http://www.enet.gr
Το αμυντικό σύστημα, το οποίο είχε σχεδιαστεί όταν η Ουάσιγκτον κυριαρχούσε στη διεθνή τάξη πραγμάτων και αγωνιούσε για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλο για τη νέα κατάσταση που ακολούθησε, δεδομένου ότι στηριζόταν στην υπόθεση πως η απειλή θα προερχόταν από ένα κράτος παρία (όπως το Ιράν), από την Κίνα ή από μια Ρωσία η οποία θα είχε εισέλθει σε μια φάση αναγέννησης. Συνεπώς, στη Μέση Ανατολή, το σενάριο που συγκέντρωνε τις προτιμήσεις των αναλυτών εστίαζε στην απειλή που μπορούσαν να αποτελέσουν οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές, οι οποίοι θα είχαν τη δυνατότητα να ανατρέψουν τα φιλικά προς την Ουάσιγκτον καθεστώτα, ή ακόμα και να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στο Ισραήλ.
Βέβαια, τα περισσότερα από τα καθεστώτα της περιοχής ήταν αυταρχικά, πράγμα το οποίο η Ουάσιγκτον θεωρούσε απόλυτα φυσικό για τον αραβικό κόσμο. Μάλιστα, ήταν βέβαιη ότι υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να αλλάξει αυτή η κατάσταση αν δεν αναλάμβανε η ίδια την πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο, όπως συνέβη -χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τελικά- στις περιπτώσεις του Ιράκ και του Αφγανιστάν.
Συνεπώς, ο δημοκρατικός, λαϊκός και μη θρησκευτικός χαρακτήρας των αραβικών κινημάτων που ζητούν πολιτικές μεταρρυθμίσεις και ο περιθωριακός ρόλος των ισλαμιστών εξέπληξαν ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Εξάλλου, οι διαδηλωτές του Καΐρου και της Τύνιδας δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται για τις αντιδράσεις της Ουάσιγκτον, η οποία από την πλευρά της δεν διανοήθηκε ποτέ να επέμβει στρατιωτικά για να υπερασπιστεί τα φιλικά προς αυτήν καθεστώτα. Ούτε καν εκείνο του Μπαχρέιν, παρά το γεγονός ότι φιλοξενεί αμερικανική στρατιωτική βάση. Μια επέμβαση αυτού του είδους θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πάντως, έστω κι αν η σημερινή ανάπτυξη των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων ανά τον πλανήτη δεν πραγματοποιήθηκε με τυχαίο και απερίσκεπτο τρόπο, εντούτοις δεν αποτελεί καρπό ενός ώριμου και καλοσχεδιασμένου στρατηγικού σχεδίου. Γι' αυτήν την κατάσταση ευθύνεται κατά κύριο λόγο η γραφειοκρατία, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη.
ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πολλές αμερικανικές οικογένειες απαιτούσαν τον γρήγορο επαναπατρισμό των στρατευμάτων που παρέμεναν στο εξωτερικό και τη σημαντική μείωση του μεγέθους του στρατού, του οποίου οι δυνάμεις αντιστοιχούσαν περισσότερο σε περίοδο πολέμου. Η διαδικασία διακόπηκε από τις πρώτες εντάσεις αυτού που έμελλε να αποκληθεί ψυχρός πόλεμος.
Λίγο περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ είχε αποτέλεσμα την αύξηση των αμερικανικών βάσεων στη Νοτιοανατολική Ασία. Ομως, μετά την ήττα τους, ο αμερικανικός στρατός περιόρισε το ενδιαφέρον του γι' αυτήν την περιοχή του πλανήτη και επικεντρώθηκε σε αυτό που θεωρούσε τότε προτεραιότητα: την ασφάλεια της Ευρώπης απέναντι στο ενδεχόμενο μιας σοβιετικής εισβολής.
Εκείνη την εποχή διατυπώθηκε ένα νέο στρατιωτικό δόγμα: ένας πόλεμος-αστραπή χάρη στη συντριπτική υπεροπλία των αμερικανικών δυνάμεων, με σαφείς στρατιωτικούς στόχους και με σύντομη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων, η οποία υποτίθεται ότι θα εξασφαλίσει τη λαϊκή υποστήριξη, κάτι που έλειψε από το Βιετνάμ. Ο αμερικανικός στρατός αντιτάχθηκε στην ιδέα της εμπλοκής του στην πρώην Γιουγκοσλαβία μέχρι τη στιγμή που η ανικανότητα της Ευρώπης να αντιδράσει στις φρικαλεότητες που διαπράττονταν στη Βοσνία και στο Κόσοβο, τον ανάγκασαν να ηγηθεί της ΝΑΤΟϊκής επέμβασης.
Οπως αποδεικνύει η Ντάνα Πριστ στο βιβλίο της «The Mission»(1), ο πολλαπλασιασμός των αμερικανικών βάσεων στο εξωτερικό, που δρομολογήθηκε εκείνη την εποχή, πραγματοποιήθηκε σχεδόν χωρίς να το γνωρίζει ο τύπος και ο πληθυσμός. Μας δίνει δε μια χαρακτηριστική εικόνα της επιρροής που ασκούσε στον Λευκό Οίκο ένας στρατός με κολοσσιαίο προϋπολογισμό, εκτοπίζοντας τη διπλωματία και τη CIA για τις οποίες διετίθεντο πολύ λιγότερα μέσα και οι οποίες εξάλλου στερούνταν ιδεών για την αντιμετώπιση των διεθνών κρίσεων. Οι στρατιωτικοί έχουν το πλεονέκτημα ότι προσφέρουν απλές και γρήγορες λύσεις, των οποίων η εφαρμογή δεν προϋποθέτει μακροχρόνιες μυστικές διαβουλεύσεις. Επιπλέον, προβάλλουν την -πολύ χρήσιμη, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας- εικόνα μιας Αμερικής ισχυρής και γεμάτης αυτοπεποίθηση για την υπεροχή της.
Ο αμερικανικός στρατός υιοθέτησε ένα νέο σύστημα περιφερειακών διοικήσεων εγκατεστημένων σε κάθε γεωγραφική ζώνη: κάθε μια από αυτές διαθέτει τον διοικητή της, αυτόνομη οργάνωση και σημαντικά επιχειρησιακά μέσα. Ετσι, οι ένοπλες δυνάμεις διαδραματίζουν έναν διαρκώς αυξανόμενο ρόλο στη διεξαγωγή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Πολύ γρήγορα, η επιρροή των περιφερειακών διοικητών (CinCs) -οι οποίοι έχουν στη διάθεσή τους σημαντικά στρατιωτικά μέσα και συνομιλούν απευθείας με τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές των χωρών που ανήκουν στη ζώνη για την οποία είναι αρμόδιοι- ξεπέρασε την επιρροή των αμερικανών πρεσβευτών.
Οταν ο Τζορτζ Μπους ανήλθε στην εξουσία, ο νέος υπουργός Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, θέλησε να επαναφέρει τον «έλεγχο των πολιτικών πάνω στους στρατιωτικούς» και να καθυποτάξει τη γραφειοκρατία του Πενταγώνου, την οποία θεωρούσε εξαιρετικά δύσκαμπτη και αναποτελεσματική. Η αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν, το 2001, θα του δώσει την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή τις ιδέες του για το πώς πρέπει να είναι οι πόλεμοι του μέλλοντος: αποστολή ειδικών δυνάμεων υπερεξοπλισμένων με υψηλή τεχνολογία, αεροπορικές επιθέσεις και αναζήτηση τοπικών στηριγμάτων (στη συγκεκριμένη περίπτωση, των φυλών της Βόρειας Συμμαχίας).
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Παρά τις προθέσεις του υπουργού Αμυνας, οι στρατιωτικοί θα κατορθώσουν να αυξήσουν την εξουσία τους. Το 2003, η στρατιωτική επιχείρηση «Σοκ και δέος» στο Ιράκ επέτρεψε στο Πεντάγωνο να θέσει υπό τον έλεγχό του ολόκληρη τη διοίκηση της χώρας. Βέβαια, εκείνη την εποχή κανείς δεν φανταζόταν ότι το συγκεκριμένο γεγονός θα είχε συνέπεια να βυθιστεί ακόμα γρηγορότερα η χώρα στο χάος. Η διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών κατέστη δυνατή μονάχα το 2010, χάρη στην απόφαση του στρατηγού Ντέιβιντ Πετρέους να συνδυάσει την καταστολή των εξεγερμένων με τη διανομή χρημάτων και οικονομικών πόρων στις (σουνιτικές κατά κύριο λόγο) «συμμαχικές φυλές». Ομως, η εξέλιξη αυτή κάθε άλλο παρά επανέφερε τη σταθερότητα που επιθυμούσαν οι Ιρακινοί. Στη συνέχεια, το πρόγραμμα του στρατηγού Πετρέους άρχισε να εφαρμόζεται και στο Αφγανιστάν, με την περιορισμένη αποτελεσματικότητα που όλοι γνωρίζουμε.
Ο πολλαπλασιασμός των βάσεων στο εξωτερικό αποσκοπεί στην προάσπιση των συμφερόντων των ΗΠΑ σε ολόκληρο τον πλανήτη και στη διευκόλυνση των μελλοντικών τους στρατιωτικών επεμβάσεων. Αποτελεί αντανάκλαση της ιδεολογίας της «προώθησης της δημοκρατίας», η οποία κυριαρχεί στην αμερικανική εξωτερική πολιτική από την εποχή της προεδρίας του Γούντροου Ουίλσον (1913-1921). Αποδείχθηκε δε ότι το σύστημα των βάσεων αποτέλεσε για τα αμερικανικά στρατεύματα ένα ισχυρό κίνητρο για να επιδίδονται σε πολεμικές δραστηριότητες μακριά από τα σύνορά τους.
Το 1993, ο Σάμιουελ Χάντιγκτον προκάλεσε αίσθηση δηλώνοντας στο περιοδικό «Foreign Affairs» ότι ο «επόμενος παγκόσμιος πόλεμος» δεν θα έπαιρνε τη μορφή μιας αντιπαράθεσης κρατών, αλλά μιας «σύγκρουσης πολιτισμών»(2). Για να τεκμηριώσει την άποψή του, πρόβαλε το σενάριο ενός πολέμου για τον έλεγχο του κόσμου ανάμεσα στη Δύση και στις μουσουλμανικές χώρες. Προέβλεπε επίσης ότι η Κίνα -«ο κομφουκιανός πολιτισμός»- θα συμπαρατασσόταν με το αραβομουσουλμανικό μπλοκ.
Η προφητεία αποδείχθηκε ψευδής, εξίσου ψευδής με τη θέση που πρόβαλε το 2001 ο Μπους, σύμφωνα με την οποία ο ισλαμισμός μπορούσε να εξηγηθεί με το μίσος των μουσουλμάνων για τις δυτικές ελευθερίες. Στην πραγματικότητα, η ενίσχυση του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού οφείλεται σε μια εσωτερική κρίση του ισλάμ. Ο στόχος των ισλαμιστών δεν είναι η εισβολή στη Δύση, αλλά η «κάθαρση» των θρησκευτικών πρακτικών των μουσουλμάνων και το ξερίζωμα των δυτικών επιρροών.
Η τάση τους ενισχύεται και από αρκετούς άλλους συγκλίνοντες παράγοντες: την αποτυχία των αραβικών κρατών να δημιουργήσουν ένα ενωμένο έθνος το οποίο θα μπορούσε να υποκαταστήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία που κατέρρευσε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τη διαίρεση της Μέσης Ανατολής από τους αποικιοκράτες με τον διαμοιρασμό της περιοχής ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία και, τέλος, τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης και τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η αμερικανική πολιτική στην περιοχή συνοψιζόταν στη σύσφιγξη των συμμαχικών δεσμών με τη Σαουδική Αραβία και τον σάχη του Ιράν. Στην Ουάσιγκτον, σχεδόν όλοι θεωρούσαν ότι το ισλάμ είναι μια ξεπερασμένη πρακτική η οποία σταδιακά θα εξαφανιστεί παραχωρώντας τη θέση της σε μια δυτικού τύπου νεωτερικότητα. Η αντίληψη αυτή στηριζόταν στο λανθασμένο αξίωμα ότι όλοι οι πολιτισμοί εξελίσσονται τείνοντας αναγκαστικά προς το ίδιο πεπρωμένο και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους προηγούνται σημαντικά στην εξελικτική πορεία. Εξάλλου, μήπως και η επιστήμη, η τεχνολογία, η κουλτούρα και τα πολιτικά συστήματα δεν ακολούθησαν τον ίδιο ακριβώς λαμπρό δρόμο;
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ομως αυτή η αντίληψη σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η Ρώμη επέβαλε την ηγεμονία της εις βάρος της Αθήνας, η οποία είχε επίσης διαδεχτεί τους πολιτισμούς της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας και της Περσίας. Οσον αφορά δε την έννοια της Ιστορίας ως ευθύγραμμης διαδικασίας που οδηγεί σε ένα λυτρωτικό τέλος το οποίο και δίνει νόημα σε όλα όσα προηγήθηκαν, αποτελεί επινόηση της Βίβλου. Κι ακριβώς πάνω σε αυτό το υπόστρωμα αναπτύχθηκε η χιλιαστική θεώρηση του Διαφωτισμού, συμπεριλαμβανομένων και των σύγχρονων ή ολοκληρωτικών εκδοχών του. Η ουτοπία που έχει διαποτίσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική αντλεί την έμπνευσή της από τις ίδιες ακριβώς πηγές: αποτελεί την εκκοσμικευμένη κληρονομιά του οράματος των Πατέρων του Εθνους που ίδρυσαν την αποικία της Μασαχουσέτης, οι οποίοι θεωρούσαν τον Νέο Κόσμο ως ένα έδαφος ευλογημένο από τη Θεία Χάρη του παντοδύναμου Θεού. Αυτή η αντίληψη εξακολουθεί να διαποτίζει την αμερικανική πολιτική κουλτούρα.
Για τον ιστορικό Αντριου Μπάσεβιτς, ο νέος αμερικανικός μιλιταρισμός δεν είναι τίποτε άλλο από μια παράγωγη μορφή του αμερικανικού πολιτικού χιλιασμού, στην οποία συμπυκνώνεται η ιδέα ότι ολόκληρος ο κόσμος θα συνειδητοποιήσει το αυτονόητο, δηλαδή τις καλές προθέσεις της Αμερικής και τα δημοκρατικά της ιδεώδη.
Οπως παρατηρεί ο Μπάσεβιτς, στις αρχές του πολέμου του Βιετνάμ οι Αμερικανοί «είχαν πείσει τον εαυτό τους ότι η ασφάλειά τους και η σωτηρία τους θα κερδίζονταν με το σπαθί», με τη βεβαιότητα ότι «ο κόσμος στον οποίο ζούσαν ήταν τώρα πιο επικίνδυνος απ' όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να οφείλουν να πολλαπλασιάσουν τις προσπάθειές τους». Συνεπώς, το σενάριο της επέκτασης της στρατιωτικής εξουσίας της χώρας σε διάφορες περιοχές του πλανήτη μετατρεπόταν κατά τη γνώμη τους σε «μια απόλυτα συνηθισμένη πρακτική, σε μια φυσιολογική κατάσταση απέναντι στην οποία δεν φαινόταν να υπάρχει καμία εύλογη κι αξιόπιστη εναλλακτική λύση(3)».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά μιας μιλιταριστικής κοινωνίας όπου, αφ' ενός, η ζήτηση για εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια υπερισχύει κάθε άλλης προτεραιότητας και, αφ' ετέρου, το πολιτικό φαντασιακό κυριαρχείται από την έμμονη ιδέα υποθετικών απειλών. Με μια παράλογη αισιοδοξία, η Ουάσιγκτον διαβεβαιώνει ότι το Ιράκ έχει ήδη μπει στο δρόμο του εκδημοκρατισμού. Επίσης, η κυβέρνηση Ομπάμα φαίνεται να εξετάζει το ενδεχόμενο να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν. Ομως, το Πεντάγωνο απορρίπτει αυτήν την επιλογή, δεδομένου ότι κατασκευάζει ένα «μόνιμο» στρατιωτικό πλέγμα υποδομών το οποίο προορίζεται να τεθεί στην υπηρεσία του κέντρου στρατηγικής διοίκησης που θα καλύπτει ολόκληρη την περιοχή. Οι Ταλιμπάν, βέβαια, αποκλείουν οποιαδήποτε ειρηνευτική διαπραγμάτευση όσο οι συμμαχικές δυνάμεις δεν εγκαταλείπουν τη χώρα. Συνεπώς, ο Μπάρακ Ομπάμα θα βρεθεί αντιμέτωπος με ακανθώδεις επιλογές.
Αν αποφασίσει την απόσυρση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, όπως συνιστά μια έκθεση για την αμερικανική στρατηγική στο Αφγανιστάν η οποία δημοσιεύτηκε τον περασμένο Δεκέμβριο -και μάλιστα τη στιγμή που καταρρέει η υποστήριξη των πολιτών όσον αφορά τον πόλεμο- κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος, όχι μονάχα με την οργή της ρεπουμπλικανικής αντιπολίτευσης, αλλά πιθανότατα και του Πενταγώνου (το οποίο θα εκλάμβανε την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων ως μια ταπεινωτική ήττα). Το σύστημα των αμερικανικών βάσεων αποτελεί όντως ένα θεμελιώδες εμπόδιο για οποιαδήποτε λύση στην περιοχή.
Κι όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες διαθέτουν δύναμη πυρός ανώτερη από εκείνη όλων των συμμάχων τους και των αντιπάλων τους μαζί, δεν λάτρευαν ανέκαθεν τη στρατιωτική υπεροχή. Η δεύτερη τροπολογία της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων («Bill of Rights»), η οποία προστέθηκε το 1787 στο σύνταγμα, όριζε ότι «μια καλά οργανωμένη πολιτοφυλακή είναι αναγκαία για την ασφάλεια ενός ελεύθερου κράτους», όμως η ύπαρξη ομοσπονδιακού στρατού αναφέρεται μονάχα στο εδάφιο 8 του άρθρου Ι του συντάγματος. Η σχετική διάταξη δίνει την εξουσία στο Κογκρέσο «να συγκροτήσει και να συντηρεί στρατεύματα υπό τον όρο ότι καμία πρόβλεψη πιστώσεων γι' αυτό τον σκοπό δεν θα αφορά περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών». Το δε άρθρο ΙΙ του συντάγματος, το οποίο είναι αφιερωμένο στην εκτελεστική εξουσία, διευκρινίζει απλώς ότι «ο πρόεδρος θα είναι ο αρχηγός του στρατού και του ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και της πολιτοφυλακής των διάφορων πολιτειών, όταν αυτή καλείται στην ενεργό υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών». Το σύνταγμα είναι ένα κείμενο βαθύτατα αντιμιλιταριστικό, γεγονός που εξηγείται από τη λαϊκή αντίθεση στη βρετανική στρατιωτική παρουσία στις αποικίες.
Μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, κυριαρχούσε ένα γενικευμένο αίσθημα εχθρότητας απέναντι στο στρατό. Οταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων δεν ξεπερνούσε τους 160.000 άνδρες. Η ταχύτατη αποστράτευση που δρομολογήθηκε το 1945 διακόπηκε μονάχα όταν άρχισε ο ψυχρός πόλεμος, ενώ η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία εγκαταλείφθηκε μετά την αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ. Ετσι, μέχρι τη δεκαετία του 1970, ο αμερικανικός στρατός ήταν ένας «στρατός πολιτών», στον οποίο πολλοί από τους αξιωματικούς προέρχονταν από τις τάξεις των εφέδρων ή των κληρωτών.
Αντικαθιστώντας τον με έναν επαγγελματικό στρατό, οι πολιτικοί υπεύθυνοι δημιούργησαν ένα εργαλείο εξουσίας στο οποίο ο πληθυσμός δεν μπορεί να ασκήσει τον παραμικρό έλεγχο. Την ίδια περίοδο, η επιρροή του «στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος» αυξήθηκε σημαντικά. Η αμυντική βιομηχανία και η βιομηχανία της ασφάλειας αποτελούν τον σημαντικότερο βιομηχανικό κλάδο της αμερικανικής οικονομίας. Τα συμφέροντα των κλάδων αυτών είναι τόσο μεγάλα, ώστε κατορθώνουν να επιβάλλουν τις απόψεις τους τόσο στο Κογκρέσο όσο και στην κυβέρνηση. Πριν από δυόμισι αιώνες, ο Μιραμπό(4) έγραφε τα εξής για τη χώρα που ήταν τότε η ισχυρότερη της Ευρώπης: «Η Πρωσία δεν είναι ένα κράτος που διαθέτει στρατό, είναι ένας στρατός που έχει καταλάβει ένα έθνος». Αυτή η φράση θα μπορούσε ωραιότατα να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τις σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες.
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΟΜΠΡΕΛΑ
Την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στις αρχές του ψυχρού πολέμου και στον σημερινό πόλεμο στο Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχασαν ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια τους: μεταξύ άλλων, στον πόλεμο της Κορέας, στον πόλεμο του Βιετνάμ, στην εισβολή στην Καμπότζη, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στον Λίβανο, στη Γρενάδα, στον Παναμά, στη Δομινικανή Δημοκρατία, στο Ελ Σαλβαδόρ και στη Νικαράγουα (με έμμεσο τρόπο), στη Σομαλία (κατ' αρχάς κατ' εντολή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο την Αιθιοπία), στις δύο εισβολές στο Ιράκ καθώς και σε εκείνη στο Αφγανιστάν. Με εξαίρεση τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, καμία από αυτές τις επιχειρήσεις δεν πέτυχε τα αποτελέσματα που προβλέπονταν στους στόχους που είχαν τεθεί.
Στο εσωτερικό των συνόρων τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν άτρωτες σε κάθε επίθεση με συμβατικά όπλα. Δεν θα μπορούσε όμως να πει κανείς το ίδιο για τις δυνάμεις που έχουν αναπτύξει στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Χωρίς αμφιβολία, η ασφάλεια της χώρας θα επιτυγχανόταν πολύ καλύτερα εάν η εξωτερική της πολιτική γύριζε επιτέλους σελίδα, κλείνοντας το κεφάλαιο πενήντα χρόνων στρατιωτικών επεμβάσεων, εάν διαπραγματευόταν την αποχώρηση των στρατευμάτων της από το Αφγανιστάν και το Ιράκ χωρίς να αφήνει πίσω της στρατιωτικές βάσεις, όπως επίσης κι εάν έπαυε να αναμειγνύεται με επιθετικό τρόπο στις υποθέσεις των άλλων χωρών. Χωρίς αμφιβολία, παρόμοια αλλαγή θα είχε πολιτικό κόστος, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ομως, έφθασε η ώρα για τους ηγέτες αυτής της χώρας να χαράξουν έναν νέο προσανατολισμό. Εχουν άραγε την πολιτική και ιδεολογική βούληση ή ικανότητα;
1. «The Mission. Waging War and Keeping Peace with America's Military», Norton, Νέα Υόρκη, 2004.
2. « Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης », Terzo Books, Αθήνα, 1999.
3. Andrew J. Bacevich, «The New American Militarism: How Americans Are Seduced by War», Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 2005.
4. (ΣτΜ) Κόμης Μιραμπό (1749-1791): Αριστοκράτης, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, τάχθηκε στο πλευρό των επαναστατών. Εξελέγη βουλευτής και διακρίθηκε για τη ρητορική δεινότητά του.
* Συνεργάτης του «New York Review of Books» και συγγραφέας του «The Irony of Manifest Destiny. The Tragedy of America's Foreign Policy», Walker Books, Λονδίνο, 2010. Το κείμενο αποτελεί μια τροποποιημένη και ενημερωμένη εκδοχή άρθρου με τίτλο «Manufacturing insecurity: How militarism endangers America», το οποίο δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Foreign Affairs» (Νέα Υόρκη, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010).
Στις 6 Ιανουαρίου του 2011, ο αμερικανός υπουργός Αμυνας, Ρόμπερτ Γκέιτς, ανήγγειλε ότι «η εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση του έθνους» θα έχει επιπτώσεις στο προσωπικό και στον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, δεδομένου ότι για το 2012 έχουν προβλεφθεί στρατιωτικές δαπάνες ύψους 553 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ο προϋπολογισμός των ενόπλων δυνάμεων θα συνεχίσει να αυξάνεται. Με κίνδυνο να επιδεινωθούν οι εντάσεις. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον ξεσηκωμό του λαού της Τυνησίας απέδειξαν τη ματαιότητα της αμερικανικής στρατηγικής, της οποίας ο κυριότερος στόχος συνίσταται στην εξάπλωση των στρατιωτικών βάσεων σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το αμυντικό σύστημα, το οποίο είχε σχεδιαστεί όταν η Ουάσιγκτον κυριαρχούσε στη διεθνή τάξη πραγμάτων και αγωνιούσε για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλο για τη νέα κατάσταση που ακολούθησε, δεδομένου ότι στηριζόταν στην υπόθεση πως η απειλή θα προερχόταν από ένα κράτος παρία (όπως το Ιράν), από την Κίνα ή από μια Ρωσία η οποία θα είχε εισέλθει σε μια φάση αναγέννησης. Συνεπώς, στη Μέση Ανατολή, το σενάριο που συγκέντρωνε τις προτιμήσεις των αναλυτών εστίαζε στην απειλή που μπορούσαν να αποτελέσουν οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές, οι οποίοι θα είχαν τη δυνατότητα να ανατρέψουν τα φιλικά προς την Ουάσιγκτον καθεστώτα, ή ακόμα και να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στο Ισραήλ.
Βέβαια, τα περισσότερα από τα καθεστώτα της περιοχής ήταν αυταρχικά, πράγμα το οποίο η Ουάσιγκτον θεωρούσε απόλυτα φυσικό για τον αραβικό κόσμο. Μάλιστα, ήταν βέβαιη ότι υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να αλλάξει αυτή η κατάσταση αν δεν αναλάμβανε η ίδια την πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο, όπως συνέβη -χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία τελικά- στις περιπτώσεις του Ιράκ και του Αφγανιστάν.
Συνεπώς, ο δημοκρατικός, λαϊκός και μη θρησκευτικός χαρακτήρας των αραβικών κινημάτων που ζητούν πολιτικές μεταρρυθμίσεις και ο περιθωριακός ρόλος των ισλαμιστών εξέπληξαν ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Εξάλλου, οι διαδηλωτές του Καΐρου και της Τύνιδας δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται για τις αντιδράσεις της Ουάσιγκτον, η οποία από την πλευρά της δεν διανοήθηκε ποτέ να επέμβει στρατιωτικά για να υπερασπιστεί τα φιλικά προς αυτήν καθεστώτα. Ούτε καν εκείνο του Μπαχρέιν, παρά το γεγονός ότι φιλοξενεί αμερικανική στρατιωτική βάση. Μια επέμβαση αυτού του είδους θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πάντως, έστω κι αν η σημερινή ανάπτυξη των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων ανά τον πλανήτη δεν πραγματοποιήθηκε με τυχαίο και απερίσκεπτο τρόπο, εντούτοις δεν αποτελεί καρπό ενός ώριμου και καλοσχεδιασμένου στρατηγικού σχεδίου. Γι' αυτήν την κατάσταση ευθύνεται κατά κύριο λόγο η γραφειοκρατία, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη.
ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πολλές αμερικανικές οικογένειες απαιτούσαν τον γρήγορο επαναπατρισμό των στρατευμάτων που παρέμεναν στο εξωτερικό και τη σημαντική μείωση του μεγέθους του στρατού, του οποίου οι δυνάμεις αντιστοιχούσαν περισσότερο σε περίοδο πολέμου. Η διαδικασία διακόπηκε από τις πρώτες εντάσεις αυτού που έμελλε να αποκληθεί ψυχρός πόλεμος.
Λίγο περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα, η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ είχε αποτέλεσμα την αύξηση των αμερικανικών βάσεων στη Νοτιοανατολική Ασία. Ομως, μετά την ήττα τους, ο αμερικανικός στρατός περιόρισε το ενδιαφέρον του γι' αυτήν την περιοχή του πλανήτη και επικεντρώθηκε σε αυτό που θεωρούσε τότε προτεραιότητα: την ασφάλεια της Ευρώπης απέναντι στο ενδεχόμενο μιας σοβιετικής εισβολής.
Εκείνη την εποχή διατυπώθηκε ένα νέο στρατιωτικό δόγμα: ένας πόλεμος-αστραπή χάρη στη συντριπτική υπεροπλία των αμερικανικών δυνάμεων, με σαφείς στρατιωτικούς στόχους και με σύντομη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων, η οποία υποτίθεται ότι θα εξασφαλίσει τη λαϊκή υποστήριξη, κάτι που έλειψε από το Βιετνάμ. Ο αμερικανικός στρατός αντιτάχθηκε στην ιδέα της εμπλοκής του στην πρώην Γιουγκοσλαβία μέχρι τη στιγμή που η ανικανότητα της Ευρώπης να αντιδράσει στις φρικαλεότητες που διαπράττονταν στη Βοσνία και στο Κόσοβο, τον ανάγκασαν να ηγηθεί της ΝΑΤΟϊκής επέμβασης.
Οπως αποδεικνύει η Ντάνα Πριστ στο βιβλίο της «The Mission»(1), ο πολλαπλασιασμός των αμερικανικών βάσεων στο εξωτερικό, που δρομολογήθηκε εκείνη την εποχή, πραγματοποιήθηκε σχεδόν χωρίς να το γνωρίζει ο τύπος και ο πληθυσμός. Μας δίνει δε μια χαρακτηριστική εικόνα της επιρροής που ασκούσε στον Λευκό Οίκο ένας στρατός με κολοσσιαίο προϋπολογισμό, εκτοπίζοντας τη διπλωματία και τη CIA για τις οποίες διετίθεντο πολύ λιγότερα μέσα και οι οποίες εξάλλου στερούνταν ιδεών για την αντιμετώπιση των διεθνών κρίσεων. Οι στρατιωτικοί έχουν το πλεονέκτημα ότι προσφέρουν απλές και γρήγορες λύσεις, των οποίων η εφαρμογή δεν προϋποθέτει μακροχρόνιες μυστικές διαβουλεύσεις. Επιπλέον, προβάλλουν την -πολύ χρήσιμη, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας- εικόνα μιας Αμερικής ισχυρής και γεμάτης αυτοπεποίθηση για την υπεροχή της.
Ο αμερικανικός στρατός υιοθέτησε ένα νέο σύστημα περιφερειακών διοικήσεων εγκατεστημένων σε κάθε γεωγραφική ζώνη: κάθε μια από αυτές διαθέτει τον διοικητή της, αυτόνομη οργάνωση και σημαντικά επιχειρησιακά μέσα. Ετσι, οι ένοπλες δυνάμεις διαδραματίζουν έναν διαρκώς αυξανόμενο ρόλο στη διεξαγωγή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Πολύ γρήγορα, η επιρροή των περιφερειακών διοικητών (CinCs) -οι οποίοι έχουν στη διάθεσή τους σημαντικά στρατιωτικά μέσα και συνομιλούν απευθείας με τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές των χωρών που ανήκουν στη ζώνη για την οποία είναι αρμόδιοι- ξεπέρασε την επιρροή των αμερικανών πρεσβευτών.
Οταν ο Τζορτζ Μπους ανήλθε στην εξουσία, ο νέος υπουργός Αμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, θέλησε να επαναφέρει τον «έλεγχο των πολιτικών πάνω στους στρατιωτικούς» και να καθυποτάξει τη γραφειοκρατία του Πενταγώνου, την οποία θεωρούσε εξαιρετικά δύσκαμπτη και αναποτελεσματική. Η αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν, το 2001, θα του δώσει την ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή τις ιδέες του για το πώς πρέπει να είναι οι πόλεμοι του μέλλοντος: αποστολή ειδικών δυνάμεων υπερεξοπλισμένων με υψηλή τεχνολογία, αεροπορικές επιθέσεις και αναζήτηση τοπικών στηριγμάτων (στη συγκεκριμένη περίπτωση, των φυλών της Βόρειας Συμμαχίας).
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Παρά τις προθέσεις του υπουργού Αμυνας, οι στρατιωτικοί θα κατορθώσουν να αυξήσουν την εξουσία τους. Το 2003, η στρατιωτική επιχείρηση «Σοκ και δέος» στο Ιράκ επέτρεψε στο Πεντάγωνο να θέσει υπό τον έλεγχό του ολόκληρη τη διοίκηση της χώρας. Βέβαια, εκείνη την εποχή κανείς δεν φανταζόταν ότι το συγκεκριμένο γεγονός θα είχε συνέπεια να βυθιστεί ακόμα γρηγορότερα η χώρα στο χάος. Η διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών κατέστη δυνατή μονάχα το 2010, χάρη στην απόφαση του στρατηγού Ντέιβιντ Πετρέους να συνδυάσει την καταστολή των εξεγερμένων με τη διανομή χρημάτων και οικονομικών πόρων στις (σουνιτικές κατά κύριο λόγο) «συμμαχικές φυλές». Ομως, η εξέλιξη αυτή κάθε άλλο παρά επανέφερε τη σταθερότητα που επιθυμούσαν οι Ιρακινοί. Στη συνέχεια, το πρόγραμμα του στρατηγού Πετρέους άρχισε να εφαρμόζεται και στο Αφγανιστάν, με την περιορισμένη αποτελεσματικότητα που όλοι γνωρίζουμε.
Ο πολλαπλασιασμός των βάσεων στο εξωτερικό αποσκοπεί στην προάσπιση των συμφερόντων των ΗΠΑ σε ολόκληρο τον πλανήτη και στη διευκόλυνση των μελλοντικών τους στρατιωτικών επεμβάσεων. Αποτελεί αντανάκλαση της ιδεολογίας της «προώθησης της δημοκρατίας», η οποία κυριαρχεί στην αμερικανική εξωτερική πολιτική από την εποχή της προεδρίας του Γούντροου Ουίλσον (1913-1921). Αποδείχθηκε δε ότι το σύστημα των βάσεων αποτέλεσε για τα αμερικανικά στρατεύματα ένα ισχυρό κίνητρο για να επιδίδονται σε πολεμικές δραστηριότητες μακριά από τα σύνορά τους.
Το 1993, ο Σάμιουελ Χάντιγκτον προκάλεσε αίσθηση δηλώνοντας στο περιοδικό «Foreign Affairs» ότι ο «επόμενος παγκόσμιος πόλεμος» δεν θα έπαιρνε τη μορφή μιας αντιπαράθεσης κρατών, αλλά μιας «σύγκρουσης πολιτισμών»(2). Για να τεκμηριώσει την άποψή του, πρόβαλε το σενάριο ενός πολέμου για τον έλεγχο του κόσμου ανάμεσα στη Δύση και στις μουσουλμανικές χώρες. Προέβλεπε επίσης ότι η Κίνα -«ο κομφουκιανός πολιτισμός»- θα συμπαρατασσόταν με το αραβομουσουλμανικό μπλοκ.
Η προφητεία αποδείχθηκε ψευδής, εξίσου ψευδής με τη θέση που πρόβαλε το 2001 ο Μπους, σύμφωνα με την οποία ο ισλαμισμός μπορούσε να εξηγηθεί με το μίσος των μουσουλμάνων για τις δυτικές ελευθερίες. Στην πραγματικότητα, η ενίσχυση του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού οφείλεται σε μια εσωτερική κρίση του ισλάμ. Ο στόχος των ισλαμιστών δεν είναι η εισβολή στη Δύση, αλλά η «κάθαρση» των θρησκευτικών πρακτικών των μουσουλμάνων και το ξερίζωμα των δυτικών επιρροών.
Η τάση τους ενισχύεται και από αρκετούς άλλους συγκλίνοντες παράγοντες: την αποτυχία των αραβικών κρατών να δημιουργήσουν ένα ενωμένο έθνος το οποίο θα μπορούσε να υποκαταστήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία που κατέρρευσε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τη διαίρεση της Μέσης Ανατολής από τους αποικιοκράτες με τον διαμοιρασμό της περιοχής ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία και, τέλος, τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης και τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η αμερικανική πολιτική στην περιοχή συνοψιζόταν στη σύσφιγξη των συμμαχικών δεσμών με τη Σαουδική Αραβία και τον σάχη του Ιράν. Στην Ουάσιγκτον, σχεδόν όλοι θεωρούσαν ότι το ισλάμ είναι μια ξεπερασμένη πρακτική η οποία σταδιακά θα εξαφανιστεί παραχωρώντας τη θέση της σε μια δυτικού τύπου νεωτερικότητα. Η αντίληψη αυτή στηριζόταν στο λανθασμένο αξίωμα ότι όλοι οι πολιτισμοί εξελίσσονται τείνοντας αναγκαστικά προς το ίδιο πεπρωμένο και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους προηγούνται σημαντικά στην εξελικτική πορεία. Εξάλλου, μήπως και η επιστήμη, η τεχνολογία, η κουλτούρα και τα πολιτικά συστήματα δεν ακολούθησαν τον ίδιο ακριβώς λαμπρό δρόμο;
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ομως αυτή η αντίληψη σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η Ρώμη επέβαλε την ηγεμονία της εις βάρος της Αθήνας, η οποία είχε επίσης διαδεχτεί τους πολιτισμούς της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας και της Περσίας. Οσον αφορά δε την έννοια της Ιστορίας ως ευθύγραμμης διαδικασίας που οδηγεί σε ένα λυτρωτικό τέλος το οποίο και δίνει νόημα σε όλα όσα προηγήθηκαν, αποτελεί επινόηση της Βίβλου. Κι ακριβώς πάνω σε αυτό το υπόστρωμα αναπτύχθηκε η χιλιαστική θεώρηση του Διαφωτισμού, συμπεριλαμβανομένων και των σύγχρονων ή ολοκληρωτικών εκδοχών του. Η ουτοπία που έχει διαποτίσει την αμερικανική εξωτερική πολιτική αντλεί την έμπνευσή της από τις ίδιες ακριβώς πηγές: αποτελεί την εκκοσμικευμένη κληρονομιά του οράματος των Πατέρων του Εθνους που ίδρυσαν την αποικία της Μασαχουσέτης, οι οποίοι θεωρούσαν τον Νέο Κόσμο ως ένα έδαφος ευλογημένο από τη Θεία Χάρη του παντοδύναμου Θεού. Αυτή η αντίληψη εξακολουθεί να διαποτίζει την αμερικανική πολιτική κουλτούρα.
Για τον ιστορικό Αντριου Μπάσεβιτς, ο νέος αμερικανικός μιλιταρισμός δεν είναι τίποτε άλλο από μια παράγωγη μορφή του αμερικανικού πολιτικού χιλιασμού, στην οποία συμπυκνώνεται η ιδέα ότι ολόκληρος ο κόσμος θα συνειδητοποιήσει το αυτονόητο, δηλαδή τις καλές προθέσεις της Αμερικής και τα δημοκρατικά της ιδεώδη.
Οπως παρατηρεί ο Μπάσεβιτς, στις αρχές του πολέμου του Βιετνάμ οι Αμερικανοί «είχαν πείσει τον εαυτό τους ότι η ασφάλειά τους και η σωτηρία τους θα κερδίζονταν με το σπαθί», με τη βεβαιότητα ότι «ο κόσμος στον οποίο ζούσαν ήταν τώρα πιο επικίνδυνος απ' όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να οφείλουν να πολλαπλασιάσουν τις προσπάθειές τους». Συνεπώς, το σενάριο της επέκτασης της στρατιωτικής εξουσίας της χώρας σε διάφορες περιοχές του πλανήτη μετατρεπόταν κατά τη γνώμη τους σε «μια απόλυτα συνηθισμένη πρακτική, σε μια φυσιολογική κατάσταση απέναντι στην οποία δεν φαινόταν να υπάρχει καμία εύλογη κι αξιόπιστη εναλλακτική λύση(3)».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά μιας μιλιταριστικής κοινωνίας όπου, αφ' ενός, η ζήτηση για εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια υπερισχύει κάθε άλλης προτεραιότητας και, αφ' ετέρου, το πολιτικό φαντασιακό κυριαρχείται από την έμμονη ιδέα υποθετικών απειλών. Με μια παράλογη αισιοδοξία, η Ουάσιγκτον διαβεβαιώνει ότι το Ιράκ έχει ήδη μπει στο δρόμο του εκδημοκρατισμού. Επίσης, η κυβέρνηση Ομπάμα φαίνεται να εξετάζει το ενδεχόμενο να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν. Ομως, το Πεντάγωνο απορρίπτει αυτήν την επιλογή, δεδομένου ότι κατασκευάζει ένα «μόνιμο» στρατιωτικό πλέγμα υποδομών το οποίο προορίζεται να τεθεί στην υπηρεσία του κέντρου στρατηγικής διοίκησης που θα καλύπτει ολόκληρη την περιοχή. Οι Ταλιμπάν, βέβαια, αποκλείουν οποιαδήποτε ειρηνευτική διαπραγμάτευση όσο οι συμμαχικές δυνάμεις δεν εγκαταλείπουν τη χώρα. Συνεπώς, ο Μπάρακ Ομπάμα θα βρεθεί αντιμέτωπος με ακανθώδεις επιλογές.
Αν αποφασίσει την απόσυρση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων, όπως συνιστά μια έκθεση για την αμερικανική στρατηγική στο Αφγανιστάν η οποία δημοσιεύτηκε τον περασμένο Δεκέμβριο -και μάλιστα τη στιγμή που καταρρέει η υποστήριξη των πολιτών όσον αφορά τον πόλεμο- κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος, όχι μονάχα με την οργή της ρεπουμπλικανικής αντιπολίτευσης, αλλά πιθανότατα και του Πενταγώνου (το οποίο θα εκλάμβανε την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων ως μια ταπεινωτική ήττα). Το σύστημα των αμερικανικών βάσεων αποτελεί όντως ένα θεμελιώδες εμπόδιο για οποιαδήποτε λύση στην περιοχή.
Κι όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες διαθέτουν δύναμη πυρός ανώτερη από εκείνη όλων των συμμάχων τους και των αντιπάλων τους μαζί, δεν λάτρευαν ανέκαθεν τη στρατιωτική υπεροχή. Η δεύτερη τροπολογία της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων («Bill of Rights»), η οποία προστέθηκε το 1787 στο σύνταγμα, όριζε ότι «μια καλά οργανωμένη πολιτοφυλακή είναι αναγκαία για την ασφάλεια ενός ελεύθερου κράτους», όμως η ύπαρξη ομοσπονδιακού στρατού αναφέρεται μονάχα στο εδάφιο 8 του άρθρου Ι του συντάγματος. Η σχετική διάταξη δίνει την εξουσία στο Κογκρέσο «να συγκροτήσει και να συντηρεί στρατεύματα υπό τον όρο ότι καμία πρόβλεψη πιστώσεων γι' αυτό τον σκοπό δεν θα αφορά περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών». Το δε άρθρο ΙΙ του συντάγματος, το οποίο είναι αφιερωμένο στην εκτελεστική εξουσία, διευκρινίζει απλώς ότι «ο πρόεδρος θα είναι ο αρχηγός του στρατού και του ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και της πολιτοφυλακής των διάφορων πολιτειών, όταν αυτή καλείται στην ενεργό υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών». Το σύνταγμα είναι ένα κείμενο βαθύτατα αντιμιλιταριστικό, γεγονός που εξηγείται από τη λαϊκή αντίθεση στη βρετανική στρατιωτική παρουσία στις αποικίες.
Μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, κυριαρχούσε ένα γενικευμένο αίσθημα εχθρότητας απέναντι στο στρατό. Οταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων δεν ξεπερνούσε τους 160.000 άνδρες. Η ταχύτατη αποστράτευση που δρομολογήθηκε το 1945 διακόπηκε μονάχα όταν άρχισε ο ψυχρός πόλεμος, ενώ η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία εγκαταλείφθηκε μετά την αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ. Ετσι, μέχρι τη δεκαετία του 1970, ο αμερικανικός στρατός ήταν ένας «στρατός πολιτών», στον οποίο πολλοί από τους αξιωματικούς προέρχονταν από τις τάξεις των εφέδρων ή των κληρωτών.
Αντικαθιστώντας τον με έναν επαγγελματικό στρατό, οι πολιτικοί υπεύθυνοι δημιούργησαν ένα εργαλείο εξουσίας στο οποίο ο πληθυσμός δεν μπορεί να ασκήσει τον παραμικρό έλεγχο. Την ίδια περίοδο, η επιρροή του «στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος» αυξήθηκε σημαντικά. Η αμυντική βιομηχανία και η βιομηχανία της ασφάλειας αποτελούν τον σημαντικότερο βιομηχανικό κλάδο της αμερικανικής οικονομίας. Τα συμφέροντα των κλάδων αυτών είναι τόσο μεγάλα, ώστε κατορθώνουν να επιβάλλουν τις απόψεις τους τόσο στο Κογκρέσο όσο και στην κυβέρνηση. Πριν από δυόμισι αιώνες, ο Μιραμπό(4) έγραφε τα εξής για τη χώρα που ήταν τότε η ισχυρότερη της Ευρώπης: «Η Πρωσία δεν είναι ένα κράτος που διαθέτει στρατό, είναι ένας στρατός που έχει καταλάβει ένα έθνος». Αυτή η φράση θα μπορούσε ωραιότατα να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τις σημερινές Ηνωμένες Πολιτείες.
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΟΜΠΡΕΛΑ
Την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στις αρχές του ψυχρού πολέμου και στον σημερινό πόλεμο στο Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχασαν ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια τους: μεταξύ άλλων, στον πόλεμο της Κορέας, στον πόλεμο του Βιετνάμ, στην εισβολή στην Καμπότζη, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στον Λίβανο, στη Γρενάδα, στον Παναμά, στη Δομινικανή Δημοκρατία, στο Ελ Σαλβαδόρ και στη Νικαράγουα (με έμμεσο τρόπο), στη Σομαλία (κατ' αρχάς κατ' εντολή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο την Αιθιοπία), στις δύο εισβολές στο Ιράκ καθώς και σε εκείνη στο Αφγανιστάν. Με εξαίρεση τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, καμία από αυτές τις επιχειρήσεις δεν πέτυχε τα αποτελέσματα που προβλέπονταν στους στόχους που είχαν τεθεί.
Στο εσωτερικό των συνόρων τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν άτρωτες σε κάθε επίθεση με συμβατικά όπλα. Δεν θα μπορούσε όμως να πει κανείς το ίδιο για τις δυνάμεις που έχουν αναπτύξει στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Χωρίς αμφιβολία, η ασφάλεια της χώρας θα επιτυγχανόταν πολύ καλύτερα εάν η εξωτερική της πολιτική γύριζε επιτέλους σελίδα, κλείνοντας το κεφάλαιο πενήντα χρόνων στρατιωτικών επεμβάσεων, εάν διαπραγματευόταν την αποχώρηση των στρατευμάτων της από το Αφγανιστάν και το Ιράκ χωρίς να αφήνει πίσω της στρατιωτικές βάσεις, όπως επίσης κι εάν έπαυε να αναμειγνύεται με επιθετικό τρόπο στις υποθέσεις των άλλων χωρών. Χωρίς αμφιβολία, παρόμοια αλλαγή θα είχε πολιτικό κόστος, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ομως, έφθασε η ώρα για τους ηγέτες αυτής της χώρας να χαράξουν έναν νέο προσανατολισμό. Εχουν άραγε την πολιτική και ιδεολογική βούληση ή ικανότητα;
1. «The Mission. Waging War and Keeping Peace with America's Military», Norton, Νέα Υόρκη, 2004.
2. « Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης », Terzo Books, Αθήνα, 1999.
3. Andrew J. Bacevich, «The New American Militarism: How Americans Are Seduced by War», Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 2005.
4. (ΣτΜ) Κόμης Μιραμπό (1749-1791): Αριστοκράτης, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, τάχθηκε στο πλευρό των επαναστατών. Εξελέγη βουλευτής και διακρίθηκε για τη ρητορική δεινότητά του.
* Συνεργάτης του «New York Review of Books» και συγγραφέας του «The Irony of Manifest Destiny. The Tragedy of America's Foreign Policy», Walker Books, Λονδίνο, 2010. Το κείμενο αποτελεί μια τροποποιημένη και ενημερωμένη εκδοχή άρθρου με τίτλο «Manufacturing insecurity: How militarism endangers America», το οποίο δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «Foreign Affairs» (Νέα Υόρκη, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου