρδους της Συρίας. Το καθεστώς Άσαντ και οι ισλαμικές αντιδραστικές δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν καμία ενδεχόμενη ανάπτυξη πολιτικής εμπειρίας που θα ήταν έξω από το αυταρχικό τους πρόγραμμα.

Τα καλύτερα παραδείγματα απροθυμίας του καθεστώτος Άσαντ απέναντι σε κάθε είδους αυτονομίας για τους Κούρδους στη Συρία μπορούμε να τα δούμε μέσα στις τελευταίες ανακοινώσεις των αξιωματούχων του καθεστώτος. Το Δεκέμβριο του 2015, ο Σαρίφ Σαχάντ, μέλος του συριακού κοινοβουλίου είπε, κατά την τελευταία επίσκεψή του στο Έρμπιλ, ότι οι κουρδικές δυνάμεις του YPG της Συρίας, που ελέγχουν σήμερα το δικό τους αυτοανακηρυγμένο και ημι-αυτόνομο κομμάτι γης, δεν έχουν μέλλον στη χώρα, ενώ ο Μπασάρ Τζααφάρι, ο εκπρόσωπος του συριακού καθεστώτος στις ειρηνευτικές συνομιλίες στη Γενεύη, δήλωσε στο Rudaw ότι η Δαμασκός θα δείξει μηδενική ανοχή σε οποιαδήποτε διεκδίκηση ομοσπονδιοποίησης ή αυτονομίας από την κουρδική μειονότητα.24 Ταυτόχρονα, οι εντάσεις και διενέξεις ανάμεσα στις δυνάμεις του καθεστώτος και το YPG αυξήθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες στις πόλεις Καμίσλι25 και Χάσακα. Στις 23 Δεκεμβρίου 2015, ελικόπτερα του καθεστώτος έριξαν αρκετές βόμβες-βαρέλια σε μια κουρδική γειτονιά του Σεΐχ Μακσούντ στο Χαλέπι, προκαλώντας θύματα σε πολίτες -και αυτή ελέγχεται από το YPG.

Γι’ αυτό θα έχουμε μια στάση εποικοδομητικής κριτικής σε σχέση με την θέληση μερικών στην αριστερά να απομονώνουν τον αγώνα για αυτοδιάθεση του κουρδικού λαού στη Συρία από τη δυναμική της συριακής επανάστασης, όπως το είδαμε στο κάλεσμα για Διεθνή Αλληλεγγύη προς το Κομπάνι, που έγινε την 1η Νοεμβρίου και υπογράφτηκε από αρκετές προσωπικότητες της αριστεράς, μεταξύ των οποίων και ο Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος έχει υπάρξει αρκετά αρνητικός απέναντι στη συριακή επανάσταση σε διάφορα σχόλιά του.




e la libertà: Τι προοπτικές υπάρχουν σήμερα για τις λαϊκές μάζες της Μέσης Ανατολής και συγκεκριμένα για τη Συρία; Και επίσης, ποια είναι η κατάσταση των πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς που προσπάθησαν να παρέμβουν στις επαναστατικές διαδικασίες το προηγούμενο διάστημα;

Οι προοπτικές είναι στην πραγματικότητα πολύ κακές από όλες τις απόψεις. Πάνε ήδη πέντε χρόνια από την αρχή των επαναστατικών διαδικασιών στη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική και, παρόλο που οι διαδικασίες αυτές καθόλου δεν έχουν κλείσει, οι αρχικοί τους στόχοι (δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα) ποτέ δεν έμοιαζαν τόσο απόμακροι.

Οι δύο κύριες δυνάμεις, που έχουν διακριθεί και κυριάρχησαν για ένα διάστημα στην πολιτική σκηνή της περιοχής, είναι οι εκπρόσωποι των προηγούμενων αυταρχικών καθεστώτων, από τη μια πλευρά, και των ισλαμικών φονταμενταλιστικών και αντιδραστικών δυνάμεων, στις διάφορες συνιστώσες τους, από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους ως τους τζιχαντιστές, από την άλλη. Οι δυνάμεις αυτές δεν είναι, βεβαίως, εντελώς όμοιες και υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, αλλά συμμερίζονται μια κοινή αντεπαναστατική θέση ενάντια στα λαϊκά κινήματα και τους στόχους της επανάστασης.

Στη Συρία, ενώ στο παρελθόν η λύση ενός αυταρχικού καθεστώτος χωρίς τον Άσαντ και με μερικά τμήματα της συριακής αντιπολίτευσης (φιλελεύθερους και Αδελφούς Μουσουλμάνους) που βρίσκονται κοντά στη Δύση και στις μοναρχίες του Κόλπου, αλλά χωρίς εκπροσώπηση των Σύριων επαναστατών, είχε την εύνοια διάφορων διεθνών και περιφερειακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, σήμερα αυτές οι τελευταίες δυνάμεις συμφωνούν ότι ο Άσαντ τελικά θα μπορούσε να μείνει και να είναι και σύμμαχος στον λεγόμενο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Το καθεστώς Άσαντ θα μπορούσε, έτσι, να καθαρίσει από όλα του τα εγκλήματα και τις καταστροφές που προκάλεσαν οι ένοπλες δυνάμεις του και οι τοπικές και εξωτερικές πολιτοφυλακές του που υποστηρίζουν το καθεστώς. Η βαρβαρότητα έχει πράγματι πολλές όψεις στη Συρία, ανάμεσα στο καθεστώς Άσαντ και στις ισλαμιστικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις. Με δεδομένο αυτό, ωστόσο, το καθεστώς Άσαντ υπήρξε και συνεχίζει να είναι το χειρότερο για το συριακό λαό και είναι αυτό που οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Το καθεστώς Άσαντ και οι σύμμαχοί του (Ιράν, Ρωσία και Χεζμπολάχ) είναι υπεύθυνοι στην τεράστια πλειονότητα των περιπτώσεων για πάνω από 200.000 νεκρούς στη Συρία (ή και πάνω από 300.000 σύμφωνα με άλλες πηγές) και για περίπου 10 εκατομμύρια εξωτερικούς και εσωτερικούς μετανάστες από τότε που ξεκίνησε η εξέγερση, το Μάρτιο του 2011. Για να μη μιλήσουμε για τις καταστροφές που προκάλεσε το καθεστώς σε όρους υποδομών (σχολεία, νοσοκομεία, κλπ.,...), πόλεων και -το πιο σημαντικό- ανθρώπινης ζωής.

Σε σχέση με τις αριστερές οργανώσεις, κινήματα και άτομα που συμμετείχαν στην επανάσταση, είναι αλήθεια ότι καταστάλθηκαν πολύ σκληρά από το καθεστώς Άσαντ αρχικά και από τις φονταμενταλιστικές δυνάμεις κατόπιν. Μια σειρά από δημοκράτες και προοδευτικούς ακτιβιστές, που πήραν μέρος στην έναρξη της επανάστασης, ζουν τώρα εξόριστοι, εξαιτίας της καταστολής, ή έχουν πεθάνει στις φυλακές.

Ωστόσο, προοδευτικές δυνάμεις και άτομα εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στη χώρα. Για παράδειγμα, συριακές προοδευτικές οργανώσεις και άτομα συγκεντρώθηκαν στην Τουρκία, τον Ιούλιο του 2015, και ενέκριναν τη δήλωση «Διακήρυξη της Ισταμπούλ: Να σπάσουμε την πολιορκία της συριακής επανάστασης! Με το λαό της Συρίας: κάτω ο Μπασάρ, ο Ντα’ες και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις!».26 Την υπέγραψαν ακτιβιστές μεταξύ των οποίων ο Σαλαμέχ Καιλέχ, Παλαιστινιο-Σύριος μαρξιστής, ο Γιασίν αλ-Χαζ Σάλεχ, Σύριος συγγραφέας που έχει περάσει πάνω από δέκα χρόνια στη φυλακή, επειδή ήταν μέλος μιας αριστερής οργάνωσης, ο Γιασέρ Μουνίφ, Σύριος ακτιβιστής και συνιδρυτής της Παγκόσμιας Καμπάνιας Αλληλεγγύης προς τη Συριακή Επανάσταση, ο Μανσούρ Ατασί, Αριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (Συρία) ή και ομάδες όπως το Επαναστατικό Αριστερό Ρεύμα στη Συρία, στο οποίο ανήκει ο παλαίμαχος πολιτικός αγωνιστής, Γαγιάθ Νάισε.

Μπορείτε επίσης να βρείτε φεμινίστριες ακτιβίστριες, όπως η Σαμάρ Γιαζμπέκ, που τώρα ζει στο Παρίσι και καθοδηγεί μια οργάνωση με το όνομα «Γυναίκες Τώρα για την Ανάπτυξη» ή η Ναχέντ Μπανταουίγια, που έχει περάσει χρόνια στη φυλακή πριν από την επανάσταση και τώρα κι αυτή ζει στο Παρίσι, μετά από τη συμμετοχή της στην εξέγερση.

Ωστόσο, πολλά άτομα και μικρές ομάδες, παρόλο που έχουν εξασθενίσει πολύ, υπάρχουν σε μερικές περιοχές και συντονίζονται στο πλαίσιο των λαϊκών συντονιστικών. Θύλακες ελπίδας και αντίστασης εξακολουθούν να υπάρχουν στη Συρία και συγκροτούνται από διάφορες δημοκρατικές και προοδευτικές ομάδες και κινήσεις που αντιτίθενται σε όλες τις πλευρές της αντεπανάστασης, του καθεστώτος Ασάντ και των ισλαμιστικών φονταμενταλιστικών ομάδων. Είναι αυτές που εξακολουθούν να κρατάνε το όνειρο των αρχών της επανάστασης και των στόχων της: δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και ενάντια στο θρησκευτικό διαχωρισμό. Μπορούν να βρεθούν στο Χαλέπι, στην περιοχή γύρω από το Χαλέπι, στο Ιντλίμπ και την περιοχή του, στην περιοχή της Δαμασκού, κλπ.,... Μπορείτε να βρείτε και πολλά παραδείγματα λαϊκής αντίστασης και στο blog μου, Syria Freedom Forever.

Οι επαναστάτες σε αυτές τις περιοχές οργανώνονται μέσα από λαϊκά συμβούλια στο επίπεδο των χωριών, των γειτονιών και των επαρχιών. Τα λαϊκά συμβούλια ήταν στην πραγματικότητα το μέσον προώθησης του κινήματος που κινητοποίησε το λαό για διαμαρτυρία και οργάνωση της καθημερινής του ζωής στις περιοχές απ’ όπου το καθεστώς εξαφανίστηκε. Οι περιοχές που απελευθερώθηκαν από το καθεστώς ανέπτυξαν μορφές αυτοοργάνωσης με βάση την οργάνωση των μαζών. Επίσης υπάρχουν στη Συρία και συμμαχίες νεολαίας και άλλες μορφές διάφορων τύπων δραστηριότητας.

Το καθήκον των αριστερών επαναστατών είναι να κατανοήσουν αρχικά και κυρίως ότι η λύση είναι περιφερειακή και δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια μόνο χώρα. Οι εκπρόσωποι των παλιών αυταρχικών καθεστώτων, από τη μια, και των αντιδραστικών και φονταμενταλιστικών ισλαμικών δυνάμεων, από την άλλη, είναι εχθροί των αρχικών στόχων της επαναστατικής διαδικασίας. Τα λαϊκά κινήματα, οι ακτιβιστές και οι ομάδες που ενσάρκωσαν και συνεχίζουν να το κάνουν, τους αρχικούς στόχους της επαναστατικής διαδικασίας έχουν υποστεί τις επιθέσεις και των δύο αυτών δυνάμεων. Οι εκπρόσωποι των παλιών αυταρχικών καθεστώτων και των αντιδραστικών και φονταμενταλιστικών ισλαμιστικών δυνάμεων είναι οι δύο δυνάμεις της αντεπανάστασης και αυτό, παρά τη διαφοροποιημένη τους πολιτική προπαγάνδα. Οι εκπρόσωποι του παλαιού καθεστώτος παρουσιάζονται ως οι υπερασπιστές του εκσυγχρονισμού, ως οι σωτήρες της ενότητας του έθνους και ως οι πρωταγωνιστές του αγώνα ενάντια στην «τρομοκρατία». Οι αντιδραστικές και φονταμενταλιστικές ισλαμικές δυνάμεις παρουσιάζονται, από την πλευρά τους, ως οι εγγυητές της ισλαμικής θρησκείας, της ηθικής, της αυθεντικότητα της ισλαμικής και αραβικής ταυτότητας, που συνδέονται με την ισλαμική «Ούμμα» («κοινότητα των πιστών»).

Αυτές οι δύο προπαγάνδες, που ασφαλώς διαφέρουν φαινομενικά, δε θα έπρεπε να μας κάνουν να ξεχνάμε ότι αντιπροσωπεύουν δύο κινήματα που συμμερίζονται πολύ παρόμοια πολιτικά σχέδια: τη θέληση να περιοριστούν ή και να καταργηθούν τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα, και ταυτόχρονα να υπάρξει εγγύηση για το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και να εξακολουθήσουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εξαθλιώνουν τις λαϊκές τάξεις στη περιοχή. Οι δύο αυτές αντεπαναστατικές δυνάμεις δεν θα διστάσουν εξίσου να χρησιμοποιήσουν τον πολιτικό λόγο για να διχάσουν και να βάλουν να ανταγωνίζονται οι εργαζόμενες τάξεις μεταξύ τους σε βάσεις θρησκευτικές, εθνικές, φυλετικές, περιφερειακές, κλπ.

Για όσους επιλέγουν να στηρίξουν τη μια από τις δύο αυτές αντεπαναστατικές δυνάμεις, παρουσιάζοντας την επιλογή του ως του «μικρότερου κακού», πρέπει να δουν ότι διαλέγουν έτσι στην πραγματικότητα το δρόμο της ήττας και της διατήρησης ενός άδικου συστήματος στο οποίο ζουν οι λαϊκές τάξεις στη περιοχή. Ο ρόλος των επαναστατών δεν είναι να διαλέξουμε ανάμεσα σε διαφορετικές φατρίες της αστικής τάξης ή διαφορετικές φατρίες της αντεπανάστασης που στηρίζονται σε διαφορετικούς διεθνείς και περιφερειακούς ιμπεριαλιστικούς παράγοντες. Ο ρόλος μας είναι να αντιταχθούμε στις διάφορες αντεπαναστατικές δυνάμεις και να χτίσουμε ένα μέτωπο ανεξάρτητο από αυτές τις δύο μορφές αντίδρασης, θεμελιώνοντάς το σε δημοκρατικές, κοινωνικές, αντιιμπεριαλιστικές βάσεις και σε αντίθεση προς όλες τις μορφές διακρίσεων, δουλεύοντας για τη ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας, με μια δυναμική από τα κάτω, στην οποία οι ίδιες οι εργαζόμενες τάξεις θα αποτελούν το φορέα της αλλαγής.

Δεδομένων των συγκρούσεων ή των συνεργασιών ανάμεσα στις δυνάμεις της αντίδρασης, ας μην διαλέξουμε μορφές της αντίδρασης, αλλά ας υποστηρίξουμε, ας χτίσουμε και ας οργανώσουμε μια λαϊκή και ριζοσπαστική εναλλακτική για τους αρχικούς στόχους των επαναστάσεων: δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα.

Οι επαναστατικές διαδικασίες δεν έχουν πεθάνει, οι συνεχιζόμενες αντιστάσεις του λαϊκού κινήματος σε διάφορες χώρες της περιοχής εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως το μαρτυρούν οι κινητοποιήσεις στο Λίβανο και στο Ιράκ το περασμένο καλοκαίρι, οι οποίες και δείχνουν ότι το κύμα των επαναστατικών διαδικασιών που ξεκίνησε στην περιοχή το 2011 απέχει πολύ από το να έχει τελειώσει, παρά τις διάφορες αντεπαναστατικές επιθέσεις. Πρέπει να δώσουμε την υποστήριξή μας στους επαναστάτες στη Συρία, το Μπαχρέιν, την Τυνησία, την Αίγυπτο, την Υεμένη, την Παλαιστίνη, κλπ., που εξακολουθούν να παλεύουν για τους αρχικούς στόχους της επαναστατικής διαδικασίας (δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα) και εναντίον όλων των μορφών της αντεπανάστασης.




e la libertà: Τι θα θέλατε να πείτε στην αριστερά στην Ελλάδα;

Το μόνο που μπορώ να ευχηθώ είναι να συνεχίσει και να βαθύνει η λαϊκή αντίσταση και οι απεργίες στην Ελλάδα ενάντια στην απροθυμία όλων των κυβερνήσεων να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων. Οι λαϊκές τάξεις στην Ελλάδα έχουν αποδείξει τη λαϊκή τους αντίσταση και, με πολλούς τρόπους, έχουν ηγηθεί της αντίστασης κατά των μέτρων λιτότητας και των διαταγών της αστικής τους τάξης και της αστικής τάξης της Ευρώπης μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έχουν επίσης αντισταθεί στις ρατσιστικές πολιτικές κατά των προσφύγων. Οι ελληνικές λαϊκές τάξεις και οι προοδευτικές δυνάμεις είναι παράδειγμα προς μίμηση για όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Έτσι, δεν μπορώ παρά να υποστηρίξω τους συντρόφους μου και την αριστερά στην Ελλάδα να χτίσουν ένα πλατύ και ανεξάρτητο, δημοκρατικό, αντικαπιταλιστικό κίνημα, που να αντιτάσσεται στις νεοφιλελεύθερες και ρατσιστικές πολιτικές των κυρίαρχων τάξεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εξίσου σημαντικός είναι ο αγώνας ενάντια στην πολιτική στρατιωτική συνεργασία των ελληνικών κυβερνήσεων με το αποικιοκρατικό, και ρατσιστικό κράτος απαρτχάιντ του Ισραήλ και με τη δικτατορία του Σίσι στην Αίγυπτο.

Επιπλέον, μερικά πιο συγκεκριμένα παραδείγματα:

Υποστηρίζοντας το λαό που εξακολουθεί να παλεύει στην περιοχή ενάντια στο καθεστώς και στις ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις. Είδαμε στη Συρία ανώτερα επίπεδα αυτοοργάνωσης από το λαό, επειδή το κράτος αποσύρθηκε. Να βοηθήσουμε όλες τις μορφές δράσης στην περιοχή.

- Να χτίσουμε ένα αντιπολεμικό κίνημα με βάση το όχι στις επεμβάσεις και το όχι στις δικτατορίες, καθώς και την έμπρακτη αλληλεγγύη με τον αγωνιζόμενο λαό στην περιοχή. Σήμερα, τα αντιπολεμικά κινήματα στη Βρετανία, αλλά νομίζω και στις ΗΠΑ, βασίζονται μόνο στο όχι στις ξένες επεμβάσεις, αλλά αρνούνται τη διεθνιστική αλληλεγγύη και είδαμε τα αποτελέσματα. Είναι απολύτως ντροπή και οι Σύριοι που είναι με την επανάσταση δεν εντάσσονται σε αυτά, και άλλοι πολλοί.

- Να καλωσορίσουμε και να ανοίξουμε τα σύνορα στους πρόσφυγες και να τους προσφέρουμε τις προϋποθέσεις με τις οποίες θα μπορούν να ζουν, όχι απλώς να επιβιώνουν -με άλλα λόγια να μπορούν να δουλεύουν, να έχουν στέγη, κλπ.... Κοινοί αγώνες είναι επίσης αναγκαίοι, με άλλα λόγια να βοηθήσουμε στην αυτοοργάνωση των προσφύγων για να δώσουν τους δικούς τους αγώνες.

- Να αγωνιστούμε ενάντια στους νέους νόμους που περιορίζουν τα δημοκρατικά δικαιώματα, να αγωνιστούμε εναντίον της ισλαμοφοβίας.

Έτσι, αυτό που σας λέω είναι συνεχίστε τον αγώνα, γιατί ο αγώνας μας είναι ένας και συνδέεται ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα.


Μετάφραση: Τάσος Ανατασιάδης
Εικόνες: έργα των Σύριων καλλιτεχνών: Tammam Azzam, Wissam Al-Jazairi, Sulafa Higazi και Bassel Mazzaz
Σημειώσεις

1 Raymond Hinnebush, «Syria: from ‘authoritarian upgrading’ to revolution?», International Affairs, 88: 1 (2012), σσ. 95-113, βλ. και: Academia

2 Adam Entous «Covert CIA Mission to Arm Syrian Rebels Goes Awry», Wall Street Journal, 26 Ιανουαρίου 2015. 
3 «Underlying Law for Defense Budget Aid Program: Assistance to the Vetted Syrian Opposition», Defense Assistance
4 Spencer Ackerman, «US has trained only 'four or five' Syrian fighters against Isis, top general testifies»,The Guardian, 16 Σεπτεμβρίου 2015. 
5 Natasha Bertrand, «US-backed leader of Syrian rebel group quits and lists 6 problems with the training program», Business Insider, 21 Σεπτεμβρίου 2015. 
6 David Brown, «Watch: Graham slams 'half-assed' strategy in Syria», Washington Examiner, 27 Οκτωβρίου 2015. 
7 Matt Nash, «First shots», Now, 13 Οκτωβρίου 2008,
8 Fawwaz Traboulsi, A History of Modern Lebanon, Pluto Press, Λονδίνο 2007, σελ. 230.
9 [Σ.τ.Μ.:] Βλ. πχ.: «Chris Wallace: Hillary Clinton defended Syrias Assad as a possible reformer”»,PunditFact, 1 Ιουνίου 2014·  και βίντεο: «Obama Administration In March 11: Syrias Assad Is “A Reformer”»,Youtube, 7 Οκτωβρίου 2012. 
10 [Σ.τ.Μ.:] Για το Γιαρμούκ βλ.: «Voices of Yarmouk: Syria and Palestine, a common struggle», Syria Freedom Forever - Σουρία αλ-Χουρία λιλ-Άμπαντ, 12 Φεβρουαρίου 2015. (συνεντεύξεις τριών Παλαιστινίων από το στρατόπεδο Γιαρμούκ στον Joseph Daher).
11 [Σ.τ.Μ.:] Βλ. πχ.: «Kerry: U.S. Not Seeking Regime Change in Syria», Democracy Now!, 6 Δεκεμβρίου 2015. 
12 «Report “Russian Strikes on Syria’s Civilians: Cluster Munitions, Vacuum Bombs and Long-Range Missiles», Violations Documentation Center in Syria (VDC), Νοέμβριος 2015.
13 [Σ.τ.Μ.:] Βλ. και: Joseph Daher, «Ο λαός της Συρίας, μάρτυρας των ανταγωνισμών και της συμφωνίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων», e la libertà17 Δεκεμβρίου 2015. 
14 «Syria: Russia’s shameful failure to acknowledge civilian killings», Amnesty International, 23 Δεκεμβρίου 2015. 
15 [Σ.τ.Μ.:] Για την Τουρκία και τον πόλεμο που έχει εξαπολύσει εναντίον των Κούρδων, βλ και: Joseph Daher, «Erdogan’s Turkey: repression, authoritarianism and terror», Syria Freedom Forever - Σουρία αλ-Χουρία λιλ-Άμπαντ, 27 Ιανουαρίου 2016. 
16 [Σ.τ.Μ.:] Για τη Σαουδική Αραβία, τις πρόσφατες εκτελέσεις και τον ανταγωνισμό της με το Ιράν, βλ. και: Joseph Daher, «Iran and Saudi Arabia, the conflict between the counter revolutionary forces», Syria Freedom Forever - Σουρία αλ-Χουρία λιλ-Άμπαντ, 13 Ιανουαρίου 2016. Επίσης: Κώστας Κούσιαντας, «Για τη Σαουδική Αραβία», e la libertà, 6 Ιανουαρίου 2016.
17 [Σ.τ.Μ.:] Σύμφωνα με την μουσουλμανική θρησκευτική παράδοση, τζαχιλίγια (άγνοια ή εποχή της άγνοιας) ονομάζεται ολόκληρη η περίοδος πριν από την εμφάνιση των προφητών ή πριν από την εμφάνιση του Ισλάμ και από πολλές απόψεις ταυτίζεται με την ειδωλολατρεία. Η έννοια της τζαχιλίγια κατέχει κεντρικό ρόλο στην ιδεολογία των ισλαμιστικών κινημάτων (βλ. πχ. Ζιλ Κεπέλ, Τζιχάντ. Ο ιερός πόλεμος, Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σσ. 59, 60)
18 [Σ.τ.Μ.:] Για τις μεθόδους αυταρχισμού του PYD και για τη δολοφονία άοπλων διαδηλωτών στην Αμούδα, βλ.: «The PKK and the issue of the self determination of the Kurdish people», Syria Freedom Forever - Σουρία αλ-Χουρία λιλ-Άμπαντ, 9 Ιανουαρίου 2015. Leila Al Shami, «The struggle for Kobane: an example of selective solidarity – “The same solidarity extended to the Kurds must be extended to all revolutionary Syrians”»,Europe Solidaire Sans Frontières, 20 Οκτωβρίου 2014. «Amuda shouts once again: He who kills his people is a traitor», Syria Untold, 20 Ιουλίου 2013.
19 «(PYD) احتجاجات في عامودا ضدّ حزب الإتحاد الديمقراطي – Protests in Amouda against the PYD»Syria Freedom Forever - Σουρία αλ-Χουρία λιλ-Άμπαντ, 1 Ιανουαρίου 2015. 
20 Aron Lund, «Syria’s Kurds at the Center of America’s Anti-Jihadi Strategy», Carnegie Endowment for International Peace, 2 Δεκεμβρίου 2015. 
21 «Moscow pledges help to Syrian Kurds, but through Assad government»Rudaw23 Δεκεμβρίου 2015. 
22 «خالد خوجةالانتخابات التركية بارقة أمل للشعوب العربية», rassd, 2 Νοεμβρίου 2015. 
23 «UN invites warring parties to Syria talks», Al-Jazeera, 26 Ιανουαρίου 2016. 
24 Hevidar Ahmed, «“No future” for Kurdish forces in Syria, says lammaker close to Assad», Rudaw, 22 Δεκεμβρίου 2015. «Syria’s man at Geneva talks warns Kurds to forget about claiming self-rule», Rudaw, 31 Ιανουαρίου 2016. 
25 «خاص “أنا برس”خلافات بين الأسايش الكردية والدفاع الوطني في القامشلي», AnaPress, 17 Δεκεμβρίου 2015. 
26 «Istanbul Declaration: Break the siege on the Syrian revolution! With the people of Syria: down with Bashar, Daesh and the imperialist interventions!», İşçi Cephesi, 20 Ιουλίου 2015. 
http://www.elaliberta.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου