«Η Μάχη του Αλγερίου» (La battaglia di Algeri)
Ιταλο-αλγερινή παραγωγή, 1966
Σκηνοθεσία: Τζίλο Ποντεκόρβο
Πολύ απλά, “Η Μάχη του Αλγερίου” είναι μια από τις κορυφαίες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου: περιγράφει με εντυπωσιακή αμεσότητα την έκρηξη του απελευθερωτικού κινήματος στην Αλγερία στη δεκαετία του '50, τη βαρβαρότητα με την οποία απάντησε η Γαλλία, με βασανιστήρια όσων συλλαμβάνονταν από το γαλλικό στρατό -υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του σοσιαλιστή Γκι Μολέ, που πέρασε το διάταγμα για τη χρήση υπερεξουσιών από τον στρατό, ήταν ένας νεαρός πολιτικός ονόματι Φρανσουά Μιτεράν.
Ο Ποντεκόρβο μαζί με τον άμεσο συνεργάτη του, τον σπουδαίο σεναριογράφο Φράνκο Σολίνας, δεν ενδιαφέρονταν να γυρίσουν απλώς μια “προπαγανδιστική” ταινία για την αλγερινή επανάσταση. Στόχος τους ήταν να αποδώσουν την πολυπλοκότητα της σύγκρουσης αναδεικνύοντας τα “πραγματικά” γεγονότα, τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν, έστω με τις αναγκαίες δραματουργικές αφαιρέσεις.
Ο Ποντεκόρβο συμπιέζει το φιλμικό χρόνο, δίνοντας στην κινηματογράφησή του την αίσθηση του επείγοντος...
Σε ένα κρίσιμο σημείο, στον διάλογο του “στρατολογημένου από το δρόμο” στο FLN Αλί λα Πουάντ με τον «καθοδηγητή», τίθεται το ζήτημα της «άμεσης, επιθετικής δράσης» κόντρα, ίσως, στην «ευρύτερη συμμετοχή» του λαού. Μπροστά στην επιμονή του νεαρού για δράση, ο πολύπειρος Μπεν-Μιτ απαντά: «Πρέπει να περάσουμε στη συμμετοχή του λαού... Είναι δύσκολο να ξεκινήσεις μια επανάσταση και πιο δύσκολο να τη συνεχίσεις. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να νικήσεις. Αλλά”, απαντά προφητικά, «όταν η επανάσταση κερδηθεί, τότε θα αρχίσουν οι πραγματικές δυσκολίες»,
Η δύναμη της ταινίας όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, κερδίζοντας το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, ήταν τόσο μεγάλη που οι γαλλικές κυβερνήσεις την είχαν απαγορεύσει μέχρι το 1971. Η πρώτη προβολή της στο Παρίσι σημαδεύτηκε από διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία. Πρόσφατα, και με αφορμή τον πόλεμο στο Ιράκ, το αμερικανικό Πεντάγωνο οργάνωσε μια κλειστή προβολή για τα στελέχη του στη θεματική «Πώς να κερδίσετε τη μάχη κατά της τρομοκρατίας και να χάσετε τον πόλεμο των ιδεών».
Σε απάντηση στις «τρομοκρατικές» ενέργειες της αντίστασης, ο γαλλικός στρατός απαντά με βασανιστήρια, δολοφονίες και ισοπέδωση ολόκληρων συνοικιών.
Η ταινία κλείνει με τον “θρίαμβο του λαού” και την επίτευξη της ανεξαρτησίας: Ωστόσο, ο Ποντεκόρβο δεν αναφέρει ότι ο βασικός λόγος για την αλλαγή στάσης των Γάλλων ήταν η ισχυρή ακροδεξιά, που όχι μόνο σκόπευε να δολοφονήσει τον Ντε Γκολ αλλά και να ανατρέψει τη δημοκρατική κυβέρνηση στη Γαλλία. Με άλλα λόγια, όχι μόνο ο Ντε Γκολ αλλά συνολικά οι κεντρώοι πολιτικοί της Γαλλίας αντιλήφθηκαν πως η διατήρηση της Αλγερίας θα είχε βαρύτατο τίμημα Οσο για την Αλγερινή Επανάσταση, μετά τις εσωτερικές συγκρούσεις Μπεν Μπελά-Μπουμεντιέν, τη σχετική ευημερία της δεκαετίας του '70 λόγω πετρελαίου, διαδέχτηκε η παγίωση ενός μονοκομματικού καθεστώτος, η διαφθορά, η επιρροή των ισλαμιστών, η εξέγερση μιας απογοητευμένης νεολαίας (το μισό του πληθυσμού αυτής της χώρας) που έφτασε μέχρι το σημείο να ξεθάψει από το νεκροταφείο του Αλγερίου τους “τιμημένους νεκρούς” της Επανάστασης και να πετάξει τα κουφάρια τους στο δρόμο... Αλλά για όλα αυτά θα χρειαζόταν ένας νέος Ποντεκόρβο...
Τζίλο Ποντεκόρβο: Γεννημένος στην Πίζα της κεντρικής Ιταλίας στις 19 Νοεμβρίου του 1919, ο Τζίλο ήταν γιος ενός ευκατάστατου Ιταλοεβραίου επιχειρηματία και αδελφός του διάσημου πυρηνικού φυσικού Μπρούνο Ποντεκόρβο, που στη δεκαετία του '50 πέρασε στη Σοβιετική Ενωση. Ο Τζίλο το 1938, λίγο μετά την αποφοίτησή του και αντιμετωπίζοντας τον αυξανόμενο αντισημιτισμό, μετακομίζει στη Γαλλία όπου εργάζεται ως ανταποκριτής των Ιταλικών εφημερίδων “La Repubblica” και “Paese Sera”. Στο Παρίσι έρχεται σε επαφή με τον κόσμο του κινηματογράφου και ξεκινά να γυρνάει μικρά ντοκιμαντέρ. Γίνεται βοηθός του Joris Ivens, του μεγάλου μαρξιστή ντοκιμαντερίστα. Συναναστρέφεται τους Πάμπλο Πικάσο, Ιγκόρ Στραβίνσκι, Ζαν-Πολ Σαρτρ. Το 1948 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, από το οποίο θα αποχωρήσει το 1956 με την εισβολή στην Ουγγαρία. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει: “Δεν είμαι ένας καθ’ εαυτού επαναστάτης. Είμαι απλός ένας άνθρωπος της αριστεράς, όπως πολλοί Ιταλοεβραίοι”.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την επιστροφή του στην Ιταλία, αφήνει τη δημοσιογραφία για τον κινηματογράφο, αφού βλέπει το "Paisa" του Ροσελίνι. Γυρίζει το «Kapo», ένα δράμα που εκτυλίσσεται σε ένα ναζιστικό στρατόπεδο. Το 1961 είναι υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. «Η μάχη του Αλγερίου» είναι το αριστούργημά του, που καταφέρνει να προβληθεί ευρύτατα στις Ηνωμένες Πολιτείες και είναι υποψήφιο για δύο Όσκαρ, σκηνοθεσίας και πρωτότυπου σεναρίου.
Το επόμενο μεγάλο έργο του είναι το “Κουεμάντα” (1969), στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Μάρλον Μπράντο και έχει ως θέμα και πάλι την αποικιοκρατία... Συνεχίζει να γυρίζει πολιτικές ταινίες και ντοκιμαντέρ και το 1992 αντικαθιστά τον Guglielmo Biraghi ως διευθυντής του Φεστιβάλ Βενετίας, το οποίο διευθύνει για τις τρεις επόμενες χρονιές. Το 2006 πεθαίνει από καρδιακή ανεπάρκεια στη Ρώμη σε ηλικία 86 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου