Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Οι ΗΠΑ στο εύφλεκτο τρίγωνο Ινδοειρηνικός-Μ. Ανατολή-Αν. Ευρώπη

Οι ΗΠΑ στο εύφλεκτο τρίγωνο Ινδοειρηνικός-Μ. Ανατολή-Αν. Ευρώπη
Η πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέχει σημαντικά προνόμια στην άρχουσα/κεφαλαιοκρατική τάξη του κράτους που την κατέχει, καθώς στα πλαίσια αυτής της κατάστασης: Η στρατιωτική ισχύς του κράτους της εύκολα της ανοίγει δρόμους, όταν το πορτοφόλι της δεν επαρκεί γι’ αυτό. Η διεθνής «τάξη» εξελίσσεται πρωτίστως από το δικό της κράτος, βάσει των δικών της συμφερόντων. Το κράτος της ασκεί σημαντική επιρροή σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, διευκολύνοντας την πρόσβαση της σε πρώτες ύλες, αγορές, κεφαλαία, εργάτες, ενώ δυσκολεύει αντίστοιχα τους ανταγωνιστές της.

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Συνακόλουθα οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν την πλανητική τους πρωτοκαθεδρία, την οποία διαχρονικά συνδέουν με την ηγεμονία τους στο δυτικό ημισφαίριο και τη μη κυριαρχία κάποιου ανταγωνιστή σε μία από τις δύο άκρες της Ευρασίας (Ευρώπη-Άπω Ανατολή). Σήμερα ο Ινδοειρηνικός αναδύεται ως οικονομικό κέντρο του κόσμου και ως στρατηγική ζώνη στη διεθνή κατανομή ισχύος. Παράλληλα η άνοδος της Κίνας αντιμετωπίζεται από τις ΗΠΑ ως σημάδι επερχόμενης ηγεμονίας της στην περιοχή. Σε αυτή τη βάση οι ΗΠΑ κατανοούν την Κίνα ως πρόκληση και στρατηγικό ανταγωνιστή.

Έτσι η Ουάσιγκτον επιδιώκει την ανάσχεση του Πεκίνου και τη διατήρηση των σκήπτρων της στον Ινδοειρηνικό. Η στροφή των ΗΠΑ προς αυτή τη ζώνη δεν είναι κάτι νέο. Εκκίνησε επί Ομπάμα, αν όχι στα τέλη της διοίκησης Μπους, ενώ ιεραρχήθηκε επί Τραμπ. Σήμερα εντείνεται από τη διοίκηση Μπάιντεν, η οποία με την υπογραφή της AUKUS έθεσε τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας σε μία νέα περίοδο.

Την ίδια ώρα το νέο ενδιαφέρον των ΗΠΑ, επουδενί δε περιορίζει την ανάμειξη τους σε Αν. Ευρώπη-Μ. Ανατολή, ζώνες επίσης σημαντικές από οικονομική-στρατηγική άποψη. Άλλωστε η στροφή τους στον Ινδοειρηνικό εξελίσσεται παράλληλα με μία δραματική όξυνση των αντιπαραθέσεων στην Αν. Ευρώπη μετά το 2008, και με μία άνευ προηγουμένου μόχλευση της Μ. Ανατολής μετά το 2010. Και στις δύο περιπτώσεις οι ΗΠΑ έχουν καθοριστική συμβολή στις εξελίξεις.

Ωστόσο μία εξοικονόμηση δυνάμεων είναι απαραίτητη. Σε αυτή την κατεύθυνση η Ουάσιγκτον: Αποζητά τη βέλτιστη απόδοση των συντελεστών ισχύος της, αναδιατάσσοντας τους στον πλανήτη. Επιδιώκει την καλύτερη αξιοποίηση των συμμαχιών της. Ωστόσο η επιτυχία αυτών των μέτρων σε ζώνες που δρούνε ανταγωνιστές ικανοί να θίξουν τα συμφέροντα της απαιτεί μία συνεννόηση μαζί τους.

Τέτοιος ανταγωνιστής σε Αν. Ευρώπη-Μ. Ανατολή είναι η Ρωσία, ενώ στη δεύτερη είναι και το Ιράν. Ταυτόχρονα Τεχεράνη και Μόσχα διατηρούν στρατηγικές σχέσεις με το Πεκίνο, οι οποίες αυξάνουν το στρατηγικό του βάθος. Αναπτύσσουν μαζί του ενεργειακή και στρατιωτική συνεργασία, ενώ μετέχουν στη BRI. Συνεπώς η συνεννόηση μαζί τους ενδιαφέρει την Ουάσιγκτον.

Απαραίτητη προϋπόθεση η δέσμευση των δύο δυνάμεων σε ένα status quo σε Αν. Ευρώπη-Μ. Ανατολή, το οποίο θα ικανοποιεί τα Αμερικανικά συμφέροντα. Αντίστοιχα επιθυμητή είναι και η όποια αποστασιοποίηση τους από το Πεκίνο. Για την επίτευξη αυτής της συνεννόησης οι Αμερικανικές διοικήσεις ασκούν ταυτόχρονα ή εναλλάσσουν πολιτική εξαναγκασμού και παροχής κινήτρων, δίνοντας έμφαση στη μία ή στην άλλη πλευρά.

Όσον αφορά το Ιράν θέλουν να αποδεχθεί τα διεθνή σχήματα/δομές που εγγυώνται την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή. Για να ρυμουλκήσουν το Ισλαμικό καθεστώς σε αυτό επιχειρούν να του επιβάλλουν περιορισμένη περιφερειακή επιρροή και στέρηση στρατηγικών όπλων, ενώ του υπόσχονται οικονομική συνεργασία και πολιτική αποδοχή.

Όσον αφορά τη Ρωσία επιθυμούν να αναγνωρίσει την ευρωατλαντική κυριαρχία στην Ευρώπη και να παραιτηθεί από το στόχο να συνδιαμορφώνει ισότιμα με τις ΗΠΑ τη διεθνή «τάξη». Σε αυτή την κατεύθυνση δρούνε για την ενσωμάτωση του πρώην Σοβιετικού χώρου στην Αν. Ευρώπη σε ΝΑΤΟ-ΕΕ, ενώ δελεάζουν τη Μόσχα με την προοπτική εισροής κεφαλαίων, συμπερίληψης της σε διεθνείς δομές και απόδοσης σε αυτή στάτους μεγάλης, όμως μη ισότιμης, δύναμης.

Αν οι απαιτήσεις της ικανοποιηθούν, η Ουάσιγκτον κρίνει εφικτή τη λειτουργική συμβίωση, αν όχι την ενσωμάτωση, των δύο δυνάμεων στην αρχιτεκτονική που οικοδομεί/καθοδηγεί σε Μ. Ανατολή-Αν. Ευρώπη. Αντίστοιχα διαβλέπει ευκαιρίες οικονομικών κ.α συνεργασιών. Αυτές θα επιτρέψουν τη διείσδυση του Αμερικανικού κεφαλαίου στις δύο χώρες και θα διευκολύνουν την υλοποίηση διεθνών οικονομικών project, υπονομεύοντας την επιρροή της Κίνας.

Σε αυτά τα πλαίσια η διοίκηση Μπάιντεν προτάσσει στην Τεχεράνη την άρση των εναντίον της κυρώσεων αναφορικά με το πυρηνικό της πρόγραμμα, με αντάλλαγμα την αναβίωση του JCPoA -του σχεδίου για τον τερματισμό του πυρηνικού της εξοπλισμού. Ταυτόχρονα συνεχίζει να υποσκάπτει τις φίλο-Ιρανικές οργανώσεις στη Μ. Ανατολή και να διαπληκτίζεται με τους “Φρουρούς της Επανάστασης” στον Περσικό Κόλπο, ενώ απαιτεί το μετριασμό του βαλλιστικού-πυραυλικού του οπλοστασίου.

Παράλληλα επιχειρεί την ανάσχεση της Ρωσίας στην Αν. Ευρώπη. Έτσι εξοπλίζει την κυβέρνηση της Ουκρανίας, η οποία θέλει να ανακτήσει το Ντομπάς σε αντίθεση με τις συμφωνίες του Μίνσκ. Παροτρύνει τα μέλη του ΝΑΤΟ να συνεργάζονται μαζί της (π.χ. Τουρκία). Καθοδηγεί τη συσσώρευση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στον Εύξεινο Πόντο, πιέζοντας την Κριμαία, ενώ το ωθεί να εκπαιδεύει τις δυνάμεις του Κιέβου και να δημιουργεί υποδομές στην επικράτεια του. Πρόσθετα υπονομεύει τη κυβέρνηση της Λευκορωσίας. Τέλος επέβαλε νέες κυρώσεις στον αγωγό Nord Stream 2. Ωστόσο αυτές δεν αφορούν την κύρια εταιρεία, υπονοώντας διάθεση διαπραγμάτευσης με τη Μόσχα.

Από την άλλη μεριά και το Ιράν καλοβλέπει μία συνεννόηση με τις ΗΠΑ. Τα οικονομικά-πολιτικά οφέλη αυτής είναι σημαντικά, ενώ θα του αποφέρει και ορισμένη ευελιξία, η οποία του είναι πολύτιμη δεδομένων των λεόντειων συμφωνιών που υπέγραψε με την Κίνα. Ωστόσο είναι δύσκολο να παραιτηθεί από τη σφαίρα επιρροής του στη Μ. Ανατολή ή από το κρίσιμο για τη συνολική του ισχύ βαλλιστικό οπλοστάσιο. Μάλιστα η αντοχή που επέδειξε στην πολιτική μέγιστης πίεσης της διοίκηση Τραμπ σκλήρανε τη στάση του.

Όμως και για τη Ρωσία είναι επιθυμητή η συμφωνία με τις ΗΠΑ. Μάλιστα η σύγκρουση Κίνας-ΗΠΑ κατανοείται ως ευκαιρία γι’ αυτό. Ωστόσο η Μόσχα βλέπει τον εαυτό της ως μεγάλη δύναμη, η οποία δικαιούται ισότιμο με τις ΗΠΑ λόγο στις διεθνείς υποθέσεις, ενώ ζητά τη συνδιαμόρφωση μίας νέας διεθνούς αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη, η οποία θα σέβεται τις θέσεις της. Έτσι ιεραρχεί την καταχώρηση του πρώην Σοβιετικού χώρου στη σφαίρα επιρροής της, ενώ εκτιμά ότι μεγάλες απώλειες σε Λευκορωσία-Ουκρανία-Καύκασο θα την εμποδίζαν να προβάλλει ισχύ (π.χ. ναυτική) σε μακρινές περιοχές, θα την απέκλειαν από την Ευρώπη και θα ενίσχυαν φυγόκεντρες τάσεις στην επικράτεια της.

Η επανέναρξη των συνομιλιών στη Γενεύη για τη JCPoA δείχνει τη διάθεση ΗΠΑ-Ιράν να διερευνήσουν τη δυνατότητα συμβιβασμού. Άλλωστε το μέγεθος της ισχύος του Ιράν και το πλήθος των ισχυρών κρατών που ανταγωνίζονται την επιρροή του στη Μ. Ανατολή (π.χ. Τουρκία, Σαουδική Αραβία) καθησυχάζουν τις ΗΠΑ και τους προσδίδουν ευελιξία στις κινήσεις. Σε διαφορετική περίπτωση μία συμφωνία είναι περίπλοκη υπόθεση.

Αντίθετα η μεταφορά Ρώσων στρατιωτών στη ρωσοουκρανική μεθόριο (σύμφωνα με το Κίεβο ξεπερνά τους 100.000 και επεκτείνεται σε Κριμαία-Ντομπάς) και η βαθύτερη ενσωμάτωση των ενόπλων δυνάμεων της Λευκορωσίας σε αυτές της Ρωσίας μαρτυρά το χλωμό μία συμφωνίας ΗΠΑ-Ρωσίας στην Αν. Ευρώπη. Πρόσθετα η κυρίαρχη στην Ουάσιγκτον αντίληψη, ότι η Ρωσία θα έλκεται σε απόπειρες αμφισβήτησης της ευρωατλαντικής κυριαρχίας στην Ευρώπη, όσο δεν εκδιώκεται από τον πρώην Σοβιετικό χώρο, ελαχιστοποιεί τα περιθώρια διαπραγμάτευσης. Έτσι οι επικοινωνίες Μπάιντεν-Πούτιν δεν αποφέρουν κάτι περισσότερο από μία πρόσκαιρη εκτόνωση της έντασης στην περιοχή και τη διερεύνηση δυνατότητας συνεννόησης σε άλλα πεδία.

Συμπερασματικά η «πρεμούρα» των ΗΠΑ να περιορίσουν την Κίνα στον Ινδοειρηνικό, για να προστατεύσουν την πρωτοκαθεδρία τους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, τις ωθεί στην εντονότερη αναζήτηση μίας ιμπεριαλιστικής συνεννόησης με το Ιράν στη Μ. Ανατολή και με τη Ρωσία στην Αν. Ευρώπη. Όσον αφορά το Ιράν αυτή δείχνει πιο εύκολη, καθώς η Ουάσιγκτον μπορεί να επιδείξει την απαραίτητη ευελιξία. Στην περίπτωση της Ρωσίας όμως η διαδικασία ενδέχεται να προκαλέσει έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο ΝΑΤΟ-Ρωσίας στην Ουκρανία. Αυτός μπορεί εύκολα να διαχυθεί σε Λευκορωσία-Βαλτική και σε παγωμένα μέτωπα (Υπερδνειστερία, Αμπχαζία, Νότια Οσετία, Ναγκόρνο-Καραμπάχ), βυθίζοντας την Αν. Ευρώπη στην άβυσσο, ενώ θα επηρεάσει αρνητικά τη Μ. Ανατολή.

Η χώρα μας ως ορμητήριο-«πρωτοπαλίκαρο» του ΝΑΤΟ στις «εξορμήσεις» του σε Αν. Ευρώπη-Μ. Ανατολή είναι ενεργό μέρος των εξελίξεων και θα επωμιστεί τις συνέπειες…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου