Η σημερινή εικόνα της Τουρκίας, όπως προκύπτει από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, είναι ασφαλώς ρόδινη. Και μάλιστα δέκα μόλις χρόνια μετά την οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα αυτή το 2001. Παράλληλα, η κυβέρνηση του κ. Ερντογάν εξασφάλισε μια πρωτόγνωρη πολιτική σταθερότητα η οποία επιτρέπει ρηξικέλευθους σχεδιασμούς με μακροχρόνιο ορίζοντα. Η σταθερότητα αυτή δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της καλής διαχείρισης της εξουσίας από το Κόμμα της Ανάπτυξης και της Προόδου, αλλά οφείλεται και στο εκλογικό σύστημα που δεν επιτρέπει σε κόμματα με λιγότερο από 10% της ψήφου να εισέρχονται στη Βουλή. Ετσι, δεν αντιπροσωπεύεται εκεί μεγάλο μέρος της βούλησης των Τούρκων ψηφοφόρων, ενώ τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης δεν αποτελούν σοβαρή πρόκληση για την κυβέρνηση.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είναι πολύ πιθανό ο Τούρκος πρωθυπουργός να κερδίσει αυτοδυναμία και στις ερχόμενες εκλογές καθώς τόσο το σοσιαλιστικό όσο και το εθνικιστικό κόμμα δεν διαθέτουν αξιόμαχες πολιτικές δυνάμεις.
Ωστόσο, η πορεία του κ. Ερντογάν δεν είναι απαλλαγμένη από κινδύνους. Ο πιο συνηθισμένος είναι η αλαζονεία που ενδημεί στον παρατεταμένο εναγκαλισμό με την εξουσία. Οι δηλώσεις του κ. Ερντογάν προς τους διαμαρτυρόμενους Τουρκοκύπριους ότι η Τουρκία δεν βρίσκεται στην Κύπρο μόνο για την ασφάλεια των ομογενών της αλλά γιατί εξυπηρετεί και δικά της στρατηγικά συμφέροντα, υπήρξε μια ομολογία που τον εξέθεσε διεθνώς. Ο μόνιμος όμως και μεγάλος κίνδυνος προέρχεται από την εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση και ιδιαίτερα από τους οπαδούς του κεμαλισμού. Η μεθοδευμένη από τον Τούρκο πρωθυπουργό υπονόμευση της επιρροής των στρατιωτικών με τη δίκη της εθνικιστικής οργάνωσης «Εργκένεκον», αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για το γόητρο των αξιωματικών. Μεταπολεμικά, οι στρατιωτικοί κατηύθυναν το αβασίλευτο καθεστώς στην Τουρκία, καταδίκασαν πολιτικούς σε θάνατο και έπαυσαν κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις χωρίς πολλές εξηγήσεις. Παρά τις μεγάλες επιτυχίες του κ. Ερντογάν στον αγώνα του για τον περιορισμό των κεμαλιστών του «βαθέος κράτους», ο αγώνας για την τελική επικράτηση δεν έχει ακόμα κριθεί.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ, προκειμένου να περισώσει τα υπολείμματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εφάρμοσε μια ιδεολογία εκκοσμίκευσης και εκσυγχρονισμού του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Ακύρωσε με τη βία ένα μεγάλο κομμάτι του ισλαμικού παρόντος και παρελθόντος της χώρας του και κατασκεύασε εκ του μηδενός μια εθνογένεση. Η απώλεια του Ισλάμ υπήρξε τραυματική για την μεγάλη πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού ο οποίος υποχρεώθηκε στη σιωπή για ογδόντα, περίπου, χρόνια. Ο Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί να επανασυγκολλήσει τις δύο Τουρκίες επαναφέροντας σταδιακά το πολιτισμικό Ισλάμ στην καθημερινή ζωή των Τούρκων και τους αλλογενείς Μουσουλμάνους, όπως είναι οι Κούρδοι, στην τουρκική οικογένεια. Η αποκατάσταση των Κούρδων στην τουρκική νομιμότητα σίγουρα θα αποτελούσε τη μέγιστη θεραπευτική αγωγή σε μια χώρα με σοβαρές διχαστικές τάσεις και θα εξασφάλιζε για τον ίδιο μια μόνιμη εκλογική πελατεία από έναν πληθυσμό της τάξεως του ενός πέμπτου της σημερινής Τουρκίας. Ομως οι στρατιωτικοί και το «βαθύ κράτος» απέρριψαν με οργή την προσπάθεια αυτή και έτσι ο Ερντογάν αναγκάστηκε προς το παρόν να την εγκαταλείψει.
Η κεμαλική Τουρκία εξακολουθεί να διαθέτει αξιόμαχες δυνάμεις με ποικιλία πολιτικών αποχρώσεων: από φιλοδυτικούς εκσυγχρονιστές ώς αντιδυτικούς υπερεθνικιστές, από ακραίους δεξιούς ώς πατριώτες στις παρυφές της Αριστεράς. Το αντιδημοκρατικό βαθύ κράτος μοιράζεται την εθνικιστική επιθετική ιδεολογία που περιγράφεται ως «Ουλουσαλτσιλίκ». Ακόμα και κάποια πτέρυγα ισλαμιστών υιοθετεί την ιδεολογία αυτή, παντρεύοντας, όπως είχε κάνει στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ο θεωρητικός του τουρκικού εθνικισμού, Ζίγια Γκέκαλπ, το Ισλάμ με το έθνος.
Σε άλλη στιγμή θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε τις πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις που ακολουθεί η τουρκική εξωτερική πολιτική σήμερα και τις ευκαιρίες που η πολιτική αυτή προσφέρει στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου