ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ | ΚΕΙΜΕΝΑ | ΒΙΝΤΕΟ

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Οι «μεταμορφώσεις» του Καραϊσκάκη

Χρήστος Μποκόρος: Γεώργιος Καραϊσκάκης [«1821, η γιορτή», Μουσείο Μπενάκη, 2021]
Οι «μεταμορφώσεις» του Καραϊσκάκη
Αριστοτέλης ΣαΐνηςΕπιμέλεια: Μισέλ Φάις
«Το Λιοντάρι της Ρούμελης», «Ο Γιος της Καλόγριας», ο ελευθερόστομος και οξύθυμος Γύφτος, ο πληθωρικός και αντιφατικός καπετάνιος, που ξεκίνησε από την Αυλή του Αλή Πασά για να γίνει το «γνησιώτερον, ούτως ειπείν, προϊόν της Ελληνικής Επαναστάσεως», κατά τον Παπαρρηγόπουλο, αποτελεί αναμφίβολα μία από τις πιο αινιγματικές και γοητευτικές μορφές της κοσμογονίας του 1821, αλλά και από τις πιο δημοφιλείς. Στην εκτενή διαχρονικά σχετική βιβλιογραφία προστέθηκαν την εποχή της επετείου των 200 ετών τουλάχιστον τρία βιβλία (αν μετράω καλά, μόνο ο Καποδίστριας τον ξεπέρασε!).

Ο ιστορικός Διονύσης Τζάκης επιστρέφει και, μετά τη βιογραφία του κλεφταρματολού (Ιστορική Βιβλιοθήκη των «Νέων», 2009), θέτει στο επίκεντρο της νέας του μελέτης τη ριζική αλλαγή του, «ως μια σύνθετη και ανοικτή ως προς την κατάληξή της διαδικασία», που μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο στο πλαίσιο των κοινωνικοπολιτικών ανακατατάξεων και μετασχηματισμών που προκάλεσε η Ελληνική Επανάσταση στις ρουμελιώτικες επαρχίες.

Η μικροσκοπική αφήγηση παρακολουθεί μεταξύ 1822 και 1824 την προοδευτική μεταμόρφωση του Καραϊσκάκη από κλεφταρματολό που αγωνίζεται για τον «τόπο» του σε πρότυπο του στρατιωτικού αρχηγού που υπακούει στην εθνική διοίκηση και πολεμά για την κοινή πατρίδα.

Η πορεία ήταν μακρά και τεθλασμένη: από τον «ικανό αλλά ανέστιο οπλαρχηγό» και τους διαρκείς ανταγωνισμούς για τα αρματολικία των Αγράφων μέχρι την αναβάθμισή του μεταξύ των οπλαρχηγών της Ρούμελης το καλοκαίρι του 1822 (κεφάλαια 1-3) και από την αποδιοργάνωση της αρματολικής του ομάδας, την αποδυνάμωση της κοινωνικοπολιτικής του επιρροής και τη σύγκρουση με την κεντρική διοίκηση μέχρι την «επανακοινωνικοποίησή» του το 1824 και την τελική του ενσωμάτωση σε έναν διαφορετικό κόσμο από εκείνον στον οποίο είχε ζήσει (κεφάλαια: 4-5). Η αλλαγή της στάσης ήταν τόσο απότομη και ριζική, όπως αυτή του Σαούλ σε Παύλο, και ο μελετητής για να την ερμηνεύσει επιστρατεύει την έννοια της «μεταστροφής» των Μπέργκερ–Λούκμαν: «Ακραία περίπτωση πλήρους μεταστροφής όπου υπάρχει ένας σχεδόν πλήρης μετασχηματισμός. Οταν δηλαδή το άτομο “αλλάζει κόσμο”».

Στο καταληκτικό έκτο κεφάλαιο («Από τους κλεφταρματολούς στον άτακτο στρατό της επανάστασης») το πεδίο ανάλυσης διευρύνεται, και ο ιστορικός, χρησιμοποιώντας την ανάλυση του Καρλ Σμιτ για την ισχυρή ιδεολογική δέσμευση του σύγχρονου αντάρτη (σε αντίθεση με τον παραδοσιακό άτακτο μαχητή), εντάσσει και τον άτακτο ελληνικό στρατό στη γενεαλογία των ένοπλων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων του 19ου και του 20ού αιώνα και, σ’ αυτό το πλαίσιο, τη μεταστροφή του Καραϊσκάκη από παραδοσιακού τύπου οπλαρχηγό σε στρατευμένο επαναστάτη, δηλαδή σε σύγχρονο αντάρτη!


Ως «αντάρτης που δεν φυλακίζεται σε καμιά φυλακή, ούτε σε αυτή της λογοτεχνίας», ως βασανισμένος άνθρωπος που μεγάλωσε σαν αγρίμι και έζησε σαν θρύλος πριν γίνει Ιστορία, ως «πολύτροπος» άντρας που οδηγείται οδυνηρά στην αυτογνωσία του εμφανίζεται ο Καραϊσκάκης στο θεατρικό πεζογράφημα του Παντελή Μπουκάλα.

Ενας φασματικός Καραϊσκάκης λάμνει στον χρόνο από ένα παρόν κοντά στο δικό μας, συζητώντας με τον γραμματέα του (Δημήτριος Αινιάν), την Τουρκοπούλα συντρόφισσά του μεταμφιεσμένη σε άντρα (Μαριώ/Ζαφείρης) και έναν παλαιό στρατιώτη που τυφλώθηκε στη μάχη του Ανάλατου (Τυφλός Λυράρης). Ανοίγει την ψυχή του που είναι «πιο λερή και από φουστανέλα» και ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του σε ζοφερούς καιρούς, ξαναζώντας με ένταση κομβικές στιγμές της: από το σκοτάδι της σπηλιάς όπου γεννήθηκε, μέχρι το φως του θανάτου που κατακαίει όσους δαίμονες κουβαλούσε μια ζωή, την ώρα που «κλεφτά» ανεβαίνει στον ουρανό!

Η τεχνητή γλώσσα του κειμένου, που συνδυάζει το λαϊκό με το λόγιο, και τον ποιητικό λόγο με την πρόζα –σε συνεχή συνομιλία με το δημοτικό τραγούδι που ο συγγραφέας γνωρίζει όσο κανένας άλλος–, πετυχαίνει να αποδώσει την αίσθηση της εποχής, αν όχι και την ίδια την «πανούργα γλώσσα» του καπετάνιου-καθρέφτη των θυελλωδών συναισθημάτων του.


Η αντιφατικότητα της ζωής του Ρουμελιώτη εθνικού ήρωα δεσπόζει και στο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου, το οποίο, με τον τίτλο του, παραπέμπει στην πιο γνωστή ρήση που διασώζει ο Παπαρρηγόπουλος (1867) ακριβώς τη μέρα που ο Καραϊσκάκης αναλαμβάνει την αρχηγία της εκστρατείας για την άρση της πολιορκίας της Αθήνας: «Οταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος».

O Ακρίβος ισορροπεί στα όρια των ειδών, ενορχηστρώνοντας για ακόμη μία φορά ένα σύνολο ντοκουμέντων. Η μυθοπλαστική αφήγηση, χρησιμοποιώντας μια πολυφωνική γλώσσα, συμπληρώνει με ευφάνταστο τρόπο τα κενά της επίσημης ιστορίας. Στο επίκεντρο, η μυθιστορηματική ζωή του ανυπέρβλητου ήρωα, τα έργα και οι ημέρες του «καπιτάνου», αλλά και του καθημερινού βασανισμένου Γιώργη: από τη γέννηση και τα δύσκολα παιδικά χρόνια μέχρι τον θάνατό του.

Απέναντί του, η ταυτόχρονη αφήγηση της ζωής ενός «αφανούς» ήρωα, του παραγνωρισμένου Μήτρου Αγραφιώτη από το Πετρίλο των Αγράφων, που πέθανε ξεχασμένος στη Χαλκίδα το 1866, αλλά στα δεκαοκτώ του είχε βρεθεί έμπιστος, δεξί χέρι, ταμίας του οπλαρχηγού και ένας από τους εκτελεστές της διαθήκης του. Οι δύο βιογραφικές γραμμές, που ξεκινούν στα αγραφιώτικα βουνά, αφού περιπλανηθούν στη Ρούμελη και την Εύβοια, αφού διασταυρωθούν με τα μεγαλύτερα γεγονότα της εποχής τους (Τριπολιτσά, Μεσολόγγι, εμφύλιος, πολιορκία Παρθενώνα κ.λπ.), συγκλίνουν στον Θεσσαλικό Κάμπο, στη ζωή του αφηγητή και στον αυτοβιογραφικό επίλογο («Από τα άγραφα»), που γράφεται στον Βόλο του 1965 (ο άσημος ήρωας είναι υπαρκτό πρόσωπο και προπάππος του συγγραφέα!).

Τρεις διαφορετικές αφηγήσεις με πολλά σημεία επαφής, που θα μπορούσαν να διαβαστούν και παράλληλα. Τόσο η ιστορική αφήγηση όσο και οι μυθοπλαστικές αναδεικνύουν με τους δικούς τους τρόπους και σε άλλο βαθμό τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν πρόκειται για απομυθοποίηση. Ο ήρωας παραμένει ακλόνητος στο βάθρο του, ωστόσο η «εξαιρετική» περίπτωσή του είτε γειώνεται στις πολύπλοκες συνθήκες της εποχής είτε φωτίζεται διαφορετικά από τις ανθρώπινες αντιφάσεις.
ΕΦΣΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου