Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας
Τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ, καθηγητή της Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, που καλύπτει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία. Θέτοντας σειρά σκληρών ερωτημάτων, καθώς «αλίμονο στα έθνη και στις κοινωνίες που πιστεύουν ότι βρίσκονται πάνω και πέρα από την ιστορία και ότι είναι εξ ορισμού αναμάρτητες…».
Η εποχή συγγραφής δεν είναι ασυννέφιαστη. Πολύπλευρη πολιτικό-πολιτιστική παρέμβαση, με την ενίσχυση του ισραηλινού κράτους, θέτει στο στόχαστρο της «Αντισημιτισμό και Εβραιοφοβία». Η απόπειρα «αναβάθμισης» των φιλοεβραικών αισθημάτων (αυξανόμενες ολοένα οι καταγγελίες περί προπαγανδιστικής εργαλειοποίησης του Ολοκαυτώματος) στοχεύουν στην παγκόσμια Ανοχή απέναντι στην κατακτητική ισραηλινή πολιτική, στον μετριασμό μέχρι εξαφανίσεως της παγκόσμιας Αλληλεγγύης και αγωνιστικής υποστήριξης της Παλαιστινιακής Ιντιφάντα. Στην αποδοχή της ιμπεριαλιστικής “ειρήνευσης” μέσω Οδικών Χαρτών και “ειρηνευτικών πρωτοβουλιών” του εγκληματία πολέμου Σαρόν.
Ζητήματα Ιστορικά επομένως, καταλήγουν ζητήματα προπαγάνδας.
Το ελληνικό κράτος, προϊόν επαναστατικής διαδικασίας, με συνταγματικά κείμενα έπνεα φιλελευθερισμού, ανοχής αλλοεθνών και αλλοθρήσκων, δεν διατηρεί μη «αφομοιώσιμους» εθνικά πληθυσμούς. Έχει προηγηθεί η απομάκρυνση και θανάτωση των μη «ελληνοποιήσιμων».
Οι προσαρτήσεις του 1864 (Εφτάνησα), 1881 (Θεσσαλία) και οι Βαλκανικοί πόλεμοι ενσωματώνουν μεγάλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, Εβραϊκούς και Αλβανικούς (μουσουλμάνοι Τσάμηδες). Το 1922 αποτελεί έτος συντριβής του ελληνικού Μεγαλοϊδεατισμού, ενώ ακολουθεί η καταστροφή του χριστιανικού πληθυσμού της Μ.Ασίας. Η απάνθρωπη Ανταλλαγή πληθυσμών αποσκοπεί, στην εθνική ομογενοποίηση. Εβραίοι και Τσάμηδες θα παραμείνουν εντός ελληνικών συνόρων, θύματα συχνά διακρίσεων του κράτους, αλλά και αποδέκτες της αντιζηλίας, του ανταγωνισμού των προσφυγικών πληθυσμών και των αστικών συμφερόντων. Πως όμως φτάνουμε στην καταστροφή του 70% των Ελλήνων Εβραίων και των 20000-25000 αλλόθρησκων, Μουσουλμάνων Τσάμηδων κατά τη διάρκεια του 1943-44;
Σε αντίθεση με την άποψη του Θ.Πάγκαλου «Λαός φιλάνθρωπος, ο ελληνικός λαός δεν υπέπεσε σε αντιρατσιστικά ολισθήματα και θεωρίες», η ιστορική μελέτη αποδεικνύει ότι ο αντισημιτισμός έκανε την εμφάνιση του και στις «ψυχές των Ελλήνων». Στον οικονομικό ανταγωνισμό (ευκαιρίες πλουτισμού στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, προνόμια αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετες προσδοκίες από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία κλπ), τον πολιτικό (ανταγωνισμός για Θεσσαλονίκη με γνωστή την εβραϊκή-αυστριακή πρόταση διεθνοποίησης της πόλης, όπου οι Εβραίοι αποτελούν το ήμισυ του συνολικού πληθυσμού της πόλης) προστίθεται το θρησκευτικό μίσος και πυροδοτεί τα πογκρόμ. Τα ακραία γεγονότα σε Κέρκυρα (1891) που εξαπλώθηκαν στα υπόλοιπα Ιόνια νησιά, προκαλούν απειλές Διεθνούς Επέμβασης.
Στις διεκδικούμενες περιοχές (Μακεδονία) η παρουσία σημαντικού εβραϊκού στοιχείου προξενεί την εναντίον του πολιτική της Μ.Ιδέας. Η ελληνοποίηση των Νέων Χωρών, στρατηγικού στόχου του Ε.Βενιζέλου, φαίνεται ότι βρίσκεται πίσω από τη διάθεση του ενίσχυσης του Σιωνιστικού κινήματος. Ο BERNARD PIERRON αναφέρεται στο «γιατρό Κοφφινά, τέως βουλευτή του ελληνικού κοινοβουλίου, που διατρέχει την Ανατολική Μακεδονία, προσπαθώντας να ιδρύσει μια αποικία Ελληνοεβραίων στην Παλαιστίνη», ενώ ο Ν.Πολίτης στην κοινοβουλευτική σύνοδο της 28ης Φεβρουαρίου 1919, δηλώνει «η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων θα υποστηρίξει με κάθε ευμενή διάθεση το εθνικό έργο των Ισραηλινών»!!!
Ο Αντισημιτισμός της Θεσσαλονίκης αποκτά χαρακτηριστικά κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Οι συνέπειες της μεσοπολεμικής οικονομικής κρίσης, η διάψευση των προσδοκιών επιστροφής των Μικρασιατών προσφύγων, η δράση εθνικιστικών οργανώσεων με ναζιστικά χαρακτηριστικά (Ε.Ε.Ε.), ο τύπος (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ) η ευρωπαϊκή περιρρέουσα ατμόσφαιρα που «ο ναζισμός απλώς τελειοποίησε», προκαλούν την έκρηξη του Πογκρόμ του Κάμπελ. Αφορμή οι φόβοι Αυτονόμησης της Μακεδονίας. Κάθε πογκρόμ ακολουθεί προσφυγιά.
Ο BERNARD PIERRON στο έργο του ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ και ο Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ αποκαλύπτουν την συνεργασία κράτους- δυνάμεων καταστολής-φασιστικών οργανώσεων-τύπου. Ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Γονατάς αναγνωρίζει «τη χρησιμότητα οργανώσεων όπως η Ε.Ε.Ε. για την προστασία της αστικής κοινωνίας από τις εγκληματικές ενέργειες της αριστεράς» και οι οποίες λειτουργούν ως «παράλληλη αστυνομία»!!! Σύμφωνα με τον BERNARD PIERRON “το 1934 η βενιζελική αντιπολίτευση συμμαχεί με την Ε.Ε.Ε. καταγγέλλοντας για όλα τα δεινά τους Εβραίους, ενώ ο τέως βουλευτής του ΚΚΕ Σταυρίδης ζητά «να διωχτούν από τη Θεσσαλονίκη όλοι αυτοί οι βρωμοεβραίοι που παίρνουν το ψωμί από το στόμα των χριστιανών».
Εντύπωση προκαλούν τα στοιχεία που αφορούν την τύχη της περιουσίας των Εβραίων θυμάτων του Ολοκαυτώματος, αλλά και της δράσης των ελληνικών αρχών (ο BERNARD PIERRON περιγράφει τη νομοθεσία αρπαγής των κυβερνήσεων Κουίσλινγκ). «Μια προσεκτική γραφειοκρατική λειτουργία αποσκοπούσε στο να αποτελέσει ισχυρό άλλοθι για το πλήθος των αυθαιρεσιών και των παρανόμων πράξεων που συνόδευαν την εκτόπιση της εβραϊκής κοινότητας. Εντάσσεται στο γενικευμένο κλίμα ουδετερότητας και αδιαφορίας ως προς το Ολοκαύτωμα, μια κατάσταση που διατρέχει τη Νέα Ευρώπη του Άξονα και αποκρύπτει την ουσιαστική συνεργασία στα δρώμενα, με πρόσχημα τη γραφειοκρατική επάρκεια και τη μηχανιστική λειτουργία», διαπιστώνει ο Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ.
Ας κρατήσουμε τον εξοβελισμό από την επίσημη και ανεπίσημη μνήμη της «ελληνικής Εβραϊκής εξόντωσης». Στην υπ’ αριθμόν 1 συντακτική πράξη «Περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού» της κυβέρνησης εθνικής ενότητας (ΦΕΚ 6/11/19944) απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην τύχη των Εβραίων της χώρας και η μέριμνα αναζήτησης εντόπιων συνεργατών στο έργο εξόντωσης τους!!!
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξιστόρηση της αντιφατικής, πολύμορφης και τελικά σωτήριας σχέσης του Εβραϊκού στοιχείου και της Αριστεράς-ΕΑΜ, «δύο χώροι που ήρθαν σε σύγκρουση με το Ναζισμό, αποκτώντας με αυτόν σχέσεις εχθρότητας και θανάτου, έμειναν αναμεταξύ τους ξένοι στις κρίσιμες στιγμές».
Οι εκκλησιαστικές αρχές μαζί με το ποίμνιο τους αρχικά παρακολούθησαν και αυτές με «ουδετερότητα-αδιαφορία» τα ναζιστικά σχέδια, για να δράσουν μόνο όταν η «Τελική Λύση» το 1943 μπήκε στο ύστερο στάδιο υλοποίησης της. Οργή προκαλεί η εκ των υστέρων παρέμβαση του πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου και η μοναδική έννοια του Ι. Ράλλη για τα Τάγματα Ασφαλείας του.
«Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ελληνική κοινωνία δεν ακολούθησε τις αντισημιτικές διαθέσεις των Ναζί, αλλά θεώρησε ότι ήταν ένα εσωτερικό πρόβλημα μεταξύ Γερμανών-Εβραίων, όχι μια Εθνική –για τους Έλληνες και την Ελλάδα- υπόθεση», γράφει ο Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ. Να προσθέσουμε τις σαφείς και πολυποίκιλες ταξικές αντιθέσεις, την περιχαράκωση της μειονότητας (στόχος της κρατικής εξουσίας, αλλά και της εβραϊκής ηγεσίας) που δυσκόλευαν τη συνεργασία και την αδιέξοδη τάση συνδιαλλαγής της Εβραϊκής ηγεσίας.
Η διακοπή της επίσκεψης του προέδρου της Δημοκρατίας Κ.Παπούλια στην Αλβανία, προκάλεσε συζήτηση σχετικά με το θέμα των Τσάμηδων και το μειονοτικό βαλκανικό ζήτημα. Καρατζαφέρης και Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επικρότησαν την ακραία προεδρική συμπεριφορά, ενώ και έντυπα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς προβάλλουν τον κίνδυνο της εθνικιστικής περικύκλωσης της Ελλάδας και τη θεωρία της συλλογικής ευθύνης των Τσάμηδων. Αντάρτες του Ζέρβα, κατηγορούμενοι για σωρεία άγριων εγκλημάτων κατά των μειονοτικών πληθυσμών, καλούνται σε εκπομπές και εκφράζουν ακραίες θέσεις.
Το παρελθόν διαπλέκεται με το παρόν θέλοντας να καθορίσει το μέλλον; Η μνήμη συσκοτίζεται. Οι εθνικές σημαίες θέλουν να επικυρώσουν την ενσωμάτωση των εργαζομένων στους αστικούς στόχους. Ο ιστορικός Λ.ΜΠΑΤΣΙΩΤΗΣ σε άρθρο του στην ΑΥΓΗ (6/11/2005) θεωρεί ότι “η αλβανική κοινωνία είναι ίσως η μοναδική βαλκανική κοινωνία στην οποία υπάρχει πλήρης και καθολική αποδοχή των εθνικών μύθων και κατασκευών που εδραιώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και εμπεδώθηκαν επί Χότζα”.
Είναι προτιμότερο να διαπιστώσουμε το ρόλο που παίζει ο εθνικισμός την εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού τόσο σε επίπεδο ενσωμάτωσης του εσωτερικού εχθρού, όσο στην διατύπωση Μεγαλοιδεατικών στόχων. Ιδιαίτερα όταν γίναμε μάρτυρες της ανόρθωσης του καπιταλισμού στα “πρώην σοσιαλιστικά Βαλκάνια” με την έξαρση του κοινωνικού πολέμου, έχοντας ως αποκορύφωση τους κατακτητικούς πολέμους, την εθνοκάθαρση και την προσφυγιά. Της δράσης των κοσμοπολιτών της Ε.Ε. που πρόταξαν τα εθνικά αστικά συμφέροντα τους διεκδικώντας Ζώνες Επιρροής και Αγορές, συνεργαζόμενοι με όλους τους εθνικιστές ηγέτες της Βαλκανικής. Των ανθρωπιστικών βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ, των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που συχνά εκμεταλλεύονται τις τοπικές αντιθέσεις, πυροδοτώντας την ένταση. Της ιμπεριαλιστικής επέλασης της Ελλάδας, που μεταξύ άλλων προχώρησε δύο φορές σε Οικονομικό Πόλεμο κατά της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Όταν το αυτονόητο δικαίωμα να ονομαστεί ο γειτονικός λαός όπως επιθυμεί προσκρούει στην άρνηση των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ακροδεξιών-εκκλησίας, αλλά και στην αντίθεση του ΣΥΝ-ΚΚΕ που προτείνει “Γεωγραφικό και όχι εθνικό προσδιορισμό” συντασσόμενοι στο αρραγές εθνικό μέτωπο.
Το βιβλίο αναφέρει ότι “για τους Έλληνες, η καταστροφή της μειονότητας ήταν περίπου επιβεβλημένη”. “Αμετανόητοι, φανατικοί ανθέλληνες και εγκληματικές φυσιογνωμίες” η φιλολογία της εποχής. Διανοούμενοι που διαμαρτύρονταν για το ολέθριο σφάλμα να μην τους συμπεριλάβει η ανταλλαγή πληθυσμού του 1923-26, αναζητούν άλλη διπλωματική ευκαιρία.
Η εγκατάσταση χριστιανών προσφύγων Μ.Ασίας εντείνει τις πιέσεις. Η ελληνική διοίκηση στοχεύει στην ελληνοποίηση της περιοχής, «προωθεί» την αποχώρηση τους στην Αλβανία. Πρόσφυγες και “φυγόδικοι”, όπως χαρακτηρίζονται οι ανυπότακτοι στις ελληνικές επιδιώξεις, “σχηματίζουν μια κοινότητα εκπατρισμένων Τσάμηδων που έφερε βαριά την αίσθηση της ταπείνωσης και αδικίας”, στην Αλβανία..
Η Ιταλία ενέταξε το ζήτημα της Τσαμουριάς στο διπλωματικό της οπλοστάσιο, ενθαρρύνοντας φασιστικού τύπου αλυτρωτικές κινήσεις στους Τσάμηδες του εξωτερικού. Μια προμελετημένη σύγκρουση μεταξύ των τελευταίων και ελληνικών στρατευμάτων θέλει να χρησιμοποιήσει ο Μουσολίνι ως αφορμή για την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης της 28ης Οκτωβρίου, αλλά και λελογισμένα να τους στρέψει κατά του ελληνικού στρατού, “ώστε να μην φαντασθούν ότι αυταί κατέκτησαν την Ήπειρο”, όπως αναφέρεται στο ΠΡΑΚΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΤΗ ΡΩΜΗ, 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, που συμπεριλαμβάνεται στον 4ο τόμο του ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ του Ι.ΜΕΤΑΞΑ.
Συγκλονιστική η περιγραφή των απόλυτων διλημμάτων που αντιμετώπισαν οι Τσάμηδες της Ηπείρου, των διώξεων-εκτοπίσεων από τις ελληνικές αρχές. Η άφιξη στην Τσαμουριά Ιταλικών στρατευμάτων και εθελοντών δίνει τη δυνατότητα «αντεκδίκησης», ενώ η ελληνική επανακατάληψη επιβάλλει καθεστώς κατοχής και “τιμωρεί”.
Στην Κατοχή πέρα από τα περιστατικά κοινωνικής παθογένειας, αυξημένα λόγω της ανώμαλης περιόδου, εντοπίζουμε έντονα γεγονότα βεντέτας. Η κατάρρευση του επίσημου κράτους επιτρέπει στους Ιταλούς να δημιουργήσουν μια παράλληλη Χωροφυλακή από Τσάμηδες, που παράλληλα συγκροτούν το Εθνικό Αλβανικό Συμβούλιο (ΞΙΛΙΑ). ΕΔΕΣ και ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (που ενσωματώνει και πολλούς Τσάμηδες) αναπτύσσονται, με τελείως διαφορετικές συμπεριφορές απέναντι στους δοσίλογους, τη μειονότητα και τις αρχές κατοχής. Το 1944 πραγματοποιούνται εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΔΕΣ, για να προκαλέσουν 22000-25000 πρόσφυγες και περιορισμένες αντιδράσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένη κίνηση του Λ.ΖΕΡΒΑ. Η «ελληνοποίηση» της Ηπείρου είχε συντελεστεί, καθώς αποτελεί εφαλτήριο διεκδίκησης της Β.Ηπείρου. Ο Ι.ΜΕΤΑΞΑΣ, στο Υπουργικό Συμβούλιο της 16ης Αυγούστου 1940 δηλώνει: «Εάν νικήση η Μ.Βρεττανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι βεβαίως περίλαμπρο. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν», σύμφωνα με του Α.ΤΖΙΦΟΥ «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ». Στην συλλογική μελέτη Η ΕΛΛΑΔΑ ’36-’49, ο Ε.ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ αναφέρει “ήδη τον Ιούνιο του 1941 ο πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης Ε.Τσουδερός καθόρισε ως διεκδικούμενα εδάφη τα Δωδεκάνησα, τη Β.Ήπειρο, την Κύπρο”. Εξάλλου τόσο η εξόριστη κυβέρνηση, όσο και ο Γ.Παπανδρέου θεωρούσαν ως μοναδικό μέσο της νομιμοποίησης τους “τη δραστηριότητα τους στα εθνικά ζητήματα” καταγράφει ο Γ.ΦΑΡΑΚΟΣ στην ίδια μελέτη. Εμφύλιος-Ψυχρός πόλεμος εμπόδισαν την ευόδωση των “εθνικών επεκτατικών επιδιώξεων”.
Αντιφατική παρουσιάζεται η στάση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Με σημαία του την εθνική ενότητα, το ΚΚΕ από το 1943 μιλά σύμφωνα με τον Γ.ΦΑΡΑΚΟ “όχι μόνο για την απελευθέρωση όλων των εδαφών που άνηκαν προηγουμένως στην Ελλάδα, αλλά και για την ανάγκη διαρρύθμισης των συνόρων, ιδιαίτερα προς τη Βουλγαρία”, προκαλώντας τη μήνη του Ν.Ζαχαριάδη στην 7η Ολομέλεια της Κ.Ε. του 1950, όπου καταδίκαζε την “όλη Εαμική εθνικιστική κληρονομιά και πίεση […] απαίτηση για τη διαρρύθμιση των συνόρων […] όλος εκείνος ο κύκλος των Εαμικών εθνικών διεκδικήσεων”. Ο Μ.ΔΑΛΙΑΝΗΣ στο βιβλίο του Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ (1940-1944) αποκαλύπτει ότι “την παρουσίαση από τα στελέχη της Ελληνικής Μειονότητας των εθνικών διεκδικήσεων και δικαιωμάτων οι απεσταλμένοι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τη θεωρούσαν νόμιμη πατριωτική έκφραση, ενώ από την άλλη πλευρά, στελέχη του ΚΚΑ-FNCL τη θεωρούσαν σαν καλυμμένη σοβινιστική υπονόμευση του Αγώνα». Οι διαφορετικές αυτές αντιλήψεις οδηγούν την ηγεσία του ΚΚΑ-FNCL τον Απρίλιο του 1944, να ζητήσει την απομάκρυνση των Ελλήνων οργανωτών του ΕΑΜ!!!
Κρίνουμε σκόπιμο να εκφράσουμε τη διαφωνία μας με τη θέση που πρεσβεύει ο Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, στην συνέντευξη που παραχώρησε στην ΕΠΟΧΗ (6-11-2005), ότι “το πρόβλημα των Τσάμηδων είναι ηθικό και έμμεσα πολιτικό, όπου μια συμβολική κίνηση από την ελληνική πλευρά θα αρκούσε για να εκτονώσει το κλίμα”. Πιστεύουμε ότι πρόκειται για ένα βαθύτατα πολιτικό ζήτημα, πτυχή του ανταγωνισμού των Βαλκανικών αστικών τάξεων. Ορθά ο Λ.ΜΠΑΤΣΙΩΤΗΣ διαπιστώνει: “το Τσάμικο ζήτημα χρησιμοποιήθηκε από την αλβανική πολιτική μέχρι περίπου το 1995, εκτός από ζήτημα εσωτερικής κατανάλωσης, ως διαπραγματευτικό χαρτί στην ελληνοαλβανική διαμάχη και στην εν πολλοίς επιθετική, ή έστω άγαρμπη, επίσης, τότε ελληνική πολιτική απέναντι στην Αλβανία. Αργότερα, αν και το ζήτημα των Τσάμηδων ποτέ δεν είναι απόν (π.χ. Ιλίρ Μέτα το 1999), ατονεί ως πραγματικό διαπραγματευτικό ατού”.
Την απάντηση των προβλημάτων στο σήμερα δεν θα δώσει ασφαλώς η Ιστορία. Στο επικίνδυνο Αδιέξοδο των “εθνικών πολιτικών” έχουμε υποχρέωση να αντιπαραβάλλουμε τον Εργατικό Διεθνισμό. Την πάλη των Βαλκάνιων εργαζομένων ενάντια στη Δικτατορία των νόμων της Αγοράς, για τα κοινά εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα, ελευθερίες σε όλους ανεξάρτητα το χρώμα-φυλή-θρήσκευμα.
ΑΘΗΝΑ 2005
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ, καθηγητή της Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, που καλύπτει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία. Θέτοντας σειρά σκληρών ερωτημάτων, καθώς «αλίμονο στα έθνη και στις κοινωνίες που πιστεύουν ότι βρίσκονται πάνω και πέρα από την ιστορία και ότι είναι εξ ορισμού αναμάρτητες…».
Η εποχή συγγραφής δεν είναι ασυννέφιαστη. Πολύπλευρη πολιτικό-πολιτιστική παρέμβαση, με την ενίσχυση του ισραηλινού κράτους, θέτει στο στόχαστρο της «Αντισημιτισμό και Εβραιοφοβία». Η απόπειρα «αναβάθμισης» των φιλοεβραικών αισθημάτων (αυξανόμενες ολοένα οι καταγγελίες περί προπαγανδιστικής εργαλειοποίησης του Ολοκαυτώματος) στοχεύουν στην παγκόσμια Ανοχή απέναντι στην κατακτητική ισραηλινή πολιτική, στον μετριασμό μέχρι εξαφανίσεως της παγκόσμιας Αλληλεγγύης και αγωνιστικής υποστήριξης της Παλαιστινιακής Ιντιφάντα. Στην αποδοχή της ιμπεριαλιστικής “ειρήνευσης” μέσω Οδικών Χαρτών και “ειρηνευτικών πρωτοβουλιών” του εγκληματία πολέμου Σαρόν.
Ζητήματα Ιστορικά επομένως, καταλήγουν ζητήματα προπαγάνδας.
Το ελληνικό κράτος, προϊόν επαναστατικής διαδικασίας, με συνταγματικά κείμενα έπνεα φιλελευθερισμού, ανοχής αλλοεθνών και αλλοθρήσκων, δεν διατηρεί μη «αφομοιώσιμους» εθνικά πληθυσμούς. Έχει προηγηθεί η απομάκρυνση και θανάτωση των μη «ελληνοποιήσιμων».
Οι προσαρτήσεις του 1864 (Εφτάνησα), 1881 (Θεσσαλία) και οι Βαλκανικοί πόλεμοι ενσωματώνουν μεγάλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, Εβραϊκούς και Αλβανικούς (μουσουλμάνοι Τσάμηδες). Το 1922 αποτελεί έτος συντριβής του ελληνικού Μεγαλοϊδεατισμού, ενώ ακολουθεί η καταστροφή του χριστιανικού πληθυσμού της Μ.Ασίας. Η απάνθρωπη Ανταλλαγή πληθυσμών αποσκοπεί, στην εθνική ομογενοποίηση. Εβραίοι και Τσάμηδες θα παραμείνουν εντός ελληνικών συνόρων, θύματα συχνά διακρίσεων του κράτους, αλλά και αποδέκτες της αντιζηλίας, του ανταγωνισμού των προσφυγικών πληθυσμών και των αστικών συμφερόντων. Πως όμως φτάνουμε στην καταστροφή του 70% των Ελλήνων Εβραίων και των 20000-25000 αλλόθρησκων, Μουσουλμάνων Τσάμηδων κατά τη διάρκεια του 1943-44;
Σε αντίθεση με την άποψη του Θ.Πάγκαλου «Λαός φιλάνθρωπος, ο ελληνικός λαός δεν υπέπεσε σε αντιρατσιστικά ολισθήματα και θεωρίες», η ιστορική μελέτη αποδεικνύει ότι ο αντισημιτισμός έκανε την εμφάνιση του και στις «ψυχές των Ελλήνων». Στον οικονομικό ανταγωνισμό (ευκαιρίες πλουτισμού στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, προνόμια αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετες προσδοκίες από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία κλπ), τον πολιτικό (ανταγωνισμός για Θεσσαλονίκη με γνωστή την εβραϊκή-αυστριακή πρόταση διεθνοποίησης της πόλης, όπου οι Εβραίοι αποτελούν το ήμισυ του συνολικού πληθυσμού της πόλης) προστίθεται το θρησκευτικό μίσος και πυροδοτεί τα πογκρόμ. Τα ακραία γεγονότα σε Κέρκυρα (1891) που εξαπλώθηκαν στα υπόλοιπα Ιόνια νησιά, προκαλούν απειλές Διεθνούς Επέμβασης.
Στις διεκδικούμενες περιοχές (Μακεδονία) η παρουσία σημαντικού εβραϊκού στοιχείου προξενεί την εναντίον του πολιτική της Μ.Ιδέας. Η ελληνοποίηση των Νέων Χωρών, στρατηγικού στόχου του Ε.Βενιζέλου, φαίνεται ότι βρίσκεται πίσω από τη διάθεση του ενίσχυσης του Σιωνιστικού κινήματος. Ο BERNARD PIERRON αναφέρεται στο «γιατρό Κοφφινά, τέως βουλευτή του ελληνικού κοινοβουλίου, που διατρέχει την Ανατολική Μακεδονία, προσπαθώντας να ιδρύσει μια αποικία Ελληνοεβραίων στην Παλαιστίνη», ενώ ο Ν.Πολίτης στην κοινοβουλευτική σύνοδο της 28ης Φεβρουαρίου 1919, δηλώνει «η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων θα υποστηρίξει με κάθε ευμενή διάθεση το εθνικό έργο των Ισραηλινών»!!!
Ο Αντισημιτισμός της Θεσσαλονίκης αποκτά χαρακτηριστικά κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Οι συνέπειες της μεσοπολεμικής οικονομικής κρίσης, η διάψευση των προσδοκιών επιστροφής των Μικρασιατών προσφύγων, η δράση εθνικιστικών οργανώσεων με ναζιστικά χαρακτηριστικά (Ε.Ε.Ε.), ο τύπος (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ) η ευρωπαϊκή περιρρέουσα ατμόσφαιρα που «ο ναζισμός απλώς τελειοποίησε», προκαλούν την έκρηξη του Πογκρόμ του Κάμπελ. Αφορμή οι φόβοι Αυτονόμησης της Μακεδονίας. Κάθε πογκρόμ ακολουθεί προσφυγιά.
Ο BERNARD PIERRON στο έργο του ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ και ο Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ αποκαλύπτουν την συνεργασία κράτους- δυνάμεων καταστολής-φασιστικών οργανώσεων-τύπου. Ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Γονατάς αναγνωρίζει «τη χρησιμότητα οργανώσεων όπως η Ε.Ε.Ε. για την προστασία της αστικής κοινωνίας από τις εγκληματικές ενέργειες της αριστεράς» και οι οποίες λειτουργούν ως «παράλληλη αστυνομία»!!! Σύμφωνα με τον BERNARD PIERRON “το 1934 η βενιζελική αντιπολίτευση συμμαχεί με την Ε.Ε.Ε. καταγγέλλοντας για όλα τα δεινά τους Εβραίους, ενώ ο τέως βουλευτής του ΚΚΕ Σταυρίδης ζητά «να διωχτούν από τη Θεσσαλονίκη όλοι αυτοί οι βρωμοεβραίοι που παίρνουν το ψωμί από το στόμα των χριστιανών».
Εντύπωση προκαλούν τα στοιχεία που αφορούν την τύχη της περιουσίας των Εβραίων θυμάτων του Ολοκαυτώματος, αλλά και της δράσης των ελληνικών αρχών (ο BERNARD PIERRON περιγράφει τη νομοθεσία αρπαγής των κυβερνήσεων Κουίσλινγκ). «Μια προσεκτική γραφειοκρατική λειτουργία αποσκοπούσε στο να αποτελέσει ισχυρό άλλοθι για το πλήθος των αυθαιρεσιών και των παρανόμων πράξεων που συνόδευαν την εκτόπιση της εβραϊκής κοινότητας. Εντάσσεται στο γενικευμένο κλίμα ουδετερότητας και αδιαφορίας ως προς το Ολοκαύτωμα, μια κατάσταση που διατρέχει τη Νέα Ευρώπη του Άξονα και αποκρύπτει την ουσιαστική συνεργασία στα δρώμενα, με πρόσχημα τη γραφειοκρατική επάρκεια και τη μηχανιστική λειτουργία», διαπιστώνει ο Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ.
Ας κρατήσουμε τον εξοβελισμό από την επίσημη και ανεπίσημη μνήμη της «ελληνικής Εβραϊκής εξόντωσης». Στην υπ’ αριθμόν 1 συντακτική πράξη «Περί επιβολής κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων μετά του εχθρού» της κυβέρνησης εθνικής ενότητας (ΦΕΚ 6/11/19944) απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην τύχη των Εβραίων της χώρας και η μέριμνα αναζήτησης εντόπιων συνεργατών στο έργο εξόντωσης τους!!!
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξιστόρηση της αντιφατικής, πολύμορφης και τελικά σωτήριας σχέσης του Εβραϊκού στοιχείου και της Αριστεράς-ΕΑΜ, «δύο χώροι που ήρθαν σε σύγκρουση με το Ναζισμό, αποκτώντας με αυτόν σχέσεις εχθρότητας και θανάτου, έμειναν αναμεταξύ τους ξένοι στις κρίσιμες στιγμές».
Οι εκκλησιαστικές αρχές μαζί με το ποίμνιο τους αρχικά παρακολούθησαν και αυτές με «ουδετερότητα-αδιαφορία» τα ναζιστικά σχέδια, για να δράσουν μόνο όταν η «Τελική Λύση» το 1943 μπήκε στο ύστερο στάδιο υλοποίησης της. Οργή προκαλεί η εκ των υστέρων παρέμβαση του πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου και η μοναδική έννοια του Ι. Ράλλη για τα Τάγματα Ασφαλείας του.
«Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ελληνική κοινωνία δεν ακολούθησε τις αντισημιτικές διαθέσεις των Ναζί, αλλά θεώρησε ότι ήταν ένα εσωτερικό πρόβλημα μεταξύ Γερμανών-Εβραίων, όχι μια Εθνική –για τους Έλληνες και την Ελλάδα- υπόθεση», γράφει ο Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ. Να προσθέσουμε τις σαφείς και πολυποίκιλες ταξικές αντιθέσεις, την περιχαράκωση της μειονότητας (στόχος της κρατικής εξουσίας, αλλά και της εβραϊκής ηγεσίας) που δυσκόλευαν τη συνεργασία και την αδιέξοδη τάση συνδιαλλαγής της Εβραϊκής ηγεσίας.
Η διακοπή της επίσκεψης του προέδρου της Δημοκρατίας Κ.Παπούλια στην Αλβανία, προκάλεσε συζήτηση σχετικά με το θέμα των Τσάμηδων και το μειονοτικό βαλκανικό ζήτημα. Καρατζαφέρης και Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επικρότησαν την ακραία προεδρική συμπεριφορά, ενώ και έντυπα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς προβάλλουν τον κίνδυνο της εθνικιστικής περικύκλωσης της Ελλάδας και τη θεωρία της συλλογικής ευθύνης των Τσάμηδων. Αντάρτες του Ζέρβα, κατηγορούμενοι για σωρεία άγριων εγκλημάτων κατά των μειονοτικών πληθυσμών, καλούνται σε εκπομπές και εκφράζουν ακραίες θέσεις.
Το παρελθόν διαπλέκεται με το παρόν θέλοντας να καθορίσει το μέλλον; Η μνήμη συσκοτίζεται. Οι εθνικές σημαίες θέλουν να επικυρώσουν την ενσωμάτωση των εργαζομένων στους αστικούς στόχους. Ο ιστορικός Λ.ΜΠΑΤΣΙΩΤΗΣ σε άρθρο του στην ΑΥΓΗ (6/11/2005) θεωρεί ότι “η αλβανική κοινωνία είναι ίσως η μοναδική βαλκανική κοινωνία στην οποία υπάρχει πλήρης και καθολική αποδοχή των εθνικών μύθων και κατασκευών που εδραιώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και εμπεδώθηκαν επί Χότζα”.
Είναι προτιμότερο να διαπιστώσουμε το ρόλο που παίζει ο εθνικισμός την εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού τόσο σε επίπεδο ενσωμάτωσης του εσωτερικού εχθρού, όσο στην διατύπωση Μεγαλοιδεατικών στόχων. Ιδιαίτερα όταν γίναμε μάρτυρες της ανόρθωσης του καπιταλισμού στα “πρώην σοσιαλιστικά Βαλκάνια” με την έξαρση του κοινωνικού πολέμου, έχοντας ως αποκορύφωση τους κατακτητικούς πολέμους, την εθνοκάθαρση και την προσφυγιά. Της δράσης των κοσμοπολιτών της Ε.Ε. που πρόταξαν τα εθνικά αστικά συμφέροντα τους διεκδικώντας Ζώνες Επιρροής και Αγορές, συνεργαζόμενοι με όλους τους εθνικιστές ηγέτες της Βαλκανικής. Των ανθρωπιστικών βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ, των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που συχνά εκμεταλλεύονται τις τοπικές αντιθέσεις, πυροδοτώντας την ένταση. Της ιμπεριαλιστικής επέλασης της Ελλάδας, που μεταξύ άλλων προχώρησε δύο φορές σε Οικονομικό Πόλεμο κατά της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Όταν το αυτονόητο δικαίωμα να ονομαστεί ο γειτονικός λαός όπως επιθυμεί προσκρούει στην άρνηση των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ακροδεξιών-εκκλησίας, αλλά και στην αντίθεση του ΣΥΝ-ΚΚΕ που προτείνει “Γεωγραφικό και όχι εθνικό προσδιορισμό” συντασσόμενοι στο αρραγές εθνικό μέτωπο.
Το βιβλίο αναφέρει ότι “για τους Έλληνες, η καταστροφή της μειονότητας ήταν περίπου επιβεβλημένη”. “Αμετανόητοι, φανατικοί ανθέλληνες και εγκληματικές φυσιογνωμίες” η φιλολογία της εποχής. Διανοούμενοι που διαμαρτύρονταν για το ολέθριο σφάλμα να μην τους συμπεριλάβει η ανταλλαγή πληθυσμού του 1923-26, αναζητούν άλλη διπλωματική ευκαιρία.
Η εγκατάσταση χριστιανών προσφύγων Μ.Ασίας εντείνει τις πιέσεις. Η ελληνική διοίκηση στοχεύει στην ελληνοποίηση της περιοχής, «προωθεί» την αποχώρηση τους στην Αλβανία. Πρόσφυγες και “φυγόδικοι”, όπως χαρακτηρίζονται οι ανυπότακτοι στις ελληνικές επιδιώξεις, “σχηματίζουν μια κοινότητα εκπατρισμένων Τσάμηδων που έφερε βαριά την αίσθηση της ταπείνωσης και αδικίας”, στην Αλβανία..
Η Ιταλία ενέταξε το ζήτημα της Τσαμουριάς στο διπλωματικό της οπλοστάσιο, ενθαρρύνοντας φασιστικού τύπου αλυτρωτικές κινήσεις στους Τσάμηδες του εξωτερικού. Μια προμελετημένη σύγκρουση μεταξύ των τελευταίων και ελληνικών στρατευμάτων θέλει να χρησιμοποιήσει ο Μουσολίνι ως αφορμή για την εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης της 28ης Οκτωβρίου, αλλά και λελογισμένα να τους στρέψει κατά του ελληνικού στρατού, “ώστε να μην φαντασθούν ότι αυταί κατέκτησαν την Ήπειρο”, όπως αναφέρεται στο ΠΡΑΚΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΤΗ ΡΩΜΗ, 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, που συμπεριλαμβάνεται στον 4ο τόμο του ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ του Ι.ΜΕΤΑΞΑ.
Συγκλονιστική η περιγραφή των απόλυτων διλημμάτων που αντιμετώπισαν οι Τσάμηδες της Ηπείρου, των διώξεων-εκτοπίσεων από τις ελληνικές αρχές. Η άφιξη στην Τσαμουριά Ιταλικών στρατευμάτων και εθελοντών δίνει τη δυνατότητα «αντεκδίκησης», ενώ η ελληνική επανακατάληψη επιβάλλει καθεστώς κατοχής και “τιμωρεί”.
Στην Κατοχή πέρα από τα περιστατικά κοινωνικής παθογένειας, αυξημένα λόγω της ανώμαλης περιόδου, εντοπίζουμε έντονα γεγονότα βεντέτας. Η κατάρρευση του επίσημου κράτους επιτρέπει στους Ιταλούς να δημιουργήσουν μια παράλληλη Χωροφυλακή από Τσάμηδες, που παράλληλα συγκροτούν το Εθνικό Αλβανικό Συμβούλιο (ΞΙΛΙΑ). ΕΔΕΣ και ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (που ενσωματώνει και πολλούς Τσάμηδες) αναπτύσσονται, με τελείως διαφορετικές συμπεριφορές απέναντι στους δοσίλογους, τη μειονότητα και τις αρχές κατοχής. Το 1944 πραγματοποιούνται εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΔΕΣ, για να προκαλέσουν 22000-25000 πρόσφυγες και περιορισμένες αντιδράσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένη κίνηση του Λ.ΖΕΡΒΑ. Η «ελληνοποίηση» της Ηπείρου είχε συντελεστεί, καθώς αποτελεί εφαλτήριο διεκδίκησης της Β.Ηπείρου. Ο Ι.ΜΕΤΑΞΑΣ, στο Υπουργικό Συμβούλιο της 16ης Αυγούστου 1940 δηλώνει: «Εάν νικήση η Μ.Βρεττανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας στην Ανατολική Μεσόγειο είναι βεβαίως περίλαμπρο. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν», σύμφωνα με του Α.ΤΖΙΦΟΥ «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ». Στην συλλογική μελέτη Η ΕΛΛΑΔΑ ’36-’49, ο Ε.ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ αναφέρει “ήδη τον Ιούνιο του 1941 ο πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης Ε.Τσουδερός καθόρισε ως διεκδικούμενα εδάφη τα Δωδεκάνησα, τη Β.Ήπειρο, την Κύπρο”. Εξάλλου τόσο η εξόριστη κυβέρνηση, όσο και ο Γ.Παπανδρέου θεωρούσαν ως μοναδικό μέσο της νομιμοποίησης τους “τη δραστηριότητα τους στα εθνικά ζητήματα” καταγράφει ο Γ.ΦΑΡΑΚΟΣ στην ίδια μελέτη. Εμφύλιος-Ψυχρός πόλεμος εμπόδισαν την ευόδωση των “εθνικών επεκτατικών επιδιώξεων”.
Αντιφατική παρουσιάζεται η στάση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Με σημαία του την εθνική ενότητα, το ΚΚΕ από το 1943 μιλά σύμφωνα με τον Γ.ΦΑΡΑΚΟ “όχι μόνο για την απελευθέρωση όλων των εδαφών που άνηκαν προηγουμένως στην Ελλάδα, αλλά και για την ανάγκη διαρρύθμισης των συνόρων, ιδιαίτερα προς τη Βουλγαρία”, προκαλώντας τη μήνη του Ν.Ζαχαριάδη στην 7η Ολομέλεια της Κ.Ε. του 1950, όπου καταδίκαζε την “όλη Εαμική εθνικιστική κληρονομιά και πίεση […] απαίτηση για τη διαρρύθμιση των συνόρων […] όλος εκείνος ο κύκλος των Εαμικών εθνικών διεκδικήσεων”. Ο Μ.ΔΑΛΙΑΝΗΣ στο βιβλίο του Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ (1940-1944) αποκαλύπτει ότι “την παρουσίαση από τα στελέχη της Ελληνικής Μειονότητας των εθνικών διεκδικήσεων και δικαιωμάτων οι απεσταλμένοι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τη θεωρούσαν νόμιμη πατριωτική έκφραση, ενώ από την άλλη πλευρά, στελέχη του ΚΚΑ-FNCL τη θεωρούσαν σαν καλυμμένη σοβινιστική υπονόμευση του Αγώνα». Οι διαφορετικές αυτές αντιλήψεις οδηγούν την ηγεσία του ΚΚΑ-FNCL τον Απρίλιο του 1944, να ζητήσει την απομάκρυνση των Ελλήνων οργανωτών του ΕΑΜ!!!
Κρίνουμε σκόπιμο να εκφράσουμε τη διαφωνία μας με τη θέση που πρεσβεύει ο Γ.ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, στην συνέντευξη που παραχώρησε στην ΕΠΟΧΗ (6-11-2005), ότι “το πρόβλημα των Τσάμηδων είναι ηθικό και έμμεσα πολιτικό, όπου μια συμβολική κίνηση από την ελληνική πλευρά θα αρκούσε για να εκτονώσει το κλίμα”. Πιστεύουμε ότι πρόκειται για ένα βαθύτατα πολιτικό ζήτημα, πτυχή του ανταγωνισμού των Βαλκανικών αστικών τάξεων. Ορθά ο Λ.ΜΠΑΤΣΙΩΤΗΣ διαπιστώνει: “το Τσάμικο ζήτημα χρησιμοποιήθηκε από την αλβανική πολιτική μέχρι περίπου το 1995, εκτός από ζήτημα εσωτερικής κατανάλωσης, ως διαπραγματευτικό χαρτί στην ελληνοαλβανική διαμάχη και στην εν πολλοίς επιθετική, ή έστω άγαρμπη, επίσης, τότε ελληνική πολιτική απέναντι στην Αλβανία. Αργότερα, αν και το ζήτημα των Τσάμηδων ποτέ δεν είναι απόν (π.χ. Ιλίρ Μέτα το 1999), ατονεί ως πραγματικό διαπραγματευτικό ατού”.
Την απάντηση των προβλημάτων στο σήμερα δεν θα δώσει ασφαλώς η Ιστορία. Στο επικίνδυνο Αδιέξοδο των “εθνικών πολιτικών” έχουμε υποχρέωση να αντιπαραβάλλουμε τον Εργατικό Διεθνισμό. Την πάλη των Βαλκάνιων εργαζομένων ενάντια στη Δικτατορία των νόμων της Αγοράς, για τα κοινά εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα, ελευθερίες σε όλους ανεξάρτητα το χρώμα-φυλή-θρήσκευμα.
ΑΘΗΝΑ 2005
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου