Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η.Π.Α.
Ελευθεροτυπία

Μπροστά στις αμερικανικές ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου τα λόμπι έχουν ξεσπαθώσει και οι επιχειρηματικοί όμιλοι έχουν αποδυθεί σε μια δαπανηρή μάχη για την εκλογή αρεστών σε αυτούς πολιτικών, καθώς χάρη σε απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου παρεμβαίνουν πλέον στην εκλογική αναμέτρηση όχι απλώς ως χορηγοί ή έμμεσοι διαμορφωτές γνώμης αλλά και άμεσα, ως οργανωτές εκστρατειών υπέρ ή κατά συγκεκριμένων υποψηφίων.

Την «επιτυχία» της νέας παρέμβασης των οικονομικών συμφερόντων στην αμερικανική πολιτική σκηνή καρπώθηκε η Citizens United, μια ακραία συντηρητική οργάνωση με στόχο την προώθηση των αξιών της «ελεύθερης επιχειρηματικότητας, της ισχυρής οικογένειας, της περιορισμένης κυβερνητικής παρέμβασης και της εθνικής κυριαρχίας και ασφάλειας», που υποστηρίζει κάθε αντιδραστική πρωτοβουλία.

Οταν το Ανώτατο Δικαστήριο, κάνοντας δεκτή την προσφυγή της οργάνωσης, κατάργησε προηγούμενες διατάξεις που απαγόρευαν σε εταιρείες και επιχειρηματικούς ομίλους να πληρώνουν άμεσες πολιτικές διαφημίσεις υπέρ υποψηφίων, ο πρόεδρος Ομπάμα είχε καταγγείλει την απόφαση τονίζοντας ότι «επιτρέπει σε ειδικά συμφέροντα, ιδίως των πετρελαϊκών εταιρειών, των τραπεζών της Γουόλ Στριτ ή των ασφαλιστικών του τομέα υγείας να δαπανούν απεριόριστα, στις εκλογές μας προωθώντας την εξουσία τους στην Ουάσιγκτον» και είχε υποσχεθεί ότι το Κογκρέσο θα αναλάμβανε πρωτοβουλίες για μια απάντηση που θα προάσπιζε το δημόσιο συμφέρον.

Οκτώ μήνες μετά, η απάντηση της κυβέρνησης ακόμη αναμένεται, όχι όμως και των επιχειρήσεων, που διά του Κρεγκ Κάσεϊ, προέδρου της BIPAC (Επιτροπή Πολιτικής Δράσης Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας), δηλώνουν ότι «η απόφαση μάς προσφέρει τεράστια περιθώρια για νέους τρόπους και δράσεις πολιτικής επικοινωνίας». Η ομάδα, που αποτελείται από περισσότερους από 400 από τους μεγαλύτερους αμερικανικούς επιχειρηματικούς ομίλους και εμπορικές ενώσεις (από την Lockheed Martin έως το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου), εδώ και χρόνια δραστηριοποιείται για να επηρεάσει την εκλογή υποψηφίων που διάκεινται ευνοϊκά προς τα συμφέροντά της.

Εως σήμερα βασικό όχημά της ήταν το «Σχέδιο Ευημερίας», μια ενδελεχής βάση δεδομένων που καταγράφει λεπτομερώς τις θέσεις των υποψηφίων σε καίρια θέματα που την αφορούν (από τη φορολογία έως την οικολογία) στέλνοντας εσωτερικά μνημόνια στις εταιρείες-μέλη και τους υπαλλήλους τους ώστε να τους επηρεάσουν να ψηφίσουν φίλα προς τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα υποψηφίους.

Τώρα, χάρη στη δικαστική απόφαση, θα μπορούν επιπλέον να υποδείξουν ποιον πολιτικό προτιμούν τα αφεντικά τους και να κάνουν άμεσες εκστρατείες στους τόπους δουλειάς, στα ΜΜΕ, στον κυβερνοχώρο και στα κοινωνικά δίκτυα υπέρ του υποψηφίου της αρεσκείας τους ή και κατά εκείνου που θεωρούν ότι δεν διασφαλίζει τα συμφέροντά τους.

Γι' αυτό και τώρα που παίζεται η τύχη κάπου 60 θέσεων σε Βουλή και Γερουσία, η BIPAC θα επενδύσει διπλάσιο ποσό από εκείνο που επένδυσε στις εκλογές του 2008 σε «πολιτική επικοινωνία», όπως γράφει ο Πίτερ Στόουν του «National Journal».

Εχει ενδιαφέρον ότι ενώ χάρη στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου οι ίδιες οι πολυεθνικές μπορούν να κάνουν καμπάνιες, πολλές προτιμούν να προσφεύγουν σε οργανώσεις ομπρέλα όπως η BIPAC ή το Επιμελητήριο. Επειδή, όπως λέει ο Λάρι Νομπλ, πρώην σύμβουλος της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Εκλογικής Επιτροπής, η απόφαση είναι τόσο αντιδημοφιλής (το 80% των Αμερικανών διαφωνεί) με αποτέλεσμα πολλές πολυεθνικές να κρατούν τα προσχήματα, μη θέλοντας να φανεί ότι επωφελούνται από αυτήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου