Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Σε αδιέξοδο οι ΗΠΑ για την υπόθεση Αφγανιστάν

Επειτα από χρόνια κυριαρχούν τα διλήμματα στο επιτελείο του Αμερικανού προέδρου

Tης Θαλειας Καρταλη

Οταν ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα περιέγραφε τον πόλεμο του Αφγανιστάν ως έναν πόλεμο απαραίτητο για την προάσπιση της ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, «a war of neccessity» όπως τον χαρακτήρισε στις αρχές του καλοκαιριού, δεν είχε κληθεί ακόμη να αντιμετωπίσει δημοσίως το ερώτημα του ποιος τελικά είναι ο στόχος της αμερικανικής εμπλοκής στη χώρα αυτή. Οκτώ χρόνια μετά την πρώτη αμερικανική βόμβα στην Καμπούλ και την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν και ενώ ο πρόεδρος Ομπάμα έχει μεταθέσει το βάρος του πολέμου κατά της τρομοκρατίας απο το Ιράκ στο Αφγανιστάν, το επιτελείο του καλείται να λάβει συγκεκριμένες αποφάσεις σε ό,τι αφορά τους στόχους της αμερικανικής εμπλοκής, αποφάσεις οι οποίες θα καθορίσουν, αναμφίβολα, την προεδρία Ομπάμα.


Η πρόσφατη εισήγηση του στρατηγού Στάνλεϊ Μακρίσταλ, του στρατηγού που ο ίδιος ο πρόεδρος διόρισε προς αντικατάσταση του στρατηγού Πετρέους, για τη σημαντική ενίσχυση των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, έθεσε επι τάπητος το ερώτημα του κατά πόσον η προάσπιση της αμερικανικής ασφάλειας περιορίζεται στη διάλυση της Αλ Κάιντα ή αν η αμερικανική παρουσία θα πρέπει να διασφαλίσει μια συνολικότερη λύση στο Αφγανιστάν, με την αποτροπή της επιστροφής του κινήματος των Ταλιμπάν στην εξουσία και τη δημιουργία ενός κράτους το οποίο θα λειτουργεί στοιχειωδώς κατά τα πρότυπα μιας δημοκρατίας. Και το ερώτημα που τίθεται, κατά συνέπεια, πέραν του ποιος είναι ο στόχος, είναι αν ο στόχος είναι εφικτός.

Σύμφωνα με τους «Νιου Γιορκ Τάιμς», η πρώτη επιλογή, εκείνη του περιορισμού των αμερικανικών στόχων στη διάλυση της Αλ Κάιντα, επί του παρόντος φαίνεται να κερδίζει έδαφος μεταξύ των μελών της ομάδας εθνικής ασφάλειας του Μπαράκ Ομπάμα, καθώς πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι Ταλιμπάν δεν αποτελούν πλέον άμεση απειλή για την αμερικανική ασφάλεια. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης είναι ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο οποίος εδώ και μήνες τονίζει πως τάσσεται κατά της αύξησης των αμερικανικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν.

Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής επικαλούνται τις επιτυχίες που έχουν σημειώσει τελευταία οι αμερικανικές δυνάμεις στην εξόντωση μελών της Αλ Κάιντα, τονίζοντας ότι εξ αρχής ο στόχος της αμερικανικής επέμβασης ήταν η διάλυση της τρομοκρατικής οργάνωσης. Παρά το γεγονός ότι ο ηγέτης της Οσάμα μπιν Λάντεν παραμένει ασύλληπτος, οι Αμερικανοί επιτελείς θεωρούν ότι οι επιτυχίες που έχουν σημειωθεί έχουν συμβάλει στην επίτευξη του βασικού στόχου του πολέμου κατα της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, η αμερικανική εμπλοκή στο Αφγανιστάν καλό είναι να τερματιστεί εκεί.

Εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη εκφράζει βεβαίως ο στρατηγός Μακρίσταλ, ο οποιος εισηγήθηκε την αποστολή 40.000 επιπλέον στρατιωτών και ο οποίος, όπως φάνηκε από την εισήγησή του, θεωρεί ότι μόνον η διάλυση των Ταλιμπάν και η σταθεροποίηση του Αφγανιστάν θα μπορέσουν να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός νέου παραδείσου για τους φανατικούς ισλαμιστές. Με την άποψη αυτή φαίνεται να συντάσσονται η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλιντον και υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ Γκειτς, οι οποίοι προειδοποιούν ότι Ταλμπάν και Αλ Κάιντα είναι δύο κινήματα άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Οι εξελίξεις στο πεδίο των μαχών δεν βοηθούν στο να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα ως προς το τι ακριβώς συμβαίνει. Η κοινή λογική λέει πάντως ότι ένα κίνημα φανατικών ισλαμιστών, όπως είναι οι Ταλιμπάν, εύκολα θα μπορούσε να αγκαλιάσει και πάλι τους φανατικούς της Αλ Κάιντα, παρά το γεγονός ότι η σχέση αυτή ήταν εκείνη που οδήγησε στην ανατροπή τους το 2001 και πολλά μέλη των Ταλιμπάν θεωρούν, όπως και τότε άλλωστε, τους αραβόφωνους κατά κύριο λόγο μαχητές της Αλ Κάιντα ξένο σώμα. Ενδεχομένως, αυτό να είναι και το χαρτί το οποίο θα μπορούσε να παίξει η Ουάσιγκτον, στην περίπτωση που αποφάσιζε ότι το πρόβλημα του Αφγανιστάν θα πρέπει να επιλυθεί συνολικά, ακόμη και αν αυτό σημαίνει μακροχρόνια αμερικανική στρατιωτική παρουσία.

H επιλογή

Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να εμπλακούν σε κάποιου είδους διάλογο με τους Ταλιμπάν, άποψη η οποία πιθανότατα βρίσκει σύμφωνο και τον ειδικό απεσταλμένο του Μπαράκ Ομπάμα, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, όπως έχει κατά καιρούς και ο ίδιος αφήσει να εννοηθεί, προκαλώντας ανατριχίλα σε κάποιους λίγοτερο ρεαλιστές, οι οποίοι βρίσκουν την ιδέα της συνδιαλλαγής με πρόσωπα όπως ο Μουλάς Ομάρ τουλάχιστον απωθητική.

Ομως, η προβληματική πλέον σχέση με τον Αφγανό πρόεδρο Χαμίντ Καρζάι θέτει ζήτημα κενού εξουσίας. Είναι σαφές ότι χωρίς μια σταθερή και ευρείας αποδοχής κυβέρνηση στην Καμπούλ είναι αδύνατη η οποιαδήποτε επίτευξη προόδου τόσο στο πολιτικό όσο και στο στρατιωτικό μέτωπο. Ο πρόεδρος Καρζάι έχει χάσει κάθε αξιοπιστία στα μάτια των Αφγανών, ενώ απο αξιόπιστος συνομιλητής της Ουάσιγκτον έχει μετατραπεί σε τροχοπέδη των προσπαθειών για τη δημιουργία μιας κεντρικής κυβέρνησης που θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στη διαφαινόμενη ισχυροποίηση των Ταλιμπάν.

Για μία ακόμη φορά οι ΗΠΑ βρίσκονται δέσμιες μιας κακής επιλογής προσώπου, από το οποίο αυτή τη στιγμή είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγούν, δεδομένης της απουσίας -επί του παρόντος τουλάχιστον- εναλλακτικής λύσης. Ο στόχος της δημιουργίας μιας αξιόπιστης κεντρικής κυβέρνησης στην Καμπούλ, που θα είχε την έστω και περιορισμένη υποστήριξη των φυλάρχων της αχανούς αφγανικής επαρχίας, έχει καταρρεύσει, αποδεικνύοντας ότι τίποτε δεν είναι εύκολο σε μια χώρα η οποία έχει διαλυθεί σε όλα τα επιπεδα έπειτα απο δεκαετίες συγκρούσεων. Ο Χαμίντ Καρζάι, έχοντας αφήσει τη διαφθορά να διαλύσει κάθε αξιόπιστη προσπάθεια δημιουργίας θεσμών στη χώρα του, είναι αυτή τη στιγμή ένας ηγέτης αδύναμος, σχεδόν καταδικασμένος, ιδιαίτερα μετά όσα συνέβησαν στις εκλογές του περασμένου Αυγούστου. Η στήριξη που εξακολουθεί να δείχνει στο πρόσωπό του η Ουάσιγκτον λειτουργεί αρνητικά και η βίαιη απομάκρυνσή του από την εξουσία είναι ζήτημα χρόνου, όπως όλα δείχνουν.

Το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ είναι σαφές. Με καθυστέρηση οκτώ ετών, η Ουάσιγκτον καλείται σήμερα να αποφασίσει αν θα εγκαταλείψει το Αφγανιστάν στη μοίρα του, έχοντας προηγουμένως ολοκληρώσει τη διάλυση της Αλ Κάιντα, ή αν με ένα υψηλό κόστος σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο, ενδεχομένως και πολιτικό, θα επιχειρήσει να δημιουργήσει ένα κράτος το οποίο θα μπορούσε στοιχειωδώς να λειτουργήσει, ακόμη και αν αυτό προϋποθέτει συνδιαλλαγή με τον εχθρό.


πηγή : http://news.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου