ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ | ΚΕΙΜΕΝΑ | ΒΙΝΤΕΟ

Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Η Κύπρος, η Χούντα και η Μεταπολίτευση

Η Κύπρος, η Χούντα και η Μεταπολίτευση //του Αντώνη Νταβανέλου
RED LINE 
Σε κάθε επέτειο της πτώσης της δικτατορίας του 1967-74 επαναλαµβάνονται συστηµατικά µια σειρά από µισές αλήθειες και ψέµατα, που στηρίζουν την κυρίαρχη καθεστωτική πολιτική αφήγηση για εκείνα τα σηµαντικά γεγονότα.

Οι εξε­λί­ξεις στην Κύπρο έχουν κο­µβι­κή θέση σε αυτή την αφή­γη­ση. Τα πρώτα χρό­νια µετά το 1974, αυτή η «ιδε­ο­λο­γι­κή χρήση» της ιστο­ρί­ας είχε στόχο, αφε­νός, να µειώ­σει κατά το δυ­να­τόν τις επι­πτώ­σεις στο κύρος και στη συ­νο­χή του στρα­τού (αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα των κρα­τι­κών µη­χα­νι­σµών) που επέ­φε­ρε η απο­σύν­θε­ση και η ανα­πό­φευ­κτη κα­τάρ­ρευ­ση της δι­κτα­το­ρί­ας µετά την εξέ­γερ­ση του Νο­έ­µβρη του ’73. Αφε­τέ­ρου να ενι­σχύ­σει, κατά το δυ­να­τόν, την πο­λι­τι­κή πει­στι­κό­τη­τα των αστι­κών δη­µο­κρα­τι­κών δυ­νά­µε­ων, που ανέ­λα­βαν το δύ­σκο­λο έργο της «µε­τά­βα­σης» από τη δι­κτα­το­ρία στον κοι­νο­βου­λευ­τι­σµό.

Οι αφη­γή­σεις που προ­ω­θού­νται για αυτό το σκοπό, ελά­χι­στη σχέση έχουν µε την πρα­γµα­τι­κό­τη­τα. Η ιστο­ρία στην Κύπρο είναι ιστο­ρία της λυσ­σα­λέ­ας σύ­γκρου­σης µε­τα­ξύ της ελ­λη­νι­κής και της τουρ­κι­κής κυ­ρί­αρ­χης τάξης, που ήταν αµφό­τε­ρες πιστά µέλη της να­τοϊ­κής συ­µµα­χί­ας, αλλά διεκ­δι­κού­σαν πρω­το­κα­θε­δρία στην πε­ριο­χή της Ανα­το­λι­κής Με­σο­γεί­ου. Είναι επί­σης ιστο­ρία της ανά­πτυ­ξης της ελ­λη­νο­κυ­πρια­κής κυ­ρί­αρ­χης τάξης, που στα­δια­κά εµπε­δώ­νει τη στρα­τη­γι­κή της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας και της «κυ­πρια­κό­τη­τας» απο­κλί­νο­ντας από την πο­λι­τι­κή του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, αλλά που επί­σης -κα­τα­νο­ώ­ντας την «κυ­πρια­κό­τη­τα» ως απο­λύ­τως δική της κυ­ριαρ­χία- επι­διώ­κει συ­στη­µα­τι­κά µια µεί­ω­ση του ρόλου και των δυ­να­το­τή­των της τουρ­κο­κυ­πρια­κής µειο­νό­τη­τας. Σε αυτές τις συ­γκρού­σεις οι δυ­τι­κές Με­γά­λες Δυ­νά­µεις, που ούτως ή άλλως «έλεγ­χαν» και την Ελ­λά­δα και την Τουρ­κία και την Κύπρο, πα­ρε­µβαί­νουν ενερ­γά, αλλά µε κρι­τή­ριο τη δια­τή­ρη­ση της στα­θε­ρό­τη­τας της Νο­τιο­α­να­το­λι­κής πτέ­ρυ­γας του ΝΑΤΟ και το να µη δη­µιουρ­γη­θούν «ρω­γµές» που θα επέ­τρε­παν βελ­τί­ω­ση των θέ­σε­ων του αντί­πα­λου Μπλοκ µέσα στην οξύ­τε­ρη φάση της επο­χής του Ψυ­χρού Πο­λέ­µου.

Ανε­ξαρ­τη­σία;

Στην Οθω­µα­νι­κή πε­ρί­ο­δο, η Ελ­λη­νορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σία ανα­δεί­χθη­κε σε κυ­ρί­αρ­χη δύ­να­µη στο εσω­τε­ρι­κό της Κύ­πρου. Αυτό ίσχυε τόσο οι­κο­νο­µι­κά –µε την κα­το­χή µε­γά­λου τµή­µα­τος της καλ­λιερ­γή­σι­µης γης µέσα σε µια κυ­ρί­ως αγρο­τι­κή οι­κο­νο­µία– όσο και πο­λι­τι­κά, µε τον Αρ­χιε­πί­σκο­πο να είναι ο «άρ­χο­ντας» που είχε την εξου­σία να οµι­λεί µε τον Σουλ­τά­νο.

Μετά το 1878, όταν η Κύ­προς πέ­ρα­σε στα χέρια των Βρε­τα­νών (αρ­χι­κά ως προ­τε­κτο­ρά­το και µετά το 1914 ως αποι­κία του Στέ­µµα­τος) δια­τη­ρή­θη­κε τόσο ο αγρο­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας της οι­κο­νο­µί­ας του νη­σιού, όσο και η µε­γά­λη δύ­να­µη της Εκ­κλη­σί­ας. Ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος πα­ρέ­µει­νε ο βα­σι­κός «δια­µε­σο­λα­βη­τής» µε­τα­ξύ της βρε­τα­νι­κής διοί­κη­σης και του υπα­νά­πτυ­κτου πο­λι­τι­κού συ­στή­µα­τος εκ­προ­σώ­πη­σης των προ­νο­µιού­χων στρω­µά­των στο νησί. Όχι όµως χωρίς τρι­γµούς και αντι­θέ­σεις. Ο πο­λύ­πει­ρος βρε­τα­νι­κός ιµπε­ρια­λι­σµός προ­ω­θού­σε µια ελεγ­χό­µε­νη «ανά­πτυ­ξη» που διά­βρω­νε τις πα­λιό­τε­ρες σχέ­σεις κυ­ριαρ­χί­ας στην αγρο­τι­κή πα­ρα­γω­γή και ένα πιο σύν­θε­το σύ­στη­µα πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης, που θα επέ­τρε­πε κα­λύ­τε­ρα την πάγια τα­κτι­κή του «διαί­ρει και βα­σί­λευε». Μέσα σε αυτήν την πε­ρί­ο­δο η Εκ­κλη­σία στρά­φη­κε στα­δια­κά προς το αί­τη­µα της Ένω­σης.

Το ελ­λη­νι­κό κρά­τος υπήρ­ξε, αρ­χι­κά, πολύ προ­σε­κτι­κό. Όπως έλεγε στα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του 1940 ο Γ. Πα­παν­δρέ­ου, «στην Αθήνα ανα­πνέ­ο­µεν µε δύο πνεύ­µο­νας, τον Αµε­ρι­κα­νι­κόν και τον Βρε­τα­νι­κόν. Δεν θα δια­κιν­δυ­νεύ­σο­µεν ασφυ­ξί­αν, λόγω της Κύ­πρου». Το ση­µείο κα­µπής ήταν το τέλος του Εµφυ­λί­ου. Από την κυ­βέρ­νη­ση Πα­πά­γου και µετά, το ελ­λη­νι­κό κρά­τος αρ­χί­ζει να «τζο­γά­ρει» µε την Ένωση, βλέ­πο­ντας την Κύπρο ως ένα πο­λύ­τι­µο έπα­θλο που θα συ­µβό­λι­ζε την ου­σια­στι­κή ανα­βά­θµι­ση στην Ανα­το­λι­κή Με­σό­γειο. Αυτήν την πο­λι­τι­κή ακο­λού­θη­σαν έκτο­τε όλες οι αστι­κές κυ­βερ­νή­σεις, της ΕΡΕ, της Ένω­σης Κέ­ντρου, του Πα­πα­δό­που­λου και του Ιω­αν­νί­δη επί Χού­ντας, µε διά­φο­ρες τα­κτι­κές πα­ραλ­λα­γές.

Αυτή η «στρο­φή» συ­µπί­πτει µε µια πολύ γε­νι­κό­τε­ρη καµπή. Το τέλος του Δεύ­τε­ρου Πα­γκο­σµί­ου Πο­λέ­µου επι­φέ­ρει µια ανα­γκα­στι­κή υπο­χώ­ρη­ση του βρε­τα­νι­κού ιµπε­ρια­λι­σµού. Οι έµπει­ροι Εγ­γλέ­ζοι κα­τα­νο­ούν ότι µα­κρο­πρό­θε­σµα είναι αδύ­να­τη η δια­τή­ρη­ση της αποι­κιο­κρα­τί­ας τους και ορ­γα­νώ­νουν (ή ανέ­χο­νται) στα­δια­κά µια ελεγ­χό­µε­νη «από-αποι­κιο­ποί­η­ση» που θα τους έδινε τα µέ­γι­στα δυ­να­τά οφέλη. Κο­µβι­κό γνώ­ρι­σµα σε αυτήν την πο­λι­τι­κή ήταν η προ­σπά­θεια πο­λυ­διά­σπα­σης των πλη­θυ­σµών στις αποι­κί­ες (διαί­ρει και βα­σί­λευε) και το χτύ­πη­µα πο­λι­τι­κών δυ­νά­µε­ων που θε­ω­ρού­σαν επι­κίν­δυ­νες, όπως το ΑΚΕΛ στην Κύπρο, το ισχυ­ρό­τε­ρο πο­λι­τι­κό κόµµα στο νησί που, µέσα στην ιστο­ρία του, υπο­στή­ρι­ζε τις κοι­νές ορ­γα­νώ­σεις των ελ­λη­νο­κυ­πρια­κών και των τουρ­κο­κυ­πρια­κών λαϊ­κών µαζών.

Σε αυτή την πε­ρί­ο­δο συ­ντε­λεί­ται µια κρί­σι­µη αλ­λα­γή. Η ανά­πτυ­ξη της αστι­κής τάξης στην Κύπρο –µέσα από τους πλού­σιους «το­κι­στές» της υπαί­θρου, τους εµπό­ρους και την ανα­πτυσ­σό­µε­νη βιο­τε­χνία και βιο­µη­χα­νία– θέτει σε ερω­τη­µα­τι­κό τη στρα­τη­γι­κή της Ένω­σης. Οι ελ­λη­νο­κύ­πριοι κα­πι­τα­λι­στές δια­βλέ­πουν ότι η έντα­ξή τους στο ελ­λη­νι­κό κρά­τος θα ση­µά­νει υπο­βά­θµι­ση, ενώ η συ­γκρό­τη­ση ενός µι­κρού «ανε­ξάρ­τη­του» κρά­τους, σε µια πε­ριο­χή όπου δια­σταυ­ρώ­νο­νται οι αντι­θέ­σεις Δύ­σης-Ανα­το­λής και επω­ά­ζε­ται η κα­τάρ­ρευ­ση άλλων γει­το­νι­κών οι­κο­νο­µι­κών «κέ­ντρων» (Βη­ρυ­τός κ.ά.) θα ση­µαί­νει ευ­και­ρί­ες αυ­τό­νο­µης ση­µα­ντι­κής ανά­πτυ­ξης. Η κυ­ρί­αρ­χη τάξη στην Κύπρο πα­ρέ­µει­νε έκτο­τε πιστή σε αυτήν τη στρα­τη­γι­κή επι­λο­γή και αυτό επέ­φε­ρε τη στρο­φή της Εκ­κλη­σί­ας που εντέ­χνως στα­δια­κά εγκα­τέ­λει­ψε την «ενω­τι­κή» συν­θη­µα­το­λο­γία. Οι δια­πρα­γµα­τεύ­σεις του Μα­κά­ριου µε τη βρε­τα­νι­κή διοί­κη­ση του Χάρ­ντινγκ, που προη­γή­θη­καν των Συ­µφω­νιών Ζυ­ρί­χης και Λον­δί­νου, έγι­ναν στη βάση µιας προ­ο­πτι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας.

Η αντί­δρα­ση της Αθή­νας ήταν έντο­νη. Είναι κοινό µυ­στι­κό ότι οι προ­δι­κτα­το­ρι­κές κυ­βερ­νή­σεις ανα­ζή­τη­σαν µια προ­λη­πτι­κή «διέ­ξο­δο», που προ­έ­βλε­πε συ­µφω­νία µε την Τουρ­κία, ανα­τρο­πή του Μα­κα­ρί­ου και «λύση» είτε µέσω µιας «δι­πλής» Ένω­σης, είτε Ένω­σης Ελ­λά­δας-Κύ­πρου µε ανταλ­λά­γµα­τα προς την Τουρ­κία στη Δυ­τι­κή Θράκη.

Την 1η Απρί­λη του 1955, ο Γε­ώρ­γιος Γρί­βας («Δι­γε­νής») που στάλ­θη­κε µυ­στι­κά από την Αθήνα το 1954, µε τη συ­µφω­νία του Μα­κα­ρί­ου (που δεν είχε ακόµα δει το «φως» της ανε­ξαρ­τη­σί­ας, µέσω Ζυ­ρί­χης…) κή­ρυ­ξε στην Κύπρο την αρχή του ένο­πλου αγώνα της ΕΟΚΑ (Εθνι­κή Ορ­γά­νω­σις Κυ­πρί­ων Αγω­νι­στών). Η «εξό­ρµη­ση» του Γρίβα στην Κύπρο είχε την έγκρι­ση του, τότε, αρ­χη­γού ΓΕΣ στρα­τη­γού Γ. Κοσµά, και θε­ω­ρεί­ται δε­δο­µέ­νο ότι «ήταν ενή­µε­ρος» ο στρα­τάρ­χης Πα­πά­γος. Είναι κυ­ριο­λε­κτι­κά προ­κλη­τι­κό το γε­γο­νός ότι ακόµα και σή­µε­ρα (που τα πάντα είναι γνω­στά…), τµή­µα­τα µιας κά­ποιας αντι-ιµπε­ρια­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς, θε­ω­ρούν την ΕΟΚΑ ένα εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό κί­νη­µα, εντα­γµέ­νο µέσα στις πα­ρα­δό­σεις των µε­γά­λων αντια­ποι­κια­κών αγώ­νων της επο­χής. Ο Γρί­βας δεν ήταν µόνο ένας έξαλ­λος ακρο­δε­ξιός εθνι­κι­στής, ήταν ο επι­κε­φα­λής της «Χ», και βα­σι­κός πρά­κτο­ρας των Εγ­γλέ­ζων στην αδί­στα­κτη δράση τους ενά­ντια στο ΕΑ­Μι­κό κί­νη­µα στην Ελ­λά­δα. Ανά­λο­γη ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση (αλλά και σχέ­σεις µε την Ιντέ­λι­τζενς Σέρ­βις) χα­ρα­κτη­ρί­ζουν και τα άλλα «πρω­το­κλα­σά­τα» στε­λέ­χη της ΕΟΚΑ (Π. Γιωρ­γκά­τζης κ.ά.). Η ΕΟΚΑ ποτέ δεν πήρε δια­στά­σεις µα­ζι­κού κι­νή­µα­τος. Η δράση της ήταν, κυ­ρί­ως, τα φο­νι­κά «απο­σπά­σµα­τα» και τα βο­µβι­στι­κά σα­µπο­τάζ. Η πλειο­ψη­φία των θυ­µά­των της ήταν ελ­λη­νο­κύ­πριοι αρι­στε­ροί αγω­νι­στές και τουρ­κο­κύ­πριοι, στε­λέ­χη της µειο­νό­τη­τας, ακόµα και γυ­ναι­κό­παι­δα. Όταν οι Εγ­γλέ­ζοι χρειά­στη­καν «ηρε­µία» στην Κύπρο, προ­κει­µέ­νου να µε­τα­φέ­ρουν µα­ζι­κά στρα­τό προς τη Μέση Ανα­το­λή και το Σουέζ, η ΕΟΚΑ έσπευ­σε να κη­ρύ­ξει «ανα­κω­χή». Δεν υπάρ­χει κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο να συγ­χέ­ε­ται αυτή η εθνι­κι­στι­κή ορ­γά­νω­ση µε τα ρι­ζο­σπα­στι­κά αντι­ι­µπε­ρια­λι­στι­κά κι­νή­µα­τα στην Ασία και στην Αφρι­κή.

Ο πρα­γµα­τι­κός στό­χος του Γρίβα ήταν να επι­τευ­χθεί το ρήγµα µε­τα­ξύ ελ­λη­νο­κυ­πρί­ων/τουρ­κο­κυ­πρί­ων, να πιε­στεί το ΑΚΕΛ ως «προ­δο­τι­κό» και να ενι­σχυ­θούν οι δι­πλω­µα­τι­κές µα­νού­βρες της Αθή­νας.

Ο Μα­κά­ριος αρ­γό­τε­ρα δια­χω­ρί­στη­κε, δη­λώ­νο­ντας ότι «η Ένωση είναι ευ­κταία», αλλά οι Κύ­πριοι πρέ­πει να συ­γκε­ντρω­θούν «στο στόχο της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας, που είναι εφι­κτός». Ξε­πέ­ρα­σε εύ­κο­λα τις κα­ταγ­γε­λί­ες του Γρίβα για «προ­δο­σία» και έδει­ξε τη δύ­να­µη του µπλοκ που είχε πλέον συ­γκρο­τη­θεί µέσα στην ελ­λη­νο­κυ­πρια­κή κυ­ρί­αρ­χη τάξη, επι­τυγ­χά­νο­ντας θη­ριώ­δη πο­σο­στά επα­νε­κλο­γής.

Στις 5/2/1955 στη Ζυ­ρί­χη, µετά από τις συ­νο­µι­λί­ες Κα­ρα­µαν­λή-Με­ντε­ρές υπό την επο­πτεία της Βρε­τα­νί­ας και των ΗΠΑ, συ­µφω­νή­θη­κε η κυ­πρια­κή «Ανε­ξαρ­τη­σία». Η Βρε­τα­νία, η Ελ­λά­δα και η Τουρ­κία ορί­στη­καν εγ­γυ­ή­τριες δυ­νά­µεις και συ­µφω­νή­θη­καν ει­δι­κές «προ­στα­σί­ες» που αντι­στοι­χού­σαν στο µέ­γε­θος της τουρ­κο­κυ­πρια­κής µειο­νό­τη­τας (18%). Οι Εγ­γλέ­ζοι δια­τή­ρη­σαν τις «στρα­τη­γι­κές» βά­σεις τους στην Κύπρο, και ήταν κοινό µυ­στι­κό ότι το νησί έγινε ένας πα­ρά­δει­σος για τη δράση των αµε­ρι­κα­νι­κών µυ­στι­κών υπη­ρε­σιών µε το µάτι στη Μέση Ανα­το­λή.

Οι συ­γκρού­σεις άρ­χι­σαν από νωρίς. Το 1963 ο Μα­κά­ριος επι­χεί­ρη­σε να τρο­πο­ποι­ή­σει µο­νο­µε­ρώς το Σύ­ντα­γµα που είχε συ­µφω­νη­θεί στη Ζυ­ρί­χη, στο­χεύ­ο­ντας κυ­ρί­ως στην κα­τάρ­γη­ση των προ­στα­τευ­τι­κών ρυ­θµί­σε­ων για την τουρ­κο­κυ­πρια­κή µειο­νό­τη­τα. Αυτή η «από τα πάνω» πο­λι­τι­κή από­πει­ρα, συν­δυά­στη­κε µε µια «από τα κάτω» τρο­µο­κρα­τι­κή δράση όπου πρω­το­στά­τη­σαν οι ελ­λα­δι­κές ένο­πλες δυ­νά­µεις που στά­θµευαν στο νησί και τα πα­ρα­στρα­τιω­τι­κά «απο­σπά­σµα­τα» της ΕΟΚΑ που είχαν µεί­νει άθι­κτα. Μια γε­νι­κευ­µέ­νη ελ­λη­νο­τουρ­κι­κή σύ­γκρου­ση απο­φεύ­χθη­κε λόγω της πα­ρέ­µβα­σης των Βρε­τα­νών και των Αµε­ρι­κα­νών που απαί­τη­σαν σε­βα­σµό στη συ­νο­χή της Νο­τιο­α­να­το­λι­κής πτέ­ρυ­γας του ΝΑΤΟ. Όµως σε αυτές τις συ­γκρού­σεις τέ­θη­καν τα πρα­γµα­τι­κά θε­µέ­λια της µελ­λο­ντι­κής δι­χο­τό­µη­σης: οι τουρ­κο­κύ­πριοι πε­ριο­ρί­στη­καν στους «θύ­λα­κες», τα µικτά χωριά µειώ­θη­καν δρα­στι­κά, στο εσω­τε­ρι­κό των τουρ­κο­κυ­πριών ανα­πτύ­χθη­καν ένο­πλες εθνι­κι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις…

Η Χού­ντα

Στο εσω­τε­ρι­κό των εθνι­κι­στι­κών στρα­το­κρα­τι­κών δι­κτύ­ων που στή­ρι­ξαν το κα­θε­στώς της δι­κτα­το­ρί­ας, η διεκ­δί­κη­ση της Ένω­σης πήρε τη µορφή ενός Αγίου Δι­σκο­πό­τη­ρου, που θα αρ­κού­σε για να «νο­µι­µο­ποι­ή­σει» ιστο­ρι­κά την 21η Απρί­λη του 1967.

Αυτό οδή­γη­σε σε µια τα­χύ­τα­τη επι­δεί­νω­ση των σχέ­σε­ων της Χού­ντας µε την κυ­πρια­κή κυ­βέρ­νη­ση και ει­δι­κά µε τον Μα­κά­ριο, που κι­νού­ταν πλέον µε τη στρα­τη­γι­κή της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας.

Από τον Ιούνη του 1967, το Στέιτ Ντι­πάρ­τµεντ «ενη­µέ­ρω­νε» τις πρε­σβεί­ες των ΗΠΑ στην Αθήνα, την Άγκυ­ρα και τη Λευ­κω­σία για την «εκτί­µη­ση» ότι ο στό­χος της πο­λι­τι­κής της Χού­ντας θα είναι η ανα­τρο­πή του Μα­κα­ρί­ου, ακόµα και µε πρα­ξι­κό­πη­µα για την επι­βο­λή της Ένω­σης.

Τον Σε­πτέ­µβρη του 1967 η Χού­ντα συ­γκα­λεί την «Ελ­λη­νο-Τουρ­κι­κή Διά­σκε­ψη», όπου επα­να­φέ­ρει την πα­λιό­τε­ρη πρό­τα­ση για συ­µφω­νη­µέ­νη Ένωση, δί­νο­ντας ανταλ­λά­γµα­τα στην Τουρ­κία δυ­τι­κά του Έβρου, στη «ζώνη του Κα­ρά-αγάτς», δη­λα­δή της Αλε­ξαν­δρού­πο­λης. Η Διά­σκε­ψη απέ­τυ­χε γιατί η Τουρ­κία αρ­νή­θη­κε τον εκµη­δε­νι­σµό της «πα­ρου­σί­ας» στην Κύπρο, µε όποια ανταλ­λά­γµα­τα.

Στο µε­τα­ξύ στην Κύπρο µε­τα­τί­θε­νται συ­στη­µα­τι­κά τα σκλη­ρό­τε­ρα στοι­χεία των Απρι­λια­νών αξιω­µα­τι­κών, όπου ξε­χω­ρί­ζουν τα πρω­το­πα­λί­κα­ρα των Ασλα­νί­δη και Λαδά. Κα­τά­λη­ξη αυτής της δια­δι­κα­σί­ας ήταν, αρ­γό­τε­ρα, η ανα­συ­γκρό­τη­ση της ΕΟΚΑ Β΄.

Στο διά­στη­µα αυτό επι­χει­ρού­νται δύο από­πει­ρες δο­λο­φο­νί­ας του Μα­κα­ρί­ου (που απο­τυγ­χά­νουν λόγω της προει­δο­ποι­η­τι­κής πα­ρέ­µβα­σης δυ­τι­κών, αλλά και ανα­το­λι­κών, «υπη­ρε­σιών»…) και η δο­λο­φο­νία του Π. Γιωρ­κά­τζη, πα­λιού συ­ναρ­χη­γού της ΕΟΚΑ που είχε «µε­τα­κι­νη­θεί» σε υπουρ­γός Εσω­τε­ρι­κών του Μα­κα­ρί­ου.

Πρό­κει­ται για µια πρω­το­φα­νή έντα­ση στις σχέ­σεις µε­τα­ξύ «εθνι­κού κέ­ντρου» και κυ­πρια­κής κυ­βέρ­νη­σης. Ο Μα­κά­ριος δεν δι­στά­ζει σε πολ­λές δη­µό­σιες-διε­θνείς πα­ρε­µβά­σεις του να δεί­ξει τον ένοχο: «τα πάντα κι­νού­νται εξ Αθη­νών…».

Σε αυτές τις διερ­γα­σί­ες αρ­χί­ζει να γί­νε­ται ορατή η διά­κρι­ση στο εσω­τε­ρι­κό της Χού­ντας µε­τα­ξύ «υπεύ­θυ­νων» (Γ. Πα­πα­δό­που­λος, Μα­κα­ρέ­ζος, Πατ­τα­κός) και «σκλη­ρών» (Ιω­αν­νί­δης, Λαδάς, Ασλα­νί­δης). Πα­ρό­λα αυτά σε κάθε στι­γµή, το κα­θε­στώς συ­νο­λι­κά, παίρ­νο­ντας υπόψη τη σαφή άρ­νη­ση όλων των Με­γά­λων Δυ­νά­µε­ων και τον κίν­δυ­νο γε­νι­κευ­µέ­νου ελ­λη­νο­τουρ­κι­κού πο­λέ­µου, υπα­να­χω­ρεί, απο­φεύ­γει την απο­φα­σι­στι­κή κλι­µά­κω­ση και συ­νε­χί­ζει να διεκ­δι­κεί το σκοπό του µε ελι­γµούς.

Το κρί­σι­µο πο­λι­τι­κό ερώ­τη­µα είναι γιατί αυτή η «φρό­νη­ση» εγκα­τα­λεί­πε­ται το 1974. Γιατί, τότε, η Χού­ντα προ­χω­ρά στην «τρέλα» του πρα­ξι­κο­πή­µα­τος που άνοι­ξε το δρόµο στην τουρ­κι­κή ει­σβο­λή;

Η απά­ντη­ση είναι απλή. Γιατί τότε το κα­θε­στώς βρί­σκε­ται πλέον σε κρί­ση-απο­σύν­θε­ση και επι­χει­ρεί µε τον «τυ­χο­διω­κτι­σµό» στην Κύπρο να σώσει την Χού­ντα στην Αθήνα. Η εξέ­γερ­ση του Νο­έ­µβρη του 1973 είχε ήδη «απο­φαν­θεί» για την προ­ο­πτι­κή της ανα­τρο­πής της δι­κτα­το­ρί­ας και το µόνο ερώ­τη­µα που είχε µεί­νει ανοι­χτό αφο­ρού­σε το πότε αυτό θα συ­µβεί και όχι το εάν θα συ­µβεί. Η αντι­κα­τά­στα­ση του Γ. Πα­πα­δό­που­λου, η επι­κρά­τη­ση των «σκλη­ρών» του Ιω­αν­νί­δη, η σύγ­χυ­ση στις κο­ρυ­φές του στρα­τού (που εκ­δη­λώ­θη­κε ανά­γλυ­φα µε τον πα­νι­κό του Επι­τε­λεί­ου τον Ιούλη του ’74) κλπ είναι οι απο­δεί­ξεις της απο­σύν­θε­σης του δι­κτα­το­ρι­κού κα­θε­στώ­τος στην πε­ρί­ο­δο που ακο­λού­θη­σε το Πο­λυ­τε­χνείο.

Μια πα­ραλ­λα­γή της κυ­ρί­αρ­χης ιστο­ρι­κής αφή­γη­σης είναι ότι οι να­τοϊ­κοί ώθη­σαν εµµέ­σως τον Ιω­αν­νί­δη στον τυ­χο­διω­κτι­σµό, πα­ρα­πλα­νώ­ντας τον µε την ψευδή υπό­σχε­ση ότι αυτοί θα εµπο­δί­σουν µια πι­θα­νή τουρ­κι­κή ει­σβο­λή. Αυτό το πα­ρα­µύ­θι που λει­τουρ­γεί ξε­πλέ­νο­ντας τις ευ­θύ­νες ενός ση­µα­ντι­κού τµή­µα­τος των αξιω­µα­τι­κών και ήταν ο βα­σι­κός υπε­ρα­σπι­στι­κός ισχυ­ρι­σµός τους στις δίκες της Με­τα­πο­λί­τευ­σης, δεν έχει σχέση µε την πρα­γµα­τι­κό­τη­τα. Οι να­τοϊ­κοί δεν είχαν κα­νέ­να πρα­γµα­τι­κό λόγο να παί­ξουν κο­ρώ­να-γρά­µµα­τα τη συ­νο­χή του ΝΑΤΟ στην πε­ριο­χή.

Το ΚΚΕ µε το Δο­κί­µιο Ιστο­ρί­ας σχε­τι­κά µε την πε­ρί­ο­δο 1968-74, δίνει όλα τα συ­γκε­κρι­µέ­να στοι­χεία της διά­ψευ­σης αυτού του ισχυ­ρι­σµού: Το Στέιτ Ντι­πάρ­τµεντ είχε ενη­µε­ρώ­σει τους πά­ντες στην πε­ριο­χή ότι η από­φα­ση για πρα­ξι­κό­πη­µα στην Κύπρο πάρ­θη­κε στην Αθήνα από τον Απρί­λη του 1974. Οι Βρε­τα­νοί, ο Κί­σι­γκερ, η ΕΣΣΔ, οι Γιου­γκο­σλά­βοι (που δια­τη­ρού­σαν ει­δι­κές σχέ­σεις µε τον Μα­κά­ριο) κ.ά. είχαν ενη­µε­ρώ­σει επί­σης τους πά­ντες για τη σφο­δρή δια­φω­νία τους, αλλά και για τη «χλια­ρή» στάση που θα κρα­τού­σαν απέ­να­ντι στην ανα­πό­φευ­κτη τουρ­κι­κή ει­σβο­λή, µε τους δυ­τι­κούς να υπο­γρα­µµί­ζουν ότι το απο­κλει­στι­κό κρι­τή­ριο στην πο­λι­τι­κής τους θα ήταν ο στό­χος να επι­βιώ­σει η Νο­τιο­α­να­το­λι­κή πτέ­ρυ­γα του ΝΑΤΟ.

Έχει ση­µα­σία το ότι οι Αµε­ρι­κα­νοί ενη­µέ­ρω­σαν, µήνες πριν το πρα­ξι­κό­πη­µα, τον Ευάγ­γε­λο Αβέ­ρωφ για τις προ­ο­πτι­κές, αλλά και για την αντί­θε­σή τους στις επι­λο­γές του Ιω­αν­νί­δη (ΚΚΕ, Δο­κί­µιο Γ2, σ. 788). Γιατί ο αστι­κός «πο­λι­τι­κός κό­σµος» γνώ­ρι­ζε καλά τι ερ­χό­ταν και δεν κού­νη­σε ούτε δα­χτυ­λά­κι για να το εµπο­δί­σει. Οι ευ­θύ­νες των «δη­µο­κρα­τι­κών» αστι­κών δυ­νά­µε­ων στην επερ­χό­µε­νη κα­τα­στρο­φή, είναι ένας βα­σι­κός λόγος που ο «φά­κε­λος της Κύ­πρου» πα­ρα­µέ­νει επτα­σφρά­γι­στο µυ­στι­κό 50 χρό­νια µετά.

Η χού­ντα του Ιω­αν­νί­δη δεν σκό­πευε να πα­ρα­δο­θεί αµα­χη­τί. Μετά την ει­σβο­λή προ­ε­τοι­µά­στη­κε για πό­λε­µο και κή­ρυ­ξε γε­νι­κή επι­στρά­τευ­ση. Σε κα­νέ­να ση­µείο της χώρας δεν εµφα­νί­στη­καν εκ­δη­λώ­σεις σο­βι­νι­στι­κού-φι­λο­πό­λε­µου πα­ρο­ξυ­σµού. Η προ­σέ­λευ­ση της νε­ο­λαί­ας στα στρα­τό­πε­δα της επι­στρά­τευ­σης οδή­γη­σε στην κα­τάρ­ρευ­ση της πει­θαρ­χί­ας. Οι αξιω­µα­τι­κοί δεν τό­λµη­σαν να µοι­ρά­σουν όπλα, ούτε να ντύ­σουν µε στο­λές και συχνά ούτε να κου­ρέ­ψουν τους επι­στρα­τευ­µέ­νους. Το Επι­τε­λείο έντρο­µο δια­πί­στω­σε ότι το κα­θε­στώς είναι ανί­κα­νο να κάνει πό­λε­µο. Ήταν το ση­µείο κα­τάρ­ρευ­σης της Χού­ντας.

Αυτή η «στι­γµή» υπο­τι­µά­ται, µε στόχο να απω­θη­θεί στη λήθη. Ακόµα και το Δο­κί­µιο του ΚΚΕ έχει ανα­φο­ρά στην απο­τυ­χία της επι­στρά­τευ­σης σε δύο µόλις αρά­δες, χωρίς ίχνος πο­λι­τι­κής εκτί­µη­σης. Αντί­θε­τα βρί­θει από υπαι­νι­γµούς κατά των ΗΠΑ και των Βρε­τα­νών, απο­δί­δο­ντας σε αυ­τούς την από­φα­ση απο­φυ­γής ενός ελ­λη­νο­τουρ­κι­κού πο­λέ­µου. Αλή­θεια, ήταν σωστή η αυ­θό­ρµη­τη τάση της νε­ο­λαί­ας και του κό­σµου µπρο­στά στην επι­στρά­τευ­ση του ’74 ή µήπως θα ήταν σωστή η πει­θαρ­χία και η απο­δο­χή µιας γε­νι­κευ­µέ­νης ελ­λη­νο­τουρ­κι­κής σφα­γής;

Στην Κύπρο το ’74 δεν έγινε «προ­δο­σία». Έγινε µια κα­τα­στρο­φή που άνοι­ξε δε­κα­ε­τί­ες επι­κίν­δυ­νης όξυν­σης των ελ­λη­νο­τουρ­κι­κών σχέ­σε­ων. Κα­τα­στρο­φή στην οποία οδή­γη­σε η εθνι­κι­στι­κή-ακρο­δε­ξιά µούρ­λα, και την οποία δεν προ­σπά­θη­σαν να απο­τρέ­ψουν οι «υπεύ­θυ­νες» πο­λι­τι­κές ηγε­σί­ες του τόπου, ούτε οι διε­θνείς Με­γά­λες Δυ­νά­µεις, στο βαθµό που τους ανα­λο­γού­σε.

Και αυτό το συ­µπέ­ρα­σµα, δια­τη­ρεί την πο­λι­τι­κή αξία του ακόµα και σή­µε­ρα, 50 χρό­νια µετά.

https://rproject.gr/article/i-kypros-i-hoynta-kai-i-metapoliteysi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου