Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Αφιέρωμα στην 28η Οκτωβρίου 1940:«Η ιστορία είναι πάντοτε μια σύγκρουση»

Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς αποτιμά τη συλλογική έρευνα για την Κατοχή και τον Εμφύλιο, στη σειρά «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα»

Στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου στην αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ παρουσιάστηκαν οι τόμοι Γ1 και Γ2 της «Ιστορίας της Ελλάδας του 20ού αιώνα» (εκδόσεις Βιβλιόραμα). Πρόκειται για μια πρωτογενή συλλογική δουλειά παλαιότερων και νεότερων ιστορικών, οι οποίοι διατρέχουν και αποτιμούν τις σημαντικές ιστορικές στιγμές στην Ελλάδα τον αιώνα που πέρασε. Στο πάνελ των ομιλητών αυτών των δύο τόμων, που αφορούν την Κατοχή και την Αντίσταση, ήταν ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος, ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Ηλίας Νικολακόπουλος, οι καθηγητές Ιστορίας και επιμελητές των τόμων Προκόπης Παπαστράτης και Χρήστος Χατζηιωσήφ και ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κωνσταντίνος Τσουκαλάς.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουκαλά στην παρουσίαση των δύο τόμων, στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του για τους λόγους και τα αίτια που οδήγησαν λίγο μετά την Κατοχή και την Απελευθέρωση στον οδυνηρό Εμφύλιο. Κατά την άποψη του καθηγητή Κωνσταντίνου Τσουκαλά «στην Ελλάδα, και αυτή είναι ίσως η τραγική μοίρα της ελληνικής Ιστορίας, ο Ψυχρός Πόλεμος άρχισε δύο χρόνια πριν».

Δέχτηκα να συμμετάσχω στην παρουσίαση των εκδόσεων Βιβλιόραμα, εκτός των άλλων, και για λόγους συναισθηματικούς, πιστέψτε με. Αισθάνομαι ουσιαστικά αναρμόδιος να κρίνω ένα έργο τόσο πλούσιο και πλήρες όσο η τρίτη ενότητα της Ιστορίας της Ελλάδας του 20ού αιώνα, για τον Β΄ Παγκόσμιο, την Κατοχή και την Αντίσταση. Ομως, το γεγονός ότι το επιμελήθηκε και, εν πολλοίς, το έγραψε ο Χρήστος Χατζηιωσήφ με έκανε αμέσως να σκεφτώ τον μέντορα και δάσκαλό μου, τον Νίκο Σβορώνο. Και το να κληθώ να συμβάλω σε μια συζήτηση για μια περίοδο και ζητήματα που απετέλεσαν έργο ζωής για τον δάσκαλό μου, το θεώρησα ηθικό χρέος. Γι’ αυτό ακριβώς αισθάνομαι τιμή μου το ότι βρίσκομαι εδώ.

Η πρώτη μου παρατήρηση αναφέρεται στο εικονογραφικό μέρος. Σπανίως ένα βιβλίο, και κυρίως ένα βιβλίο αυτού του τύπου, είναι τόσο πλούσιο εικονογραφικά - σε σημείο που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι δεν χρειάζεται να το διαβάσει, αρκεί να το διατρέξει κοιτάζοντας τις εικόνες και σφυρίζοντας σε χειμωνιάτικες μέρες εμβατήρια, θούρια ή τον ύμνο της Διεθνούς. Η εικονογράφηση όμως αποτελεί κομμάτι της αφήγησης, γεγονός πολύ σπάνιο: εντάσσεται πλήρως στη λογική της αφήγησης μιας τόσο δύσκολης στην κατανόηση περιόδου.

Μέρος της διεθνούς ιστορίας

Οπως αναφέρεται στην Εισαγωγή -και νομίζω ότι είναι το βασικό νέο που φέρνει- το έργο θέλει να καταστήσει πλέον αδύνατη την αντιμετώπιση της ελληνικής Ιστορίας ως μέρος μιας «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Αυτά που συνέβησαν στην Ελλάδα αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής και της διεθνούς ιστορίας· είναι αδιανόητο να τα θεωρούμε εξελίξεις μιας ειδικής συγκυρίας, που επικαθορίζονται από αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μας, σε κάθε χώρα, αυτή καθαυτή. Ετσι, μπορεί να δει κανείς πόσο ανεπαρκείς και, κατ’ ουσίαν, μεθοδολογικά και επιστημονικά απαράδεκτες είναι οι προσπάθειες που προσπαθούν να διακρίνουν με τρόπο αυστηρό ανάμεσα σε ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Οι ενδογενείς παράγοντες είναι, από τη φύση τους, απολύτως εξαρτημένοι από το ευρύτερο πλαίσιο, στο οποίο εντάσσεται μια χώρα. Μ’ αυτή την έννοια, το γεγονός ότι οι τόμοι Γ1 και Γ2 της Ιστορίας αρχίζουν με την ευρωπαϊκή ιστορία του Μεσοπολέμου, με τις ταξικές, οικονομικές, εργασιακές εξελίξεις σε έναν ευρύτερο χώρο, δίνει το στίγμα μιας προσπάθειας, η οποία, κατά τούτο, είναι υποδειγματική.

Και έχει ιδιαίτερη σημασία -το εισαγωγικό κεφάλαιο επιμένει σ’ αυτό- το ότι στην Ευρώπη, την εποχή πριν από τον Πόλεμο έχουμε μια πολύ μεγάλη εξέλιξη, πολιτική και ιδεολογική: τη βαθμιαία μετάλλαξη του εμφύλιου ευρωπαϊκού πολέμου, ενός ταξικού πολέμου, ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά. Από μια αντίληψη -επικεντρώνομαι στην Αριστερά- που θεωρούσε, βάσει του δόγματος του «σοσιαλφασισμού», ότι οι όλες οι αστικές δυνάμεις μπαίνουν στον ίδιο τορβά, προχωράμε σε μια νέα αντίληψη, η οποία οδήγησε τελικά στα λαϊκά μέτωπα. Αυτός ο καμβάς λοιπόν, ο οποίος στην Ελλάδα δεν μπορούσε να έχει την ίδια μορφή, παίζει σημαντικό ρόλο για να κατανοήσουμε τι σημαίνει, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και του Πολέμου, η ταξική, πολιτική και πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις.

Κοινωνικές αντιφάσεις

Αν το ΕΑΜ μπορεί να χαρακτηριστεί ένα «λαϊκό μέτωπο από τα κάτω», αν δηλαδή η συμμετοχή σε αυτό συγκροτεί ένα κοινωνικό μέτωπο το οποίο εμπεριέχει ανθρώπους που προέρχονταν από κάθε τάξη και κοινωνική κατηγορία, εντούτοις, για λόγους που σχετίζονται με την ιδιαίτερη ελληνική ιστορία, στο επίπεδο της κορυφής, στο επίπεδο των πολιτικών δυνάμεων, δεν μπορούσε να υπάρξει λαϊκό μέτωπο, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχαν άλλες συγκροτημένες λαϊκές δυνάμεις εκτός από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην ευρύτατη λαϊκή, κοινωνική συμμετοχή, και σε μια ηγεσία, η οποία, εις πείσμα της συμμετοχής ορισμένων μικρών σοσιαλιστικών κομμάτων, μονοπωλούνταν ουσιαστικά από το ΚΚΕ αποτελεί βασική παράμετρο για την κατανόηση της κατάστασης.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν έχουμε να κάνουμε ιστορία γεγονότων, μαχών ή περιστατικών, αλλά για μια πολύ ευρύτερη και πολυεπίπεδη προσπάθεια να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές, ταξικές, επαγγελματικές, εργασιακές αλλά και πολιτισμικές εξελίξεις, πράγμα το οποίο, μέχρι τα τώρα, γινόταν κυρίως με τη μορφή χωριστών μελετών. Εδώ, η προσπάθεια οδήγησε σε μια συνθετική αντιμετώπιση του γίγνεσθαι, ως μιας ιστορικής διαδικασίας η οποία μετέχει ταυτοχρόνως όλων αυτών των επιπέδων και των παραμέτρων, επί τη βάσει των οποίων γίνονται οι κοινωνικές αλλαγές. Ετσι, είναι σαφές ότι η Ιστορία δεν μπορεί να διαβαστεί παρά μόνον ως μια σύνθεση πολλών, πολυπαραγοντικών στοιχείων, τα οποία νομίζω ότι φωτίζονται με τρόπο υποδειγματικό.

Θετική προκατάληψη

Μια ακόμα παρατήρηση, η οποία είναι και η σημαντικότερη, σε ό,τι με αφορά. Είναι πολύ σπάνιο ένας συλλογικός τόμος, σε εποχές που η λεγόμενη «νέα ιστορία», επιτάσσει ένα είδος ευρύτερης αποστασιοποίησης σε σχέση με το παρελθόν, έναν τηλεσκοπικό φακό, ο οποίος υποτίθεται ότι δεν πρέπει να παίρνει θέση και δεν πρέπει να προδίδει την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα των συγγραφέων, να πηγαίνει ενάντια στο ρεύμα. Είναι σαφές, από τον λόγο τον οποίο επιλέγουν οι περισσότεροι, τουλάχιστον, συγγραφείς, ότι στις μελέτες των δύο τόμων υπάρχει μια σαφέστατη πολιτική και ιδεολογική προκατάληψη -υπογραμμίζω τη λέξη- και αυτό το θεωρώ πολύ σωστό. Πρόκειται για ένα έργο που δεν συμψηφίζει, δεν κάνει συγκερασμό απόψεων, δεν οδηγεί σε μέσους όρους μιας γενικά αποδεκτής ιστοριογραφίας, αλλά έχει το θάρρος -και αυτό αποτελεί τη μεγάλη του αρετή- να επιχειρεί μια ανάλυση, την οποία δεν διστάζει να τη θεωρήσει ταξική: οι κοινωνικές τάξεις, οι κοινωνικές συγκρούσεις, η σύγκρουση αυτή καθεαυτή δεν αποτελούν ένα επιφαινόμενο της Ιστορίας, αλλά είναι ήδη εγγεγραμμένες, στο βιβλίο, μέσα στον τρόπο ανάγνωσης της Ιστορίας και των περιστατικών.

Το έργο αυτό καταφέρνει, με φρέσκια ματιά και με πολύ μεγάλη επιμονή στη διερεύνηση των πηγών να δείξει τι μπορεί να είναι μια νέα μαρξιστική Ιστορία, η οποία θα έχει αποτινάξει τον δογματισμό του παρελθόντος, αλλά όχι και το βασικό στοιχείο, στο οποίο πιστεύω ότι πρέπει να εμμείνουμε: ότι η Ιστορία είναι σύγκρουση, και η σύγκρουση δεν είναι αξιολογικά ελεύθερη και ουδέτερη· επομένως, ένας ιστορικός που προφασίζεται ή θέλει να είναι ουδέτερος, δεν μπορεί ποτέ να μπει στην ουσία, τη συγκρουσιακή ουσία της Ιστορίας. Στηριζόμενοι σε αυτές τις αφετηριακές υποθέσεις, οι συγγραφείς αναλαμβάνουν μια βαρύτατη ευθύνη, καθώς αρνούνται να αποσιωπήσουν, να στρογγυλέψουν, ή να συζητήσουν με μια οποιαδήποτε, εκ του μακρόθεν, τηλεσκοπική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Η αφήγηση δεν έχει την ευκολία, την οποία δείχνουν πολλοί σύγχρονοι «ανατόμοι» της πραγματικότητας, οι οποίοι αρκούνται να περιγράφουν και να μετράνε γεγονότα. Εδώ υπάρχει άποψη, και αυτή είναι που καθιστά το έργο εξαιρετικά ενδιαφέρον, θα έλεγα πολύτιμο.

Τέλος, θέλω να σταθώ σε ένα μικρό -στην πραγματικότητα τεράστιο- σημείο: στο ερώτημα του Χρήστου Χατζηιωσήφ, στο καταληκτικό κεφάλαιο, γιατί, εάν το ΚΚΕ είχε σκοπό να καταλάβει την εξουσία, δεν έδρασε διαφορετικά, την κατάλληλη στιγμή. Το ερώτημα αυτό είχε τεθεί ήδη, εδώ και χρόνια, από τον Κρις Γουντχάουζ, και οι πραγματολογικές απαντήσεις που δίνονται είναι σαφώς ελλιπείς. Ο συγγραφέας το ξέρει, το υπογραμμίζει και αναστρέφει το ερώτημα -και αυτή είναι μια μεγάλη συμβολή του στην προβληματική της περίοδο. Το ερώτημα δεν είναι μόνον γιατί το ΚΚΕ σύρθηκε στη σύγκρουση ή επέλεξε τη σύγκρουση, υπάρχει και το αντίστροφο, το αντικριστό ερώτημα: Για ποιο λόγο οι αστικές πολιτικές δυνάμεις αρνήθηκαν και απέκλεισαν οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση;

Ψυχρός πόλεμος

Θα ’λεγε κανείς ότι αυτή η απόλυτη αδυναμία συνεννόησης των μεν με τους δε αποτελεί προανάκρουσμα μιας μεταγενέστερης εξέλιξης, σε διεθνές επίπεδο: στην Ελλάδα, και αυτή είναι ίσως η τραγική μοίρα της ελληνικής Ιστορίας, ο Ψυχρός Πόλεμος άρχισε δύο χρόνια πριν. Αυτό είναι το περίεργο. Και για να το εξηγήσουμε δεν αρκούν, όπως επισημαίνεται πολύ σωστά στην Εισαγωγή, οι συγκυριακές εξηγήσεις. Πρέπει να πάμε βαθύτερα και να δούμε ποιες είναι, και ποιες θα μπορούσε να είναι, οι σχέσεις ανάμεσα σε ένα πολιτικό σύστημα (που δεν ήταν αντιπροσωπευτικό, αλλά κατακερματισμένο σε ομάδες ή φατρίες, οι οποίες συνεννοούνταν ή συνενώνονταν με άξονα την εξουσία) και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο ηγούνταν ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος, στο οποίο όμως δεν είχε συγκροτημένες πολιτικές συμμαχίες, διότι δεν μπορούσε να έχει. Νομίζω ότι η αντίφαση αυτή αναδεικνύεται πολύ ωραία στο έργο, και ακριβώς μας δίνει τη δυνατότητα, εφεξής, να ξανασκεφτούμε τις ιστορικές εξελίξεις της περιόδου κάτω από μια νέα προοπτική.

Hμερομηνία : 09-12-2007
Copyright: http://www.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου