Γράφει η Κωνσταντίνα Ζάνου*
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ, ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΚΑΤΕΛΗΞΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΜΙΑΣ ΔΙΖΩΝΙΚΗΣ, ΔΙΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΗΣ ΚΥΠΡΟΥ; ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΑΖΙ ΚΙΖΙΛΓΙΟΥΡΕΚ ΦΩΤΙΖΕΙ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑΤΑΜΠΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΜΑΣ, ΚΑΤΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΟΤΙΜΑΤΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΜΟΝΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕΙ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
«Οι μουσουλμάνοι της Κύπρου είναι απλώς μια μειονότητα με χαμηλό επίπεδο πολιτισμού». Αυτή την απάντηση έλαβε από τους εκπροσώπους της ελληνοκυπριακής κοινότητας ο Ουίνστον Τσώρτσιλ το 1907, όταν σε μια επίσκεψή του στην Κύπρο ως υπουργός Αποικιών ζήτησε από τους Ελληνοκύπριους να σεβαστούν τα συναισθήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί. Πάνω από ένας αιώνας πέρασε από τότε. Πόσο όμως άλλαξε η αντίληψή μας για τους «άλλους κατοίκους» της Κύπρου; Τι διαφορετικό μάθαμε, όλα αυτά τα χρόνια για την κοινωνία, μέχρι προχθές δίπλα μας, και τώρα «απέναντι» της Πράσινης Γραμμής;
Απάντηση στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί τώρα να δώσει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο: Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το Κυπριακό, που φέρει την υπογραφή του γνωστού καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Νiyazi Κizilyurek. Το βιβλίο συγκεντρώνει μία σειρά παλαιότερων και πιο πρόσφατων άρθρων και ομιλιών του, που καταπιάνονται τόσο με την ιστορία, την κοινωνικο-πολιτική υπόσταση και την πολιτισμική ταυτότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας όσο και με τις αντιλήψεις που η «αντίθετη πλευρά», δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι (ως εκ τούτου, και οι Έλληνες), διαμόρφωσε γι΄ αυτήν.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Κιζίλγιουρεκ, στη νεώτερη ιστορία της Κύπρου, η επικρατούσα αντίληψη ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους ήθελε να προσδιορίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως «μια απλή μειονότητα και αμελητέο στοιχείο», ακόμα κι όταν ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία ως δικοινοτικό κράτος.
Εθνικισμός
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι απαρχές της κοινότητας που θα ονομαζόταν αργότερα «τουρκοκυπριακή» ανάγονται στο 1572 όταν, με την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Κύπρου από τους Οθωμανούς, άρχισε και η μεταφορά μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί, για λόγους κυρίως κοινωνικο-οικονομικής αναβάθμισης. Αυτό συνεχίστηκε και κατά τους επόμενους αιώνες. Κατά την πρώτη απογραφή πληθυσμού που διενεργήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1853, καταγράφονται 14.983 μουσουλμάνοι άνδρες στο νησί, ενώ οι χριστιανοί ανέρχονται σε 29.223.
Ως γνωστόν, στο οθωμανικό σύστημα διοίκησης που στηριζόταν στα «μιλέτ» (θρησκευτικές κοινότητες), η εθνοτική καταγωγή δεν είχε καμία σημασία για τον προσδιορισμό της ταυτότητας. Όλα αυτά αλλάζουν με την άνοδο του εθνικισμού κατά τη διάρκεια του 19ου αι. Ιδιαίτερα, η γένεση του ελληνικού εθνικισμού (του πρώτου από τα αντίστοιχα κινήματα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και η ίδρυση του ελληνικού κράτους επηρεάζουν άμεσα την Κύπρο. Κυρίως το δόγμα της Μεγάλης Ιδέας και η διπλωματική και εκπαιδευτική πολιτική που προώθησε η Ελλάδα στο πλαίσιο της πραγματοποίησής του, θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις συνειδήσεις των Ελληνοκυπρίων. Η υιοθέτηση εκ μέρους τους των ιδεών περί έθνους, δημιούργησε μια νέα δυναμική για τις κινητοποιήσεις που είχαν στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Στο μεταξύ, ο μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού βρισκόταν ακόμα μακριά από τις ιδέες του εθνικισμού. Ο απόηχος του τουρκικού εθνικισμού έφτασε στις συνειδήσεις της τουρκοκυπριακής ελίτ μόνο κατά τη δεκαετία του 1930. Η ανάπτυξη των κεμαλικών αντιλήψεων ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους και η διαδικασία εκκοσμίκευσης της τουρκοκυπριακής κοινότητας επιτεύχθηκαν με σχετικά γοργούς ρυθμούς, αφού ήδη κατά τη δεκαετία του 1940 ο κυρίαρχος τουρκοκυπριακός λόγος εμφανίζεται ως κοσμικός και εθνικιστικός.
Σύγκρουση
Η Κύπρος έχει περάσει, το 1878, υπό την κυριαρχία των Βρετανών. Το γεγονός ότι το αγγλικό αποικιακό καθεστώς επέλεξε μια μορφή διοίκησης βασισμένης σε μεγάλο βαθμό στον δικοινοτισμό, σε συνδυασμό με την προσκόλληση της κάθε κοινότητας σε μια πολιτική αλυτρωτισμού, θα οδηγήσει σταδιακά στη διαμόρφωση μιας συγκρουσιακής σχέσης ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους: «Στην Κύπρο ο μοντερνισμός δεν δημιούργησε ένα κοινό αίσθημα του “εμείς”. Αντίθετα, οι δύο παραδοσιακές θρησκευτικές κοινότητες εξελίχθηκαν ως δύο ξεχωριστές εθνοτικές κοινότητες και δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα κοινό πολιτικό όραμα για το μέλλον της Κύπρου» (σ. 47).
Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι ελπίδες των Ελληνοκυπρίων για την ένωση αυξάνονται, οι δύο κοινότητες αναδιοργανώνουν τα εθνικιστικά τους μέτωπα και το χάσμα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μαζικοποιείται, κινητοποιώντας και τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Το πάθος των μεν για την ένωση συγκρούεται με το πάθος των δε κατά της ένωσης. Χαρακτηριστικά του κλίματος της εποχής είναι τα λόγια του Τουρκοκύπριου πρώην ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς: «Αυτοί έλεγαν: Πεθαίνουμε για την ένωση κι εμείς λέγαμε ότι πεθαίνουμε για να μη γίνει η ένωση, γιατί αν γίνει, έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε». Η ένταση ανάμεσα στις δύο κοινότητες κορυφώνεται με την έναρξη του αντιαποικιακού αγώνα το 1955. Από τη μια, η ΕΟΚΑ (Ελληνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) διεκδικεί την ένωση με την Ελλάδα και μονοπωλεί τον αντιαποικιακό ένοπλο αγώνα (στον οποίο αντιτασσόταν η Αριστερά, προτάσσοντας αντ΄ αυτού τον «μαζικό πολιτικό αγώνα»), αποξενώνοντας έτσι μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δηλαδή τους αριστερούς και τους Τουρκοκύπριους. Από την άλλη, το 1957 δημιουργείται και η τουρκοκυπριακή ένοπλη οργάνωση ΤΜΤ (Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), που θέτει στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Υπό αυτές τις συγκυρίες ιδρύεται το 1960 η Κυπριακή Δημοκρατία. Το χάσμα όμως ανάμεσα στις δύο κοινότητες ήταν ήδη πολύ μεγάλο. Τα διαμορφωμένα αποκλίνοντα οράματα Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων δεν μπορούσαν να χωρέσουν υπό τη σκέπη του νεοσύστατου κράτους. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Κizilyurek, «Η Κυπριακή Δημοκρατία γεννήθηκε ως ένα ανεπιθύμητο παιδί που εμφανιζόταν ως εμπόδιο στην ένωση της κάθε κοινότητας με τη μητέρα-πατρίδα».
«ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ»
«Με τον πολιτισμό, τη γλώσσα και την ιστορία μου και με όλο το είναι μου, είμαι Τούρκος. Εγώ έχω το κράτος μου... τη μητέρα πατρίδα μου. Κυπριακή κουλτούρα, Τουρκοκύπριοι, Ελληνοκύπριοι, κοινό κράτος στην Κύπρο... όλα αυτά είναι λόγια του αέρα... Στην Κύπρο το μοναδικό πράγμα που είναι κυπριακό είναι το γαϊδούρι». Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Ραούφ Ντενκτάς, τον πρώην ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, που το 2003 κατακρημνίστηκε κακήν κακώς από την εξουσία έπειτα από περίπου 50 χρόνια εμπλοκής στην πολιτική ζωή του τόπου. Όπως επισημαίνει ο Κιζίλγκιουρεκ στο διορατικό άρθρο του για τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, η θέση πως η τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι «προέκταση της Τουρκίας» και πρωτίστως εξυπηρετεί τα συμφέροντά της ήταν, όλως παραδόξως, και το δόγμα του Ντενκτάς. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το 2004, όταν οι Τουρκοκύπριοι εξέφρασαν δυναμικά τη βούλησή τους για μια ενωμένη Κύπρο, ο Ντενκτάς αντιδρούσε τονίζοντας πως 133.000 Τουρκοκύπριοι δεν έχουν το δικαίωμα να καθορίσουν το μέλλον του τουρκικού έθνους.
«Ασφαλείς» και ανελεύθεροι
Το 1974, καθώς οι Τουρκοκύπριοι στοιβαγμένοι στα λεωφορεία ξεκινούσαν για τον Βορρά, ονόμασαν το ταξίδι αυτό «ταξίδι προς την ελευθερία». Σύντομα θα ανακάλυπταν ωστόσο πως η ασφάλεια που παρείχαν τα τουρκικά στρατεύματα δεν αρκούσε για την ελευθερία. «Γιατί», όπως τονίζει ο συγγραφέας, «όταν η ασφάλεια είναι βασισμένη στην παρουσία στρατευμάτων, όλοι οι τομείς της ζωής στρατιωτικοποιούνται» (σ. 114). Οι άνθρωποι αυτοί εγκλωβίστηκαν σταδιακά σε ένα κράτος «μη-κράτος», όπου τίποτα δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την οικονομική υποστήριξη της Άγκυρας και όπου, τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας (υπό την ηγεσία του Ντενκτάς και μετέπειτα του Έρογλου) χειραγωγούσε την πολιτική ζωή. Η κατάσταση οδήγησε στο να αισθάνεται σήμερα η Βόρεια Κύπρος ως ένα προτεκτοράτο της Τουρκίας: η Άγκυρα ασκεί, όντως, πολύ μεγάλη επιρροή σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής. Επιπλέον, η μαζική μεταφορά εποίκων από την Τουρκία εμπεριέχει τον κίνδυνο να μετατραπούν εκ νέου οι Τουρκοκύπριοι, για δεύτερη φορά στην ιστορία τους, σε μειονότητα.
Έτσι, όπως παρατηρεί ο Κιζίλγιουρεκ, «οι άνθρωποι που από τη μια ήθελαν να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από τους Τούρκους της Τουρκίας, αλλά από την άλλη δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν τους Ελληνοκύπριους, βρέθηκαν μεταξύ σφύρας και άκμονος». Μόνος τρόπος απεγκλωβισμού της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι, κατά τον συγγραφέα, η αναζήτηση μιας ομόσπονδης λύσης που θα βασίζεται στη συμμετοχή και την αυτονομία. Η ομοσπονδία είναι το μόνο σύστημα ικανό να προστατεύσει τα συμφέροντα των δύο κοινοτήτων, χωρίς την καταπίεση της μιας από την άλλη, και να διασφαλίσει τις προϋποθέσεις για να ανελιχθούν οι διάφορες κουλτούρες και εθνικές ταυτότητες.
«ΑΜΕΛΗΤΕΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ»
«Για τους Ελληνοκύπριους [και για τους Έλληνες], οι Τουρκοκύπριοι ήταν και αντιμετωπίζονταν ως μια μειωμένης αξίας πολιτισμική κοινότητα παρά ως πολιτική οντότητα», σημειώνει ο συγγραφέας. Αυτή η αντίληψη, που επικρατούσε καθ΄ όλη τη διάρκεια του α΄ μισού του 20ού αι., κλονίστηκε το 1960. Οι Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου που οδήγησαν στην ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, μετέτρεψαν τους Τουρκοκύπριους από «αμελητέο στοιχείο» σε εθνικό εταίρο, σε μια «κοινότητα» που σύμφωνα με τις επικρατούσες ελληνοκυπριακές αντιλήψεις της εποχής, «είχε συμπράξει με τη βρετανική αποικιακή δύναμη και την Τουρκία με μοναδικό στόχο την αποτροπή της ένωσης με την Ελλάδα».
Οι Συμφωνίες κρίθηκαν ως «άδικες» για την ελληνοκυπριακή πλευρά και οι δικοινοτικές σχέσεις, ιδιαίτερα από το 1963 και εξής, περνούν στη χειρότερη φάση της ιστορίας τους. Την πρωτοβουλία του Μακαρίου για αλλαγή των περίφημων «13 σημείων» του κυπριακού Συντάγματος ακολούθησαν ένοπλες και αιματηρές συγκρούσεις, που σταδιακά γενικεύτηκαν σε ολόκληρη την Κύπρο. Πρωταγωνιστές σε αυτά τα γεγονότα ήταν, από τη μια, η τουρκοκυπριακή οργάνωση ΤΜΤ, που καλλιεργούσε συστηματικά τον εθνοτικό ανταγωνισμό και ασκούσε τρομοκρατία σε όσους Τουρκοκύπριους υποστήριζαν την Κυπριακή Δημοκρατία και τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Από την άλλη, διάφορες ελληνοκυπριακές μυστικές παρακρατικές οργανώσεις ανέλαβαν ένοπλη δράση. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις τους: «Η βασική πολιτική γραμμή έναντι των Τούρκων παραμένει να κατανοήσουν ούτοι ότι δεν αποτελούν παρά μιαν απλή μειονότητα και ότι επομένως δεν δικαιούνται να έχουν τα υπερπρονόμια τα οποία σήμερον έχουν» (απόσπασμα από φυλλάδιο της ένοπλης οργάνωσης Ακρίτας). Σε αυτά τα χρόνια, η εικόνα που επικρατεί είναι αυτή του διαχωρισμού. Οι Τουρκοκύπριοι, υπό συνεχή αίσθηση απειλής, θα συγκεντρωθούν σε διάφορα γκέτο, τα οποία πολιτικά και στρατιωτικά ελέγχονται από την Άγκυρα και, τουλάχιστον μέχρι το 1968 οπότε αρχίζουν οι δικοινοτικές συνομιλίες, κάθε είδους συναλλαγή με την άλλη κοινότητα θα διακοπεί.
Ο μύθος
Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων ήταν τέτοια, που ανάγκασε τους Ελληνοκύπριους να αποδεχθούν, ίσως πρώτη φορά στην ιστορία τους, την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων και να τους αντιμετωπίσουν ως μια «κοινότητα» με την οποία αναγκάστηκαν να συνομιλήσουν για το μέλλον της Κύπρου. «Κοινότητα με την οποία οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν». Υπό την σκιά της κατοχής, ο μύθος της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο κοινοτήτων στην προ του ΄74 εποχή καλλιεργείται συστηματικά και αποκτά βαρύνουσα σημασία για τη μάχη των Ελληνοκυπρίων ενάντια στην κατοχική Τουρκία. Όταν πλέον, δηλαδή, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε ανεπανόρθωτα πληγεί, μόνο τότε οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να πιστεύουν σε αυτήν.
Όπως επισημαίνει όμως ο Νίαζι Κιζίλγιουρεκ, αυτή η ξαφνική «ανακάλυψη των αδελφών Τουρκοκυπρίων» χρησιμοποιήθηκε μόνο ως εργαλείο ενάντια στην κατοχή, ενώ πόρρω απέχει από την ανάπτυξη μιας πολιτικής κουλτούρας που να σέβεται τη διαφορετικότητα. Ακόμα και σήμερα, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι διάχυτη η αντίληψη ανάμεσα, τόσο στους Ελληνοκύπριους όσο και στους Έλληνες, ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να παίξουν κάποιο ρόλο στη λύση του Κυπριακού. Η πολιτική πεποίθηση ότι «το κλειδί για τη λύση βρίσκεται στην Άγκυρα» οδηγεί και πάλι σε μια υποτίμηση της αυτόνομης πολιτικής βούλησης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο της ελληνοκυπριακής πλευράς, οι Τουρκοκύπριοι μοιάζουν έτσι να είναι σχεδόν «ανυπόστατοι», ένας «απών συνομιλητής».
NIYAZI ΚΙΖΙLΥURΕΚ: ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ -ΓΕΦΥΡΑ
«Η διαχωριστική γραμμή που επιβλήθηκε με τη βία και διατηρείται με τη βία, δεν διαιρεί μονάχα τους ανθρώπους μεταξύ τους, αλλά διχάζει και τους ίδιους τους ανθρώπους», γράφει στο βιβλίο του ο Νiyazi Κizilyurek. Κανείς δεν ενσαρκώνει καλύτερα από τον ίδιο τον Τουρκοκύπριο καθηγητή αυτό τον εσωτερικό διχασμό. Από την αρχή ενάντιος στην ιδέα της διχοτόμησης της Κύπρου, δραστηριοποιήθηκε ως διανοούμενος και συγγραφέας.
Δημοσίευσε βιβλία και άρθρα κατά του τουρκικού εθνικισμού και της ιδέας της διχοτόμησης.
Έμαθε ελληνικά και επέλεξε να συνεργαστεί με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες του, κάτι που τον έφερε σε άμεση σύγκρουση με την τουρκική και τουρκοκυπριακή εθνικιστική ελίτ (ανάμεσα σε άλλα, στιγματίστηκε ανοιχτά από το καθεστώς Ντενκτάς ως προδότης). Από την άλλη, η δράση του για τη δημιουργία μιας «ολικής Κύπρου» τον έφερε συχνά σε αντιπαλότητα και με τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές. Σήμερα ζει στη νότια πλευρά του νησιού και λειτουργεί ως διανοούμενοςγέφυρα ανάμεσα στις δύο κοινότητες, χωρίς ουσιαστικά να ταυτίζεται απόλυτα με καμία. Το αίσθημα της εξορίας είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, εγγενές στοιχείο της ταυτότητάς του. Ενδεικτική της στάσης του είναι και η ταινία «Το τείχος μας», που έγραψε ο ίδιος σε συνεργασία με τον Πανίκο Χρυσάνθου (http://www.cyprus-tube. com/el/cyprustube. html? catid=11).
*Η Κωνσταντίνα Ζάνου είναι ιστορικός,ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
http: //www. czanou. blogspot. com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου