Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ

Πηγή: Το Βήμα


Στην Ελλάδα σήμερα ελάχιστοι ασχολούνται με το παραδοσιακό θέατρο σκιών του Καραγκιόζη. Παρ΄ όλη τη δράση σημαντικών καλλιτεχνών, με εμβληματική φυσιογνωμία τον Ευγένιο Σπαθάρη, το θέαμα αυτό έχει προ πολλού πάψει να είναι αυθεντικά «λαϊκό». Ο Καραγκιόζης έχει γίνει μια καλτ φιγούρα που την υποστηρίζουν λαογράφοι και κύκλοι διανοουμένων, οι οποίοι προτιμούν για τη συνοικία, το τοπικό πολιτιστικό σωματείο ή το παιδικό τους πάρτι μια τέτοια παράσταση ως «εναλλακτική».
Οι μεγαλύτερες γενιές θυμούνται με νοσταλγία κάποια παράσταση Καραγκιόζη των παιδικών τους χρόνων (υπήρχε και εκπομπή στην τηλεόραση) αλλά, για τα σύγχρονα δεδομένα, το θέαμα έχει χαρακτήρα διάσωσης της παράδοσης και «μαθήματος» στις νέες γενιές. Βεβαίως, το προσωνύμιο «Καραγκιόζης» έχει ενταχθεί ως προσφώνηση στη νεοελληνική διάλεκτο, με σαφή υποτιμητική χροιά και κανένας δεν θα ήθελε να του αποδίδουν ιδιότητες «Καραγκιόζη». Συνεπώς, εντός Ελλάδος, ο Καραγκιόζης έχει και συμπάθειες και αντιπάθειες, αλλά κυρίως μια κοινωνία σχετικά αδιάφορη πλέον για το είδος διασκέδασης που προσφέρει. Γιατί και ο Καραγκιόζης υπήρξε θύμα, μέσα στον 20ό αιώνα, της διάδοσης νέων μορφών λαϊκής ψυχαγωγίας.

Την αδιαφορία αυτή ήρθε να ταράξει η απόφαση της UΝΕSCΟ, με την οποία ο Καραγκιόζης αναγνωριζόταν ως μέρος της τουρκικής «άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς». Τότε, αιφνιδίως, οι Ελληνες ανακάλυψαν ότι «οι Τούρκοι μας πήραν μέχρι και τον Καραγκιόζη»! Σειρά δημοσιευμάτων εκατέρωθεν του Αιγαίου διεκδικούσαν την εθνική ταυτότητα του Καραγκιόζη, όπως σε άλλες περιπτώσεις διεκδικούσαν την εθνικότητα του καφέ ή του κεφτέ.

Η περίπτωση του Καραγκιόζη απεικονίζει τη διαδικασία εθνικοποίησης μιας προεθνικής πολιτιστικής παράδοσης που ανάγεται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στοιχεία της υλικής κυρίως κουλτούρας που μοιράζονταν οι βαλκανικοί λαοί αλλά και οι λαοί της Εγγύς Ανατολής στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας απορρίφθηκαν ως «ανατολικά» μέσα από τη διαδικασία συγκρότησης των εθνών-κρατών ή αναβαπτίστηκαν ως αποκλειστικά στοιχεία μιας εθνικής παράδοσης που δεν είχε καμία σχέση με το οθωμανικό παρελθόν. Με τον τρόπο αυτόν, τα νέα έθνη-κράτη οικειοποιήθηκαν ως δικά τους εθνικά σύμβολα στοιχεία της κοινής κουλτούρας των οθωμανικών Βαλκανίων. Η κοινή εμπειρία βιωνόταν έτσι ως αποκλειστική εμπειρία, η πολλαπλότητα ως μοναδικότητα. Και αυτό αφορούσε βεβαίως και το τουρκικό έθνοςκράτος, το οποίο αφού αρχικά απέρριψε, στη συνέχεια θέλησε να οικειοποιηθεί κατ΄ αποκλειστικότητα την οθωμανική κληρονομιά, να την εθνικοποιήσει για λογαριασμό του.

Ο Καραγκιόζης (τουρκικό όνομα που στα ελληνικά σημαίνει «μαυρομάτης») είναι ένα λαϊκό θέατρο σκιών που δημιουργήθηκε τον 15ο ή τον 16ο αιώνα, με δύο βασικούς χαρακτήρες: τον Καραγκιόζη, που εκπροσωπούσε τον αγράμματο αλλά οξυδερκή λαό, και τον Χατζηαβάτη, που εκπροσωπούσε τα μορφωμένα κοινωνικά στρώματα και μιλούσε μια εξεζητημένη γλώσσα. Οι δύο αυτοί κεντρικοί ήρωες πλαισιώνονταν από χαρακτήρες που απεικόνιζαν την κοινωνική και εθνολογική σύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού ήταν απαραίτητο. Η υπόθεση δεν ήταν δεδομένη αλλά προσαρμοζόταν στις τοπικές συνθήκες.


και στην επικαιρότητα για να μπορεί να διασκεδάζει κάθε είδος κοινού. Αυτή ακριβώς η ευελιξία εξηγεί γιατί ο Καραγκιόζης μπορούσε να έχει απήχηση και στον 17ο και στον 20ό αιώνα, και σε Ελληνες και σε Τούρκους. Η μεταφορά του σε ελληνικό περιβάλλον σήμαινε αναπόφευκτα και προσαρμογή των χαρακτήρων και των ηρώων, ώστε το κοινό να ταυτίζεται και να διασκεδάζει με οικείες υποθέσεις.

Ο έλληνας Καραγκιόζης, ξυπόλητος, ρακένδυτος και καμπούρης, έφτασε λοιπόν να ενσαρκώνει την ελληνική εθνική ταυτότητα, εφόσον σύμφωνα με τον Ευγ. Σπαθάρη «είναι ίδιος ο Ελληνας με τα τερτίπια του, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του». Με αφετηρία αυτή τη διαπίστωση, για πολλούς όψιμους υπερασπιστές του, η καταγωγή του Καραγκιόζη παύει να είναι οθωμανική και ανάγεται αίφνης στους αριστοφανικούς ήρωες και τα πτωχοπροδρομικά κείμενα. Μάλιστα, στην καμπούρα του φέρεται να κουβαλάει τα «δεινά του ελληνικού λαού». Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, η κατάσταση είναι παρόμοια. Παρ΄ όλο που αναγνωρίζουν ότι η πολιτιστική παράδοση του Καραγκιόζη είναι περισσότερο ζωντανή στην Ελλάδα απ΄ ό,τι στην Τουρκία, διεκδικούν την αποκλειστικό- τητα της «ιδιοκτησίας» του (είναι ο όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον καθηγητή λαογραφίας Οτσάλ Ογκούζ, εκπρόσωπο της Τουρκίας στη σχετική επιτροπή της UΝΕSCΟ).

Φαίνεται ωστόσο ότι υπήρξε παρεξήγηση και από την τουρκική και από την ελληνική πλευρά ως προς την ουσία της απόφασης της UΝΕSCΟ, η οποία εσκεμμένα, ή μη, ερμηνεύτηκε με όρους εθνικής αντιπαλότητας. Πράγματι, η UΝΕSCΟ αναγνώρισε τον Καραγκιόζη ως τμήμα της «άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς» της Τουρκίας, η οποία αξίζει να διασωθεί. Εν τούτοις, σύμφωνα πάντα με την UΝΕSCΟ, η άυλη πολιτιστική κληρονομιά δεν αξιολογείται συγκριτικά με βάση το στοιχείο της εξαιρετικότητας ή της αποκλειστικότητας αλλά, αντίθετα, ανάλογα με την αντιπροσωπευτικότητά τηςτην ικανότητά της να μεταδίδεται από τη μια κοινότητα στην άλλη. Στη Σύμβαση του 2003 γράφεται ρητά ότι «η εύθραυστη, άυλη πολιτιστική κληρονομιά είναι ένας σημαντικός παράγοντας για τη διατήρηση της πολιτισμικής ποικιλίας σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης». Επομένως, η άυλη πολιτισμική κληρονομιά περιέχει και δεν αποκλείει, συνθέτει και δεν διαχωρίζει. Στόχος της προστασίας της είναι ο σεβασμός της διαφορετικότητας και ο διαπολιτισμικός διάλογος. Και ο Καραγκιόζης είναι η ενσάρκωση του διαπολιτισμικού διαλόγου, τεκμήριο μιας κοινής πολιτισμικής κληρονομιάς που είχε απορριφθεί ως «ανατολική» και «λαϊκή».

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου