Πηγή: http://archive.enet.gr/
Πιστόλια και βόμβες, συλλήψεις και βασανιστήρια, χαφιέδες και αγωνιστές. Ιδού μια λογοτεχνική μαρτυρία και ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που φωτίζουν κάποιες άγνωστες στιγμές την περίοδο της δικτατορίας. Το 1968, όταν πια η χούντα είχε εδραιωθεί, μια ομάδα ατόμων αποφάσισαν να αντισταθούν ένοπλα στο καθεστώς· ονόμασαν την οργάνωσή τους «Λαϊκή Πάλη» και άρχισαν να σχεδιάζουν δυναμικές ενέργειες.
Συνελήφθησαν όλοι στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν τοποθετήσουν έναν εκρηκτικό μηχανισμό στη Διεθνή Εκθεση, βασανίστηκαν, δικάστηκαν, φυλακίστηκαν, έμειναν άστεγοι πολιτικά στη μεταπολίτευση και έγραψαν λίγες σελίδες για την περιπέτειά τους. Δύο ολιγοσέλιδα βιβλία σε δεύτερη έκδοση ως σφήνα στην επίσημη ιστορία της Αντίστασης, που πάντα περιφρονούσε και φοβόταν αυτού του είδους τους «τυχοδιώκτες» και «προβοκάτορες».
Ο Τάσος Δαρβέρης ονόμασε το «ημιμυθιστόρημά του», όπως το αποκαλεί, «Μια ιστορία της νύχτας» (εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος). Πέρα από τις εξομολογητικές αμφιταλαντεύσεις, τη γοητεία της παράνομης ζωής, την κριτική των κομμάτων της Αριστεράς και την περιήγηση από κελί σε κελί, ο Δαρβέρης μιλά για κάτι πιο σημαντικό. Οτι αυτός και κάποιοι σύντροφοί του, μετρημένοι στα δάχτυλα, παρέμειναν «τα απροσάρμοστα παιδιά της Αντίστασης». Αυτοί δεν εξαργύρωσαν τους αγώνες τους, αρνήθηκαν για λόγους αξιοπρέπειας να βολευτούν σε θέσεις του μηχανισμού που κάποτε ήθελαν να ανατρέψουν και ζήσανε στο παρελθόν δέσμιοι της ίδιας τους της ιστορίας. «Ας πιούμε στην υγεία του παρελθόντος», καταλήγει ο ήρωας του βιβλίου συνοψίζοντας την πικρή πορεία κάποιων που οραματίστηκαν μια διαφορετική κοινωνία, επέλεξαν έναν βίαιο τρόπο κατάλυσης του Παλιού Κόσμου και, όταν ηττήθηκαν, αποσύρθηκαν και σιώπησαν.
Το βιβλίο του Δαρβέρη αφιερώνεται στον Στέργιο, τον σύντροφό του στην ένοπλη πάλη. Ο Στέργιος Κατσαρός, αριστερός προλετάριος, που είναι ο ειδικός της ομάδας στα εκρηκτικά. Ονομάζει το βιβλίο του με σαρκασμό «Εγώ ο Προβοκάτορας, ο Τρομοκράτης» (εκδόσεις Μαύρη Λίστα). Και εκεί διηγείται, με γλαφυρότητα, την πολυτάραχη διαδρομή του από μαχητικός ακτιβιστής στους δρόμους τη δεκαετία του 60', ταξιδιώτης στη Λατινική Αμερική και στην Κούβα και μετά αντάρτης πόλεων στην Ελλάδα της επταετίας. Αποφυλακίζεται με τη γενική αμνηστία του Παπαδόπουλου, βιώνει τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και εγκαταλείπει τον ένοπλο αγώνα, όταν διαπιστώνει ότι το μαζικό κίνημα πέφτει σε λήθαργο με τη μεταπολίτευση. Το τελευταίο κεφάλαιο ονομάζεται «Αποχαιρετισμός στα όπλα» και εκφράζει την απογοήτευση του μαχητή απέναντι στην άμπωτη του κινήματος που ακολούθησε την πλημμυρίδα του Πολυτεχνείου.
Δύο ντοκουμέντα για μια περίοδο που η διάχυτη τρομολαγνεία επιθυμεί να βουλιάξει στη λήθη. Γιατί αυτοί οι δύο αντάρτες δεν έχουν ενδοιασμούς περί νομιμότητας των ενεργειών τους. Κυκλοφορούν παράνομοι, με το περίστροφο στη ζώνη, οργανώνουν βομβιστικές επιθέσεις και όταν συλλαμβάνονται αντιμετωπίζουν με ειρωνεία τους διώκτες τους. Σε πείσμα όσων οι πολιτικοί και οι σχολιαστές θέλουν να ξεχαστούν, υπάρχουν αυτοί που καταγράφουν τις πράξεις τους. Δεν μιλούν για ήρωες, αλλά για «το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυα των καθημερινών ανθρώπων». Γι' αυτό και οι μαρτυρίες τους είναι αναντικατάστατες, σαν μια βόμβα στα θεμέλια της «αντιτρομοκρατικής» προπαγάνδας που έχει κατακλύσει όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 01/03/2006
Πιστόλια και βόμβες, συλλήψεις και βασανιστήρια, χαφιέδες και αγωνιστές. Ιδού μια λογοτεχνική μαρτυρία και ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που φωτίζουν κάποιες άγνωστες στιγμές την περίοδο της δικτατορίας. Το 1968, όταν πια η χούντα είχε εδραιωθεί, μια ομάδα ατόμων αποφάσισαν να αντισταθούν ένοπλα στο καθεστώς· ονόμασαν την οργάνωσή τους «Λαϊκή Πάλη» και άρχισαν να σχεδιάζουν δυναμικές ενέργειες.
Συνελήφθησαν όλοι στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν τοποθετήσουν έναν εκρηκτικό μηχανισμό στη Διεθνή Εκθεση, βασανίστηκαν, δικάστηκαν, φυλακίστηκαν, έμειναν άστεγοι πολιτικά στη μεταπολίτευση και έγραψαν λίγες σελίδες για την περιπέτειά τους. Δύο ολιγοσέλιδα βιβλία σε δεύτερη έκδοση ως σφήνα στην επίσημη ιστορία της Αντίστασης, που πάντα περιφρονούσε και φοβόταν αυτού του είδους τους «τυχοδιώκτες» και «προβοκάτορες».
Ο Τάσος Δαρβέρης ονόμασε το «ημιμυθιστόρημά του», όπως το αποκαλεί, «Μια ιστορία της νύχτας» (εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος). Πέρα από τις εξομολογητικές αμφιταλαντεύσεις, τη γοητεία της παράνομης ζωής, την κριτική των κομμάτων της Αριστεράς και την περιήγηση από κελί σε κελί, ο Δαρβέρης μιλά για κάτι πιο σημαντικό. Οτι αυτός και κάποιοι σύντροφοί του, μετρημένοι στα δάχτυλα, παρέμειναν «τα απροσάρμοστα παιδιά της Αντίστασης». Αυτοί δεν εξαργύρωσαν τους αγώνες τους, αρνήθηκαν για λόγους αξιοπρέπειας να βολευτούν σε θέσεις του μηχανισμού που κάποτε ήθελαν να ανατρέψουν και ζήσανε στο παρελθόν δέσμιοι της ίδιας τους της ιστορίας. «Ας πιούμε στην υγεία του παρελθόντος», καταλήγει ο ήρωας του βιβλίου συνοψίζοντας την πικρή πορεία κάποιων που οραματίστηκαν μια διαφορετική κοινωνία, επέλεξαν έναν βίαιο τρόπο κατάλυσης του Παλιού Κόσμου και, όταν ηττήθηκαν, αποσύρθηκαν και σιώπησαν.
Το βιβλίο του Δαρβέρη αφιερώνεται στον Στέργιο, τον σύντροφό του στην ένοπλη πάλη. Ο Στέργιος Κατσαρός, αριστερός προλετάριος, που είναι ο ειδικός της ομάδας στα εκρηκτικά. Ονομάζει το βιβλίο του με σαρκασμό «Εγώ ο Προβοκάτορας, ο Τρομοκράτης» (εκδόσεις Μαύρη Λίστα). Και εκεί διηγείται, με γλαφυρότητα, την πολυτάραχη διαδρομή του από μαχητικός ακτιβιστής στους δρόμους τη δεκαετία του 60', ταξιδιώτης στη Λατινική Αμερική και στην Κούβα και μετά αντάρτης πόλεων στην Ελλάδα της επταετίας. Αποφυλακίζεται με τη γενική αμνηστία του Παπαδόπουλου, βιώνει τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και εγκαταλείπει τον ένοπλο αγώνα, όταν διαπιστώνει ότι το μαζικό κίνημα πέφτει σε λήθαργο με τη μεταπολίτευση. Το τελευταίο κεφάλαιο ονομάζεται «Αποχαιρετισμός στα όπλα» και εκφράζει την απογοήτευση του μαχητή απέναντι στην άμπωτη του κινήματος που ακολούθησε την πλημμυρίδα του Πολυτεχνείου.
Δύο ντοκουμέντα για μια περίοδο που η διάχυτη τρομολαγνεία επιθυμεί να βουλιάξει στη λήθη. Γιατί αυτοί οι δύο αντάρτες δεν έχουν ενδοιασμούς περί νομιμότητας των ενεργειών τους. Κυκλοφορούν παράνομοι, με το περίστροφο στη ζώνη, οργανώνουν βομβιστικές επιθέσεις και όταν συλλαμβάνονται αντιμετωπίζουν με ειρωνεία τους διώκτες τους. Σε πείσμα όσων οι πολιτικοί και οι σχολιαστές θέλουν να ξεχαστούν, υπάρχουν αυτοί που καταγράφουν τις πράξεις τους. Δεν μιλούν για ήρωες, αλλά για «το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυα των καθημερινών ανθρώπων». Γι' αυτό και οι μαρτυρίες τους είναι αναντικατάστατες, σαν μια βόμβα στα θεμέλια της «αντιτρομοκρατικής» προπαγάνδας που έχει κατακλύσει όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 01/03/2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου