http://www.tovima.gr/
Η απροσδόκητη κατάκτηση του Εuro από την Εθνική το καλοκαίρι του 2004 αποτελεί ένα καλό παράδειγμα της αμφιλεγόμενης σημασίας του ποδοσφαίρου: μια υποδεέστερη ποδοσφαιρική (και όχι μόνο) δύναμη κατάφερε να κερδίσει, μέσα στο πεδίο της τιμής, υπέρτερους αντιπάλους, δείχνοντας έτσι πως τα πάντα είναι δυνατά. Την ίδια στιγμή αυτή η επιτυχία (παρά την ομολογούμενη συγκυρία της) αναγορεύτηκε σε εθνικό θρίαμβο, μας έκανε όλους «υπερήφανους» και το δίχως άλλο ανέβασε τις πωλήσεις του εθνικού λαβάρου. Αφήνω κατά μέρος τις λαϊκίστικες και εθνικιστικές κορόνες για την ανωτερότητά μας και άλλα ηχηρά. Πάντως αυτή η υπερβολική (πλην ερμηνεύσιμη) εθνική υπερηφάνεια έμελλε να πληγωθεί βαθιά όταν τρία χρόνια αργότερα, στις 24 Μαρτίου 2007, μέσα στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» δεχτήκαμε τέσσερα γκολ από την Τουρκία. Το χειρότερο όμως ήταν η σημασία που έδωσαν οι αντίπαλοί μας σε αυτή την καταστροφή. Μια από τις μεγαλύτερες τουρκικές εφημερίδες, η «Fanatik», έγραψε: «Η νίκη αποκτά ξεχωριστή σημασία καθώς επιτεύχθηκε μία ημέρα πριν από την 25η Μαρτίου, που είναι θρησκευτική γιορτή στην Ελλάδα. Επίσης, διότι το ματς διεξήχθη στο γήπεδο “Καραϊσκάκης”, που πρόκειται για έναν εθνικό ήρωα στην Ελλάδα, στην εξέγερση εναντίον των Τούρκων, κι έτσι η νίκη είναι πιο συμβολική από ποτέ. Αξέχαστη!».
Η φιλολογία σχετικά με την πατριωτική αλλά και εθνικιστική διάσταση του ποδοσφαίρου, στο επίπεδο των εθνικών, φυλετικών και κάποτε θρησκευτικών αναμετρήσεων, είναι τεράστια και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Οσο και αν η «διπλωματία του ποδοσφαίρου» φέρνει συχνά τα επιθυμητά αποτελέσματα, οι μάχες ανάμεσα στις εθνικές ομάδες με τους επιτελείς (ας μην ξεχνάμε τον «Καiser» Franz Βeckenbauer ή τον «στρατηγό» Δομάζο) εξακολουθούν να μαίνονται και όχι σπάνια οι κλεισμένες πληγές της Ιστορίας ξανανοίγουν στα γήπεδα, όπου όλα παίρνουν τον χαρακτήρα μιας οιονεί πολεμικής αναμέτρησης. Ωστόσο αυτές οι εθνικές εμμονές και προκαταλήψεις ξυπνούν και αναρριπίζονται όχι μόνο στα γήπεδα αλλά (κυρίως) στους γιγαντιαίους τίτλους των εφημερίδων, αθλητικών ή μη. Στις 24 Ιουνίου 1996, δύο μέρες πριν από τον αγώνα του Εuro ανάμεσα στην Αγγλία και στη Γερμανία (1-1) η «Daily Μirror» εμφανίστηκε με τον τίτλο της διάσημης φράσης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου «Αchtung! Surrender!», γεγονός που επικρίθηκε πολύ από τους ίδιους τους Βρετανούς.
Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία πως το ποδόσφαιρο, άθλημα παγκόσμιας αποδοχής, ευνοεί, περισσότερο από όσο οι Ολυμπιακοί Αγώνες, την εθνική υπερηφάνεια και προφανώς αναδεικνύει τον απωθημένο, ή μη, εθνικισμό μας. Ο εθνικός ύμνος, τα εθνικά χρώματα, η εθνική ομάδα, τα «δικά» μας παιδιά και λοιπά αποτελούν ακατάλυτα σύμβολα, όχι μόνο για τους θεατές των γηπέδων, αλλά και για τα εκατομμύρια φιλάθλων σε όλον τον κόσμο. Ετσι, αν η Ευρωπαϊκή Ενωση τείνει (όπως άλλωστε η γενικότερη εννοούμενη παγκοσμιοποίηση) να γεφυρώσει τις εθνικές/εθνικιστικές διαφορές της ηπείρου μας και να επιβάλει το δικό της μη εθνικό μνημόνιο, οι ποδοσφαιρικές σημαίες και οι ποδοσφαιρικές ιδιοπροσωπίες δείχνουν μια προπολεμική Ευρώπη. Στο ποδόσφαιρο η ιστορία κυλάει πολύ αργά και αναλλοίωτη. Καμία Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει τη δύναμη να αποκλείσει τους ξέφρενους πανηγυρισμούς των Γερμανών μετά την πρόσφατη τεσσάρα εναντίον των Αγγλων, καμία καγκελάριος δεν μπορεί να απαγορεύσει στους Ισπανούς να ταπεινώνουν την Εθνική Γερμανίας... Ωστόσο θα ήταν λάθος να λησμονούμε ότι, παρά τις ακρότητες μέσα και έξω από το γήπεδο, παρά τους φανατισμούς και τις βιαιότητες, παρά τις αδικίες και τις αντεκδικήσεις, παρά τις εθνικιστικές και σοβινιστικές κορόνες, το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι, παίγνιον, και όπως όλα τα παίγνια και τα θεάματα είναι ένας τρόπος αναπαράστασης του βίου. Δεν πρέπει να δραματοποιούμε τα πράγματα αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, ένα ματς αποτελεί μια «μίμηση πραγμάτων» όπου καθείς μπορεί να βρει όποιον συμβολισμό θέλει. Τον αδύναμο αγωνιστή που αντιμάχεται υπέρτερες δυνάμεις (κάποτε και ενάντια στη θεϊκή βούληση), τον ήρωα-εκδικητή, τον υπερόπτη που ταπεινώνεται. Πάνω από όλα μέσα στο γήπεδο συγκρούονται πάντοτε δύο δυνάμεις, που, ανάλογα με την κερκίδα όπου καθόμαστε, η μία αντιπροσωπεύει το Καλό και η άλλη το Κακό. Η ταύτισή μας με τη μία ή την άλλη ομάδα είναι κάποτε υπερλογική. Δεν έχει να κάνει με πολιτικούς, ιδεολογικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς λόγους.
Αν παρακολουθώντας ένα ματς αισθανόμαστε βίαιοι, επιθετικοί, εθνικιστές ή οτιδήποτε, σε τούτο δεν φταίει το ποδόσφαιρο. Απλώς μέσα από αυτό το θέαμα αναφαίνονται και εκδηλώνονται τα γνησιότερα, ίσως, αισθήματά μας. Το ποδόσφαιρο, ως μίμηση μάχης και πολέμου, δεν διαφέρει, τηρουμένων των αναλογιών, από μια αναπαράσταση ενός συμβάντος, ακόμη και ενός συμβάντος της τραγωδίας. Το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέπτης. Ο καθείς λοιπόν και η κάθαρσή του. Ο καθείς και ο απόκρυφος και συνάμα αναδυόμενος ποδοσφαιρικός εαυτός του. Ο διάσημος συγγραφέας Αrthur Κoestler, γεννημένος στη Βουδαπέστη, είναι εκείνος που είπε πως, όπως έχουμε εθνικισμό, έτσι έχουμε και ποδοσφαιρικό εθνικισμό. Μάλιστα τα αισθήματα που γεννά ο δεύτερος είναι κατά πολύ εντονότερα. Ο ίδιος, που λογάριαζε πολύ τη βρετανική του υπερηφάνεια και νομιμοφροσύνη, υποστήριζε σε όλη τη ζωή του, με εθνικιστικό φανατισμό, την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας.
Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία πως το ποδόσφαιρο, άθλημα παγκόσμιας αποδοχής, ευνοεί, περισσότερο από όσο οι Ολυμπιακοί Αγώνες, την εθνική υπερηφάνεια και προφανώς αναδεικνύει τον απωθημένο, ή μη, εθνικισμό μας. Ο εθνικός ύμνος, τα εθνικά χρώματα, η εθνική ομάδα, τα «δικά» μας παιδιά και λοιπά αποτελούν ακατάλυτα σύμβολα, όχι μόνο για τους θεατές των γηπέδων, αλλά και για τα εκατομμύρια φιλάθλων σε όλον τον κόσμο. Ετσι, αν η Ευρωπαϊκή Ενωση τείνει (όπως άλλωστε η γενικότερη εννοούμενη παγκοσμιοποίηση) να γεφυρώσει τις εθνικές/εθνικιστικές διαφορές της ηπείρου μας και να επιβάλει το δικό της μη εθνικό μνημόνιο, οι ποδοσφαιρικές σημαίες και οι ποδοσφαιρικές ιδιοπροσωπίες δείχνουν μια προπολεμική Ευρώπη. Στο ποδόσφαιρο η ιστορία κυλάει πολύ αργά και αναλλοίωτη. Καμία Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει τη δύναμη να αποκλείσει τους ξέφρενους πανηγυρισμούς των Γερμανών μετά την πρόσφατη τεσσάρα εναντίον των Αγγλων, καμία καγκελάριος δεν μπορεί να απαγορεύσει στους Ισπανούς να ταπεινώνουν την Εθνική Γερμανίας... Ωστόσο θα ήταν λάθος να λησμονούμε ότι, παρά τις ακρότητες μέσα και έξω από το γήπεδο, παρά τους φανατισμούς και τις βιαιότητες, παρά τις αδικίες και τις αντεκδικήσεις, παρά τις εθνικιστικές και σοβινιστικές κορόνες, το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι, παίγνιον, και όπως όλα τα παίγνια και τα θεάματα είναι ένας τρόπος αναπαράστασης του βίου. Δεν πρέπει να δραματοποιούμε τα πράγματα αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, ένα ματς αποτελεί μια «μίμηση πραγμάτων» όπου καθείς μπορεί να βρει όποιον συμβολισμό θέλει. Τον αδύναμο αγωνιστή που αντιμάχεται υπέρτερες δυνάμεις (κάποτε και ενάντια στη θεϊκή βούληση), τον ήρωα-εκδικητή, τον υπερόπτη που ταπεινώνεται. Πάνω από όλα μέσα στο γήπεδο συγκρούονται πάντοτε δύο δυνάμεις, που, ανάλογα με την κερκίδα όπου καθόμαστε, η μία αντιπροσωπεύει το Καλό και η άλλη το Κακό. Η ταύτισή μας με τη μία ή την άλλη ομάδα είναι κάποτε υπερλογική. Δεν έχει να κάνει με πολιτικούς, ιδεολογικούς, κοινωνικούς ή οικονομικούς λόγους.
Αν παρακολουθώντας ένα ματς αισθανόμαστε βίαιοι, επιθετικοί, εθνικιστές ή οτιδήποτε, σε τούτο δεν φταίει το ποδόσφαιρο. Απλώς μέσα από αυτό το θέαμα αναφαίνονται και εκδηλώνονται τα γνησιότερα, ίσως, αισθήματά μας. Το ποδόσφαιρο, ως μίμηση μάχης και πολέμου, δεν διαφέρει, τηρουμένων των αναλογιών, από μια αναπαράσταση ενός συμβάντος, ακόμη και ενός συμβάντος της τραγωδίας. Το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέπτης. Ο καθείς λοιπόν και η κάθαρσή του. Ο καθείς και ο απόκρυφος και συνάμα αναδυόμενος ποδοσφαιρικός εαυτός του. Ο διάσημος συγγραφέας Αrthur Κoestler, γεννημένος στη Βουδαπέστη, είναι εκείνος που είπε πως, όπως έχουμε εθνικισμό, έτσι έχουμε και ποδοσφαιρικό εθνικισμό. Μάλιστα τα αισθήματα που γεννά ο δεύτερος είναι κατά πολύ εντονότερα. Ο ίδιος, που λογάριαζε πολύ τη βρετανική του υπερηφάνεια και νομιμοφροσύνη, υποστήριζε σε όλη τη ζωή του, με εθνικιστικό φανατισμό, την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου