Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Η δημοκρατία ως ήττα: σημειώσεις πάνω στις μεξικανικές εκλογές


Ένα μόνο πράγμα μπορούμε να παραδεχτούμε σ’ αυτούς που έθεσαν στο δημοκρατικό θέαμα όλη τους την εμπιστοσύνη: ποτέ στην ιστορία αυτής της χώρας δεν είχε αισθανθεί κανείς σε τέτοιο  βαθμό την κοινή ελπίδα. Αλλά χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι ακόμη, αν θέλουμε να κατανοήσουμε από πού προέρχεται αυτή η πρωτοφανής ενέργεια: τούτη η ελπίδα, όπως όλες, είναι προϊόν μιας ήττας μεγάλης διάρκειας.
Το δημοκρατικό θέαμα για το οποίο μιλάμε, δεν είναι πια αποκλειστικά εκείνο με το οποίο οι κρατικοί μηχανισμοί καθεαυτοί δεν παύουν να μας σφυροκοπούν -μέσω της “κουλτούρας του δικαίου” και των αστυνομικών βιαιοπραγιών-, μα εκείνο που επιστρέφει περιοδικά, κάθε φορά πιο παραμορφωμένο και γκροτέσκο από την προηγούμενη φορά,
αλλά που παρ’ όλα αυτά – εξαιτίας κάποιας “έκτακτης ανάγκης”, κάποιας “συγκυρίας” κατασκευασμένης βολικά σ’ αυτόν τον καιρό και σε κανέναν άλλον- καταλήγει στο τέλος ενισχυμένο με την εμπιστοσύνη που ένας λαός καλώς ή κακώς του παραδίδει ή, ακόμα καλύτερα, με τον μόνο τρόπο που του απομένει ανάμεσα στο γκρεμό και το ρέμα. Η ελπίδα στην πολιτική δεν είναι παρά η άλλη όψη μιας πολιτικής, κυρίαρχη μηχανή της οποίας είναι ο φόβος.
Οποιοσδήποτε έχει επιζήσει τα τελευταία δώδεκα χρόνια -ή, τα τελευταία 500- ξέρει ότι, πίσω από τον καθρεφτισμό που κάνει ορατό ένα φως στο μέλλον, βρίσκεται το βαθύ σκοτάδι του παρόντος μας. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε μία ακόμη φορά τα νούμερα των νεκρών και των εξαφανισμένων: εκείνα είναι μόλις μια μαθηματική μετάφραση -δηλαδή, ακρωτηριασμένη- μιας αβίωτης πραγματικότητας. Μόνο η θλίψη και η σύγχυση που προκαλεί μια δεκαετία πολέμου, μπορούν να κάνουν κάποιον να δει σ’ έναν υποψήφιο την ελπίδα και όχι τον μελλοντικό επικεφαλής διοικητή του μεγαλύτερου εχθρού μας: του Κράτους.
Από την επίθεση στο Ατένκο το 2006, μέχρι την κατάρρευση που σήμαναν οι κινητοποιήσεις για τους 43 εξαφανισμένους της Ayotzinapa, έχει πολλαπλασιαστεί και επεκταθεί τούτο το συναίσθημα ήττας. Και δεν υπάρχει τίποτα που η δημοκρατία και οι παράγοντές της να μην ξέρουν καλύτερα από το να εμπορεύονται την απελπισία. Γι’ αυτό είναι πολύ πιο άξιοι συμπόνιας παρά γελοιοποίησης αυτοί που πριν δυο χρόνια φώναζαν “Ήταν το Κράτος!” [πίσω από την Ayotzinapa] και σήμερα βλέπουν σ’ αυτό την μόνη τους σωτηρία.
Ίσως εμείς οι ίδιοι να έχουμε υπάρξει υπεύθυνοι, εν μέρει, τούτης της αποτυχίας και της σύγχυσης που έχει παραγάγει. Ίσως να μην έχουμε υπάρξει ικανοί να παράξουμε αρκετούς πυρήνες στέρεης και διαρκούς οργάνωσης και αντίστασης. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι, τουλάχιστον σ’ αυτό, η λειτουργία του Κράτους είναι ακριβής: προχωρά κι επιτίθεται προκειμένου να παράξει την ήττα και την ανικανότητα που θα το εξυπηρετήσει, λίγο αργότερα, προκειμένου να θρέψει την αναζωογόνησή του.
Μόνο ένα παιδί, ένας αφελής ή ένας πολιτικός επιστήμονας μπορούν να πιστέψουν ότι η δημοκρατία είναι ζήτημα εκλογών, συμμετοχής ή θεσμών. Παρόλο που έχουμε συνηθίσει να την περιγράφουμε με τον προφανώς αβλαβή όρο της “μορφής διακυβέρνησης”, η δημοκρατία -το πιο δυνατό πολιτικό όπλο του Κράτους- είναι στην πραγματικότητα ένας πολύπλοκος μηχανισμός παραγωγής και διαχείρισης συλλογικής ανικανότητας.
Πράγματι, η ζωτική λειτουργία  της δημοκρατίας δεν είναι η αντιπροσώπευση, μα ο υποβιβασμός. Όλες οι δυνατότητες, οι γνώσεις, οι φαντασίες και η δύναμη που απαιτεί μια ζωή που μοιράζεται είναι αιχμαλωτισμένες από τη δημοκρατική μηχανή προκειμένου να κατατεθούν σε κάποιον τόπο του καταστροφικού κρατικού μηχανισμού. Όλη η δημιουργικότητα και η δυνατότητα που έχουμε, από το απλό γεγονός του ότι είμαστε ζωντανοί, αποκόβεται και υποβιβάζεται μέχρι να μη μείνουν άλλα φαντάσματα, μέχρι που όλο το σώμα να συρρικνωθεί στον ελάχιστο βαθμό στον οποίο μπορεί να υπαχθεί ένα έμβιο ον: σ’ έναν πολίτη.
Υποβιβασμός σημαίνει να βάζει κανείς σε άλλο μέρος μια δυνατότητα που ήταν δική μας. Η δημοκρατία είναι γι’ αυτό επίσης, παραγωγή απόστασης. Κάθε στιγμή της ζωής, κάθε διαμάχη και κάθε πιθανή έξοδος τοποθετούνται υπό τη διοίκηση ενός παράξενου και μακρινού θεσμού. Δηλαδή, αφηρημένου. Μόνο σ’ αυτούς που ζουν σε τούτο τον κόσμο αφαίρεσης, διασπασμένοι από τον κόσμο τους, φαίνεται λογικό το ν’ απαιτήσουν από το Κράτος να επιλύσει ένα έγκλημα, ν’ ανακόψει την κλοπή, να επιβάλει κυρώσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η δικαιοσύνη, το ξέρουμε, ποτέ δεν θα έρθει από τα πάνω και από μακριά. Γι’ αυτό, το αντώνυμο της δημοκρατίας δεν είναι ο απολυταρχισμός, αλλά η εγγύτητα, δύναμη συλλογική.
Με τον ίδιο τρόπο που η “πρωταρχική” κλοπή που θρέφει το κεφάλαιο συνεχίζει να συμβαίνει σήμερα, κάθε ώρα, η υποβίβαση με την οποία διατηρείται η δημοκρατία λειτουργεί καθημερινά εκεί όπου ένα κρατικό πρόγραμμα υποκαθιστά τη συλλογική δουλειά, όπου ένας τοπικός βουλευτής σφαιτερίζεται τον τόπο μιας αρχής που επιλέχθηκε από συνέλευση, όπου μια επιτροπή γειτονιάς μετατρέπεται σ’ ένα γραφείο διοίκησης ενός πολιτικού κόμματος.
Γι’ αυτό είναι μια εξαιρετική είδηση ότι η δημοκρατία σ’ αυτή τη χώρα είναι ακόμη ατελής. Αυτό δε σημαίνει, βεβαίως, πως χρειάζεται “συμμετοχή”, “διαφάνεια”, ούτε, πολύ λιγότερο, “εντιμότητα”. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν εδάφη όπου έχει κερδηθεί η μάχη ενάντια στην ανικανότητα και την αφαίρεση, όπου το Κράτος δεν έχει καταφέρει να επιβάλει τη λογική του. Όπου ακόμη είναι εφικτό να πειραματιστούμε μια ζωή από κοινού που δεν θα μπορεί να συρρικνωθεί στο μηχανισμό της δημοκρατίας και των κομμάτων.
Ίσως να μη χρειάζεται να το επαναλάβουμε, αλλά η δημοκρατία είναι, επίσης, παραγωγή ατομικοτήτων: “πολίτης” ή “ψηφοφόρος” είναι οι γραφειοκρατικοί όροι που υιοθετούν τα πτώματα μιας κατεστραμμένης κοινότητας. Γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα πολιτικό σ’ αυτή: δεν υπάρχει μια ύπαρξη που μοιράζεται, ένας τόπος να κατοικήσει κανείς, μια ζωή να υπερασπιστεί. Μόνο μ’ αυτήν την έννοια η δημοκρατία είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης` δηλαδή, μια κάθετη διοίκηση πληθυσμών, ατόμων δίχως όνομα.
Η έμμεση εκλογή και ο υποβιβασμός που συμβαίνουν κάθε στιγμή, λοιπόν, παράγουν την ανικανότητα και την κατάθλιψη που φαίνεται να βρίσκουν τη μοναδική τους λύση σε μια αναζωογόνηση της ελπίδας στο Κράτος. Η ελπίδα είναι, ακριβώς, η ένεση καυσίμων που κατά ορισμένα διαστήματα χρειάζεται μια μορφή διακυβέρνησης προκειμένου να επιβιώνει.
Γι’ αυτό ακούγονται τόσο γελοίοι όσοι φοβούνται μια πιθανή αποσταθεροποίηση αν κερδίσει ο ένας ή ο άλλος υποψήφιος. Τρέμουν μια πιθανή “δημοκρατική οπισθοχώρηση” όταν αυτό που στην πραγματικότητα βρίσκεται σε εξέλιξη είναι μια αναζωογόνηση του κρατικού μηχανισμού που θα τον κάνει να επιβιώσει μερικές δεκαετίες ακόμη.
 Οι ήττες των κινημάτων αντίστασης και η αυθεντική απελπισία εκείνων που θέλησαν να θέσουν τη δύναμή τους σ’ ένα ριζοσπαστικό μετασχηματισμό έχουν υποβιβαστεί, εκ νέου, στο κομματικό σύστημα και σε μια μελλοντική κεντρική κυβέρνηση. Όλη η ελπίδα που μας περιτριγυρίζει τείνει, σήμερα, προς τη σταθεροποίηση· δηλαδή, προς την αναγέννηση του Κράτους. Δεν είναι τυχαίο που ο νούμερο ένα υποψήφιος έχει διακηρύξει πως σκοπεύει να επιλύσει ολότελα την υπόθεση Ayotzinapa για να ενισχύσει το Στρατό και να του επιστρέψει το παλιό του κύρος. Είναι ένα πλαίσιο πολέμου, η δημοκρατική αναζωογόνηση υιοθετεί την πιο σκληρή και αιματηρή της μορφή: την ειρήνευση.

*
*       *
  Πέρα από την ανθρωπιστική αύρα της λέξης, η ειρήνευση είναι το επιστέγασμα μιας στρατιωτικής επιχείρησης: ο θρίαμβος της κινητοποίησης των στρατιωτικών και πολιτικών δυνάμεων πάνω σ’ ένα έδαφος και στις μορφές ζωής που το κατοικούν. Πρόκειται για τον όρο που οι νικητές δίνουν στην ολοκληρωτική ήττα του αντιπάλου τους, την υπαγωγή του εχθρού στη νέα συγκροτημένη εξουσία. Είναι, ακριβώς, αυτό που οι νομομαθείς αποκαλούν “νόμιμη χρήση της βίας από το Κράτος”. Γι’ αυτό ακόμα υπάρχει κόσμος που μπερδεύει την ειρήνη με το Κράτος δικαίου. Η ειρήνευση δεν είναι παρά η συνέχιση του εκδημοκρατισμού με άλλα μέσα.
 Αυτές οι δύο επιχειρήσεις, λοιπόν, σχηματίζουν δύο μέτωπα αντεπανάστασης με τα οποία το Κράτος αναζητά να τοποθετήσει εντός τους όλες τις πολιτικές δυνάμεις, με πολιτικά ή στρατιωτικά μέσα. Η αποτυχημένη αντι-ζαπατιστική στρατηγική του ‘90 – που συντονιζόταν, εν μέρει από τον Εστέμπαν Μοκτεσούμα Μπαρραγάν- το αποδεικνύει τέλεια: η στρατιωτική κατάληψη ενός χώρου προς ειρήνευσή του· η αποκέντρωσή του εκ νέου και η τροφοδότησή του με πόρους για τον εκδημοκρατισμό του – δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι, ακόμα και σήμερα, οι αντιπρόσωποι της “Σταυροφορίας ενάντια στην πείνα” σε κάθε οικισμό, έχουν, στην πόρτα τους, μια σφραγίδα της Γραμματείας του Ναυτικού. Είκοσι χρόνια μετά, η επιχείρηση υποστηρίζεται από τις στρατιωτικές βάσεις που παραμένουν και από τις παραστρατιωτικές ομάδες, που,  πάντα , σχετίζονται με κάποιο πολιτικό κόμμα. Την εποχή των εκλογών είναι “πολιτικοί φορείς”` έπειτα, διμοιρίες του θανάτου.
 Γι’ αυτό, το να πιστεύει κανείς πως είναι εφικτό “να τελειώνουμε με τη λογική του πολέμου” είναι η πιο επικίνδυνη από τις προοδευτικές καλές προθέσεις. Σε ορισμένες συνοικίες της Πόλης του Μεξικού, ίσως, ο πόλεμος να μοιάζει μια “λογική”, ένας “λόγος”, μια “δημόσια πολιτική” ακόμη. Αλλά ο πόλεμος, το ξέρουμε, είναι μια στυγνή πραγματικότητα: είναι η μορφή που υιοθετούν το Κράτος και το κεφάλαιο για να εγγυηθούν τη συνέχειά τους διαμέσου της έμμεσης εκλογής και της λεηλασίας. Το να πιστεύει κανείς ότι ο πόλεμος μπορεί να τελειώσει μόνο χάρη στην “πολιτική βούληση” ενός ανθρώπου, δεν είναι απλά αφελές, είναι αυτοκτονικό. Η πιο θεμελιώδης μορφή αυτοάμυνας σε μια παρατεταμένη μάχη, είναι η αναγνώρισή της ως τέτοια.
Αυτοί που έχουν επιζήσει αντιστεκόμενοι πάνω από 500 χρόνια το ξέρουν απόλυτα. Ο πόλεμος -είτε δηλωμένος είτε όχι- είναι το εργαλείο στο οποίο το μεξικανικό Κράτος έχει προστρέξει κάθε φορά που χρειάστηκε να ανανεωθεί ή να επεκταθεί. Οι λευκοί φρουροί, τα αγροτικά σώματα της περιόδου του Πορφίριο Ντίας, οι Ένοπλες Δυνάμεις και οι πυρήνες εκτελεστών επιτελούσαν πάντα την ίδια λειτουργία: να επιτύχουν την ειρήνευση ενός εδάφους -μέσω του φόβου, της εξολόθρευσης ή της βίαιης μετακίνησης- προκειμένου να εγγυηθούν την εξόρυξη των πόρων που φιλοξενεί.
Ο “πόλεμος ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών”, λοιπόν, δεν ήταν μια αποτυχημένη στρατηγική. Ήταν, αντιθέτως, η τέλεια και αποτελεσματική ανασυγκρότηση μιας παλιάς μηχανής θανάτου και ληστείας. Σήμερα, ο εμφύλιος πόλεμος είναι ένα ζήτημα που υπερβαίνει κατά πολύ τη δυνατότητα απόφασης για μια κυβέρνηση ή για έναν υποψήφιο. Αυτοί που κάνουν την πολιτική μια επιχείρηση λίγο πολύ επιτυχημένη, εδραιώνοντας ένα κοινωνικό συμβόλαιο- μωλωπισμένο, σεβαστό, διεφθαρμένο, κλπ. - σφάλλουν από το σημείο εκκίνησης: δεν είναι το κοινωνικό συμβόλαιο, μα ο πόλεμος που από τις απαρχές του εμψυχώνει αυτό το σύστημα εξουσίας. Γι’ αυτό, το να πιστεύει κανείς πως ο πόλεμος θα τελειώσει χάρη στο φιλί ενός ποιητή, του Εμίλιο Άλβαρες Ικάσα ή του πάπα της Ρώμης, είναι μια ασύγκριτη χειραγώγηση. Είναι, αληθινά, ένα έγκλημα πολέμου.

*
*       *

Είναι αναγκαίο πάντα να βλέπουμε το σκοτάδι που θρέφει το φως της ελπίδας· αλλά οφείλουμε να ξέρουμε να παρατηρούμε, επίσης, όλα όσα τούτο το ίδιο σκότος φωτίζει. Σε κάθε τόπο όπου το Κράτος μοιάζει να αποτυγχάνει ή να απουσιάζει, ανοίγεται ένας χώρος ατελείωτων δυνατοτήτων. Κάθε στιγμή της ζωής είναι ένα μικροσκοπικό μέτωπο μάχης, όπου η δημοκρατική λογική μπορεί ν’ αναδιπλωθεί, όπου μπορούν να γίνουν πειράματα με μορφές οργάνωσης τόσο εύκαμπτων όσο και ισχυρών.
Και δεν υπάρχει τίποτα πιο απλό από το ν’ αντιμετωπίζει κανείς τον υποβιβασμό και την αποξένωση που διατηρούν τη δημοκρατία. Είναι ζήτημα, απλά, του να αποπειραθούμε την ίδια μας την εγγύτητα με τον κόσμο που μας περιτριγυρίζει. Να τον ξαναγνωρίσουμε, να φτιάξουμε τα συλλογικά εργαλεία και τις γνώσεις για να τον κατοικήσουμε. Δεν υπάρχει ευτυχέστερο γεγονός από το να επανανακαλύπτουμε, εν μέσω των ερειπίων του Κράτους, μια ικανότητα που θεωρούσαμε χαμένη: να μαθαίνουμε δίχως Πανεπιστήμια, να μας φροντίζουμε επιμελώς δίχως νυστέρια, να περνάμε μια Κυριακή δίχως άγχος.
Χρειάζεται μόνο να παράξουμε ξανά μέρη δύναμης μακριά από το δημοκρατικό μηχανισμό· να ξαναέρθουμε κοντά, να πιάσουμε το νήμα των ίδιων μας των δυνατοτήτων. Να επανανακαλύψουμε όλα όσα μπορεί μια συνάντηση -ακόμη κι αν είναι φευγαλέα- όταν υπάρχει η συλλογική απόφαση του να τα ξανακατασκευάσουμε όλα. Η δουλειά μοιάζει εξαντλητική, δίχως αμφιβολία, αλλά αυτοί που έχουν πειραματιστεί ξέρουν πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη γιορτή από αυτή που ακολουθεί μιας ημέρας συλλογικής δουλειάς.
Προς το παρόν, θα πρέπει ν’ αφήσουμε τους δημοκράτες να ναυαγήσουν·  πεπεισμένοι, μπερδεμένοι, αφελείς, ηττημένοι. Εμείς δεν θα μειώσουμε την επαγρύπνισή μας: ξέρουμε ότι αυτοί θα συνεχίσουν να επιτίθενται ενώ κραυγάζουν εκεχειρία. Κάποιοι, ίσως, γυρίσουν σε δυο- τρία χρόνια συρρικνωμένοι σε χαλάσματα: λιμοκτονούντες και κατεστραμμένοι, αφότου θα έχουν δει από τα μέσα τα σωθικά του Κράτους. Ίσως να νιώσουν τότε το μέγεθος της ήττας τους. Είναι επίσης πιθανόν ένας ή δύο να έρθουν για ν’ ανακτήσουν τις δυνάμεις τους στο σπίτι που εμείς, στο μεταξύ, θα έχουμε κατασκευάσει.

Artillería Inmanente (μετάφραση: Ναταλί Φύτρου)

ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου