http://www.tanea.gr
Γράφει ο Μανώλης Πιµπλής
Νεαρός ήταν κοινωνικός και γήινος. Κυκλοφορούσε στην Αλεξάνδρεια, πήγαινε σε δεξιώσεις, είχε ασχοληθεί µέχρι και µε το χρηµατιστήριο αλλά και µε τα τυχερά παιχνίδια. Από τα 45 του και µετά όµως, ο Κωνσταντίνος Καβάφης σταδιακά περιόρισε την κοινωνική ζωή και δόθηκε στην ποίηση ολοκληρωτικά, σκηνοθετώντας το νέο του πρόσωπο.
Κάποιους, όταν πεθαίνουν, οι άνθρωποι τους θυµούνται σε µια νεανική εκδοχή τους, άλλους ως ηλικιωµένους. Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, η εικόνα που έχει µείνει είναι ενός περίπου εκκεντρικού, αρκετά ηλικιωµένου ποιητή που ζούσε σε ένα διαµέρισµα σκοτεινό, µε κεριά και λάµπες πετρελαίου. Και είναι αληθινή αυτή η εικόνα. Στο διαµέρισµα της περίφηµης οδού Λέψιους, στην Αλεξάνδρεια, ο Καβάφης είχε αφαιρέσει όχι µόνο το ηλεκτρικό αλλά και το τηλέφωνο και το ραδιόφωνο. Πολλοί µιλούν για σκηνοθεσία. Μέσα στο σπίτι υπήρχαν πολύτιµα αλλά παµπάλαια πράγµατα, αποµεινάρια της οικογενειακής περιουσίας. Ενα σπίτι γεµάτο από αναµνηστικά, για τα οποία δεν δεχόταν ούτε να αλλάξουν θέση ούτε να αντικατασταθούν.
Οσο για το φως, όπως λένε άνθρωποι που µπήκαν στο διαµέρισµα αυτό, όπως ο Ι. Α. Σαρεγιάννης, έψαχνε συνεχώς να βρει τη σωστή του δόση. «Πότε άνοιγε, πότε έκλεινε, πότε µισόκλεινε τα παραθυρόφυλλα, τραβούσε ή µισοτραβούσε τους µπερντέδες, άναβε ή µισοκατέβαζε το φως της λάµπας του πετρελαίου, πρόσθετε ή ξανάσβηνε ένα ή και περισσότερα κεριά, υπέβαλλε µε ευγένεια σε κάθε επισκέπτη πού θα καθίσει. Το φως που ζητούσε κάθε φορά δεν αντιπροσώπευε έναν ορισµένο κανόνα φωτισµού. Η διάθεση της ηµέρας, η διεύθυνση που ήθελε να δώσει στην κουβέντα ή ίσως και τα παρόντα πρόσωπα θα του υπαγόρευαν σαν ανάγκη τον τόνο του φωτισµού της ηµέρας ή της βραδυάς του».
Αλλο τόσο αλήθεια είναι ότι δεν έζησε έτσι όλη του τη ζωή. Στη Λέψιους εγκαταστάθηκε το 1907, σε ηλικία 44 ετών, µαζί µε τον αδελφό του Παύλο, ο οποίος έφυγε στο εξωτερικό έναν χρόνο αργότερα. Ηταν η πρώτη φορά, στα 45 του, που ο ποιητής έµενε µόνος. Σταδιακά άρχισε να βγαίνει έξω όλο και λιγότερο και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην ποίηση. Το διαµέρισµα ήταν ανάµεσα σε µια κακόφηµη συνοικία _ µε καµιά εικοσαριά µπορντέλα _ και στο νοσοκοµείο της ελληνικής κοινότητας. Ανάµεσα στα πάθη και τον πόνο, δηλαδή, ανάµεσα στη ζωή και τον θάνατο. Ο θάνατος, άλλωστε, δεν πρέπει να έπαιξε µικρό ρόλο στις οριστικές του αποφάσεις. Τον πατέρα του τον είχε χάσει όταν ήταν µόλις επτά ετών, αλλά την τελευταία εκείνη δεκαετία είχε χάσει πολλούς δικούς του ανθρώπους. Τη µητέρα του Χαρίκλεια το 1899 και τρία από τα οκτώ αδέλφια του ανάµεσα στο 1900 και το 1905.
Τα προηγούµενα χρόνια ήταν όµως πολύ διαφορετικός: τριγυρνούσε σε δεξιώσεις _ συχνά µε εκκεντρικές εµφανίσεις _ και ασχολιόταν ενεργά µετο χρηµατιστήριο. Επίσης έπαιζε τυχερά παιχνίδια! «Ηταν εγγεγραµµένος χρηµατοµεσίτης από το 1894 ώς το 1902» ενώ στα τυχερά παιχνίδια «κρατούσε “σηµειώσεις τζόγου” ώς το 1909», γράφει ο Μανόλης Σαββίδης. Αυτό του έδινε ένα πρόσθετο εισόδηµα, καθώς βιοποριζόταν από έναν απλό µισθό: ήταν το 1892 που µπόρεσε να προσληφθεί στον Tρίτο Kύκλο Aρδεύσεων του υπουργείου ∆ηµοσίων Εργων της Aιγύπτου, παίρνοντας θέση έκτακτου υπαλλήλου, αφού δεν είχε αιγυπτιακή ή βρετανική υπηκοότητα. Και να σκεφθεί κανείς ότι είχε βρετανική υπηκοότητα την οποία αποκήρυξε θέλοντας να κρατήσει µόνο την ελληνική. Εµεινε όµως, έστω ως έκτακτος, στη θέση του για τριάντα χρόνια.
Ωστόσο, τα οικονοµικά της οικογένειας όταν γεννήθηκε ήταν πολύ διαφορετικά. Η οικογένειά του, από την Κωνσταντινούπολη, είχε χρήµατα και αξιώµατα. Ενας του πρόγονος διετέλεσε γραµµατέας του Οικουµενικού Πατριαρχείου, δύο άλλοι ήταν κυβερνήτες του Ιασίου. Οι ρίζες της οικογένειας απλώνονταν µέχρι την Τραπεζούντα, το Λονδίνο, τη Χίο, την Τεργέστη, τη Βενετία, τη Βιέννη. Ο πατέρας τού Κωνσταντίνου Καβάφη, ο Πέτρος - Ιωάννης, ήταν έµπορος που εκινείτο µεταξύ Λονδίνου, Λίβερπουλ και Αλεξάνδρειας. Εξ ου και µετά τον θάνατό του, η µητέρα του ποιητή Χαρίκλεια εγκαταστάθηκε για ένα διάστηµα µε τα παιδιά της στην Αγγλία.
Ενας συνδυασµός οικονοµικών δυσχερειών αλλά και πάθους για την τάξη και την τακτοποίηση έκανε τον Καβάφη να καταγράφει σχολαστικά µεγάλα και µικρά έξοδα, µεγάλες και µικρές εργασίες, καθηµερινές υποχρεώσεις που τις κατέτασσε σε ποικίλους πίνακες και καταλόγους. Το ίδιο πάθος για την τακτοποίηση, όπως βέβαια και ο προγραµµατισµός της υστεροφηµίας του, οδήγησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη να κάνει πολλές διαφορετικές κατατάξεις των _ ίδιων πάντα _ ποιηµάτων του: ποιήµατα γραµµένα στην καθαρεύουσα, ποιήµατα αποκηρυγµένα, ατελή, γραµµένα στα γαλλικά, ποιήµατα των οποίων ο κεντρικός χαρακτήρας αφορά στην ιστορία ή στη θρησκεία.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήµατά του σε βιβλίο, και ας είχε προτάσεις γι’ αυτό. Ηθελε να τα δηµοσιεύει σε εφηµερίδες και περιοδικά, αλλά και να τα τυπώνει ιδιωτικά σε µονόφυλλα, δηµιουργώντας αυτοσχέδιες συλλογές που τις έδινε στους ενδιαφερόµε νους. Η πρώτη συλλογή µε τα 154 ποιήµατα του καβαφικού κανόνα δεν κυκλοφόρησε παρά µετά τον θάνατό του, µε επιµέλεια της Pίκας Σεγκοπούλου. Πέθανε την ηµέρα των 70ών γενεθλίων του, στις 29 Απριλίου 1933, ταλαιπωρηµένος από καρκίνο του λάρυγγα. Η τραχειοτοµία τού είχε ήδη στερήσει οριστικά τη φωνή, φωνή ενός εξαιρετικού οµιλητή, όπως έχουν να λένε όσοι τον γνώρισαν.
Γράφει ο Μανώλης Πιµπλής
Νεαρός ήταν κοινωνικός και γήινος. Κυκλοφορούσε στην Αλεξάνδρεια, πήγαινε σε δεξιώσεις, είχε ασχοληθεί µέχρι και µε το χρηµατιστήριο αλλά και µε τα τυχερά παιχνίδια. Από τα 45 του και µετά όµως, ο Κωνσταντίνος Καβάφης σταδιακά περιόρισε την κοινωνική ζωή και δόθηκε στην ποίηση ολοκληρωτικά, σκηνοθετώντας το νέο του πρόσωπο.
Κάποιους, όταν πεθαίνουν, οι άνθρωποι τους θυµούνται σε µια νεανική εκδοχή τους, άλλους ως ηλικιωµένους. Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, η εικόνα που έχει µείνει είναι ενός περίπου εκκεντρικού, αρκετά ηλικιωµένου ποιητή που ζούσε σε ένα διαµέρισµα σκοτεινό, µε κεριά και λάµπες πετρελαίου. Και είναι αληθινή αυτή η εικόνα. Στο διαµέρισµα της περίφηµης οδού Λέψιους, στην Αλεξάνδρεια, ο Καβάφης είχε αφαιρέσει όχι µόνο το ηλεκτρικό αλλά και το τηλέφωνο και το ραδιόφωνο. Πολλοί µιλούν για σκηνοθεσία. Μέσα στο σπίτι υπήρχαν πολύτιµα αλλά παµπάλαια πράγµατα, αποµεινάρια της οικογενειακής περιουσίας. Ενα σπίτι γεµάτο από αναµνηστικά, για τα οποία δεν δεχόταν ούτε να αλλάξουν θέση ούτε να αντικατασταθούν.
Οσο για το φως, όπως λένε άνθρωποι που µπήκαν στο διαµέρισµα αυτό, όπως ο Ι. Α. Σαρεγιάννης, έψαχνε συνεχώς να βρει τη σωστή του δόση. «Πότε άνοιγε, πότε έκλεινε, πότε µισόκλεινε τα παραθυρόφυλλα, τραβούσε ή µισοτραβούσε τους µπερντέδες, άναβε ή µισοκατέβαζε το φως της λάµπας του πετρελαίου, πρόσθετε ή ξανάσβηνε ένα ή και περισσότερα κεριά, υπέβαλλε µε ευγένεια σε κάθε επισκέπτη πού θα καθίσει. Το φως που ζητούσε κάθε φορά δεν αντιπροσώπευε έναν ορισµένο κανόνα φωτισµού. Η διάθεση της ηµέρας, η διεύθυνση που ήθελε να δώσει στην κουβέντα ή ίσως και τα παρόντα πρόσωπα θα του υπαγόρευαν σαν ανάγκη τον τόνο του φωτισµού της ηµέρας ή της βραδυάς του».
Αλλο τόσο αλήθεια είναι ότι δεν έζησε έτσι όλη του τη ζωή. Στη Λέψιους εγκαταστάθηκε το 1907, σε ηλικία 44 ετών, µαζί µε τον αδελφό του Παύλο, ο οποίος έφυγε στο εξωτερικό έναν χρόνο αργότερα. Ηταν η πρώτη φορά, στα 45 του, που ο ποιητής έµενε µόνος. Σταδιακά άρχισε να βγαίνει έξω όλο και λιγότερο και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην ποίηση. Το διαµέρισµα ήταν ανάµεσα σε µια κακόφηµη συνοικία _ µε καµιά εικοσαριά µπορντέλα _ και στο νοσοκοµείο της ελληνικής κοινότητας. Ανάµεσα στα πάθη και τον πόνο, δηλαδή, ανάµεσα στη ζωή και τον θάνατο. Ο θάνατος, άλλωστε, δεν πρέπει να έπαιξε µικρό ρόλο στις οριστικές του αποφάσεις. Τον πατέρα του τον είχε χάσει όταν ήταν µόλις επτά ετών, αλλά την τελευταία εκείνη δεκαετία είχε χάσει πολλούς δικούς του ανθρώπους. Τη µητέρα του Χαρίκλεια το 1899 και τρία από τα οκτώ αδέλφια του ανάµεσα στο 1900 και το 1905.
Τα προηγούµενα χρόνια ήταν όµως πολύ διαφορετικός: τριγυρνούσε σε δεξιώσεις _ συχνά µε εκκεντρικές εµφανίσεις _ και ασχολιόταν ενεργά µετο χρηµατιστήριο. Επίσης έπαιζε τυχερά παιχνίδια! «Ηταν εγγεγραµµένος χρηµατοµεσίτης από το 1894 ώς το 1902» ενώ στα τυχερά παιχνίδια «κρατούσε “σηµειώσεις τζόγου” ώς το 1909», γράφει ο Μανόλης Σαββίδης. Αυτό του έδινε ένα πρόσθετο εισόδηµα, καθώς βιοποριζόταν από έναν απλό µισθό: ήταν το 1892 που µπόρεσε να προσληφθεί στον Tρίτο Kύκλο Aρδεύσεων του υπουργείου ∆ηµοσίων Εργων της Aιγύπτου, παίρνοντας θέση έκτακτου υπαλλήλου, αφού δεν είχε αιγυπτιακή ή βρετανική υπηκοότητα. Και να σκεφθεί κανείς ότι είχε βρετανική υπηκοότητα την οποία αποκήρυξε θέλοντας να κρατήσει µόνο την ελληνική. Εµεινε όµως, έστω ως έκτακτος, στη θέση του για τριάντα χρόνια.
Ωστόσο, τα οικονοµικά της οικογένειας όταν γεννήθηκε ήταν πολύ διαφορετικά. Η οικογένειά του, από την Κωνσταντινούπολη, είχε χρήµατα και αξιώµατα. Ενας του πρόγονος διετέλεσε γραµµατέας του Οικουµενικού Πατριαρχείου, δύο άλλοι ήταν κυβερνήτες του Ιασίου. Οι ρίζες της οικογένειας απλώνονταν µέχρι την Τραπεζούντα, το Λονδίνο, τη Χίο, την Τεργέστη, τη Βενετία, τη Βιέννη. Ο πατέρας τού Κωνσταντίνου Καβάφη, ο Πέτρος - Ιωάννης, ήταν έµπορος που εκινείτο µεταξύ Λονδίνου, Λίβερπουλ και Αλεξάνδρειας. Εξ ου και µετά τον θάνατό του, η µητέρα του ποιητή Χαρίκλεια εγκαταστάθηκε για ένα διάστηµα µε τα παιδιά της στην Αγγλία.
Ενας συνδυασµός οικονοµικών δυσχερειών αλλά και πάθους για την τάξη και την τακτοποίηση έκανε τον Καβάφη να καταγράφει σχολαστικά µεγάλα και µικρά έξοδα, µεγάλες και µικρές εργασίες, καθηµερινές υποχρεώσεις που τις κατέτασσε σε ποικίλους πίνακες και καταλόγους. Το ίδιο πάθος για την τακτοποίηση, όπως βέβαια και ο προγραµµατισµός της υστεροφηµίας του, οδήγησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη να κάνει πολλές διαφορετικές κατατάξεις των _ ίδιων πάντα _ ποιηµάτων του: ποιήµατα γραµµένα στην καθαρεύουσα, ποιήµατα αποκηρυγµένα, ατελή, γραµµένα στα γαλλικά, ποιήµατα των οποίων ο κεντρικός χαρακτήρας αφορά στην ιστορία ή στη θρησκεία.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήµατά του σε βιβλίο, και ας είχε προτάσεις γι’ αυτό. Ηθελε να τα δηµοσιεύει σε εφηµερίδες και περιοδικά, αλλά και να τα τυπώνει ιδιωτικά σε µονόφυλλα, δηµιουργώντας αυτοσχέδιες συλλογές που τις έδινε στους ενδιαφερόµε νους. Η πρώτη συλλογή µε τα 154 ποιήµατα του καβαφικού κανόνα δεν κυκλοφόρησε παρά µετά τον θάνατό του, µε επιµέλεια της Pίκας Σεγκοπούλου. Πέθανε την ηµέρα των 70ών γενεθλίων του, στις 29 Απριλίου 1933, ταλαιπωρηµένος από καρκίνο του λάρυγγα. Η τραχειοτοµία τού είχε ήδη στερήσει οριστικά τη φωνή, φωνή ενός εξαιρετικού οµιλητή, όπως έχουν να λένε όσοι τον γνώρισαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου