Οταν εργαζόταν στους «Τάιμς», ο Ρόμπερτ Φισκ, γνωστός για τις περίφημες ανταποκρίσεις του από εστίες ανάφλεξης σε όλο τον κόσμο, είχε γίνει μάρτυρας των πρακτικών του ιδιοκτήτη της εφημερίδας Ρούπερτ Μέρντοκ. Και είχε καταλάβει πως δεν μπορούσε να παραμείνει στην εφημερίδα αυτή, γράφει σήμερα στον «Ιντιπέντεντ».
Ο Φισκ αναφέρεται στη φιλοϊσραηλινή στροφή που έκαναν οι «Τάιμς», με ιδιοκτήτη των Μέρντοκ και διευθυντή τον Τσαρλς Ντάγκλας-Χομ, μετά την ισραηλινή εισβολή και κατοχή του Λιβάνου, το 1982. Ο δημοσιογράφος είχε καλύψει την εισβολή χωρίς κανείς να αφαιρέσει ούτε αράδα από τις ανταποκρίσεις του. Ομως μετά το τέλος της εισβολής και έπειτα από μια επίσκεψη των Μέρντοκ και Ντάγκλας-Χομ στο Ισραήλ, ο διευθυντής της εφημερίδας άρχισε να υιοθετεί αναφανδόν τα επιχειρήματα της ισραηλινής κυβέρνησης. Οταν ο Φισκ έγραφε για ισραηλινές αυθαιρεσίες κατά των Παλαιστινίων, τα κομμάτια του δεν δημοσιεύονταν. Παράλληλα ο Μέρντοκ εξέφραζε πλέον αποκλειστικά φιλοϊσραηλινές απόψεις και είχε ανακηρυχθεί «Ανδρας της Χρονιάς» από μια εβραιοαμερικανική οργάνωση.
«Το τέλος ήρθε για μένα το 1988, όταν έφτασα στο Ντουμπάι, αφού το αμερικανικό πολεμικό πλοίο "Vincennes" είχε καταρρίψει πάνω από τον Κόλπο ένα ιρανικό επιβατικό αεροπλάνο», αφηγείται ο δημοσιογράφος. «Μέσα σε 24 ώρες, είχα μιλήσει με βρετανούς ελεγκτές της εναέριας κυκλοφορίας στο Ντουμπάι και είχα ανακαλύψει ότι αμερικανικά πολεμικά απειλούσαν τακτικά επιβατικά αεροπλάνα της British Airways και πως το πλήρωμα του "Vincennes" φαίνεται πως είχε πανικοβληθεί. Από την εφημερίδα μού είπαν ότι η ανταπόκρισή μου θα ήταν πρωτοσέλιδη. Τους προειδοποίησα πως αμερικανικές "διαρροές" ότι ο πιλότος της IranAir ήθελε να ρίξει το αεροπλάνο του στο "Vincennes" ήταν ανοησίες. Συμφώνησαν. Την επομένη, η ανταπόκρισή μου δημοσιεύθηκε με σβησμένες όλες τις επικρίσεις κατά των Αμερικανών. Στο κύριο άρθρο αφηνόταν να εννοηθεί πως ο πιλότος μπορεί να ήταν πράγματι καμικάζι… Τότε ήταν που επικοινώνησα για πρώτη φορά με τον "Ιντιπέντεντ". Δεν πίστευα πια στους "Τάιμς" - και σίγουρα δεν πίστευα στον Ρούπερτ Μέρντοκ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου