Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ ΑΛΓΕΡΙΑΣ


"Πρώτη φορά, τα πασίγνωστα εγκλήματα του γαλλικού αποικιακού στρατού στην Αλγερία ομολογούνται από τους ίδιους τους δράστες, με αποτέλεσμα ένα ακόμη «εθνικό» σκάνδαλο."
Ποιος το περίμενε; Σχεδόν μισόν αιώνα μετά τον τερματισμό του, ο πόλεμος της Αλγερίας (1954-1962) επιστρέφει για να ταράξει με μνήμες και αποκαλύψεις την πολιτική ζωή της πάλαι ποτέ αποικιακής μητρόπολης. Επί έναν ολόκληρο χρόνο, ΜΜΕ, πολιτικοί και μη κυβερνητικές οργανώσεις της Γαλλίας ασχολούνται με τις σκοτεινές πτυχές του τελευταίου «κλασικού» αποικιακού πολέμου της χώρας, που μέχρι πρόσφατα είχαν απωθηθεί στα βάθη του συλλογικού υποσυνείδητου.

Το φαινόμενο μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί με βάση τη χρονική συγκυρία: 40 χρόνια μετά, μια ολόκληρη γενιά που κλήθηκε στα νιάτα της να πολεμήσει για τη διατήρηση της «γαλλικής Αλγερίας» βρίσκεται πια στο κατώφλι του βιολογικού της τέλους -και είναι πολύ φυσικό να θέλει, έστω και στο παραπέντε, να μιλήσει για τα βιώματά της από εκείνο τον πόλεμο, που «εθνικοί» λόγοι και κοινωνικές συμβάσεις της απαγόρευσαν να δημοσιοποιήσει νωρίτερα.

Συνολικά 2 εκατομμύρια Γάλλοι υπηρέτησαν μεταξύ 1955 και 1962 τη στρατιωτική τους θητεία ως μέλη του εκστρατευτικού σώματος που είχε σταλεί στην Αλγερία για να καταστείλει την ένοπλη αντιαποικιακή εξέγερση του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου (FLN). Περίπου 25.000 σκοτώθηκαν (το ένα τρίτο σε ατυχήματα), 65.000 τραυματίστηκαν και 485 φέρονται ακόμη και σήμερα ως «αγνοούμενοι».

Τα θύματα μεταξύ των Αλγερινών υπήρξαν, βέβαια, απίστευτα περισσότερα: 200.000 σύμφωνα με την επίσημη γαλλική στρατιωτική ιστορία, 1.500.000 σύμφωνα με την επίσημη αλγερινή ιστοριογραφία, υπολογίζονται από τους ιστορικούς γύρω στο μισό εκατομμύριο.

Εξίσου προβληματικός είναι ο αριθμός των σκοτωμένων «χαρκίς», των ντόπιων δηλαδή συνεργατών του γαλλικού στρατού: οι σχετικοί αριθμοί κυμαίνονται μεταξύ 30.000 και 150.000 ανθρώπων.

Οι αναλογίες με την τραγωδία του Βιετνάμ είναι κάτι παραπάνω από προφανείς. Αν όμως για τους αμερικανούς βετεράνους η μαζική ενασχόληση του κοινού και των ΜΜΕ με τα βιώματα (και τα εγκλήματά) τους λειτούργησε ήδη από πολύ νωρίς ως μηχανισμός κάθαρσης κι επανένταξής τους στη μητροπολιτική κοινωνία, οι γάλλοι ομόλογοί τους αντιμετώπισαν ευθύς εξαρχής την αδιαφορία μιας κοινωνίας που όχι μόνο δεν ήθελε να μάθει τι έκαναν αλλά, ουσιαστικά, τους διέτασσε να το βουλώσουν.

«Η ζωή είναι ωραία, τα κορίτσια το ίδιο, μη μας σκοτίζεις πια με τον πόλεμό σου στην Αλγερία!» θυμάται ένας από αυτούς να του λέει ο πατέρας του λίγο μετά την επιστροφή του από το μέτωπο (Le Monde 20/5/01). Αντίδραση μάλλον τυπική για τη μέση γαλλική οικογένεια της εποχής...

Οι λόγοι γι' αυτή τη συλλογική σιωπή μπορούν, κατά κύριο λόγο, να αναζητηθούν τόσο στο τραύμα της «εθνικής ήττας» όσο και στην ειδική σχέση της συγκεκριμένης αποικίας με τη μητρόπολη. Αντίθετα με την Ινδοκίνα ή τις κτήσεις της Μαύρης Αφρικής, όπου η εκ των έξω αποικιακή επιβολή ήταν ορατή στους πάντες, η Αλγερία -ως «αποικία εποικισμού»- κατοικούνταν στα μέσα του 20ού αιώνα (και) από 2.000.000 περίπου «ευρωπαίους» εποίκους. Ως εκ τούτου, από μεγάλο μέρος της γαλλικής κοινωνίας θεωρούνταν -και εν μέρει εξακολουθεί να θεωρείται- κάτι σαν τις δικές μας μικρασιατικές «χαμένες πατρίδες».

Από νομική άποψη, η σύρραξη του 1954-62 παρέμεινε έτσι μια «εσωτερική υπόθεση» -και, εν πάση περιπτώσει, όχι πόλεμος: ως τέτοιος αναγνωρίστηκε επίσημα, με ομόφωνη απόφαση της γαλλικής Βουλής, μόλις στις 10 Αυγούστου 1999!

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο σ' αυτή τη συλλογική άσκηση «εθνικής» λήθης είναι πως επιβλήθηκε μετά το τέλος του πολέμου. Οσο διαρκούσε η σύρραξη, οι καταγγελίες για βασανιστήρια, μαζικές εκτελέσεις και άλλες φρικαλεότητες εις βάρος των Αλγερινών δεν αποτελούσαν καθόλου εθνικό απόρρητο.

Ηδη από την άνοιξη του 1956, οι στήλες της φιλελεύθερης «Le Monde» κατήγγειλαν την «αναβίωση της Γκεστάπο» στην Αλγερία.

Το Φεβρουάριο του 1957, το καθολικό περιοδικό «Temoignage Chretien» δημοσίευσε ολόκληρο φάκελο με μαρτυρίες στρατιωτών για τις αγριότητες που παρακολούθησαν ή στις οποίες έλαβαν μέρος.

Το Δεκέμβριο, η «Le Monde» δημοσίευσε την απόρρητη (αν και άκρως «στρογγυλεμένη») έκθεση της «Επιτροπής για τη Διασφάλιση των Ατομικών Ελευθεριών και Δικαιωμάτων», που έκανε λόγο για εκτεταμένη χρήση βασανιστηρίων από το εκστρατευτικό σώμα.

Το 1958 εκδόθηκε σε βιβλίο η προσωπική μαρτυρία του κομμουνιστή δημοσιογράφου Ανρί Αλέγκ για το βασανισμό του από τους αλεξιπτωτιστές.

Το Σεπτέμβριο του 1960, 121 διανοούμενοι είχαν καταγγείλει δημόσια τις μεθόδους καταστολής των Αλγερινών, διακηρύσσοντας δημόσια την υποστήριξή τους στους χιλιάδες λιποτάκτες και ανυπότακτους του γαλλικού στρατού.

Αλλά και μετά τον τερματισμό του πολέμου δεν έλειψαν οι προσπάθειες για δημόσια συζήτηση πάνω στο ζήτημα. Ιδίως όταν το 1970 προβλήθηκε στη Γαλλία, με καθυστέρηση μιας πενταετίας και πολλά επεισόδια, η συγκλονιστική ταινία του Ποντεκόρβο για τη «μάχη του Αλγερίου» - τη βίαιη καταστολή, από τους αλεξιπτωτιστές του στρατηγού Μασί, της υποδομής του FLN στην ίδια την αλγερινή πρωτεύουσα.

Ο ίδιος ο στρατηγός ανέλαβε να απαντήσει, με ένα βιβλίο στο οποίο ομολογεί -διακριτικά, είν' αλήθεια- τη χρήση βασανιστηρίων από τους υφισταμένους του στρατιωτικούς.

Ακολούθησαν μια σειρά τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ με τον εύγλωττο τίτλο «Γάλλοι, αν ξέρατε...» και η έκδοση δύο βιβλίων -«Τα βασανιστήρια στη Δημοκρατία» (1972) και «Τα εγκλήματα του γαλλικού στρατού» (1975)- από τον ιστορικό Πιερ Βιντάλ-Νακέ, γνωστό εν γένει από τους αγώνες του ενάντια στους αρνητιστές «δολοφόνους της μνήμης». Και μετά, μια καταθλιπτική σιγή.

Από το επιμέρους στο γενικό

Η τωρινή αναμόχλευση της ιστορίας ξεκίνησε με τη δημοσίευση από τη «Le Monde», στις 20 Ιουνίου 2000, συνέντευξης με την 62χρονη Αλγερινή Λουιζέτ Ιγιλαχρίζ.

Παλιά αντάρτισσα, είχε συλληφθεί το 1957 σε ηλικία 20 χρόνων απ' τους αλεξιπτωτιστές, βασανίστηκε απάνθρωπα επί ένα τρίμηνο και τελικά σώθηκε χάρη στην τυχαία παρέμβαση ενός στρατιωτικού γιατρού, που την οδήγησε στο νοσοκομείο.

Η αφήγησή της, τυπική του είδους, δεν παύει να είναι συγκλονιστική: «Ημουνα ξαπλωμένη γυμνή, πάντοτε γυμνή. Μπορεί να ερχόντουσαν μια, δυο ή τρεις φορές τη μέρα. Από τη στιγμή που άκουγα το θόρυβο από τις μπότες τους στο διάδρομο, άρχιζα να τρέμω. Κατόπιν, ο χρόνος γινόταν ατέλειωτος. Τα λεπτά μού φαινόντουσαν ώρες, οι ώρες ημέρες. Το πιο δύσκολο ήταν να αντέξεις τις πρώτες μέρες, να συνηθίσεις στον πόνο. Αργότερα, αποκόπτεσαι διανοητικά, λές και το σώμα σου αρχίζει να επιπλέει...».

Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της κατάθεσής της είναι ότι κατονομάζει ως παρόντες στην ανάκριση και συντονιστές του βασανισμού της δυο επώνυμα στελέχη του εκστρατευτικού σώματος: το στρατηγό Μασί, διοικητή των αλεξιπτωτιστών, και το συνταγματάρχη -τότε- Μαρσέλ Μπιζάρ.

Εν ζωή και οι δυο, απόστρατοι στρατηγοί πλέον, ήταν αναμενόμενο να απαντήσουν («Le Monde»).

Ο Μασί δήλωσε πως δεν θυμάται την περίπτωση, τη βρίσκει ωστόσο αληθοφανή: «Πρέπει να πω πως ήταν μια περίπτωση ανάμεσα σε πολλές άλλες. Ισως η αφήγηση είναι λίγο υπερβολική, όχι όμως απαραίτητα... Ολα αυτά αποτελούσαν μέρος της ατμόσφαιρας, εκείνη την εποχή στο Αλγέρι».

Ο ίδιος επιβεβαιώνει άλλωστε την ύπαρξη του συγκεκριμένου στρατιωτικού γιατρού, «ενός ανθρώπου με ποιότητα, ανθρωπιστή και γοητευτικού», με τον οποίο παρέμειναν φίλοι επί δεκαετίες και ο οποίος πέθανε πριν από ενάμιση χρόνο.

Εντελώς διαφορετική είναι η αντίδραση του Μπιζάρ, που σπεύδει να διαψεύσει τη συνέντευξη σαν «ένα μάτσο ψέματα» που θέλουν «να κατεδαφίσουν ό,τι έχει μείνει όρθιο στη χώρα» -και πάνω απ' όλα να δυσφημήσουν τον ίδιο, επειδή «παραμένει πρότυπο για τη Γαλλία»...

Δεν λείπει ούτε η προειδοποίηση για το χάος που θα επιφέρει η υπερβολική ανοχή της κοινωνίας απέναντι στους «τρομοκράτες» -και τους μελαψούς, γενικώς: «Μια μέρα, θα το δείτε, θα έχουμε εκρήξεις στα προάστια!»

Από κοντά κι ο πρόεδρος της Ενωσης Αλεξιπτωτιστών, Μισέλ Εϊνό, που καταδικάζει κι αυτός το «εθνικά ύποπτο» ρεπορτάζ:

«Οι αλεξιπτωτιστές, στο σύνολό τους, δεν βασάνισαν. Είναι αλήθεια πως υπήρξαν υπερβάσεις, αλλά δεν ήταν σχεδιασμένες. Τις είχαν αναλάβει οι μυστικές υπηρεσίες, που δεν είχαν καμία σχέση με τους αλεξιπτωτιστές»!

Ετσι κι αλλιώς, το εναρκτήριο λάκτισμα για τη δημόσια συζήτηση πάνω στις σκοτεινές πλευρές του «ακατονόμαστου πολέμου» είχε δοθεί. Στις 6 Ιουλίου, η κομμουνιστική «L' Humanite» αρχίζει να δημοσιεύει μαρτυρίες για τις φρικαλεότητες του εκστρατευτικού σώματος.

Στις 31 Οκτωβρίου, η ίδια εφημερίδα παραχωρεί τις στήλες της στην έκκληση 12 γνωστών διανοουμένων (μεταξύ των οποίων οι Ανρί Αλέγκ, Πιερ Βιντάλ-Νακέ, Ζιζέλ Αλιμί, Ζερμέν Τιγιόν, Μαντλέν Ρεμπεριού κ.ά), οι οποίοι καλούν τον πρωθυπουργό Ζοσπέν και τον πρόεδρο Σιράκ «να καταδικάσουν με μια δημόσια διακήρυξη» τη χρήση βασανιστηρίων από το γαλλικό στρατό στην Αλγερία και προσκαλούν «τους μάρτυρες, τους πολίτες να εκφραστούν πάνω σ' αυτό το ζήτημα, που θέτει σε δοκιμασία τον ανθρωπισμό τους».

Τέτοια επίσημη δήλωση δεν έχει γίνει -μέχρι στιγμής, τουλάχιστον.

Ο Ζοσπέν θα προβεί σε κάποιες νεφελώδεις δηλώσεις για το «καθήκον της μνήμης» (4.11), ίσα-ίσα για να προκαλέσει τα πυρά της δεξιάς αντιπολίτευσης, που του θυμίζει ότι έχει «ξαναπροσβάλει τα εθνικά ιδεώδη» αποτίοντας το 1998 φόρο τιμής στους εξεγερμένους στασιαστές του Α' Παγκόσμιου.

Στο μεταξύ, 4.000 πολίτες σπεύδουν μέσα σ' ένα μήνα να προσυπογράψουν, με δηλώσεις τους, την έκκληση των 12.

Θετική βρίσκει την κίνηση και ο στρατηγός Μασί, με δηλώσεις του στη «Le Monde» (23.11.00). Η καταλυτική όμως παρέμβαση στη δημόσια συζήτηση επρόκειτο να έρθει από εκεί που δεν περίμενε κανείς.

Το θανατηφόρο παρακράτος

Ο στρατηγός Πολ-Λουί Οσαρές υπήρξε μια από τις πιο σκοτεινές φυσιογνωμίες της μάχης του Αλγερίου. Παλιός αντιστασιακός στο πλευρό του Ντε Γκολ, συνεργάτης του OSS («πατέρα» της CIA) στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, υπήρξε στη συνέχεια στέλεχος των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών, επαγγελματίας παρακρατικός στις αποικίες της Μαύρης Αφρικής κι επικεφαλής ενός ανεπίσημου μηχανισμού «συλλογής πληροφοριών» κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας.

Μετά τον πόλεμο, θα προσφέρει τα φώτα του -ως ειδικός επί των «προχωρημένων ανακρίσεων»- στο αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα του Βιετνάμ, θα υπηρετήσει ως αντιπρόσωπος της Γαλλίας στα κεντρικά γραφεία του ΝΑΤΟ και θα ολοκληρώσει την καριέρα του στον ιδιωτικό τομέα, ως πλασιέ όπλων της πολεμικής βιομηχανίας Τόμσον. Μολονότι ήδη από το 1972 ο ιστορικός Βιντάλ-Νακέ είχε επισημάνει το ρόλο του στον πόλεμο της Αλγερίας, προτιμούσε μέχρι πρότινος να παραμένει σιωπηλός.

Οταν ο απόστρατος στρατηγός ανοίγει το στόμα του -πρώτα στην περιορισμένης κυκλοφορίας «Journal du Dimanche» (Ιούλιος 2000), ύστερα στη «Le Monde» (23.11.00 & 3/5/01) και τα τηλεοπτικά κανάλια Europe 1 και France 2, και τέλος με τη δημοσίευση του βιβλίου του «Ειδικές Υπηρεσίες. Αλγερία 1955-1957»-, οι αποκαλύψεις του παίρνουν τη μορφή σκανδάλου.

Αυτό που περιγράφει με ανατριχιαστικό κυνισμό είναι το στήσιμο και η λειτουργία ενός ολόκληρου παράλληλου μηχανισμού για την απαγωγή, το βασανισμό και την εξολόθρευση κάθε λογής υπόπτων -μεθοδολογία πανομοιότυπη, όπως αναγνωρίζει κι ο ίδιος, με τα «τάγματα θανάτου» που έπνιξαν αργότερα στο αίμα χώρες όπως η Αργεντινή, η Χιλή ή το Ελ Σαλβαντόρ.

Εδρα του αποσπάσματος ήταν η βίλα Τουρέλ, στα προάστια του Αλγεριού. Μεταξύ των θυμάτων του συγκαταλέγονται ο καθοδηγητής του FLN στο Αλγέρι, Λαρμπί Μπεν Μαχίντι, και ο κοσμοπολίτης άραβας δικηγόρος Αλί Μπουμεντζέλ. Ο πρώτος απαγχονίστηκε, ο δεύτερος ρίχτηκε από το παράθυρο. Επισήμως, και οι δύο «αυτοκτόνησαν» κατά τη διάρκεια της κράτησής τους...

Σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, ο Οσαρές παραδέχεται ότι σκότωσε με τα χέρια του 24 άτομα «έξω από το πεδίο της μάχης», μεταξύ των οποίων και τον πρώτο άνθρωπο που βασάνισε. «Τα βασανιστήρια είναι αποτελεσματικά» εξηγεί.

«Η πλειοψηφία των ανθρώπων σπάνε και μιλάνε. Εν συνεχεία, τις περισσότερες φορές, τους αποτελειώναμε. Επρεπε κανονικά να τους παραδώσουμε στη Δικαιοσύνη, και σε ορισμένες περιπτώσεις το κάναμε, αλλά για τους υπόλοιπους δεν είχαμε καιρό. Αν αυτό μου προκάλεσε προβλήματα συνειδήσεως; Οφείλω να πω πως όχι. Είχα συνηθίσει σε όλα αυτά»...

Και το κυριότερο: όπως φαίνεται από τα αποσπάσματα του βιβλίου που δημοσιεύουμε σε διπλανή στήλη, όλα είχαν επιπλέον τη σαφή έγκριση σύμπασας της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας.

Η πιο σοβαρή κατηγορία αφορά τον Φρανσουά Μιτεράν, υπουργό Δικαιοσύνης στο αποκορύφωμα του πολέμου, που -κατά τον Οσαρές- διατηρούσε έναν παράλληλο, ανεπίσημο δίαυλο επικοινωνίας με το «απόσπασμα θανάτου» μέσω του δικαστή Ζαν Μπερνάρ.

Ο τελευταίος αυτός, ένας μάλλον άσημος δικαστικός με περίεργη πρόσβαση σε εξαιρετικά κρίσιμους φακέλους, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αλγερία, είχε στο ενεργητικό του «ευαίσθητες αποστολές, ιδιαίτερα στον τομέα της τρομοκρατίας, και ήταν ειδικευμένος στις υποθέσεις αποσχιστικών κινημάτων» (σύμφωνα με το βιογραφικό του, όπως δημοσιεύθηκε στην επαρχιακή «Nice-Matin» της 21.7.73, μετά τη συνταξιοδότησή του). Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, υπήρξε απλά ένας «άνθρωπος των μυστικών υπηρεσιών στο δικαστικό σώμα».

Ο επίλογος της υπόθεσης δεν έχει, βέβαια, ακόμη γραφτεί. Οι πολιτικοί ηγέτες, με πρώτους και καλύτερους τους Σιράκ και Ζοσπέν, «εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους» για το βιβλίο του ηλικιωμένου παρακρατικού.

Μη κυβερνητικές οργανώσεις ζήτησαν τη δίωξή του και, αφού τα αδικήματα τα σχετικά με την καταστολή της αλγερινής επανάστασης έχουν παραγραφεί με προεδρικό διάταγμα του 1962 και νόμο του 1968, περιορίστηκαν στην υποβολή μηνύσεων κατά του Οσαρές και του εκδοτικού του οίκου για «εγκωμιασμό εγκλημάτων πολέμου» (κίνηση που -καθόλου παράδοξα- ικανοποιεί ταυτόχρονα και όσους ενοχλήθηκαν με το σπάσιμο του «εθνικού απορρήτου» από το στρατηγό).

Η πρόταση που το ΚΚΓ κατέθεσε το Νοέμβριο στη Βουλή για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής έμεινε χωρίς συνέχεια, καθώς όλα τα μεγάλα κόμματα έκριναν «άκαιρο» και «διχαστικό» το αίτημα.

Το μόνο πρακτικό αποτέλεσμα, προς το παρόν, είναι η εγκύκλιος της 26ης Απριλίου 2001, με την οποία διατάσσεται το άνοιγμα στην ιστορική έρευνα όλων των κρατικών αρχείων που σχετίζονται με τον πόλεμο. Σύμφωνα με το προηγούμενο καθεστώς, πολλά από αυτά θα άνοιγαν μόνο το έτος 2060.


Οι πρώτες αποκαλύψεις


Στα 1960, οι Γάλλοι δεν μπορούσαν πια να ισχυριστούν ότι δεν γνώριζαν τι ακριβώς διαδραματιζόταν στην Αλγερία.

Αδιαφορώντας για τη λογοκρισία, τη σίγουρη ρετσινιά του προδότη, και, κυρίως, την ενδεχόμενη φυλάκισή τους, κάποιοι συμπατριώτες τους, ανάμεσά τους και αρκετοί γνωστοί διανοούμενοι, είχαν βαλθεί να αποκαλύψουν τις σκοτεινές όψεις του «πολέμου χωρίς όνομα». Μια λησμονημένη ιστορία από εκείνα τα χρόνια αφηγήθηκε η δικηγόρος Ζιζέλ Αλιμί στο συνέδριο για τα πενήντα χρόνια του «Δεύτερου Φύλου» της Σιμόν ντε Μποβουάρ, που παρακολουθήσαμε προ καιρού στο Παρίσι (Ιανουάριος 1999). Πρόκειται για την ιστορία της Τζαμίλα Μπουπασά, μιας νεαρής Αλγερινής, μέλους του FLN, που φυλακίστηκε στο Αλγέρι και υποβλήθηκε σε φρικιαστικά βασανιστήρια από γάλλους αλεξιπτωτιστές. Η Αλιμί είχε επισκεφθεί την κοπέλα στο κελί της και είδε με τα μάτια της τα ίχνη των βασανιστηρίων στο κορμί της: τα στήθη καμένα με τσιγάρο, τα πλευρά σπασμένα, μώλωπες και εγκαύματα παντού.

Επιστρέφοντας στο Παρίσι, η Αλιμί ανέλαβε την υπεράσπιση της Τζαμίλα και ζήτησε τη βοήθεια της Σιμόν ντε Μποβουάρ. «Τι θέλετε να κάνω;» τη ρώτησε εκείνη. «Να γράψετε ένα άρθρο και να το στείλετε στη "Μοντ"». Ετσι και έγινε. «Το πραγματικά σκανδαλώδες σε αυτό το σκάνδαλο», έγραφε η Μποβουάρ, «είναι ότι αρχίσαμε πια να το συνηθίζουμε». Υστερα από παλινωδίες, η εφημερίδα αποφάσισε να δημοσιεύσει το κείμενο. Οχι, όμως, χωρίς να το «στρογγυλέψει». «Αφαίρεσε τη λέξη κόλπος που είχε χρησιμοποιήσει η Μποβουάρ για να περιγράψει το βιασμό της Τζαμίλα με ένα μπουκάλι» θυμάται η Αλιμί. «Και την αντικατέστηκε με τη λέξη κοιλιά. Ετσι, στο άρθρο αναφέρεται ότι η Τζαμίλα βιάστηκε με ένα μπουκάλι στην κοιλιά».

Η επόμενη κίνηση ήταν η δημιουργία μιας επιτροπής για την υπεράσπιση της Τζαμίλα Μπουπασά. Πρόεδρος η Σιμόν ντε Μποβουάρ και μέλη ο Αραγκόν, η Ελσα Τριολέ, ο Σαρτρ κ.ά. Στη συνέντευξη τύπου της επιτροπής, στις 24 Ιουνίου 1960, διαβάστηκε επιστολή της Τζαμίλα, στην οποία αναφέρονταν καταλεπτώς τα απίστευτα βασανιστήρια που είχε υποστεί από γάλλους στρατιώτες. Την επόμενη χρονιά η υπόθεση κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τις υπογραφές της Αλιμί και της Μποβουάρ. Χάρη στην τραγική ιστορία της αλγερινής αγωνίστριας, η γαλλική κοινή γνώμη διέθετε πια μια πληρέστερη εικόνα για το βίο και, κυρίως, την πολιτεία των γάλλων στρατιωτών στην Αλγερία.



Η βίλα του αίματος


Με τη δύση του ήλιου φορούσαμε τις στολές παραλλαγής και η κουστωδία ξεκινούσε. Βγαίναμε έξω στις οχτώ και φροντίζαμε να έχουμε επιστρέψει με τους υπόπτους μας πριν από τα μεσάνυχτα ώστε να προχωρήσουμε στις ανακρίσεις.

Για όλους τους υπόπτους που συλλαμβάναμε στο Αλγέρι, εγώ ήμουν ο βασικός υπεύθυνος που αποφάσιζε ποιοι θα ανακριθούν και ποιοι θα οδηγούνταν απευθείας στα στρατόπεδα, αφού δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τους άλλους, η επικινδυνότητα των οποίων ήταν βέβαιη, ή εν πάση περιπτώσει πολύ πιθανή, τους κρατούσαμε, με στόχο να τους κάνουμε να μιλήσουν γρήγορα προτού τους ξεφορτωθούμε τελειωτικά. Ημαστε λιγότεροι από δέκα, μοιρασμένοι σε ένα τζιπ και ένα ντοτζ. Βιαζόμασταν. Τρέχαμε διαρκώς. Οι νύχτες κρατούσαν λίγο.

Από τις επιχειρήσεις που μας αναλογούσαν και στις οποίες συμμετείχα, οι περισσότερες οδηγούσαν σε ανακρίσεις. Αλλες πάλι κατέληγαν σε άμεσες εκκαθαρίσεις. Θυμάμαι, για παράδειγμα, κάτι γυναίκες που είχαν καταγγείλει κάποιους για δολοφονίες. Οι ένοχοι κρύβονταν σε μια καλύβα στο δάσος της Ζεράλντα. Δεν χρειάστηκε να προχωρήσουμε σε ανακρίσεις: οι τύποι εκτελέστηκαν επιτόπου.

Δεν παίρναμε ποτέ περισσότερους από μισή ντουζίνα υπόπτους τη φορά. Η περίπτωση όσων έμπαιναν στη βίλα Τουρέλ θεωρούνταν αρκετά βαριά ώστε να βγουν από κει μέσα ζωντανοί. Ηταν εκείνοι που είχαν συμμετάσχει άμεσα σε τρομοκρατικές ενέργειες. Τις μέρες της μεγάλης κίνησης μου έστελναν συστηματικά εκείνους που τα συντάγματα δεν είχαν χρόνο να ανακρίνουν. Προχωρούσαμε σε ανακρίσεις ακολουθώντας τους ρυθμούς άφιξης των κρατουμένων.

Στην Τουρέλ, όπως και στα συντάγματα που είχαν την ευθύνη των τομέων, τα βασανιστήρια αποτελούσαν τρέχουσα πρακτική όταν ο κρατούμενος αρνιόταν να μιλήσει, κάτι που συνέβαινε εξαιρετικά συχνά. Οι πληροφορίες που συγκεντρώναμε μας οδηγούσαν τις πιο πολλές φορές σε μία ή και περισσότερες άλλες εξορμήσεις, για να εντοπίσουμε λόγου χάρη κρυμμένα φορτία από όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικά. Οταν ένας ύποπτος είχε μιλήσει και έμοιαζε να μην έχει τίποτα πια να πει, το χειρότερο που θα μπορούσαμε να του κάνουμε ήταν να τον αφήσουμε ελεύθερο.

Τις περισσότερες φορές, οι άνδρες μου ξεκινούσαν για κάποιες απομακρυσμένες τοποθεσίες καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα έξω από το Αλγέρι και εκεί οι ύποπτοι εκτελούνταν με μια ριπή πολυβόλου και στη συνέχεια θάβονταν. Οι εκτελέσεις δεν συνέβαιναν ποτέ στο ίδιο σημείο. Είχα ζητήσει από τον Γκαρσέ, τον επιτελάρχη μου, να καθορίζει ποιοι θα αναλάμβαναν κάθε φορά την αγγαρεία. Μου έστελναν ακόμη εκείνους που είχαν ανακριθεί, είχαν μιλήσει και τώρα δεν τους χρειάζονταν πια. Στην περίπτωση αυτή, κανείς ποτέ δεν με ρώτησε τι σκόπευα να τους κάνω. Με λίγα λόγια, όταν ήθελαν να ξεφορτωθούν κάποιον, τον έστελναν στην Τουρέλ.

Στο τέλος κάθε νύχτας, ανέφερα τα γεγονότα στις σελίδες ενός τετραδίου τοπ σίκρετ. Με τρία φύλλα καρμπόν δημιουργούνταν τέσσερα αντίγραφα του χειρογράφου μου. Το πρωτότυπο πήγαινε στον Μασί και από τα τρία αντίγραφα ένα στον υπουργό Ρομπέρ Λακόστ, ένα στο στρατηγό Σαλάν και το τρίτο στο προσωπικό μου αρχείο. Εννοείται πως κουβαλούσα πάντοτε πάνω μου το τετράδιο αυτό.

Ζητώντας από τους στρατιωτικούς να επιβάλουν την τάξη στο Αλγέρι, οι πολιτικές αρχές είχαν εμμέσως επιτρέψει τη διενέργεια εκτελέσεων με συνοπτικές διαδικασίες [...]. Οταν χρειάστηκε να σκοτώσουμε κρατουμένους, δεν αμφιβάλαμε ούτε στιγμή ότι εκτελούσαμε τις άμεσες εντολές του Μαξ Λεζέν, της κυβέρνησης του Γκι Μολέ και της Γαλλικής Δημοκρατίας [...].

Σε ό,τι τώρα αφορά τα βασανιστήρια, τα ανέχονταν, ή μάλλον τα συνιστούσαν. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Φρανσουά Μιτεράν, είχε στείλει στον Μασί τον δικαστή Ζαν Μπερνάρ που μας κάλυπτε και είχε πλήρη γνώση όσων συνέβαιναν τη νύχτα. Διατηρούσα μαζί του τις καλύτερες δυνατές σχέσεις και δεν του έκρυβα τίποτα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσα ήταν πάντοτε οι ίδιες: χτυπήματα, ηλεκτρισμός, νερό. Αυτή η τελευταία τεχνική ήταν η πιο επικίνδυνη για τον κρατούμενο. Σπανίως κρατούσε περισσότερο από μία ώρα. Ετσι, είτε μιλούσαν αμέσως ή δεν μιλούσαν ποτέ.
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του στρατηγού Οσαρές που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Le Monde», 3/5/2001.)




ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Paul-Louis Aussaresses «Services speciaux. Algerie 1955-1957»
(Παρίσι 2001, εκδ. Perrin). Η κυνική αυτοβιογραφία του επικεφαλής των γαλλικών «ταγμάτων θανάτου» στην Αλγερία.

Pierre Vidal-Naquet (επιμ.) «Les crimes de l' armee francaise. Algerie 1954-1962» (Παρίσι 2001, εκδ. La Decouverte). Συλλογή μαρτυριών για τις βαρβαρότητες του γαλλικού στρατού στον ίδιο πόλεμο, από το γνωστό ελληνιστή ιστορικό.

Δημήτρης Λιβιεράτος «Η αλγερινή επανάσταση» (Αθήνα 1965, εκδ. Δίφρος). Η μοναδική διαθέσιμη στα ελληνικά εξιστόρηση του πολέμου της Αλγερίας, γραμμένη από έναν αγωνιστή που έζησε τα γεγονότα από πρώτο χέρι.

Δημήτρης Λιβιεράτος «Το αόρατο εργοστάσιο της επανάστασης» (Αθήνα 2001, «Μαύρη Λίστα», υπό έκδοσιν). Μαρτυρία για την ιστορία της «Δυτικής Επιμελητείας» στον πόλεμο της Αλγερίας.



ΔΕΙΤΕ

«Η μάχη του Αλγερίου»
Του Τζίλο Ποντεκόρβο (La battaglia di Algeri) (1965). Επική -αλλά εξαιρετικά ακριβής- αναπαράσταση των προσπαθειών του γαλλικού στρατού να συντρίψει τους «τρομοκράτες» του FLN στην αλγερινή πρωτεύουσα. Κλασική η φιγούρα του παλιού αντιστασιακού που, ως αξιωματικός των αλεξιπτωτιστών, αντιγράφει τις μεθόδους των χιτλερικών βασανιστών του.

«Η χαμένη ταξιαρχία» Του Μαρκ Ρόμπσον (Lost command) (1965). Χολιγουντιανή εκδοχή της ίδιας ιστορίας, κάπως «στρογγυλεμένη» αλλά χωρίς κραυγαλέες παραχαράξεις των γεγονότων.

«Ο μικρός στρατιώτης» Του Ζαν-Λικ Γκοντάρ (Le petit soldat) (1961). Αμεση αναφορά του γνωστού σκηνοθέτη στον πόλεμο της Αλγερίας, με μια -άκρως αμφιλεγόμενη- αντιστροφή των ρόλων: ένας γάλλος παρακρατικός του OAS βασανίζεται απάνθρωπα στη... Γενεύη, από μαχητές του FLN! Καλού-κακού, πάντως, η επίσημη λογοκρισία απαγόρευσε την προβολή της ταινίας μέχρι το 1964.
(Ελευθεροτυπία, 3/6/2001)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου