Η νέα γραμμή Μεταξά
Θα 'πρεπε, ίσως, να το περιμένουμε. Η φετινή επέτειος του ελληνοϊταλικού πολέμου αποδείχθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την (ανεπίσημη, αλλά πανηγυρική) αποκατάσταση του «αδικημένου» Ιωάννη Μεταξά από τα περισσότερα ΜΜΕ. Και, ταυτόχρονα, για τη διακριτική αποκάθαρση της συλλογικής μας μνήμης από τα τελευταία υπολείμματα της κριτικής των μεταπολιτευτικών χρόνων προς τον εγχώριο φασισμό, προπολεμικό και κατοχικό.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια αυτής της αποκατάστασης: στα αφιερώματα που έδωσαν τον τόνο του γιορτασμού, ο Μεταξάς εξυμνείται όχι μόνο για το «Οχι» της 28ης Οκτωβρίου 1940, αλλά και για τα εξοπλιστικά προγράμματά του - κυρίως αυτά.
*Για τον πρώην ευρωβουλευτή της Ν.Δ. (και νυν εισηγητή των συνταγματικών μας μεταρρυθμίσεων) Γιάννη Μαρίνο, π.χ., ο Μεταξάς «ήταν ο πρώτος αντιστασιακός, κι ας μην αναφέρεται αυτό» στην «επιμελώς παραποιημένη ιστορία της χώρας μας του 20ού αιώνα». «Οι Ιταλοί θα έκαναν αναίμακτη παρέλαση στην Αθήνα, αν ο δικτάτορας δεν αντέκρουε με το υπερήφανο ΟΧΙ του τον ομοϊδεάτη του Μουσολίνι και -το ακόμη σημαντικότερο- αν δεν είχε μεριμνήσει κατά την περίοδο 1936-1940 για την προετοιμασία και τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων» («Το Βήμα», 29.10.06).
*Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Λεωνίδας Μπλαβέρης της «Απογευματινής» θεωρεί πως «το θαύμα» του '40 οφείλεται κατά κύριο λόγο στους «συστηματικούς όσο και αθόρυβους» εξοπλισμούς που έβαλε μπροστά ο Μεταξάς μόλις πήρε την εξουσία. Εκτιμά μάλιστα πως «ο αγώνας αυτός της προς πόλεμο προετοιμασίας της χώρας μας ήταν τιτάνιος, καθώς οι Ε.Δ. είχαν παραμεληθεί πλήρως από όλες τις κυβερνήσεις μετά το οδυνηρό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας» (27.10.06).
*Αλλά και ο Π. Μαλούχος δεν φείδεται καλών λόγων για το Μεταξά, που «προετοίμασε στρατιωτικά τη χώρα όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε» («Καθημερινή», 28.10.06). Μπορεί, στο κάτω κάτω της γραφής, να επικαλείται τα ενθουσιώδη εύσημα που απονέμουν στο δικτάτορα οι συνομιλητές του, Γρηγόρης Φαράκος και Μίκης Θεοδωράκης.
Να υποθέσουμε ότι όλοι αυτοί που κατακεραυνώνουν την «παραποιημένη ιστορία» των μεταπολιτευτικών χρόνων, εξυμνώντας την πολεμική προπαρασκευή του Μεταξά, μάλλον δεν έχουν μπει στον κόπο να ξεφυλλίσουν ούτε καν τις επίσημες (μετεμφυλιακές) εκδόσεις του ΓΕΣ ή τα βιβλία των «αλβανομάχων» στρατηγών.
Αν το έκαναν, θα διαπίστωναν ότι οι υπέρογκες πολεμικές δαπάνες της 4ης Αυγούστου ουδόλως συνέβαλαν στην απόκρουση της ιταλικής επίθεσης, καθότι μονομερώς προσανατολισμένες στην απόκρουση του βουλγαρικού κινδύνου και -το κυριότερο- απόλυτα αναχρονιστικές: 2 ολόκληρα δισ. δρχ. έφυγαν για τα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά» στην Ανατ. Μακεδονία, έναντι μόλις 1½-2 εκατομμυρίων (ένα τοις χιλίοις!) που δαπανήθηκαν στην ελληνοαλβανική μεθόριο! Τις παραμονές του πολέμου η στρατιά της Ηπείρου δεν διέθετε αντιαρματικά όπλα, το δε απόσπασμα της Πίνδου το πρωί της 28ης Οκτωβρίου «ευρέθη άνευ εφεδρικών πυρομαχικών»! Οσο για τα ορειβατικά πυροβόλα που συνέβαλαν στην απόκρουση των Ιταλών, αυτά είχαν αγοραστεί το 1925-26, πολύ πριν τη μεταξική δικτατορία (Σπ. Λιναρδάτος, «Η εξωτερική πολιτική της 4ης Αυγούστου», σ. 283-322).
Και να σκεφτεί κανείς ότι, σε αντίθεση προς τις μεσοπολεμικές δημοκρατικές κυβερνήσεις, το καθεστώς Μεταξά επιβάρυνε τον ελληνικό λαό με τερατώδεις στρατιωτικές δαπάνες αλλά ο «ιδιοφυής» δικτάτορας αποδείχθηκε ανίκανος να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στο χώρο της στρατηγικής, προτιμώντας να ταΐσει τις στρατιές των εργολάβων που ανέλαβαν την κατασκευή της Γραμμής «του».
Ψιλά γράμματα, βέβαια, όλα αυτά για τους όψιμους υμνητές του. Και καλά, βιβλίο δεν ανοίγουν. Τη λαϊκή έκφραση «πήγε υπέρ αεροπορίας», που (εμπνευσμένη από τους αναγκαστικούς εράνους και τις κατασχέσεις τραπεζικών μικροκαταθέσεων από τον δικτάτορα) σημαίνει λεφτά πεταμένα στο βρόντο, δεν την έχουν ακούσει;
Φυσικά, λίγοι έφτασαν στο επίπεδο των «Φακέλων» του Mega, που κατόρθωσαν να απονείμουν εύσημα στο Μεταξά για... φιλελευθερισμό (βλ. διπλανή στήλη). Ομως, η πιο ενδιαφέρουσα λαθροχειρία των φετινών επετειακών αφιερωμάτων δεν αφορά το πρόσωπο του ίδιου του Μεταξά αλλά το διακριτικό «ξέπλυμα» των δωσιλόγων επιγόνων του.
Οι λογοκριμένες φωτογραφίες
Ο λόγος για τη μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στο ιστορικό λεύκωμα «Εικόνες Κατοχής», με φωτογραφίες της περιόδου 1941-44 που ανακάλυψε στα γερμανικά αρχεία ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Βάσος Μαθιόπουλος. Η πρώτη δημοσίευση αυτού του υλικού είχε γίνει το 1980 σε συνέχειες στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Ακολούθησε το Μάιο της ίδιας χρονιάς η έκδοσή του σε βιβλίο με ίδιο κασέ από τις εκδόσεις «Μετόπη». Ταυτόχρονα παρουσιάστηκε σε εκθέσεις κι εκδηλώσεις στην Αθήνα, τα Χανιά, το Ηράκλειο, το Βόλο και τη Σουηδία. Το 1990 το βιβλίο επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις «Ερμής».
Με τον ίδιο ακριβώς τίτλο αλλά κάπως διαφορετική σελιδοποίηση οι «Εικόνες Κατοχής» διανεμήθηκαν το περασμένο Σάββατο από τα «Νέα» στην τέταρτη (και μαζικότερη, υποθέτουμε) επανέκδοσή τους. Μόνο που, τούτη τη φορά, το αόρατο ψαλίδι της λογοκρισίας έκανε το θαύμα του, εξαφανίζοντας (χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση προς τον αναγνώστη) ακριβώς εκείνο το τμήμα του βιβλίου που είχε προκαλέσει αίσθηση το 1980!
Πρόκειται για το 12ο (και τελευταίο) κεφάλαιο της έκδοσης του 1980/1990, με τίτλο «Μια μέρα του 1944» και αντικείμενο τη δράση των ταγματασφαλιτών στο πλευρό της Βέρμαχτ (σ. 235-53). Το κεφάλαιο αυτό περιελάμβανε 27 συνολικά φωτογραφίες, οι 18 απ' τις οποίες είχαν τραβηχτεί κατά τη διάρκεια μιας εκκαθαριστικής επιχείρησης («μπλόκο») στον Κάλαμο Αττικής, το Μάρτιο του 1944: περικύκλωση του χωριού, έρευνες στα σπίτια, συγκέντρωση των ανδρών στην πλατεία, ανακρίσεις των συλληφθέντων. Τέσσερις άλλες φωτογραφίες είχαν θέμα τον απαγχονισμό πέντε Αθηναίων από τους ταγματασφαλίτες στα Ιλίσια, το πρωί της 5ης Απριλίου 1944, σε μια τυπική επιχείρηση «αντιποίνων» της εποχής - ανάμεσά τους και η γνωστή φωτογραφία του γερμανοτσολιά που ποζάρει χαμογελαστός στο φακό, δίπλα στο αιωρούμενο πτώμα ενός από τα θύματά του. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες απεικονίζουν τον συνταγματάρχη Πούλο να βγάζει λόγο σε χωριό της Κοζάνης κάτω από τη χιτλερική σημαία, έναν ένοπλο «εθελοντή» (με περιβραχιόνιο που συνδυάζει τη γαλανόλευκη, το σήμα της νίκης και τη σβάστικα), καθώς και στιγμές από τη συνεργασία των ταγματασφαλιτών με τους γερμανούς αξιωματικούς συνδέσμους τους. Τις φωτογραφίες συνοδεύει, όπως και στα υπόλοιπα κεφάλαια, ένα τρισέλιδο κείμενο του Βάσου Μαθιόπουλου σχετικό με τους λόγους δημιουργίας και το ρόλο των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Οταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, το κεφάλαιο αυτό ήταν που έκανε τη μεγαλύτερη αίσθηση. Γι' αυτό, άλλωστε, είχε επιλεγεί -σαν «κράχτης»- ως το πρώτο δημοσίευμα της σειράς του «Ταχυδρόμου». Εκείνη την εποχή οι ταγματασφαλίτες αναγνωρίζονταν ακόμη σαν... αντιστασιακοί με βάση το χουντικό Ν.Δ. 179/69 - διάταγμα που οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του Κωνταντίνου Καραμανλή (του παλαιότερου) και του Γεωργίου Ράλλη (γιου του κατοχικού πρωθυπουργού και ιδρυτή των Ταγμάτων Ασφαλείας) αρνούνταν πεισματικά να καταργήσουν.
Η σκανδαλώδης αυτή προνομιακή μεταχείριση των ένοπλων συνεργατών του κατακτητή αποτελούσε ένα από τα κλασικά επιχειρήματα με τα οποία η αντιπολίτευση της εποχής (από την Ενωση Κέντρου ώς την κομμουνιστική αριστερά) και η λεγόμενη τότε «φωτισμένη δεξιά» (με κύριο εκφραστή τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο) διεκδικούσαν την αναγνώριση (και) της εαμικής αντίστασης από την Πολιτεία.
Στη δεδομένη συγκυρία, οι επίμαχες φωτογραφίες λειτούργησαν ως ένα πρόσθετο -κι αδιάψευστο- τεκμήριο, όπως διαπιστώνουμε και από την σχετική συζήτηση στη Βουλή: «Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν στον "Ταχυδρόμο" ανατριχιαστικές φωτογραφίες ανθρώπων που φαίνονται Ελληνες, με ελληνική στολή ή γερμανική στολή, να συλλαμβάνουν άλλους συνέλληνες ή να τους υποδεικνύουν στους Γερμανούς», διαβάζουμε λ.χ. σε ομιλία του Γιάννη Αλευρά, κατά τη συζήτηση επερώτησης του ΠΑΣΟΚ (14.4.1980). «Και ακόμα φωτογραφίες με φρικιαστικές κρεμάλες πατριωτών Ελλήνων, που υπήρξαν θύματα των ταγματασφαλιτών και των απάτριδων, τους οποίους η ελληνική Πολιτεία αναγνώρισε σαν πατριώτες και σαν εθνικώς αντισταθέντες πολίτες. Απεναντίας, εκείνους που πολέμησαν τους Γερμανούς και έκαναν πραγματικά Εθνική Αντίσταση η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τούς αρνείται όχι μόνο την αναγνώριση, αλλά τους βάζει στην κοινή περιφρόνηση με την όλη στάση, τη διαγωγή και τη συμπεριφορά της». (Δύο βδομάδες νωρίτερα, τα ΜΑΤ είχαν τσακίσει στο ξύλο τους αντιστασιακούς που επιχειρούσαν να παρελάσουν στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου).
Κι όμως, αυτά ακριβώς τα ντοκουμέντα που χάρισαν στις «Εικόνες Κατοχής» τη φήμη τους κόπηκαν από την τωρινή έκδοση των «Νέων». Ενώ στα υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου η νέα σελιδοποίηση συνοδεύθηκε από λελογισμένη περικοπή (συνήθως ομοειδών) φωτογραφιών, το κεφάλαιο «Μια μέρα του 1944» εξαφανίστηκε ολοσχερώς - τόσο το συνοδευτικό κείμενο του Βάσου Μαθιόπουλου όσο και 21 από τις 27 φωτογραφίες (77,8%). Μόλις 6 φωτογραφίες, οι πιο ανώδυνες, διασκορπίστηκαν σε μέγεθος γραμματοσήμου σε διάφορα μέρη του βιβλίου, ως ξεκάρφωτη εικονογράφηση άσχετων κειμένων. Μια από τις έξι αφορά τους απαγχονισμούς των Ιλισίων, η λεζάντα όμως δεν αναφέρει το παραμικρό για ταγματασφαλίτες...
Η λογοκριτική φύση αυτής της επιλογής είναι προφανέστατη, αν λάβουμε υπόψη ότι οι κομμένοι ταγματασφαλίτες -ενός μόνο από τα 12 κεφάλαια- αντιπροσωπεύουν το 45,7% των συνολικών περικοπών (21 από τις 46 φωτογραφίες που κόπηκαν από αρχικό σύνολο 245). Εξίσου επιλεκτικές φαίνεται πως υπήρξαν, άλλωστε, και οι σημαντικότερες απ' τις υπόλοιπες περικοπές: το μόνο κεφάλαιο που περικόπηκε πάνω από το μέσο όρο είναι αυτό που απαθανατίζει την υπογραφή της συνθηκολόγησης απ' τον Τσολάκογλου (6 από τις 17 φωτογραφίες, ή 35,3%), ενώ από τις μικρότερες φωτογραφικές ενότητες η μόνη που εξαφανίστηκε πλήρως στη νέα έκδοση αφορά το προσκύνημα του αρχηγού των SS και της Γκεστάπο, Χάινριχ Χίμλερ, στην Ακρόπολη (σ. 88-89 της έκδοσης του 1990). Αντίθετα, μηδενικές ή σχεδόν μηδενικές απώλειες υπέστησαν τα κεφάλαια τα σχετικά με το Ρούπελ (κεφ. 2), την είσοδο της Βέρμαχτ στην Πελοπόννησο (κεφ. 6), τη μάχη της Κρήτης (κεφ. 7) ή το συγκλονιστικό ντοκουμέντο της εκτέλεσης 25 κατοίκων του χωριού Κοντομάρι από τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές (κεφ. 10-11). Το τελικό προϊόν είναι έτσι «εθνικά ορθό» και προπαντός ξαλαφρωμένο από τα φωτογραφικά πειστήρια της ένοπλης συνεργασίας και της ιδεολογικής διαπλοκής ενός τμήματος της κατοχικής ελληνικής κοινωνίας με τους χιτλερικούς κατακτητές.
Ο ανυποψίαστος αναγνώστης που ξεφυλλίζει το βιβλίο, έχοντας ακούσει κάτι από το θρύλο του, ουδόλως πληροφορείται αυτές τις αλλαγές. Απεναντίας, διαβεβαιώνεται για την αυθεντικότητα της αναπαραγωγής του μέσω μιας «σημείωσης», σύμφωνα με την οποία «"Τα Νέα" δημοσιεύουν τις λεζάντες και τα κείμενα του συγγραφέα όπως ακριβώς γράφτηκαν στην έκδοση του 1980» (σ. 7). Αναφορά στις περικοπές δεν υπάρχει ούτε στο μοναδικό νέο κείμενο, τον σύντομο πρόλογο που έγραψε γι' αυτή την έκδοση ο Βάσος Μαθιόπουλος.
Επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά με το συγγραφέα, ζητώντας να πληροφορηθούμε τα κριτήρια αυτού του ακρωτηριασμού της ιστορικής έκδοσης. Μας διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος δεν είχε την παραμικρή ανάμειξη σ' αυτή την επιλογή κι ότι απλώς συναίνεσε στη συμφωνία του εκδότη του με τα «Νέα» για διανομή μιας συμπτυγμένης εκδοχής του αρχικού βιβλίου. Η αυθεντική μορφή των «Εικόνων Κατοχής», μας τόνισε, θα ξανακυκλοφορήσει στα τέλη Νοεμβρίου από τον «Ερμή», με 12σέλιδη καινούρια εισαγωγή του ίδιου. Σχετική αναφορά σ' αυτή την «ετοιμαζόμενη τέταρτη έκδοση» υπάρχει και στον σύντομο πρόλογό του.
Εκεί ο Βάσος Μαθιόπουλος επισημαίνει ότι «ο χρόνος που πέρασε [από τη συγγραφή του βιβλίου] επιτρέπει, με τις σημαντικές έρευνες που μεσολάβησαν εδώ και στο εξωτερικό και τις μελέτες Ελλήνων και ξένων ερευνητών, μια βαθμιαία κριτική θεώρηση της δέσμης των φαινομένων που αποτελούν τον κορμό της Εθνικής Αντίστασης». Προσωπική του δε εκτίμηση για το εν λόγω φωτογραφικό υλικό είναι ότι «αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην τεκμηρίωση συγκεκριμένων στόχων, ορισμένης χρονικής στιγμής σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας».
Οι «συμμορίτες» του '21
Επιχειρώντας να συνοψίσουμε τα διδάγματα της φετινής επετείου, διαπιστώνουμε ότι αντανακλούν πάνω απ' όλα το κλείσιμο του κύκλου της μεταπολιτευτικής αμφισβήτησης της αυθεντίας της κρατικής εξουσίας - και δη του σκληρού πυρήνα της: δικτατορικά καθεστώτα, Εκκλησία, στρατός, σώματα ασφαλείας...
Οπως έχουμε γράψει και παλιότερα, τα τελευταία χρόνια επιχειρείται ένας ιδιότυπος «εκσυγχρονισμός» της κυρίαρχης ιστοριογραφίας της δεκαετίας του '40, με επάνοδο στα στερεότυπα των μετεμφυλιακών χρόνων που κουρελιάστηκαν από την ιστορική ερευνα μόλις αποκαταστάθηκε η ελευθερία της έκφρασης κι έγινε προσβάσιμο το σχετικό αρχειακό υλικό. Με εξαίρεση την Τουρκία, που διανύει εντελώς διαφορετική φάση, αντίστοιχες τάσεις δίνουν άλλωστε τον τόνο και στις υπόλοιπες γειτονικές μας χώρες (κι όχι μόνο σε αυτές).
Κεντρικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας είναι η πολιτική αποκατάσταση των δωσιλόγων - όχι βέβαια ως ναζιστών, αλλά σαν εκπροσώπων (εκδοχής, αν προτιμάτε) της «συνέχειας του κράτους». Τι πιο φυσιολογικό, λοιπόν, από την αποκατάσταση του ίδιου του Μεταξά και την αποσιώπηση του έργου των ταγματασφαλιτών;
Η ιστοριογραφική νομιμοποίηση των «παρεξηγημένων» κατεστημένων εξουσιών μπορεί, άλλωστε, να πάει ακόμη μακρύτερα. Την ίδια μέρα που κυκλοφορούσε από τα «Νέα» η λογοκριμένη έκδοση των «Εικόνων Κατοχής», στις μέσα σελίδες της εφημερίδας διαβάζαμε την παρέμβαση του Κων/νου Δεσποτόπουλου στη συζήτηση για το ρόλο της επίσημης Εκκλησίας (εν προκειμένω του Πατριαρχείου) στην επανάσταση του 1821.
Καταγγέλλοντας ως «ιστορικά επιπόλαιη» την καταδίκη του αφορισμού της Ελληνικής Επανάστασης από τον Γρηγόριο τον Ε', ο παλαίμαχος ακαδημαϊκός ισχυρίζεται ότι αυτή δεν ήταν παρά ένα σωτήριο μέτρο που πάρθηκε από τον Πατριάρχη (σε συνεννόηση μάλιστα με τον μουσουλμάνο ομόλογό του, Σεϊχ-ουλ-Ισλάμ) προκειμένου να σωθεί ο Ελληνισμός και να αποτραπεί ο κίνδυνος «οι άνδρες της Φιλικής Εταιρείας να καταστούν ολετήρες του Γένους»...
Δεν είναι μόνον ο αρχιεπίσκοπος, ο οποίος θεωρεί τις μαθητικές παρελάσεις του Μεταξά στοιχείο της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας. Είναι και τα ΜΜΕ, που θέλουν να αγαπήσουμε την 4η Αυγούστου, αλλά και να ξεχάσουμε τις κατοχικές της παραφυάδες
Θα 'πρεπε, ίσως, να το περιμένουμε. Η φετινή επέτειος του ελληνοϊταλικού πολέμου αποδείχθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την (ανεπίσημη, αλλά πανηγυρική) αποκατάσταση του «αδικημένου» Ιωάννη Μεταξά από τα περισσότερα ΜΜΕ. Και, ταυτόχρονα, για τη διακριτική αποκάθαρση της συλλογικής μας μνήμης από τα τελευταία υπολείμματα της κριτικής των μεταπολιτευτικών χρόνων προς τον εγχώριο φασισμό, προπολεμικό και κατοχικό.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια αυτής της αποκατάστασης: στα αφιερώματα που έδωσαν τον τόνο του γιορτασμού, ο Μεταξάς εξυμνείται όχι μόνο για το «Οχι» της 28ης Οκτωβρίου 1940, αλλά και για τα εξοπλιστικά προγράμματά του - κυρίως αυτά.
*Για τον πρώην ευρωβουλευτή της Ν.Δ. (και νυν εισηγητή των συνταγματικών μας μεταρρυθμίσεων) Γιάννη Μαρίνο, π.χ., ο Μεταξάς «ήταν ο πρώτος αντιστασιακός, κι ας μην αναφέρεται αυτό» στην «επιμελώς παραποιημένη ιστορία της χώρας μας του 20ού αιώνα». «Οι Ιταλοί θα έκαναν αναίμακτη παρέλαση στην Αθήνα, αν ο δικτάτορας δεν αντέκρουε με το υπερήφανο ΟΧΙ του τον ομοϊδεάτη του Μουσολίνι και -το ακόμη σημαντικότερο- αν δεν είχε μεριμνήσει κατά την περίοδο 1936-1940 για την προετοιμασία και τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων» («Το Βήμα», 29.10.06).
*Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Λεωνίδας Μπλαβέρης της «Απογευματινής» θεωρεί πως «το θαύμα» του '40 οφείλεται κατά κύριο λόγο στους «συστηματικούς όσο και αθόρυβους» εξοπλισμούς που έβαλε μπροστά ο Μεταξάς μόλις πήρε την εξουσία. Εκτιμά μάλιστα πως «ο αγώνας αυτός της προς πόλεμο προετοιμασίας της χώρας μας ήταν τιτάνιος, καθώς οι Ε.Δ. είχαν παραμεληθεί πλήρως από όλες τις κυβερνήσεις μετά το οδυνηρό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας» (27.10.06).
*Αλλά και ο Π. Μαλούχος δεν φείδεται καλών λόγων για το Μεταξά, που «προετοίμασε στρατιωτικά τη χώρα όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσε» («Καθημερινή», 28.10.06). Μπορεί, στο κάτω κάτω της γραφής, να επικαλείται τα ενθουσιώδη εύσημα που απονέμουν στο δικτάτορα οι συνομιλητές του, Γρηγόρης Φαράκος και Μίκης Θεοδωράκης.
Να υποθέσουμε ότι όλοι αυτοί που κατακεραυνώνουν την «παραποιημένη ιστορία» των μεταπολιτευτικών χρόνων, εξυμνώντας την πολεμική προπαρασκευή του Μεταξά, μάλλον δεν έχουν μπει στον κόπο να ξεφυλλίσουν ούτε καν τις επίσημες (μετεμφυλιακές) εκδόσεις του ΓΕΣ ή τα βιβλία των «αλβανομάχων» στρατηγών.
Αν το έκαναν, θα διαπίστωναν ότι οι υπέρογκες πολεμικές δαπάνες της 4ης Αυγούστου ουδόλως συνέβαλαν στην απόκρουση της ιταλικής επίθεσης, καθότι μονομερώς προσανατολισμένες στην απόκρουση του βουλγαρικού κινδύνου και -το κυριότερο- απόλυτα αναχρονιστικές: 2 ολόκληρα δισ. δρχ. έφυγαν για τα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά» στην Ανατ. Μακεδονία, έναντι μόλις 1½-2 εκατομμυρίων (ένα τοις χιλίοις!) που δαπανήθηκαν στην ελληνοαλβανική μεθόριο! Τις παραμονές του πολέμου η στρατιά της Ηπείρου δεν διέθετε αντιαρματικά όπλα, το δε απόσπασμα της Πίνδου το πρωί της 28ης Οκτωβρίου «ευρέθη άνευ εφεδρικών πυρομαχικών»! Οσο για τα ορειβατικά πυροβόλα που συνέβαλαν στην απόκρουση των Ιταλών, αυτά είχαν αγοραστεί το 1925-26, πολύ πριν τη μεταξική δικτατορία (Σπ. Λιναρδάτος, «Η εξωτερική πολιτική της 4ης Αυγούστου», σ. 283-322).
Και να σκεφτεί κανείς ότι, σε αντίθεση προς τις μεσοπολεμικές δημοκρατικές κυβερνήσεις, το καθεστώς Μεταξά επιβάρυνε τον ελληνικό λαό με τερατώδεις στρατιωτικές δαπάνες αλλά ο «ιδιοφυής» δικτάτορας αποδείχθηκε ανίκανος να παρακολουθήσει τις εξελίξεις στο χώρο της στρατηγικής, προτιμώντας να ταΐσει τις στρατιές των εργολάβων που ανέλαβαν την κατασκευή της Γραμμής «του».
Ψιλά γράμματα, βέβαια, όλα αυτά για τους όψιμους υμνητές του. Και καλά, βιβλίο δεν ανοίγουν. Τη λαϊκή έκφραση «πήγε υπέρ αεροπορίας», που (εμπνευσμένη από τους αναγκαστικούς εράνους και τις κατασχέσεις τραπεζικών μικροκαταθέσεων από τον δικτάτορα) σημαίνει λεφτά πεταμένα στο βρόντο, δεν την έχουν ακούσει;
Φυσικά, λίγοι έφτασαν στο επίπεδο των «Φακέλων» του Mega, που κατόρθωσαν να απονείμουν εύσημα στο Μεταξά για... φιλελευθερισμό (βλ. διπλανή στήλη). Ομως, η πιο ενδιαφέρουσα λαθροχειρία των φετινών επετειακών αφιερωμάτων δεν αφορά το πρόσωπο του ίδιου του Μεταξά αλλά το διακριτικό «ξέπλυμα» των δωσιλόγων επιγόνων του.
Οι λογοκριμένες φωτογραφίες
Ο λόγος για τη μεταχείριση που επιφυλάχθηκε στο ιστορικό λεύκωμα «Εικόνες Κατοχής», με φωτογραφίες της περιόδου 1941-44 που ανακάλυψε στα γερμανικά αρχεία ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Βάσος Μαθιόπουλος. Η πρώτη δημοσίευση αυτού του υλικού είχε γίνει το 1980 σε συνέχειες στο περιοδικό «Ταχυδρόμος». Ακολούθησε το Μάιο της ίδιας χρονιάς η έκδοσή του σε βιβλίο με ίδιο κασέ από τις εκδόσεις «Μετόπη». Ταυτόχρονα παρουσιάστηκε σε εκθέσεις κι εκδηλώσεις στην Αθήνα, τα Χανιά, το Ηράκλειο, το Βόλο και τη Σουηδία. Το 1990 το βιβλίο επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις «Ερμής».
Με τον ίδιο ακριβώς τίτλο αλλά κάπως διαφορετική σελιδοποίηση οι «Εικόνες Κατοχής» διανεμήθηκαν το περασμένο Σάββατο από τα «Νέα» στην τέταρτη (και μαζικότερη, υποθέτουμε) επανέκδοσή τους. Μόνο που, τούτη τη φορά, το αόρατο ψαλίδι της λογοκρισίας έκανε το θαύμα του, εξαφανίζοντας (χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση προς τον αναγνώστη) ακριβώς εκείνο το τμήμα του βιβλίου που είχε προκαλέσει αίσθηση το 1980!
Πρόκειται για το 12ο (και τελευταίο) κεφάλαιο της έκδοσης του 1980/1990, με τίτλο «Μια μέρα του 1944» και αντικείμενο τη δράση των ταγματασφαλιτών στο πλευρό της Βέρμαχτ (σ. 235-53). Το κεφάλαιο αυτό περιελάμβανε 27 συνολικά φωτογραφίες, οι 18 απ' τις οποίες είχαν τραβηχτεί κατά τη διάρκεια μιας εκκαθαριστικής επιχείρησης («μπλόκο») στον Κάλαμο Αττικής, το Μάρτιο του 1944: περικύκλωση του χωριού, έρευνες στα σπίτια, συγκέντρωση των ανδρών στην πλατεία, ανακρίσεις των συλληφθέντων. Τέσσερις άλλες φωτογραφίες είχαν θέμα τον απαγχονισμό πέντε Αθηναίων από τους ταγματασφαλίτες στα Ιλίσια, το πρωί της 5ης Απριλίου 1944, σε μια τυπική επιχείρηση «αντιποίνων» της εποχής - ανάμεσά τους και η γνωστή φωτογραφία του γερμανοτσολιά που ποζάρει χαμογελαστός στο φακό, δίπλα στο αιωρούμενο πτώμα ενός από τα θύματά του. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες απεικονίζουν τον συνταγματάρχη Πούλο να βγάζει λόγο σε χωριό της Κοζάνης κάτω από τη χιτλερική σημαία, έναν ένοπλο «εθελοντή» (με περιβραχιόνιο που συνδυάζει τη γαλανόλευκη, το σήμα της νίκης και τη σβάστικα), καθώς και στιγμές από τη συνεργασία των ταγματασφαλιτών με τους γερμανούς αξιωματικούς συνδέσμους τους. Τις φωτογραφίες συνοδεύει, όπως και στα υπόλοιπα κεφάλαια, ένα τρισέλιδο κείμενο του Βάσου Μαθιόπουλου σχετικό με τους λόγους δημιουργίας και το ρόλο των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Οταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, το κεφάλαιο αυτό ήταν που έκανε τη μεγαλύτερη αίσθηση. Γι' αυτό, άλλωστε, είχε επιλεγεί -σαν «κράχτης»- ως το πρώτο δημοσίευμα της σειράς του «Ταχυδρόμου». Εκείνη την εποχή οι ταγματασφαλίτες αναγνωρίζονταν ακόμη σαν... αντιστασιακοί με βάση το χουντικό Ν.Δ. 179/69 - διάταγμα που οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του Κωνταντίνου Καραμανλή (του παλαιότερου) και του Γεωργίου Ράλλη (γιου του κατοχικού πρωθυπουργού και ιδρυτή των Ταγμάτων Ασφαλείας) αρνούνταν πεισματικά να καταργήσουν.
Η σκανδαλώδης αυτή προνομιακή μεταχείριση των ένοπλων συνεργατών του κατακτητή αποτελούσε ένα από τα κλασικά επιχειρήματα με τα οποία η αντιπολίτευση της εποχής (από την Ενωση Κέντρου ώς την κομμουνιστική αριστερά) και η λεγόμενη τότε «φωτισμένη δεξιά» (με κύριο εκφραστή τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο) διεκδικούσαν την αναγνώριση (και) της εαμικής αντίστασης από την Πολιτεία.
Στη δεδομένη συγκυρία, οι επίμαχες φωτογραφίες λειτούργησαν ως ένα πρόσθετο -κι αδιάψευστο- τεκμήριο, όπως διαπιστώνουμε και από την σχετική συζήτηση στη Βουλή: «Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν στον "Ταχυδρόμο" ανατριχιαστικές φωτογραφίες ανθρώπων που φαίνονται Ελληνες, με ελληνική στολή ή γερμανική στολή, να συλλαμβάνουν άλλους συνέλληνες ή να τους υποδεικνύουν στους Γερμανούς», διαβάζουμε λ.χ. σε ομιλία του Γιάννη Αλευρά, κατά τη συζήτηση επερώτησης του ΠΑΣΟΚ (14.4.1980). «Και ακόμα φωτογραφίες με φρικιαστικές κρεμάλες πατριωτών Ελλήνων, που υπήρξαν θύματα των ταγματασφαλιτών και των απάτριδων, τους οποίους η ελληνική Πολιτεία αναγνώρισε σαν πατριώτες και σαν εθνικώς αντισταθέντες πολίτες. Απεναντίας, εκείνους που πολέμησαν τους Γερμανούς και έκαναν πραγματικά Εθνική Αντίσταση η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τούς αρνείται όχι μόνο την αναγνώριση, αλλά τους βάζει στην κοινή περιφρόνηση με την όλη στάση, τη διαγωγή και τη συμπεριφορά της». (Δύο βδομάδες νωρίτερα, τα ΜΑΤ είχαν τσακίσει στο ξύλο τους αντιστασιακούς που επιχειρούσαν να παρελάσουν στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου).
Κι όμως, αυτά ακριβώς τα ντοκουμέντα που χάρισαν στις «Εικόνες Κατοχής» τη φήμη τους κόπηκαν από την τωρινή έκδοση των «Νέων». Ενώ στα υπόλοιπα κεφάλαια του βιβλίου η νέα σελιδοποίηση συνοδεύθηκε από λελογισμένη περικοπή (συνήθως ομοειδών) φωτογραφιών, το κεφάλαιο «Μια μέρα του 1944» εξαφανίστηκε ολοσχερώς - τόσο το συνοδευτικό κείμενο του Βάσου Μαθιόπουλου όσο και 21 από τις 27 φωτογραφίες (77,8%). Μόλις 6 φωτογραφίες, οι πιο ανώδυνες, διασκορπίστηκαν σε μέγεθος γραμματοσήμου σε διάφορα μέρη του βιβλίου, ως ξεκάρφωτη εικονογράφηση άσχετων κειμένων. Μια από τις έξι αφορά τους απαγχονισμούς των Ιλισίων, η λεζάντα όμως δεν αναφέρει το παραμικρό για ταγματασφαλίτες...
Η λογοκριτική φύση αυτής της επιλογής είναι προφανέστατη, αν λάβουμε υπόψη ότι οι κομμένοι ταγματασφαλίτες -ενός μόνο από τα 12 κεφάλαια- αντιπροσωπεύουν το 45,7% των συνολικών περικοπών (21 από τις 46 φωτογραφίες που κόπηκαν από αρχικό σύνολο 245). Εξίσου επιλεκτικές φαίνεται πως υπήρξαν, άλλωστε, και οι σημαντικότερες απ' τις υπόλοιπες περικοπές: το μόνο κεφάλαιο που περικόπηκε πάνω από το μέσο όρο είναι αυτό που απαθανατίζει την υπογραφή της συνθηκολόγησης απ' τον Τσολάκογλου (6 από τις 17 φωτογραφίες, ή 35,3%), ενώ από τις μικρότερες φωτογραφικές ενότητες η μόνη που εξαφανίστηκε πλήρως στη νέα έκδοση αφορά το προσκύνημα του αρχηγού των SS και της Γκεστάπο, Χάινριχ Χίμλερ, στην Ακρόπολη (σ. 88-89 της έκδοσης του 1990). Αντίθετα, μηδενικές ή σχεδόν μηδενικές απώλειες υπέστησαν τα κεφάλαια τα σχετικά με το Ρούπελ (κεφ. 2), την είσοδο της Βέρμαχτ στην Πελοπόννησο (κεφ. 6), τη μάχη της Κρήτης (κεφ. 7) ή το συγκλονιστικό ντοκουμέντο της εκτέλεσης 25 κατοίκων του χωριού Κοντομάρι από τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές (κεφ. 10-11). Το τελικό προϊόν είναι έτσι «εθνικά ορθό» και προπαντός ξαλαφρωμένο από τα φωτογραφικά πειστήρια της ένοπλης συνεργασίας και της ιδεολογικής διαπλοκής ενός τμήματος της κατοχικής ελληνικής κοινωνίας με τους χιτλερικούς κατακτητές.
Ο ανυποψίαστος αναγνώστης που ξεφυλλίζει το βιβλίο, έχοντας ακούσει κάτι από το θρύλο του, ουδόλως πληροφορείται αυτές τις αλλαγές. Απεναντίας, διαβεβαιώνεται για την αυθεντικότητα της αναπαραγωγής του μέσω μιας «σημείωσης», σύμφωνα με την οποία «"Τα Νέα" δημοσιεύουν τις λεζάντες και τα κείμενα του συγγραφέα όπως ακριβώς γράφτηκαν στην έκδοση του 1980» (σ. 7). Αναφορά στις περικοπές δεν υπάρχει ούτε στο μοναδικό νέο κείμενο, τον σύντομο πρόλογο που έγραψε γι' αυτή την έκδοση ο Βάσος Μαθιόπουλος.
Επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά με το συγγραφέα, ζητώντας να πληροφορηθούμε τα κριτήρια αυτού του ακρωτηριασμού της ιστορικής έκδοσης. Μας διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος δεν είχε την παραμικρή ανάμειξη σ' αυτή την επιλογή κι ότι απλώς συναίνεσε στη συμφωνία του εκδότη του με τα «Νέα» για διανομή μιας συμπτυγμένης εκδοχής του αρχικού βιβλίου. Η αυθεντική μορφή των «Εικόνων Κατοχής», μας τόνισε, θα ξανακυκλοφορήσει στα τέλη Νοεμβρίου από τον «Ερμή», με 12σέλιδη καινούρια εισαγωγή του ίδιου. Σχετική αναφορά σ' αυτή την «ετοιμαζόμενη τέταρτη έκδοση» υπάρχει και στον σύντομο πρόλογό του.
Εκεί ο Βάσος Μαθιόπουλος επισημαίνει ότι «ο χρόνος που πέρασε [από τη συγγραφή του βιβλίου] επιτρέπει, με τις σημαντικές έρευνες που μεσολάβησαν εδώ και στο εξωτερικό και τις μελέτες Ελλήνων και ξένων ερευνητών, μια βαθμιαία κριτική θεώρηση της δέσμης των φαινομένων που αποτελούν τον κορμό της Εθνικής Αντίστασης». Προσωπική του δε εκτίμηση για το εν λόγω φωτογραφικό υλικό είναι ότι «αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην τεκμηρίωση συγκεκριμένων στόχων, ορισμένης χρονικής στιγμής σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας».
Οι «συμμορίτες» του '21
Επιχειρώντας να συνοψίσουμε τα διδάγματα της φετινής επετείου, διαπιστώνουμε ότι αντανακλούν πάνω απ' όλα το κλείσιμο του κύκλου της μεταπολιτευτικής αμφισβήτησης της αυθεντίας της κρατικής εξουσίας - και δη του σκληρού πυρήνα της: δικτατορικά καθεστώτα, Εκκλησία, στρατός, σώματα ασφαλείας...
Οπως έχουμε γράψει και παλιότερα, τα τελευταία χρόνια επιχειρείται ένας ιδιότυπος «εκσυγχρονισμός» της κυρίαρχης ιστοριογραφίας της δεκαετίας του '40, με επάνοδο στα στερεότυπα των μετεμφυλιακών χρόνων που κουρελιάστηκαν από την ιστορική ερευνα μόλις αποκαταστάθηκε η ελευθερία της έκφρασης κι έγινε προσβάσιμο το σχετικό αρχειακό υλικό. Με εξαίρεση την Τουρκία, που διανύει εντελώς διαφορετική φάση, αντίστοιχες τάσεις δίνουν άλλωστε τον τόνο και στις υπόλοιπες γειτονικές μας χώρες (κι όχι μόνο σε αυτές).
Κεντρικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας είναι η πολιτική αποκατάσταση των δωσιλόγων - όχι βέβαια ως ναζιστών, αλλά σαν εκπροσώπων (εκδοχής, αν προτιμάτε) της «συνέχειας του κράτους». Τι πιο φυσιολογικό, λοιπόν, από την αποκατάσταση του ίδιου του Μεταξά και την αποσιώπηση του έργου των ταγματασφαλιτών;
Η ιστοριογραφική νομιμοποίηση των «παρεξηγημένων» κατεστημένων εξουσιών μπορεί, άλλωστε, να πάει ακόμη μακρύτερα. Την ίδια μέρα που κυκλοφορούσε από τα «Νέα» η λογοκριμένη έκδοση των «Εικόνων Κατοχής», στις μέσα σελίδες της εφημερίδας διαβάζαμε την παρέμβαση του Κων/νου Δεσποτόπουλου στη συζήτηση για το ρόλο της επίσημης Εκκλησίας (εν προκειμένω του Πατριαρχείου) στην επανάσταση του 1821.
Καταγγέλλοντας ως «ιστορικά επιπόλαιη» την καταδίκη του αφορισμού της Ελληνικής Επανάστασης από τον Γρηγόριο τον Ε', ο παλαίμαχος ακαδημαϊκός ισχυρίζεται ότι αυτή δεν ήταν παρά ένα σωτήριο μέτρο που πάρθηκε από τον Πατριάρχη (σε συνεννόηση μάλιστα με τον μουσουλμάνο ομόλογό του, Σεϊχ-ουλ-Ισλάμ) προκειμένου να σωθεί ο Ελληνισμός και να αποτραπεί ο κίνδυνος «οι άνδρες της Φιλικής Εταιρείας να καταστούν ολετήρες του Γένους»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου