Από Ιωάννα Ηλιάδη
Δένδιας στη Βουλή με χλεύη για τα 16.000 σχόλια και επίθεση σε υπαξιωματικούς και αντιπολίτευση κατά την υπεράσπιση του νομοσχεδίου.
Η χθεσινή ομιλία του Νίκου Δένδια στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων αποτέλεσε μια σπάνια στιγμή ωμής ειλικρίνειας. Όχι ως προς τα επιχειρήματα του νομοσχεδίου, αλλά ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη δημοκρατική διαδικασία, τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και το ίδιο το στρατιωτικό προσωπικό.
Πίσω από τις επαναλαμβανόμενες αναφορές σε «ευθύνη», «εθνική υποχρέωση» και «πολιτικό κόστος», ξεδιπλώθηκε μια καθαρά αυταρχική λογική: η κυβέρνηση αποφασίζει, η κοινωνία αντιδρά «υπερβολικά», η αντιπολίτευση είτε δεν καταλαβαίνει είτε παίζει παιχνίδια και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι οφείλουν να αποδεχθούν ότι το μέλλον τους έχει ήδη κριθεί.
Από το πρώτο κιόλας λεπτό, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας φρόντισε να θέσει τους όρους της συζήτησης. Τυπικά ευχαρίστησε για το «πολιτισμένο κλίμα», ουσιαστικά όμως ξεκαθάρισε ότι η πολιτική επιλογή έχει ήδη γίνει και ότι η διαδικασία λειτουργεί περισσότερο ως τελετουργία παρά ως χώρος ουσιαστικού ελέγχου. Η φράση «την πολιτική ευθύνη την έχει η κυβέρνηση» δεν ειπώθηκε για να αναλάβει ευθύνη, αλλά για να κλείσει στόματα.
Η διαβούλευση ως βάρος που πρέπει να φύγει από τη μέση
Ο τρόπος με τον οποίο μίλησε για τη δημόσια διαβούλευση είναι αποκαλυπτικός. Όχι επειδή διαφώνησε με τα σχόλια, αλλά επειδή τα ακύρωσε συνολικά.
«Και μου είπατε για τα χιλιάδες σχόλια. Αλήθεια; Τα 1.400 προέρχονται από έναν! Μπορώ να σας κάνω ανάλυση των σχολίων αλλά δεν έχει καμιά σημασία στο τέλος-τέλος».
Η ουσία των αντιδράσεων δεν τον απασχολεί. Ο όγκος τους τον ενοχλεί μόνο στο βαθμό που μπορεί να δημιουργήσει πολιτικό πρόβλημα. Γι’ αυτό και επιλέγει να τις παρουσιάσει ως κάτι διογκωμένο, σχεδόν ύποπτο. Και όταν αυτό δεν αρκεί, περνά στον χλευασμό:
«Μην μου εμφανίζετε τα 16.000 σχόλια ως σαν άνοιξαν οι πύλες του ουρανού και εξήλθε η οργή του Μεγαλοδύναμου».
Πρόκειται για συνειδητή επιλογή απαξίωσης. Οι χιλιάδες άνθρωποι που μπήκαν στη διαδικασία να γράψουν, να διαμαρτυρηθούν, να προτείνουν, παρουσιάζονται περίπου ως υστερικό πλήθος. Η διαβούλευση δεν αντιμετωπίζεται ως θεσμός, αλλά ως αναγκαίο κακό που πρέπει απλώς να ξεπεραστεί.
Όταν ο κοινοβουλευτικός έλεγχος γίνεται ενόχληση
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η στάση του απέναντι στους βουλευτές που διαφώνησαν ή αποχώρησαν. «Καταλαβαίνω ότι μερικοί δεν άντεξαν τη μακρά διαδικασία».
Η φράση αυτή δεν απευθύνεται μόνο στους παρόντες. Απευθύνεται συνολικά στην αντιπολίτευση και λέει το εξής: όποιος δεν μένει μέχρι τέλους για να ακούσει την κυβερνητική αφήγηση, είτε κουράζεται είτε δεν έχει αντοχές. Δεν υπάρχει πολιτική διαφωνία. Υπάρχει ανεπάρκεια.
Το ίδιο συμβαίνει και όταν δηλώνει ότι «επί τέσσερις ώρες δεν άκουσα κάτι». Δεν εννοεί ότι δεν ειπώθηκαν επιχειρήματα. Εννοεί ότι δεν ακούστηκαν επιχειρήματα που να τον εξυπηρετούν.
Η σκόπιμη γελοιοποίηση της κριτικής
Αντί να απαντήσει στα συγκεκριμένα ζητήματα για τη σταδιοδρομία των υπαξιωματικών, ο υπουργός επιλέγει να κατασκευάσει ένα ακραίο παράδειγμα και να το αποδομήσει.
«Με αυτή τη λογική οι Ευέλπιδες θα έπρεπε να απαιτήσουν όλοι να γίνουν Αρχιστράτηγοι».
Κανείς δεν είπε κάτι τέτοιο. Το ερώτημα αφορά το πώς αλλάζει ένα σύστημα εξέλιξης που ίσχυε επί δεκαετίες, ποιοι θίγονται, ποιοι εγκλωβίζονται και με ποιους όρους. Ο υπουργός, όμως, αποφεύγει αυτά τα ερωτήματα. Προτιμά να παρουσιάσει την κριτική ως παράλογη, σχεδόν παιδική.
Υπαξιωματικοί υπό κατηγορία
Η πιο βαριά φράση της ομιλίας αφορά τους ίδιους τους υπαξιωματικούς:
«Ακριβώς επειδή αυτή τη στιγμή δεν εκπληρώνουν το ρόλο τους φέρνω το νομοσχέδιο».
Με αυτή τη διατύπωση, η ευθύνη μετατοπίζεται. Δεν φταίει η δομή, δεν φταίει η χρόνια υποστελέχωση, δεν φταίνε οι αλλεπάλληλες αποστολές και μετακινήσεις. Φταίνε οι ίδιοι οι υπαξιωματικοί, επειδή κάποιοι από αυτούς εξελίχθηκαν.
Και όταν τίθεται θέμα αξιοπρέπειας και επαγγελματικών προσδοκιών, η απάντηση είναι αντιστροφή της πραγματικότητας:
«Εσείς υποβαθμίζετε το κύρος των Υπαξιωματικών απαιτώντας ότι αν δεν γίνουν Αξιωματικοί δεν έχουν κοινωνικό κύρος».
Όποιος διαμαρτύρεται, κατηγορείται ότι προσβάλλει το σώμα στο οποίο ανήκει. Ο υπουργός ορίζει ποια φιλοδοξία είναι θεμιτή και ποια όχι.
Η απειλή ως μέσο σιωπής
Όταν η συζήτηση αγγίζει δύσκολα σημεία, επιστρατεύεται ο φόβος.
«Δεν είμαστε το Λουξεμβούργο. Η Ελλάδα είμαστε. Υπάρχουν κάτι πράγματα, “Γαλάζια Πατρίδα”».
Η εθνική απειλή δεν αναλύεται. Χρησιμοποιείται. Λειτουργεί ως φρένο στη συζήτηση. Το ίδιο και στο ζήτημα της στρατολογίας: «Είναι λογικό να δεχθούμε τέσσερις ταξιαρχίες Ι5 με ιδιωτικό χαρτί γιατρού;».
Καμία τεκμηρίωση, κανένας διαχωρισμός περιπτώσεων. Μόνο μια φράση που φορτίζει συναισθηματικά και μετατρέπει ένα σύνθετο κοινωνικό ζήτημα σε ηθικό ερώτημα.
Οι «αυξήσεις» και η κρυφή αλήθεια
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η παραδοχή ότι οι μελλοντικές αυξήσεις θα προκύψουν από νέες «εξοικονομήσεις».
«Θα επιχειρήσουμε νέα σειρά εξοικονομήσεων για να κάνουμε νέες αυξήσεις».
Με απλά λόγια, η αναδιάρθρωση δεν γίνεται για να ενισχυθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά για να συμπιεστούν εκ νέου. Και αυτή η συμπίεση θα παρουσιαστεί αργότερα ως κοινωνική πολιτική.
Ένας υπουργός που δεν ζητά συναίνεση
Στο κλείσιμο της ομιλίας, ο Νίκος Δένδιας δεν επιδιώκει να πείσει. Ζητά να τον αφήσουν να προχωρήσει.
«Αφήστε μας να κάνουμε τη μεταρρύθμιση και να πάρουμε εμείς το κόστος».
Η φράση συνοψίζει όλη τη λογική της παρέμβασης. Η απόφαση έχει ληφθεί. Ο διάλογος είναι τυπικός. Οι αντιδράσεις θεωρούνται ενοχλητικές. Και όποιος επιμένει, κατηγορείται ότι παίζει πολιτικά παιχνίδια.
Η χθεσινή ομιλία ήταν καθρέφτης της πολιτικής αντίληψηςτου «δελφίνου» Νίκου Δένδια που βλέπει τη δημοκρατία ως εμπόδιο, τη διαβούλευση ως αναγκαίο κακό και τους ανθρώπους των Ενόπλων Δυνάμεων ως αριθμούς που πρέπει να τακτοποιηθούν.

Ντροπή του. Ο τύπος είναι Ανήθικος.
ΑπάντησηΔιαγραφή