http://www.enet.gr
Πρόκειται για μια κραυγαλέα δημοκρατική εκτροπή που αποσιωπήθηκε από το πολιτικό κατεστημένο και τα αμερικανικά media, αλλά τώρα αναδύεται στη δημοσιότητα ως «παράπλευρη απώλεια» της επ' αόριστον πολεμικής εμπλοκής στη Λιβύη. Μια εμπλοκή που ξεκίνησε με προεδρικό διάταγμα και συνεχίζεται έχοντας ήδη εξαντλήσει τα χρονικά περιθώρια για κοινοβουλευτική νομιμοποίηση. Αντίθετα ακόμη και με τις προηγούμενες κυβερνήσεις της οικογένειας Μπους (πατρός και υιού), που είχαν πετύχει κοινοβουλευτική έγκριση των επιθετικών πολέμων στον Περσικό Κόλπο (1990-91), στο Αφγανιστάν (2001) και στο Ιράκ (2003), ο πρόεδρος Ομπάμα δεν ζήτησε την έγκριση του Κογκρέσου για την αποστολή αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο μέτωπο της Λιβύης, και αδιαφόρησε προκλητικά στα αιτήματα γερουσιαστών της αντιπολίτευσης να το πράξει.
Εχοντας την πικρή εμπειρία του πολέμου στο Βιετνάμ, το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε το 1973 τον Νόμο περί Πολεμικών Εξουσιών (War Powers Act), με σκοπό να εμποδίζονται οι μελλοντικοί πρόεδροι να ξεκινούν πολέμους κατά βούληση και χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο και απολογισμό, καθώς μάλιστα το σύνταγμα της χώρας εναποθέτει αποκλειστικά στο Κογκρέσο την εξουσία για κήρυξη πολέμων. Εξαιτίας όμως των πρακτικών προτεραιοτήτων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ο νόμος του '73 αφήνει περιθώριο 60 ημερών από την ημέρα κήρυξης ενός πολέμου, διάστημα μέσα στο οποίο ο πρόεδρος οφείλει να ζητήσει έγκριση της απόφασής του από το Κογκρέσο. Σε περίπτωση που το Κογκρέσο δεν δώσει την έγκρισή του, τότε παρέχεται περιθώριο άλλων 30 ημερών, διάστημα στο οποίο οι αμερικανικές δυνάμεις οφείλουν να επιστρέψουν στη χώρα τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε ο πρόεδρος Κλίντον είχε ζητήσει κοινοβουλευτική έγκριση για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία το 1999, αλλά πρόλαβε να τον τελειώσει σε 78 ημέρες, ύστερα από ανελέητο αεροπορικό βομβαρδισμό της χώρας και χωρίς εμπλοκή χερσαίων δυνάμεων (γι' αυτό και ονομάστηκε «Πόλεμος των Δειλών»). Ετσι, δεν παραβίασε το συνολικό διάστημα των 90 ημερών (60+30) που απαιτούσε το σύνταγμα για τον τερματισμό ενός μη εγκεκριμένου πολέμου.
Για τον Μπαράκ Ομπάμα η κατάσταση είναι διαφορετική. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, και κατά την ευρωπαϊκή περιοδεία του, ανήγγειλε την επ' αόριστον εμπλοκή των ΗΠΑ στο λιβυκό μέτωπο, πυροδοτώντας αντιδράσεις από την πλευρά της ρεπουμπλικανικής αντιπολίτευσης, η οποία έσπευσε να του θυμίσει τον νόμο του '73. Η αντιπολιτευτική κινητικότητα έφερε στη δημοσιότητα το δημοκρατικό ατόπημα του Ομπάμα, αλλά και την προκλητική του συμπεριφορά: μία εβδομάδα πριν εκπνεύσει το όριο των 60 ημερών (στις 20 Μαΐου), έξι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές είχαν στείλει επιστολή στον Ομπάμα, με την οποία του ζητούσαν να μην αγνοήσει το συνταγματικό του καθήκον και να απευθυνθεί στο Κογκρέσο για έγκριση του πολέμου στη Λιβύη. Ο αμερικανός πρόεδρος απάντησε ότι δεν κάνει ακριβώς πόλεμο σ' αυτή τη μακρινή χώρα, αλλά απλώς βοηθάει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, άρα δεν υπάρχει λόγος να ζητηθεί κοινοβουλευτική έγκριση.
Ο προφανής σαρκασμός ενόχλησε τα προοδευτικά ΜΜΕ στις ΗΠΑ, που πήραν τη σκυτάλη της καταγγελίας και έθεσαν προβληματισμούς όπως «τελικά ποια είναι η κατάσταση της δημοκρατίας στις ΗΠΑ». Απέχοντας πολύ από το να χαρακτηριστεί «κατακραυγή», αυτή η επικριτική αναφορά στην προεδρική αντιδημοκρατική υπερεξουσία υποχρέωσε σε επικοινωνιακό αντιπερισπασμό τα μεγάλα ΜΜΕ. Ετσι, προωθήθηκε η είδηση ότι επτά γερουσιαστές και από τα δύο κόμματα κατέθεσαν πρόταση στη Γερουσία για έγκριση του πολέμου στη Λιβύη μόλις πριν από μερικά εικοσιτετράωρα. Με δεδομένη την αμφισβήτηση του οφέλους από τον συγκεκριμένο πόλεμο, θεωρείται πολύ δύσκολο να αποσπασθεί (αν τελικά ζητηθεί) έγκριση Γερουσίας-Βουλής, έστω και εκτός χρονικών ορίων. Στο μεταξύ, η πολεμική μηχανή δουλεύει -και χωρίς δημοκρατικό λαδάκι στα γρανάζια της.
Τα όρια της αμερικανικής δημοκρατίας δοκιμάζονται στα πεδία των μαχών στη Λιβύη, καθώς οι ΗΠΑ συμμετέχουν στις πολεμικές ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις εκεί, χωρίς τη συνταγματικά απαιτούμενη κοινοβουλευτική έγκριση γι' αυτή τη συμμετοχή τους.
Πρόκειται για μια κραυγαλέα δημοκρατική εκτροπή που αποσιωπήθηκε από το πολιτικό κατεστημένο και τα αμερικανικά media, αλλά τώρα αναδύεται στη δημοσιότητα ως «παράπλευρη απώλεια» της επ' αόριστον πολεμικής εμπλοκής στη Λιβύη. Μια εμπλοκή που ξεκίνησε με προεδρικό διάταγμα και συνεχίζεται έχοντας ήδη εξαντλήσει τα χρονικά περιθώρια για κοινοβουλευτική νομιμοποίηση. Αντίθετα ακόμη και με τις προηγούμενες κυβερνήσεις της οικογένειας Μπους (πατρός και υιού), που είχαν πετύχει κοινοβουλευτική έγκριση των επιθετικών πολέμων στον Περσικό Κόλπο (1990-91), στο Αφγανιστάν (2001) και στο Ιράκ (2003), ο πρόεδρος Ομπάμα δεν ζήτησε την έγκριση του Κογκρέσου για την αποστολή αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο μέτωπο της Λιβύης, και αδιαφόρησε προκλητικά στα αιτήματα γερουσιαστών της αντιπολίτευσης να το πράξει.
Εχοντας την πικρή εμπειρία του πολέμου στο Βιετνάμ, το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε το 1973 τον Νόμο περί Πολεμικών Εξουσιών (War Powers Act), με σκοπό να εμποδίζονται οι μελλοντικοί πρόεδροι να ξεκινούν πολέμους κατά βούληση και χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο και απολογισμό, καθώς μάλιστα το σύνταγμα της χώρας εναποθέτει αποκλειστικά στο Κογκρέσο την εξουσία για κήρυξη πολέμων. Εξαιτίας όμως των πρακτικών προτεραιοτήτων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ο νόμος του '73 αφήνει περιθώριο 60 ημερών από την ημέρα κήρυξης ενός πολέμου, διάστημα μέσα στο οποίο ο πρόεδρος οφείλει να ζητήσει έγκριση της απόφασής του από το Κογκρέσο. Σε περίπτωση που το Κογκρέσο δεν δώσει την έγκρισή του, τότε παρέχεται περιθώριο άλλων 30 ημερών, διάστημα στο οποίο οι αμερικανικές δυνάμεις οφείλουν να επιστρέψουν στη χώρα τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε ο πρόεδρος Κλίντον είχε ζητήσει κοινοβουλευτική έγκριση για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία το 1999, αλλά πρόλαβε να τον τελειώσει σε 78 ημέρες, ύστερα από ανελέητο αεροπορικό βομβαρδισμό της χώρας και χωρίς εμπλοκή χερσαίων δυνάμεων (γι' αυτό και ονομάστηκε «Πόλεμος των Δειλών»). Ετσι, δεν παραβίασε το συνολικό διάστημα των 90 ημερών (60+30) που απαιτούσε το σύνταγμα για τον τερματισμό ενός μη εγκεκριμένου πολέμου.
Για τον Μπαράκ Ομπάμα η κατάσταση είναι διαφορετική. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, και κατά την ευρωπαϊκή περιοδεία του, ανήγγειλε την επ' αόριστον εμπλοκή των ΗΠΑ στο λιβυκό μέτωπο, πυροδοτώντας αντιδράσεις από την πλευρά της ρεπουμπλικανικής αντιπολίτευσης, η οποία έσπευσε να του θυμίσει τον νόμο του '73. Η αντιπολιτευτική κινητικότητα έφερε στη δημοσιότητα το δημοκρατικό ατόπημα του Ομπάμα, αλλά και την προκλητική του συμπεριφορά: μία εβδομάδα πριν εκπνεύσει το όριο των 60 ημερών (στις 20 Μαΐου), έξι Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές είχαν στείλει επιστολή στον Ομπάμα, με την οποία του ζητούσαν να μην αγνοήσει το συνταγματικό του καθήκον και να απευθυνθεί στο Κογκρέσο για έγκριση του πολέμου στη Λιβύη. Ο αμερικανός πρόεδρος απάντησε ότι δεν κάνει ακριβώς πόλεμο σ' αυτή τη μακρινή χώρα, αλλά απλώς βοηθάει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, άρα δεν υπάρχει λόγος να ζητηθεί κοινοβουλευτική έγκριση.
Ο προφανής σαρκασμός ενόχλησε τα προοδευτικά ΜΜΕ στις ΗΠΑ, που πήραν τη σκυτάλη της καταγγελίας και έθεσαν προβληματισμούς όπως «τελικά ποια είναι η κατάσταση της δημοκρατίας στις ΗΠΑ». Απέχοντας πολύ από το να χαρακτηριστεί «κατακραυγή», αυτή η επικριτική αναφορά στην προεδρική αντιδημοκρατική υπερεξουσία υποχρέωσε σε επικοινωνιακό αντιπερισπασμό τα μεγάλα ΜΜΕ. Ετσι, προωθήθηκε η είδηση ότι επτά γερουσιαστές και από τα δύο κόμματα κατέθεσαν πρόταση στη Γερουσία για έγκριση του πολέμου στη Λιβύη μόλις πριν από μερικά εικοσιτετράωρα. Με δεδομένη την αμφισβήτηση του οφέλους από τον συγκεκριμένο πόλεμο, θεωρείται πολύ δύσκολο να αποσπασθεί (αν τελικά ζητηθεί) έγκριση Γερουσίας-Βουλής, έστω και εκτός χρονικών ορίων. Στο μεταξύ, η πολεμική μηχανή δουλεύει -και χωρίς δημοκρατικό λαδάκι στα γρανάζια της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου