Στις αρχές του 1945, με τον Κόκκινο Στρατό σε απόσταση περίπου 100 χιλιομέτρων από το Βερολίνο, το ερώτημα δεν ήταν αν, αλλά πότε, θα συνθηκολογούσε άνευ όρων η ναζιστική Γερμανία. Οι εκτιμήσεις ως προς αυτό το ερώτημα διίσταντο, καθώς ενώ οι περισσότερες ενδείξεις συνέκλιναν στο συμπέρασμα ότι το τέλος πλησιάζει, σύμφωνα με τις συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών, η αντίσταση της Βέρμαχτ θα μπορούσε να διαρκέσει έως και έξι μήνες, γεγονός που θα συνεπάγετο μεγάλες απώλειες και δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος. Την ίδια στιγμή, ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν ζητούσε επιμόνως τη συνδρομή των Αμερικανών και των Βρετανών, ώστε να διευκολυνθεί η προέλαση των δυνάμεών του στο Ανατολικό Μέτωπο. Υστερα από ενδοσυμμαχικές διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε, στο πλαίσιο του παραπάνω αιτήματος, να βομβαρδιστούν οι υποδομές της πρωτεύουσας της Σαξωνίας, Δρέσδης, ούτως ώστε να αποτραπεί η αποστολή ενισχύσεων προς Ανατολάς
Η απόφαση του βομβαρδισμού δεν είχε, όμως, μόνο επιχειρησιακούς σκοπούς. Η λεγόμενη «Φλωρεντία του Ελβα» ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Γερμανίας που είχε μείνει αλώβητο από το συμμαχικό σφυροκόπημα και η βρετανική κυβέρνηση θεώρησε ότι με τον βομβαρδισμό της θα έπληττε και το ηθικό των αμυνομένων. Εκ του αποτελέσματος, διεφάνη ότι αυτό ήταν εντέλει και το σκεπτικό που επικράτησε. Αναρίθμητοι τόνοι εκρηκτικών ισοπέδωσαν το ιστορικό κέντρο της πόλης, αφήνοντας πίσω τους δεκάδες χιλιάδες απανθρακωμένα πτώματα. Το μέγεθος της καταστροφής ήταν τόσο μεγάλο, ώστε να προκαλέσει αντιδράσεις ακόμη και στην κοινή γνώμη της Βρετανίας. Μέχρι και σήμερα, η Δρέσδη κηλιδώνει τον συμμαχικό αγώνα εναντίον του ναζισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου