Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Βίαιοι, βρόμικοι, αναρχικοί

Πολυτεχνείο, 19 Νοεμβρίου 1973. Ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Σπύρος Ζουρνατζής ξεναγεί τους δημοσιογράφους στο ανακαταληφθέν άντρο της ανομίας | ΓΓΤΠ-ΓΓΕΕ
Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος
«Η βία δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Διότι η ίδια είναι το πρόβλημα»
Σπύρος Ζουρνατζής, υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ της χούντας (19/11/1973)
Αν λάβουμε τοις μετρητοίς τους πανηγυρικούς της σημερινής επετείου, πραγματικό χάος χωρίζει τη δικαιωμένη αντιδικτατορική εξέγερση του 1973 από τα βίαια μαζικά ξεσπάσματα της τελευταίας δεκαετίας − είτε πρόκειται για τα Δεκεμβριανά του 2008 είτε για τις πολύμηνες φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006-2007 είτε για το αντιμνημονιακό κίνημα των πλατειών.

Σε αντίθεση με την καταστροφολογία που συνοδεύει συνήθως αυτά τα τελευταία, στην περίπτωση του 1973 εκείνο που τονίζεται είναι κυρίως η αυτοσυγκράτηση κι αυτοπεριφρούρηση των εξεγερμένων: η προστασία του χώρου από αδικαιολόγητες φθορές, η μέριμνά τους για εξουδετέρωση των προβοκατόρων και τη διατήρηση του αγώνα σε ειρηνικά πλαίσια, ακόμη και το σβήσιμο όσων «εξτρεμιστικών» συνθημάτων θεωρήθηκαν από τη συντονιστική εκτός πολιτικού πλαισίου της κατάληψης.

Από τις πρώτες μέρες του μεταπολιτευτικού καθαγιασμού του, το Πολυτεχνείο του 1973 αποκαθάρθηκε έτσι από κάθε πτυχή του που δεν χωρούσε είτε στην εθνικοενωτική μυθολογία ενός «παλλαϊκού αντιδικτατορικού αγώνα» είτε στις κομματικές γραμμές που ηγεμόνευσαν στο τότε φοιτητικό κίνημα. Με πρώτο θύμα αυτής της πολιτικά ορθής συλλογικής μνήμης, τις οδομαχίες στα πέριξ που συνόδευσαν την κορύφωση της εξέγερσης (βλ. «Ιός» 17/11/2012).

Αυτή η εικόνα δεν ίσχυε φυσικά καθόλου εν θερμώ, όταν η εξέγερση ήταν ζωντανή πραγματικότητα κι όχι σελίδα στα σχολικά βιβλία. Ιδίως για τους τότε κυβερνώντες και το πλέγμα θεσμών και μηχανισμών που στήριζε την εξουσία: εισαγγελείς και καθεστωτικούς δημοσιογράφους, κρατικές υπηρεσίες προπαγάνδας κι αυτόκλητους εκφραστές των απόψεων του «απλού πολίτη».

Τα επιχειρήματα που πρόβαλαν για τη δυσφήμηση των εξεγερμένων πιστοποιούν μάλιστα την αξιοσημείωτη συνέχεια του κρατικού λόγου σε παρόμοιες περιστάσεις − έστω κι αν ο δικτατορικός χαρακτήρας του καθεστώτος τούς προσέδιδε μιαν ιδιαζόντως γκροτέσκα διάσταση.
Καταδίκες της «βίας»

Το πρώτο επιχείρημα που προβλήθηκε ήταν η μη αντιπροσωπευτικότητα των «ταραξιών». Οι έγκλειστοι στο ΕΜΠ, τόνιζε η πρώτη κυβερνητική ανακοίνωση μετά την κατάληψή του, «ανερχόμενοι εις ολίγας εκατοντάδας, δεν εκπροσωπούν αληθώς τον φοιτητικόν κόσμον» («Τα Νέα», 16/11/1973).

Το ίδιο επιχείρημα θα προβληθεί, μετά την καταστολή της εξέγερσης, από τη μαρκεζινική «Εστία» (21/11): «Και μόνον το γεγονός ότι, από την μεγάλην μάζαν των 85.000 σπουδαστών Ανωτάτων Σχολών, μόνον 5.000 ανταπεκρίθησαν, παραπλανηθέντες και αυτοί από τους ερυθρούς ανατροπείς και τους ασυνειδήτους “αντιστασιακούς”, επισημαίνει την δολιότητα μετά της οποίας επεχειρήθη να εμφανισθή ως εξέγερσις, τάχα, της νεολαίας η εξυφανθείσα συνωμοσία».

Το δεύτερο επιχείρημα αφορούσε τη βιαιότητα καταληψιών και διαδηλωτών − σε αντιδιαστολή προς τις «δημοκρατικές προθέσεις» της χούντας και την εκ μέρους της διασφάλιση της δημόσιας τάξης επί έξι χρόνια.

Στις 7 π.μ. της 17/11/1973, τέσσερις ώρες μετά το γκρέμισμα της πύλης του ΕΜΠ, επίσημη κυβερνητική ανακοίνωση περιέγραψε ως εξής τα γεγονότα της προηγουμένης:

«Διά μίαν ακόμη φοράν οι εχθροί του έθνους απέδειξαν ότι είναι αμετανόητοι και δεν θέλουν τας εκλογάς. [...] Χθες, 3ην ημέραν της αναταραχής, και αφού εχρησιμοποίησαν τα κτίρια του Πολυτεχνείου ως ορμητήριον και κατέλυσαν πάσαν έννοιαν ακαδημαϊκού ασύλου, περί ώραν 19.30 εκινήθησαν διά την τελικήν εξόρμησιν. Δέκα χιλιάδες περίπου άτομα, συρρεύσαντα κατά τας προσταγάς του ραδιοσταθμού των εκ πολλών σημείων της περιοχής πρωτευούσης, με πρωτοστατούντας οικοδόμους και γνωστά αναρχικά στοιχεία, ήρχισαν με σύνθημα “Ολοι εις το Σύνταγμα” να οδεύουν προς το κέντρον της πόλεως, ωπλισμένα με σιδηράς ράβδους, μεγάλα τεμάχια ξύλων, ακόμη και όπλα. Επετέθησαν μετά μανίας κατά των αστυνομικών δυνάμεων διά πυροβολισμών, λιθοβολισμών και κτυπημάτων, κατορθώσαντες να καταλάβουν προς στιγμήν το νομαρχιακόν μέγαρον επί της οδού Αιόλου 104 και να απειλήσουν τα καταστήματα των υπουργείων Δημοσίας Τάξεως, Παιδείας, Γεωργίας, Δικαιοσύνης, Κοινωνικών Υπηρεσιών και Δημοσίων Εργων. Ταυτοχρόνως, κατά την διέλευσίν των, ανέτρεψαν εκατοντάδας λεωφορείων, τρόλλεϋ και ιδιωτικών αυτοκινήτων, ήναψαν πυράς εις τα σταυροδρόμια, ανήγειραν οδοφράγματα εις τας κεντρικάς οδούς της πόλεως, αποκόψαντες καθ’ ολοκληρίαν την συγκοινωνίαν, και ενέπρησαν δύο υποκαταστήματα Τραπεζών. Προ του κινδύνου καταλύσεως της εννόμου τάξεως, το αρμόδιον υπουργείον Δημοσίας Τάξεως απεφάσισεν εν τέλει να ζητήση την επικούρησιν τμημάτων στρατού. [...] Η Κυβέρνησις καλεί ήδη εκείνους, οι οποίοι διεδήλωσαν την συμπαράστασίν των προς τους αναρχικούς, να αναλογισθούν τας ευθύνας των έναντι του Εθνους».

Τα περί «όπλων» και «πυροβολισμών» εκ μέρους των διαδηλωτών αποτελούσαν, φυσικά, καθαρή επινόηση.

Εξίσου ευφάνταστη ήταν και η επίσημη ανακοίνωση της επομένης (18/11), για όσα ακολούθησαν τη νυχτερινή βίαιη εκκένωση του ΕΜΠ:

«Δυστυχώς, αι δυνάμεις της αναρχίας απεδείχθησαν και πάλιν αμετανόητοι. Από της 8ης πρωινής και από διαφόρων σημείων της πρωτευούσης ήρχισαν να συγκλίνουν και πάλιν προς το κέντρον της πόλεως. Ούτοι κατανεμημένοι εις ομάδας κρούσεως, υπολογιζόμενοι εν συνόλω εις 5.000 άτομα, απέβλεπον εις την ανακατάληψιν του Πολυτεχνείου, ωπλισμένοι διά λίθων, τούβλων και ροπάλων επετίθεντο κατά των αστυνομικών εις διάφορα σημεία του κέντρου της πόλεως. [...] Κατά τας επιθέσεις των εναντίον των αστυνομικών δυνάμεων οι διαδηλωταί προέβησαν εις καταστροφάς και βανδαλισμούς. Κατέστρεψαν, μεταξύ άλλων, το επί της διασταυρώσεως των οδών Πειραιώς και Σαλαμίνος υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης και έτερον επί της οδού Αχαρνών 100, όπου και επεχείρησαν να αποκομίσουν το χρηματοκιβώτιον. Εκαυσαν αυτοκίνητα, μεταξύ των οποίων και αυτοκίνητον του Δήμου Αθηναίων, και κατέστρεψαν πυροσβεστικόν όχημα το οποίον έσπευδεν εις κατάσβεσιν πυρκαϊάς. Μετά την κήρυξιν του Στρατιωτικού Νόμου και την εμφάνισιν των στρατιωτικών τμημάτων, ήρχισεν η προοδευτική εκκαθάρισις του κέντρου της πόλεως, η οποία συνεπληρώθη την 3 μ.μ.».

Εμφαση στις καταστροφές δίνει φυσικά και η εισαγγελική έκθεση αυτοψίας για την κατάσταση του ΕΜΠ μετά την εκκένωσή του, που συντάχθηκε στις 19/11 από τους εισαγγελείς Ιωάννη Κυριαζή και Βασίλειο Παππά και δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες των επόμενων ημερών.

Με σαφώς ενοχλητικότερη «φθορά», ωστόσο, το πολυφωνικό πάρτι των αντικαθεστωτικών συνθημάτων στους τοίχους του ιδρύματος:

«Ολόκληρον το κτιριακόν συγκρότημα πλην του τελευταίου προς την Τοσίτσα οικοδομήματος, ως και οι πέριξ αυτού χώροι, προαύλια και κλιμακοστάσια παρουσιάζουν εικόναν γενικής λεηλασίας και εκτεταμένων φθορών. Ιδία αι φθοραί παρουσιάζονται εις τους τοίχους, εσωτερικώς τε και εξωτερικώς, αι επιφάνειαι των οποίων γέμουν συνθημάτων και εμβλημάτων αναγεγραμμένων διά ποικίλων μέσων και χρωμάτων ως και ξεσμάτων, εις τοιαύτην και τοσαύτην πυκνήν διάταξιν, ώστε η πλήρης αποκατάστασίς των δι’ υδροχρωματισμού και ελαιοχρωματισμού θ’ απαιτήση λίαν σημαντικήν δαπάνην και ικανόν χρόνον. [...] Επίσης ο εσωτερικός χώρος των προαυλίων ως και ο χώρος απάντων σχεδόν των κλιμακοστασίων γέμει τεμαχίων εκ κατεστραμμένων ξυλίνων επίπλων, πάσης φύσεως απορριμμάτων και ιχνών εσβεσμένων πυρών» («Απογευματινή» 21/11/1973).

One man show. Στιγμιότυπα της επίδειξης των καταστροφών του ΕΜΠ από τον Ζουρνατζή, από το αρχείο τής τότε Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών.Το στιλ του οικοδεσπότη εξαιρετικά εύγλωττο − όπως και τα παιχνίδια του φακού με τα συνθήματα στους τοίχους | ΓΓΤΠ-ΓΓΕΕ

Η προβολή αυτής της εικόνας θα γίνει με τον επισημότερο δυνατό τρόπο: την οργανωμένη περιήγηση περίπου εκατό Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων στον χώρο του ΕΜΠ το πρωί της 19ης Νοεμβρίου, με ξεναγό τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ (=υφυπουργό Τύπου) Σπύρο Ζουρνατζή και συνοδούς τους εισαγγελείς που συνέτασσαν το πόρισμα.

Τα αποτελέσματά της αποτυπώθηκαν ευκρινώς στις καθεστωτικές εφημερίδες της επομένης:

«Εικόνες εγκαταλελειμμένου στρατωνισμού μετά από θυελλώδη μάχη παρουσιάζουν οι αίθουσες του Πολυτεχνείου», μας πληροφορεί λ.χ. η «Απογευματινή». «Σωροί κάθε είδους αντικειμένων, κατεστραμμένων επίπλων, ξεσκισμένων βιβλίων, σπασμένων μπουκαλιών, υπολειμμάτων φαγητών, φαρμάκων, φρούτων, επιδέσμων, παπουτσιών, αναποδογυρισμένων εδράνων, ξηλωμένων παραπετασμάτων, κομματιασμένων μαρμάρων. Τίποτε όρθιο. Τίποτε στην θέσι του. Μόνο οι τοίχοι, εξωτερικά διάστικτοι από επαναστατικά συνθήματα. Εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εναντίον του Πρωθυπουργού. Εναντίον των Αμερικανών, του Ν.Α.Τ.Ο., της “χούντας”. [...] Σκουπίδια παντού. Σχισμένα πανιά, χαρτιά, χειρόγραφες προκηρύξεις με συνθήματα ανάλογα με εκείνα των τοίχων και άπειρα κομμάτια από ξύλα − διαλυμένες καρέκλες και τραπέζια».

Ακόμη φρικιαστικότερες είναι οι διαπιστώσεις της «Εστίας»:

«Εις το υποστάν αφαντάστους καταστροφάς κτίριον, οι αναρχικοί είχον αναγράψει 310 ανατρεπτικά συνθήματα, υπερβαίνοντα κατά πολύ εις αριθμόν και εις κομμουνιστικήν διατύπωσιν τα συνθήματα των ταραχών του Μαΐου 1968 εις Παρισίους. [...] Επί δύο ώρας διήρκεσεν η επίσκεψις των δημοσιογράφων και η φρίκη ήτο χαρακτηριστική της ψυχολογίας ήτις εδημιουργήθη εις τούτους, καθώς αι εικόνες της καταστροφής και της ερημώσεως διεδέχοντο η μία την άλλην, εις τους φρικτούς από την ρύπανσιν χώρους του ιδρύματος».

Η λεπτομερής περιγραφή συγχέει τις όποιες φθορές με την (αναμενόμενη) ακαταστασία, μετά τη βίαιη εκκένωση του χώρου από χιλιάδες άτομα.

Χαρακτηριστικό δείγμα: «Το γραφείον του Γενικού Γραμματέως της Σχολής έχει καταστεί αγνώριστον. Σπασμένα έπιπλα, αναποδογυρισμένα γραφεία, έγγραφα σχισμένα και μισοκαμένα, εδώ και εκεί ριγμένα, καθώς και υπολείμματα τροφών. Εις την έξοδον του γραφείου, μαγειρικά σκεύη, μεγάλου μεγέθους, περιέχουν ακόμη φαγητά τα οποία εγκατελείφθησαν προτού χρησιμοποιηθούν. Εις τους διαδρόμους άλλα κατεστραμμένα έπιπλα, σωροί καμένων χαρτιών και σιδήρων εξ εκείνων που χρησιμοποιούνται εις οικοδομάς».

Εξαιρετικά διακριτικά αποδεικνύονται φυσικά τα ρεπορτάζ όσον αφορά τη συμβολή των δυνάμεων της τάξης στην όλη εικόνα.

Η φωτογραφία της στραπατσαρισμένης πρυτανικής Μερσεντές συνοδεύεται π.χ. στον «Ελεύθερο Κόσμο» (18/11) από τη λεζάντα: «Εκατοντάδες αυτοκίνητα ΙΧ κατεστράφησαν. Εις την φωτογραφίαν ένα από αυτά». Οτι την έλιωσε το τανκ κατά την εισβολή του στο ΕΜΠ θεωρήθηκε περιττή λεπτομέρεια.

Το νόημα της περιήγησης συνοψίστηκε στην τελική δήλωση του Ζουρνατζή προς τους δημοσιογράφους: «Η έννοια του βανδαλισμού έγινε γνωστή από τους προγόνους μας διά να περιγράψη την μανίαν καταστροφής ξένων βαρβάρων λαών, που εισέβαλαν κατά καιρούς εις την χώραν μας και κατέστρεφαν τα έργα της Ελληνικής τέχνης και επιστήμης. Είναι αίσχος ότι βανδαλισμοί διεπράχθησαν από Ελληνας σπουδαστάς και δη εναντίον ελληνικού τεμένους, εναντίον ελληνικών επιστημών και τεχνών. Εάν ήτο δυνατόν να περάση όλη η σπουδάζουσα νεολαία της Ελλάδος και να ιδή τα “κατορθώματα” των τεσσάρων ημερών του αναρχοκομμουνισμού εις τας σχολάς του Πολυτεχνείου, θα αποκτούσε ένα μάθημα το οποίον θα την εγέμιζε εις όλην την ζωήν της με φρίκην. Και κάτι ακόμη, ως μάθημα επίσης: Η βία δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Διότι η ίδια είναι το πρόβλημα».

Απαιτούνταν, βέβαια, θράσος χιλίων πιθήκων για να καταγγείλει κανείς τη «βία», όταν ήταν μέλος μιας κυβέρνησης που είχε καταλάβει και διατηρούσε την εξουσία με τα τανκς.

Ως εκ τούτου, μάλλον πταίσμα πρέπει να θεωρηθεί η εθνοπρεπώς παχυλή αμάθεια του υφυπουργού (ο όρος «βανδαλισμός» δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αρχαία Ελλάδα· αποτελεί γαλλικό νεολογισμό του 18ου αι. και παραπέμπει στη λεηλασία της Ρώμης από τους Βανδάλους το 455 μ.Χ.).

Ετσι κι αλλιώς, για τη χουντική προπαγάνδα τα πάντα ανάγονταν στη βασική αντίθεση ελληνικού και ξένου: «Ερωτηθείς ο κ. Ζουρνατζής, από πού έλαβον οι εγκλεισθέντες μαθήματα αναρχισμού, είπεν ότι η κυριωτέρα προέλευσίς των ήτο εκ του εξωτερικού. Και ανέφερε την αναγραφήν των ονομάτων του Μαρκούζε, του Τσε Γκεβάρα και άλλων» («Εστία», 20/11/1973).


↳ Ο «βανδαλισμός» του ΕΜΠ από τους εξεγερμένους φοιτητές και λοιπούς πολίτες, μέσα από τον φακό της χουντικής Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών: «εξτρεμιστικά» συνθήματα, ίχνη κομμουνιστικής ανάμιξης και κάθε λογής «φθορές» − ακόμη κι όταν πρόκειται για αποτελέσματα της επέμβασης του στρατού ή για απλές αποδείξεις της αταξίας που προκάλεσε η βίαιη εκκένωση του χώρου. Ενα μπουκάλι ρώσικης βότκα Σταλίτσναγια (κάτω δεξιά) φωτογραφήθηκε, προφανώς, ως πειστήριο για την ύπουλη συμβολή της Μόσχας στα γεγονότα | ΓΓΤΠ-ΓΓΕΕ
Προπαρασκευαστικά πυρά

Ενα εικοσιτετράωρο πριν από την επέμβαση των τανκς, ο φιλοχουντικός Τύπος είχε πάντως φροντίσει να προετοιμάσει το έδαφος με τα κατάλληλα ρεπορτάζ.

Ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες των ημερών, διαπιστώνουμε ότι το εντυπωσιακότερο δείγμα του είδους δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή» (16/11/1973) με τίτλο «Μία ώρα στο “φρούριο” με τους φοιτητάς» και υπογράφεται από τον Κώστα Χαρδαβέλλα.

«Το 80% των φοιτητών που έχουν καταλάβει το Πολυτεχνείο», διαβάζουμε, «είναι ωπλισμένοι. Κυρίως με καρεκλοπόδαρα και σιδερένιους λοστούς, τους οποίους κουβαλούν όλη την ώρα μαζί τους. [...] Πολλά έπιπλα του Πολυτεχνείου έχουν καταστραφεί τελείως, ενώ δεν υπάρχει τοίχος, εσωτερικός ή εξωτερικός, που να μην έχη και κάποιο σύνθημα με κόκκινη μπογιά. Από χθες το απόγευμα δεν υπάρχει πλέον γραφείο Κυβερνητικού Επιτρόπου στο Πολυτεχνείο. Μεγάλη ομάδα φοιτητών εισήλθε σ’ αυτό, πέταξε από το παράθυρο στον δρόμο ολόκληρο το προσωπικό αρχείο του Επιτρόπου -εκατοντάδες επίσημα έγγραφα- σκόρπισε επίσης τα βιβλία της βιβλιοθήκης του, κρέμασε έξω τις κουρτίνες και έσπασε τα έπιπλα για την δημιουργία οπλισμού».

Το ρεπορτάζ διακοσμεί φωτογραφία με τη λεζάντα: «Σπασμένα έπιπλα και πυροσβεστήρες φράζουν την είσοδο στη Σχολή Αρχιτεκτόνων».

Πληροφορούμαστε επίσης πως «οι διαμαρτυρόμενοι φοιτηταί έκαψαν έξω από το Πολυτεχνείο δύο σημαίες με τα σύμβολα της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967»και «επάνω τους κατέστρεψαν δύο μεγάλες φωτογραφίες του Προέδρου της Δημοκρατίας» (δηλαδή του Παπαδόπουλου).

Ο δημοσιογράφος παρατηρεί ότι «χθες δεν ερρίφθη ούτε ένα νεράντζι κατά των αστυνομικών, προφανώς διότι είχαν εξαντληθή την προτεραίαν». Περιγράφοντας τους κοιτώνες των καταληψιών, καθησυχάζει πάντως τον αναγνώστη ότι δεν κινδυνεύουν τα πατροπαράδοτα ήθη: «αλλού κοιμούνται οι άνδρες και αλλού οι γυναίκες».

Μπροστά στη γλαφυρότητα του Χαρδαβέλλα, η αντίστοιχη περιγραφή του ημιεπίσημου οργάνου της χούντας, του «Ελεύθερου Κόσμου», μοιάζει υπερβολικά συγκρατημένη: «Το γραφείον του κυβερνητικού επιτρόπου κατελήφθη από τους φοιτητάς και τα έγγραφα που ευρίσκοντο εις αυτό, άλλα εσχίσθησαν και άλλα επετάχθησαν εις τον δρόμον».
«Εξωφοιτητικά στοιχεία»

Η ανάμιξη «εξωφοιτητικών στοιχείων», στα οποία επιρρίπτεται συνήθως η κύρια ευθύνη για τα όποια έκτροπα, δεν είναι φαινόμενο μόνο των μεταπολιτευτικών χρόνων.

Η εργατική συνέλευση, η έλευση αγροτών από τα Μέγαρα, η μαζική συμμετοχή μαθητών ήταν παράγοντες που συνέβαλαν καθοριστικά στην κοινωνική εμβέλεια και τον έμπρακτο ριζοσπαστισμό της εξέγερσης του 1973. Και, φυσικά, αποτυπώθηκαν σε κάθε εκδοχή κρατικού λόγου των ημερών.

Η ανακοίνωση της Συγκλήτου, που υπογραφόταν από τον αντιπρύτανη Π. Λαδόπουλο, προσπάθησε λ.χ. ν’ αντιδιαστείλει καλοπροαίρετους φοιτητές και κακοπροαίρετους «τρίτους», στοχοποιώντας τους τελευταίους όχι μόνο για τις ζημιές αλλά και για τη ριζοσπαστικοποίηση της κατάληψης:

«Η μεγάλη πλειονότης των συγκεντρωθέντων εντός του Ιδρύματος απετελείτο από πρόσωπα διαφόρων κατηγοριών, ξένων προς το Πολυτεχνείον. Η σύνθεσις αύτη των συναθροίσεων εξηγεί και την κατίσχυσιν των πολιτικών συνθημάτων έναντι των σπουδαστικών. Υπό τας συνθήκας ταύτας, οι σπουδασταί του Ιδρύματος δεν ήτο, βεβαίως, δυνατόν να απομονώσουν τα ιδικά των αιτήματα, ουδέ να δράσουν κατά τον επιθυμητόν δι’ αυτούς τρόπον. Αι ζημίαι εις την περιουσίαν του ΕΜΠ (εγκαταστάσεις, εξοπλισμός κτιρίων) προεκλήθησαν, κατά τας υπαρχούσας ενδείξεις, εκ μέρους των τρίτων. Τουναντίον, σπουδασταί του Ιδρύματος εμερίμνησαν διά την διαφύλαξιν, κατά το δυνατόν, των εργαστηρίων και του εν γένει εξοπλισμού. Η Σύγκλητος, μη έχουσα καμίαν αμφιβολίαν ότι εις την ανάμιξιν ξένων στοιχείων -προσώπων και επιδιώξεων- οφείλονται τα λαβόντα χώραν δραματικά γεγονότα, αποδοκιμάζει τους προκαλέσαντας αυτά, ως και τους καταχρασθέντας του ασύλου του ιδρύματος» («Εστία» 20/11/1973).

Η διορισμένη διοίκηση της Ομοσπονδίας Οικοδόμων έσπευσε, απ’ την πλευρά της, να ξεπλύνει τον κλάδο από το στίγμα του ανατροπέα: με ανακοίνωσή της «καταδικάζει τα φοιτητικά έκτροπα του Πολυτεχνείου δεδομένου ότι, ως διεπίστωσεν, ουδέν φοιτητικόν θέμα είχον προβάλει, αλλ’ είχον παρασυρθεί εξ εξτρεμιστικών στοιχείων ζητούντων την ανατροπήν του δημοκρατικού πολιτεύματος» (!).

Ξεκαθαρίζει δε πως «οι οικοδόμοι εις το σύνολόν των είναι φιλήσυχοι και ουδεμίαν σχέσιν είχον με τα εν λόγω έκτροπα. Οι τυχόν ολίγοι συμμετασχόντες εις αυτά είναι οι πάντοτε αδιόρθωτοι εξτρεμισταί, οίτινες δεν έχουν σχέσιν με την πλειοψηφίαν»(«Ακρόπολις», 20/11/1973).

Στον ίδιο διαχωρισμό επικεντρώθηκε και ο τηλεοπτικός αστέρας Νίκος Μαστοράκης, κατά τη διαβόητη «ζωντανή συνέντευξή» του με ομάδα κρατουμένων στο ΚΕΒΟΠ − παραγγελιά, όπως ο ίδιος τόνισε, του Ζουρνατζή.

«Ηταν η κατάλληλη στιγμή για τους εργάτες, τους οικοδόμους, τους αρτοποιούς ή οποιοδήποτε άλλο συμπαθή κλάδο να διεκδικήσει τα αιτήματά τους μέσα από το Πολυτεχνείο;», ρώτησε λ.χ. τον (κρατούμενο) τελειόφοιτο της Γεωπονικής Γιώργο Κοκκινίδη, για να εισπράξει την αποστομωτική απάντηση: «Σ’ αυτό δεν μπορώ να σας απαντήσω αμέσως, ευθέως μάλλον, αλλά σας λέω ότι αν κάποιος δεν μπορεί κάπου αλλού να εκφράσει με αποτελεσματικό τρόπο τα αιτήματά του, θα καταφύγει όπου είναι το πιο πρόσφορο έδαφος».

Παρά τις μεγαλόφωνες «εγγυήσεις» Ζουρνατζή-Μαστοράκη προς όσους θα διατύπωναν on camera τις απόψεις τους, τοποθετήσεις όπως αυτή οδήγησαν, ως γνωστόν, τους τολμητίες κατευθείαν στο κολαστήριο της ΕΣΑ.


↳ Μια φωτογραφία - ένα αίνιγμα: ανάμεσα στα κραυγαλέα αντιαμερικανικά συνθήματα που ο φακός της Γενικής Γραμματείας κατέγραψε στο ανακατειλημμένο ΕΜΠ, διακρίνουμε με μαρκαδόρο το όνομα «Μητσοτάκης». Δύο μάλιστα φορές − τη μια, μισοσβησμένο από άλλους καταληψίες. Με δεδομένη την άκρως αρνητική εικόνα που επικρατούσε τότε στην κοινή (πόσω δε μάλλον την αντιχουντική) κοινή γνώμη για τους Αποστάτες του 1965, η ταυτότητα του δράστη παραμένει ζητούμενο. 
Η ακριβής σχέση του ίδιου του Μητσοτάκη με την εξέγερση αποτυπώνεται άλλωστε σε επιστολή του Κωνσταντίνου Τσάτσου προς τον αυτοεξόριστο Καραμανλή, μια βδομάδα μετά τη σφαγή (24/11/1973): «Ο Μητσοτάκης πήγε και αυτός στο Πολυτεχνείο και τόγραψαν και οι εφημερίδες. Αλλά ο δύστυχος δεν πήγε για να εκδηλώση την αλληλεγγύη του. Πήγε να συμμαζέψη την κόρη του που είχε τρέξει κι αυτή στο πανηγύρι - έτσι ήταν στην αρχή. Την άρπαξε και έφυγε σαν καλός μπαμπάς» (Δημήτρης Ψαρράς, «Το μυστικό του εθνάρχη», έκδοση της «Εφ.Συν.», Αθήνα 2017, σ.140). 
Γραμμένο λίγο παραδίπλα, με το ίδιο μέσο και γραφικό χαρακτήρα, το σύνθημα «έρχεται ο Καραμανλής» δεν φωτογραφήθηκε πάλι καν ολόκληρο. Προφανώς επειδή κάθε (άδικη) σύνδεση της εξέγερσης με τον εθνικόφρονα εθνάρχη (και συνομιλητή της εθνοσωτηρίου) θα ακύρωνε αυτόματα την προσπάθεια να συσπειρωθεί η εθνικοφροσύνη πίσω από το απειλούμενο καθεστώς
Η δεύτερη ανάγνωση

Οι φωτογραφίες από το αρχείο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών που δημοσιεύουμε σήμερα απέβλεπαν στην «τεκμηρίωση» αυτής της κατασυκοφάντησης.

Οι περισσότερες απ’ αυτές θα ξαναδιαβαστούν ωστόσο μεταπολιτευτικά, κάτω από εντελώς διαφορετικό πρίσμα, παράγοντας διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα:

● Ο,τι το 1973 προβαλλόταν από το καθεστώς και τον φιλικό του Τύπο σαν απόδειξη του ζημιογόνου χαρακτήρα της κατάληψης (γκρεμισμένη πύλη, κατεστραμμένη Μερσεντές, αναστατωμένες αίθουσες, αναποδογυρισμένα έπιπλα, εγκαταλειμμένα ρούχα, φάρμακα και λοιπά υλικά), μετά το 1974 ερμηνεύεται πλέον ως τεκμήριο καταστολής και κρατικής τρομοκρατίας.

● Τα «ακραία» συνθήματα, κομμουνιστικά κι αντιεξουσιαστικά, που το 1973 τονίζονταν για να τρομάξουν τους νομιμόφρονες μικροαστούς, μετά τη Μεταπολίτευση (και την πάνδημη εξύμνηση της ηττημένης εξέγερσης) θα ενισχύσουν την πολιτική νομιμοποίηση των αντίστοιχων ιδεολογιών και των φορέων τους, στα μάτια ιδίως της νέας γενιάς.

Σε κάθε περίπτωση, το νόημα της αντιστροφής ήταν σαφές: ο δίκαιος στόχος της ανατροπής ενός αυταρχικού (πόσο μάλλον δικτατορικού) καθεστώτος δεν είναι δυνατό να υπονομευθεί με την επίκληση κάποιων υλικών ζημιών. Παρ' όλα όσα έχουν ισχυριστεί οι κατά καιρούς κήρυκες μιας ιδιότυπης νομιμοφροσύνης, κανένα καθεστώς δεν πέφτει «δίχως να σπάσει ούτε τζάμι»...
Έντυπη έκδοση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου