Αυτονόητη η ερώτηση: υπάρχει λόγος σήμερα, την εποχή που τα κόμματα εξουσίας, με την συνδρομή ξένων και ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, τη βοήθεια της ακροδεξιάς και των μεγαλοδημοσιογράφων, αλλά και με την συνδρομή της «Σέκτας Δολοφόνων Πρακτόρων», όπου οι επαγγελματικές επιθέσεις κατά αστυνομικών στόχων στήνουν σκηνικό «αναβίωσης της τρομοκρατίας» να διαβάσει κανείς και να παρουσιάσει ένα πολιτικό-ιστορικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην περίοδο του «Εθνικού Διχασμού» όπως ονομάστηκε;
Η απάντηση μας είναι ανεπιφύλακτα θετική. Γιατί ο Εθνικός Διχασμός, που με τις νέες νοηματοδοτήσεις που πήρε το Μεσοπόλεμο και την συγκλονιστική δεκαετία του 40,’ έφτασε την ελληνική ιστορία μέχρι το 1974. Νέες σελίδες ταξικής πάλης θα γραφτούν έπειτα με τα χρώματα της Μεταπολίτευσης, ενώ τα γεγονότα του Δεκέμβρη για πολλούς μελετητές αποτελούν τομή.
Βλέπεις, το «Τέλος της Ιστορίας» μπορεί να εξαγγέλθηκε από αμετανόητους διανοούμενους των αστικών σαλονιών, αλλά ποτέ δεν ήρθε. Οι συνέχειες και οι ασυνέχειες της αστικής πολιτικής και της ταξικής πάλης αξίζουν της προσοχής και μελάτης μας.
Και αν ο Σεπτέμβρης του 2001 θεωρήθηκε η μεγαλύτερη προβοκάτσια της νέας χιλιετίας, πυροδοτώντας τον πόλεμο τρομοκράτησης του κόσμου της εργασίας σε πλανητικό επίπεδο, της βίαιης καταστολής των κινημάτων, αλλά και εξοβελισμού της ίδιας της έννοιας της αμφισβήτησης δια μέσου του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», χρήσιμο είναι να στραφούμε στο παρελθόν, αναζητώντας με την συνδρομή της συγγραφέως τον εμπνευστή της «προβοκάτσιας». Ταυτόχρονα, να θυμηθούμε μερικές από τις πιο άγριες και συνάμα ξεκάθαρες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στην ίδια μας τη χώρα.
Παράλληλα, η συγγραφέας Αθηνά Κακούρη δεν κρύβει τις προθέσεις της. Στο γερασμένο της σαρκίο κρύβονται πάθη, φωλιάζουν ακραίες συντηρητικές αντιλήψεις και η εμμονή στην ανάγκη «εθνικής ομοψυχίας», αρκεί βέβαια αυτή να σφραγίζεται από τις καθεστωτικές συντηρητικές αντιλήψεις της ΝΔ, του ΛΑΟΣ και έναν πνευματικό ηγέτη του μεγέθους του Μητροπολίτη Άνθιμου.
Η Αθηνά Κακούρη μας παρέδωσε ένα ιστορικό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί. Αναφέρεται στην Αθήνα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Διχασμού, για τον οποίο φυσικά «φταίνε οι ξένοι». Επίσης, ένα μεγάλο κόμμα, των Φιλελευθέρων του Ε.Βενιζέλου που οραματίζεται την Ελλάδα των (3) ηπείρων και των (5) θαλασσών σκαρφαλωμένο στο κατάρτι της θαλασσοκράτειρας Βρετανίας, παίζοντας το παιχνίδι της Αντάντ.
Στηριγμένο λοιπόν σε μια ενδεικτική βιβλιογραφία ακραία συντηρητικών ανθρώπων του χθες όπως ο Σ.Μαρκεζίνης, ο Κ.Ζαβιτσάνος και πράκτορες όπως ο C.Mackenzie το έργο εξαπολύει και σωστά μια σαφή επιθετική ενάντια στο βενιζελικό κόσμο και στα δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης που ενσωμάτωνε, στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς του και στην πρόσδεση του στο άρμα της Αντάντ που με εκβιασμούς, αποκλεισμούς, καταπίεση του λαού μας, απίστευτες αυθαιρεσίες επιχειρούσε να επιβάλλει την συμμετοχή του ελληνικού στρατού στον πόλεμο.
Στο ιστορικό πλαίσιο που αναδεικνύει η συγγραφέας, ο Βασιλιάς, η Αυλή και το επιτελείο του, πρωτοστατούντος του Ι.Μεταξά παρουσιάζονται ειρηνόφιλοι αλλά και έτοιμοι να υπερασπίσουν τα συμφέροντα του κατεστημένου της εποχής συμμετέχοντας στον πόλεμο αρκεί να εξασφαλίζονται οι όροι διατήρησης της ακεραιότητας της Ελλάδας, αλλά και της επέκτασης της.
Βασιλικοί και Βενιζελικοί «βλέπουν» Μ.Ασία και Κωνσταντινούπολη ως επεκτατικούς στόχους, αλλά η τεράστια σύγκρουση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι αμφίρροπη, ο ανταγωνισμός μεταξύ των συμμάχων συχνά πιο έντονος ακόμη και αυτού μεταξύ των εχθρών (βλέψεις ολόκληρου του στρατοπέδου της Αντάντ για την Κωνσταντινούπολη, ανταγωνισμός Γαλλίας-Βρετανίας για τη μοιρασιά της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλπ), η μυστική διπλωματία γράφει λαμπρές και ταυτόχρονα ελεεινές σελίδες, ενώ όλοι παζαρεύουν με όλους και συχνά εις βάρος των συμμάχων τους.
Ποιος είναι επιτέλους ο στόχος του έργου της Κακούρη; Η μονόπλευρη κριτική της στο στρατόπεδο της Αντάντ, ανεξάρτητα τις σωστές επισημάνσεις της προκαλεί ερωτήματα.
Εντάξει, η Κακούρη θα γράψει με μαεστρία για το ρόλο των ξένων μυστικών υπηρεσιών, τις αρμοδιότητες αστυνομίας που τους είχαν παραχωρηθεί από τις βασιλικές κυβερνήσεις ώστε να προβαίνουν σε συλλήψεις-απαγωγές-ανακρίσεις με βασανιστήρια. Ο αντιπλοίαρχος ντέ Ροκφέιγ, αρχηγός της γαλλικής κατασκοπίας στην Ελλάδα θεωρείται ο επινοητής της προβοκάτσιας από μερικούς και σε αυτόν χρεώνεται η σκηνοθετημένη επίθεση στη Γαλλικής πρεσβεία με τη βοήθεια του βενιζελικού Νεγρεπόντη, που έδωσε λαβή για κινήσεις που οδήγησαν στην στρατιωτική επέμβαση των Γάλλων στην Ελλάδα.
Αξίζει προσοχής η παρουσίαση του ρόλου των Αρχαιολογικών Σχολών των χωρών της Αντάντ. Ο καθηγητής Φλάυσερ έχει μιλήσει πρώτος για «πνευματικό ιμπεριαλισμό» αναφερόμενος στη δράση του Γαλλικού-Γερμανικού Ινστιτούτου και των αντίστοιχων βρετανικών φορέων, αλλά και των ξένων σχολείων. Εδώ, η Κακούρη μας μιλά για τις Αρχαιολογικές Σχολές, τη Βρετανική και Γαλλική, τους επιστήμονες διευθυντές των, που όχι μόνο έδρασαν ως πράκτορες, αλλά «ο καθηγητής Γουσταύος Φουζέρ αφού πέτυχε να θεωρείται το έδαφος της Σχολής ξένο (όπως μιας πρεσβείας), επέτρεψε να οδηγούνται εκεί κρατούμενοι της γαλλικής αστυνομίας, να γίνονται ανακρίσεις, ενώ εγκαταστάθηκε ασύρματος ανεξάρτητος από το ελληνικό κράτος και αποθηκεύονταν όπλα».
Περιγράφει με άνεση την εξαγορά του Τύπου της εποχής, ώστε αντί λιρών και φράγκων ή μάρκων το άσπρο να γίνεται μαύρο και να προπαγανδίζεται το δίκιο του χρηματοδότη «μεγάλου μας συμμάχου». Εξάλλου, οι εισηγήσεις βενιζελικών στελεχών προς τους ξένους πρέσβεις προτείνουν: «στους Έλληνες σαν ανατολίτες που είναι πρέπει να δείχνεις το τι πρέπει να κάνουν» ή «έχετε να κάνετε με καθάρματα που σας εξαπατούν και σας κοροϊδεύουν», επίσης «εμμείνατε σθεναρώς, δεν θα τους κρατήσετε παρά μόνο με το φόβο και την απειλή του λοιμού, κυρίως μην αφήνετε να εισάγετε στάρι παρά λίγο λίγο μονάχα».
Παρά την επιτυχημένη απόπειρα της να περιγράψει την εποχή και εν μέρει τις αντιθέσεις, δε μπορεί τελικά να κρύψει τον πραγματικό στόχο της στρατευμένης της προσπάθειας. Συγχρονίζοντας το βηματισμό της με πληθώρα συντηρητικών πολιτικών-αρθρογράφων-πανεπιστημιακών έρχεται να εκμεταλλευτεί το κλίμα της ανεπίσημης ρεβάνς που αναζητά το πιο ακραία αντιδραστικό και εθνικιστικό τμήμα του κατεστημένου, ώστε να αναθεωρήσει τα πεπραγμένα της αριστερής, μεταπολιτευτικής ιστορικής θεώρησης. Η σύγκρουση για το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού σηματοδότησε αυτή την απόπειρα. Ο ταξικός αστικός κοσμοπολίτικος πνευματικός χυλός της ιστοριογραφίας στυλ Ρεπούση έχει τελικά ως συμπλήρωμα τον εθνικισμό του ΛΑΟΣ, της εκκλησίας και του Καργάκου.
Επιτρέψτε μας να διαπιστώσουμε ότι ο κόσμος που περικλείει το βιβλίο, πολιτικοί-διπλωμάτες-πράκτορες-εκδότες-αστοί-αριστοκράτες που κατοικοεδρεύουν μεταξύ Ομονοίας, Σταδίου, Ανακτόρων, Πανεπιστημίου, ενίοτε στο Φάληρο και την Κηφισιά δεν αποτελούν τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Αντίθετα είναι η ταξική σύγκρουση, που ιδιαίτερα με την μεγαλειώδη Οκτωβριανή Επανάσταση, σφράγισε τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο και τα Μεγάλα Γεγονότα που ακολούθησαν.
Και όμως ο κόσμος της εργασίας παρουσιάζεται από την συγγραφέα ως καρικατούρα: υπηρετικό προσωπικό, λούμπεν «έτοιμοι για όλα», πιστοί θυρωροί, διασκεδαστές αλάνια και σοφεράντζες, με ολίγη πονηράδα.
Η Κακούρη έχει διαλέξει χρόνια τώρα στρατόπεδο. Προχωρά σε καταδίκη της υποτέλειας και της εξάρτησης, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων της Αντάντ και ωραιοποίηση της γερμανικής πολιτικής, φτάνοντας να παρουσιάζει το γερμανικό ιμπεριαλισμό αφενός ειρηνόφιλο και έτοιμο να δεχτεί Συμβιβασμό και τερματισμό της πρώτης Παγκόσμιας σφαγής, αλλά και εγγυητή της ακεραιότητας των ελληνικών συνόρων. Ενώ καταγγέλλεται, σωστά, ο Βενιζέλος ότι διαπραγματεύεται αισχρά την τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Καβάλας, δικαιολογεί την παράδοση της από το βασιλιά στους Βούλγαρους μαζί με σημαντικό μονάδα του ελληνικού στρατού έπειτα από συνεννόηση, γεγονός που προκάλεσε δεινά στους πληθυσμούς και επίσης έδωσε την αφορμή για τα Νοεμβριανά.
Έτσι λοιπόν, τα αιματηρά γεγονότα των Νοεμβριανών, με τις επιθέσεις εναντίον των βενιζελικών, το μίσος που ξεσπά στους πρόσφυγες προκαλώντας εκατοντάδες φόνους και τραυματισμούς, το Μεσαιωνικό Ανάθεμα, οι τεράστιες διώξεις από το δημόσιο-εκκλησία-εκπαίδευση-στρατό κλπ όποιου δεν ήταν αρεστός στο βασιλικό καθεστώς επιχειρείται να μειωθούν, να αποκρυφτούν και να δικαιολογηθούν. Η συγγραφές αρκείται να καταδικάσει τη βενιζελική εκδίκηση…
Ο Μεταξάς, τον οποίο έχουν φροντίσει άλλοι, τα προηγούμενα χρόνια, να καθάρουν, να αποφασιστικοποιήσουν το καθεστώς του και να προβάλλουν ως μεγάλο εθνικό ηγέτη, για την Κακούρη είναι μόνο ο σώφρων στρατιωτικός ηγέτης που βλέπει την αποτυχία της εκστρατείας της Καλλίπολης. Ο ηγετικός του ρόλος στο προφασιστικό κίνημα των Επίστρατων εξαφανίζεται. Ο φιλογερμανισμός, αυτού και του βασιλικού κατεστημένου, που προχωρώντας σε βίαιες κοινοβουλευτικές αυθαιρεσίες ανέτρεψε τις νόμιμες κυβερνήσεις ανοίγοντας τον κύκλο της ανωμαλίας, υπηρετώντας την πολιτική της ευνοϊκής ουδετερότητας υπέρ των Κεντρικών δυνάμεων, που έφτασε μέχρι την οργάνωση βασιλικών αντάρτικων ομάδων που επιτίθονταν οργανωμένα στα μετόπισθεν του Σαράϊγ, απλά για την συγγραφέα δεν υπάρχουν.
Είμαστε βέβαιοι ότι σε αυτή την ηλικία η Αθηνά Κακούρη θα εναλλάσσει τα γυαλιά της μυωπίας με αυτά της πρεσβυωπίας, αλλά θα κρατά ως κόρη οφθαλμού τους ακροδεξιούς φακούς επαφής. Η συγγραφέας εκτιμά με ακραία συντηρητικά κριτήρια το χθες για να μιλήσει στο σήμερα. Στόχος της δεν είναι η Ειρήνη, η Συναδέλφωση των λαών, αλλά η απαίτηση Εθνικής Ομοψυχίας» για την επίτευξη των εθνικών στόχων.
Το μήνυμα της «Ο σημερινός Έλληνας ας μελετά εκείνη τη φοβερή εποχή, γιατί μόνο γνωρίζοντας μπορεί να αναμετρήσει, με καημό και πικρία, το τι τραγωδίες θα είχαμε αποφύγει ως λαός και ως κράτος, εάν θυσιάζονταν στην εθνική ομοψυχία αυτά που της οφείλονται».
Ας κάνουμε επομένως ορισμένες ερωτήσεις:
Η «Απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου» που ως στόχος και ως πόθος διατρέχει όλο το βιβλίο της μέσω της αντάρτικης δράσης «αστών παλικαριών» λογίζεται στις «εθνικές τραγωδίες» ή στους στόχους προς κατάκτηση;
Η καταδίκη του βενιζελικού κόσμου που έχει αυτή την αντίληψη για τον ελληνικό λαό καταγγέλλεται εξαιτίας της αυταξίας της ή της επιλογής λάθος συμμάχου; Ας θυμηθούμε ότι σε όλους τους σύγχρονους ιμπεριαλιστικούς πολέμους ο αγωνιζόμενος λαός μας βρέθηκε σε αντίπαλη όχθη από το αστικό κατεστημένο, πολιτικό και δημοσιογραφικό, που καταδίκασε την ανωριμότητα του, περιγέλασε την εμμονή του αντιαμερικανισμού του, την έλλειψη πρακτικού πνεύματος και ρεαλισμού.
Γιατί ξεχνά η συγγραφέας ότι τελικά και οι δύο αστικές παρατάξεις, βενιζελικοί και βασιλικοί συνεργάστηκαν με την Αντάντ, επιχείρησαν να σκλαβώσουν τον τουρκικό λαό, αφήνοντας τελικά αβοήθητο στην εκδικητική μανία του τον χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;
Γιατί δεν βρίσκει να πει μια κουβέντα κριτικής για τον ρόλο του στρατού; Ενώ περιγράφει τις αντιδράσεις στην βενιζελική στρατολογία για το σχηματισμό στρατού που θα πολεμούσε στο πλευρό της Αντάντ, ξεχνά τις ακόμη μεγαλύτερες αντιδράσεις των στρατιωτών απέναντι στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα που στάλθηκε στην Ουκρανία εναντίον της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Μήπως οι «Μισές Αλήθειες» της Αθηνάς Κακούρη επιχειρούν να χειραγωγήσουν τη γνώση για το χθες, να ποδηγετήσουν το σήμερα και να προσδιορίσουν το μέλλον;
Εμείς διαπιστώνοντας την επιλεκτική μνήμη της Αθηνάς Κακούρη της προτείνουμε να διαβάσει το βιβλίο του Γ.Γιαννουλόπουλου «Η Ευγενής μας Τύφλωση», του Gunnar Hering «Τα Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936», του Π.Κ.Ενεπεκίδη «Βασιλική Ανταρσία» και του Γ.Βεντήρη «Η Ελλάς του 1910-1920».
Ως γνωστόν «όσο ζεις μαθαίνεις…»
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Αγαπητοί φίλοι,
ΑπάντησηΔιαγραφήΈπεσα πάνω στην ιστοσελίδα σας προσπαθώντας να βρω αν υπάρχουν στο διαδίκτυο άνθρωποι που να συμμερίζονται την αίσθηση που αποκόμισα διαβάζοντας τη "Θέκλη" της Αθηνάς Κακούρη (συνέχεια της οποίας είναι το "Ξιφίρ Φαλέρ").
Δυστυχώς δεν βρήκα παρά ελάχιστα κριτικά σχόλια απέναντι στην "καταξιωμένη" συγγραφέα που βραβεύτηκε με κρατικό βραβείο για τη "Θέκλη" το 2007. Δεν θα σχολιάσω το βιβλίο από λογοτεχνική άποψη μια και δεν με αφορά αυτού του είδους το παλιομοδίτικο, ακαδημαϊκό μυθιστόρημα (τελικά το σχολίασα!). Αυτό που κάπου θέλω να καταθέσω είναι το ξένισμα που ένιωσα από την πολιτική θέση που διαφαίνεται έκδηλα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Βέβαια η συγγραφέας μπορεί να ισχυριστεί ότι τις απόψεις τις έχουν οι ήρωές της κι όχι η ίδια. Όμως, το γεγονός είναι ότι φαίνεται πέραν κάθε αμφιβολίας πως τις φιλοβασιλικές και μεγαλοϊδεατικές απόψεις τις συμμερίζεται και η ίδια (δεν θέλω να καταχραστώ τον χώρο σας αποδεικνύοντάς το εδώ). Χαίρομαι που αυτές μου τις εντυπωσεις τις επιβεβαιώνει το κείμενό σας (πολύ πιο τεκμηριωμένα, βέβαια).
Πολύ σημαντικά και διαφωτιστικά τα σχόλιά σας με βοήθησαν και μένα να δω πιο καθαρά κάποια πράγματα που αφορούν την εν λόγω συγγραφέα. Ελπίζω να διαβάσετε το σχόλιό μου, γραμμένο ένα χρόνο περίπου μετά το δικό σας.
Ευχαριστώ,
Π.