http://tvxs.gr
Ο Λένιν δεν στόχευε στη πρωτοτυπία. Σκοπός του ήταν να συνοψίσει και να διαδώσει το έργο κορυφαίων θεωρητικών του παγκόσμιου συστήματος: τον «Ιμπεριαλισμό» του φιλευλεύθερου Τζον Χομπς (1902), το μαρξιστικό «Χρηματιστικό Κεφάλαιο» του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (1910), τη «Συσσώρευση του Κεφαλαίου» της Ρόζας Λούξεμπουργκ (1913) και το «Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία» του Νικολάι Μπουχάριν (1915).
Oι μελέτες προσπάθησαν να κατανοήσουν αυτό που ο ιστορικός Eric Hobsbawm έχει ορίσει ως «την εποχή της Αυτοκρατορίας» (1875-1914). Τελικά, προέκυψε μια ριζική αναπροσαρμογή της θεωρίας του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Οι στοχαστές, αντιμέτωποι με την πρώτη δυσοίωνη «στρατιωτικοποίηση» της Ευρώπης και την ολοκλήρωσή της κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισαν να αναπτύσσουν νέες θεωρίες για την εξαιρετική βία του συστήματος. Ο ταχύς ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης και η κολοσσιαία κλίμακα των βιομηχανικών επενδύσεων είχαν μετατρέψει τον χαρακτήρα του καπιταλισμού.
Στην εποχή του Μαρξ, το σύστημα κυριαρχούταν από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που ανταγωνίζονται κυρίως στις εθνικές και αποικιακές αγορές. Αλλά, όπως και ο ίδιος ο Μαρξ είχε παρατηρήσει στο «Κεφάλαιο», η κυρίαρχη τάση ήταν προς τη «συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου».
Η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι ανταγωνιστική. Επειδή οι μεγαλύτερες εταιρείες μπορούν να επιτύχουν μεγαλύτερες οικονομικές κλίμακες, τείνουν να οδηγούν μικρότερους ανταγωνιστές εκτός αγοράς. Η παραγωγή συγκεντρώνεται σε μεγάλα, κεντρικά εργοστάσια, τα οποία ανήκουν αποκλειστικά σε μεγάλες εταιρείες.
Η κρίση επιταχύνει αυτές τις διαδικασίες. Με την εντατικοποίηση της ανταγωνιστικής πίεσης, οι ασθενέστερες επιχειρήσεις πτωχεύουν και επιτρέπουν στις ισχυρότερες να αγοράσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε τιμή ευκαιρίας, επεκτείνοντας το μερίδιο αγοράς τους. Αναπτύσσοντας κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου, οι εταιρείες απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα. 'Εχοντας ιδρύσει νέες βιομηχανίες, μπορούσαν να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες.
Η Μεγάλη Ύφεση του 1873-1896 είχε ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα. Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα ο καπιταλισμός κυριαρχούταν, σε κάθε τομέα, από εταιρείες γίγαντες. Ταυτόχρονα, η οικονομική δυναμική μετατοπίζεται από την Βρετανία (και τις παλιές εγκατεστημένες βιομηχανίες της) στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, η παραγωγή των οποίων είχε ξεπεράσει προ πολλού αυτήν της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο Λένιν έδωσε ένα σύντομο ορισμό του ιμπεριαλισμού, αναδεικνύοντας πέντε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά:
1. Τη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου σε τέτοιο βαθμό που έφτασε να δημιουργεί μονοπώλια, που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή.
2. Τη συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό κεφάλαιο. Στη βάση αυτού του νέου «χρηματιστικού κεφαλαίου», δημιουργήθηκε μια καινούρια χρηματιστική ολιγαρχία.
3. Τη σημαντική διάκριση ανάμεσα στην εξαγωγή κεφαλαίων και την εξαγωγή εμπορευμάτων.
4. Το σχηματισμό διεθνών μονοπωλιακών καπιταλιστικών ενώσεων, οι οποίες μοιράζονται τον κόσμο μεταξύ τους.
5. Την εδαφική διαίρεση όλου του κόσμου σε ζώνες επιρροής των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, που έχει πλέον ολοκληρωθεί.
Ακριβώς όπως είχε κάνει ο Μάρξ στην ανάλυση του περί καπιταλισμού, ο Λένιν και οι συνεργάτες του εντόπισαν τις βασικές χρηματοοικονομικές τάσεις, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στα πιο προηγμένα μέρη του συστήματος. Η ανάλυσή τους υποδεικνύει την διαδρομή του σύγχρονου κόσμου προς ένα παγκόσμιο καπιταλισμό, αλλά οι χώρες που «έδειξαν τον δρόμο» ήταν οι ΗΠΑ και η Γερμανία.
Το μέγεθος των μεγάλων οικονομικών επιχειρήσεων του 20ου αιώνα ήταν καθοριστικό, καθώς σήμαινε πως ήταν αρκετά μεγάλες, ώστε να ελέγχουν την εθνική οικονομία και, ως εκ τούτου, να εξουσιάζουν το κράτος. Σε κάθε τομέα, οι επιχειρήσεις εξελίχθηκαν σε καρτέλ ή τραστ, διαιρώντας την αγορά μεταξύ τους και καθορίζοντας την παραγωγή, τις τιμές και τα κέρδη.
Μόλις δύο εταιρείες, η Siemens και η AEG, έλεγχαν σχεδόν το σύνολο της γερμανικής βιομηχανίας ηλεκτρικών ειδών. Η χημική βιομηχανία ελεγχόταν από δύο γκρουπ, το καθένα από τα οποία αποτελούταν από τρεις επιχειρήσεις-κολοσσούς. Μια μελετη υπολόγισε ότι, από το 1905, περίπου 12.000 γερμανικές επιχειρήσεις οργανώθηκαν σε 385 καρτέλ.
«Τα καρτέλ έγιναν ένα από τα θεμέλια της οικονομικής ζωής», παρατηρεί ο Λένιν. «Ο ανταγωνισμός μετατρέπεται σε μονοπώλιο».
Επειδή η πρόσβαση στην πίστωση ήταν ζωτικής σημασίας για τις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, μαζί με το μονοπωλιακό κεφάλαιο αυξήθηκε και το χρηματιστικό. Οι συνολικές καταθέσεις των γερμανικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 40% σε πέντε χρόνια, μεταξύ 1907-1908 και 1912-1913.
Το χρηματιστικό κεφάλαιο, όπως και το βιομηχανικό, γινόταν όλο και πιο συγκεντωτρικό. Μέχρι το τέλος του 1913, οι εννέα μεγαλύτερες τράπεζες του Βερολίνου (μαζί με τις θυγατρικές τους), έλεγχαν περίπου το 83% του συνόλου του γερμανικού τραπεζικού κεφαλαίου. Η μεγαλύτερη τράπεζα απ' όλες, η Deutsche Bank, έλεγχε μόνη της το 23%.
«Ένα σταθερά αυξανόμενο ποσοστό του κεφαλαίου στον κλάδο παύει να ανήκει στους βιομηχάνους που το απασχολούν», γράφει ο Χίλφερντινγκ. Η βιομηχανία και οι τράπεζες έγιναν αλληλένδετες. «Το κεφάλαιο χρησιμοποιείται μόνο με την μεσολάβηση των τραπεζών. οι οποίες αντιπροσωπεύουν τους ιδιοκτήτες του. Από την άλλη πλευρά, η τράπεζα αναγκάζεται να "σπρώξει" ένα αυξανόμενο μερίδιο των πόρων της στη βιομηχανία».
Με αυτόν τον τρόπο, μέσω διάφορων μορφών πιστώσεων (επεκτείνοντας τα δάνεια και την αγορά μετοχών και ομολόγων) οι τράπεζες έγιναν οι ιδιοκτήτες και οι οργανωτές της βιομηχανίας. «Το χρηματιστικό κεφάλαιο», καταλήγει ο Χίλφερντινγκ, «είναι κεφάλαιο, το οποίο ελέγχεται από τις τράπεζες και θα χρησιμοποιηθεί από τους βιομηχάνους».
Η δύναμη των βιομηχανικών καρτέλ και των κοινοπραξιών των τραπεζών μετέβαλαν το ρόλο του κράτους. Πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Βρετανία, το κράτος δεν παίζει σχεδόν κανέναν άμεσο ρόλο στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Αντίθετα, στη Γερμανία, το μόνο νομικό πρόσωπο του οποίου η κεφαλαιοποίηση ήταν επάξια της Deutsche Bank ήταν η δημόσια Διοίκηση Σιδηροδρόμων του πρωσικού κράτους.
Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούσαν στρατιωτική αναγκαιότητα, σε συνδυασμό με τις δαπάνες για τα όπλα, έκαναν το κράτος τον μοναδικό πελάτη της παραγωγής της βαριάς βιομηχανίας. Οι δαπάνες της γερμανικής κυβέρνησης για το στρατό και το ναυτικό δεκαπλασιάστηκε μεταξύ 1870 και 1914. Οι κρατικές συμβάσεις για αγορά όπλων ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για την επέκταση της Krupp στο Έσσεν, 40 χρόνια πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όπως συμβαίνει κάθε φορά σε ξένες αναθέσεις και σε κρατικές συμβάσεις, η κυβέρνηση παρείχε προστασία απέναντι στον ξένο ανταγωνισμό. Μεχρι το 1879, το ευρωπαϊκό εμπόριο ήταν σχετικά ελεύθερο, αλλά εκείνο το χρόνο η Γερμανία επέβαλε δασμούς, κυρίως φόρους στις εισαγωγές, με στόχο την αύξηση της τιμής των ξένων προϊόντων στην εγχώρια αγορά. Στη συνέχεια, η ίδια πρακτική εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, με τα επιτόκια να γνωρίζουν σταθερά ραγδαία αύξηση.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η ανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού έχει γίνει εξαιρετικά αντιφατική. Από τη μια πλευρά, υπήρχε αυτή καθαυτή η παγκοσμιοποίηση: η ταχεία οικονομική ανάπτυξη, η κυριαρχία των γιγαντιαίων επιχειρήσεων, μια ανήσυχη αναζήτηση νέων αγορών, καθώς και το διαρκώς διευρυνόμενο διεθνές εμπόριο. Από την άλλη, υπήρχε ο οικονομικός εθνικισμός, τα βιομηχανικά καρτέλ, οι κοινοπραξίες των τραπεζών και τα στρατιωτικά κράτη, τα οποία δημιουργούσαν εκ διαμέτρου αντίθετα εθνικά καπιταλιστικά μπλοκ. Η Γερμανία, που ήταν η πιο ανερχόμενη δύναμη, γνώρισε αυτήν την αντίφαση στην πιο οξεία μορφή της.
Δεδομένου ότι το γερμανικό κράτος διαρκώς αναζητούσε αγορές για να συνεχίσει να επεκτείνεται, η δύναμή της βγήκε από τα στενά όρια της υπάρχουσας εθνικής επικράτειας. Στη συνέχεια, ωστόσο, συνάντησε εμπόδια στους προστατευτικούς δασμούς, στις κλειστές αποικιακές αγορές και στον ανταγωνισμό από τους ξένους καπιταλιστές.
Αυτή ήταν η βαθύτερη ρίζα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο οικονομικός καπιταλισμός -η ανάπτυξη των γιγαντιαίων μονοπωλίων και τη συγκέντρωση των βιομηχανικών, τραπεζικών και κρατικών κεφαλαίων- είχε δημιουργήσει έναν επικίνδυνο κόσμο του ανταγωνιστικού εθνικισμού.
Το εξηγήσε σωστά ο Μπουχάριν: «Όταν ο ανταγωνισμός φτάνει στο ανώτατο στάδιο και εξελίσσεται μεταξύ καπιταλιστικών τραστ, τότε η χρήση της κρατικής εξουσίας αρχίζει να παίζει μεγάλο ρόλο (...) Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την τεράστια ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ -δήθεν εθνικών- μπλοκ του χρηματιστικού κεφαλαίου. Όσο πιο μεγάλη η πίεση που ασκούταν, τόσο συχνότερη άρχισε να γίνεται η ανάμειξη του εξουσιαστικού κράτους».
*Ο Neil Faulkner είναι Βρετανός αρχαιολόγος, ιστορικός και συγγραφέας. Η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού και ο τρόπος με τον οποίο η ανθρωπότητα οδηγήθηκε στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι από τα πιο δημοφιλή θέματα των διαλέξεών του.
Επιμέλεια: Μυρτώ Λιαλιούτη
Κάπου ανάμεσα στον Ιανουάριο και τον Ιούνιο του 1916, ο εξόριστος ηγέτης των Ρώσων Μπολσεβίκων, Βλάντιμιρ Ίλιτς Λένιν, έγραψε ένα πολύ δημοφιλές κείμενο, με τίτλο «Ιμπεριαλισμός: το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Απευθυνόταν στην εργατική τάξη και σκοπός του ήταν να εξηγήσει το χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού και του ιμπεριαλιστικού Παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος είχε ξεκινήσει το 1914.
Ο Λένιν δεν στόχευε στη πρωτοτυπία. Σκοπός του ήταν να συνοψίσει και να διαδώσει το έργο κορυφαίων θεωρητικών του παγκόσμιου συστήματος: τον «Ιμπεριαλισμό» του φιλευλεύθερου Τζον Χομπς (1902), το μαρξιστικό «Χρηματιστικό Κεφάλαιο» του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ (1910), τη «Συσσώρευση του Κεφαλαίου» της Ρόζας Λούξεμπουργκ (1913) και το «Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία» του Νικολάι Μπουχάριν (1915).
Oι μελέτες προσπάθησαν να κατανοήσουν αυτό που ο ιστορικός Eric Hobsbawm έχει ορίσει ως «την εποχή της Αυτοκρατορίας» (1875-1914). Τελικά, προέκυψε μια ριζική αναπροσαρμογή της θεωρίας του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Οι στοχαστές, αντιμέτωποι με την πρώτη δυσοίωνη «στρατιωτικοποίηση» της Ευρώπης και την ολοκλήρωσή της κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισαν να αναπτύσσουν νέες θεωρίες για την εξαιρετική βία του συστήματος. Ο ταχύς ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης και η κολοσσιαία κλίμακα των βιομηχανικών επενδύσεων είχαν μετατρέψει τον χαρακτήρα του καπιταλισμού.
Στην εποχή του Μαρξ, το σύστημα κυριαρχούταν από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που ανταγωνίζονται κυρίως στις εθνικές και αποικιακές αγορές. Αλλά, όπως και ο ίδιος ο Μαρξ είχε παρατηρήσει στο «Κεφάλαιο», η κυρίαρχη τάση ήταν προς τη «συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου».
Η συσσώρευση του κεφαλαίου είναι ανταγωνιστική. Επειδή οι μεγαλύτερες εταιρείες μπορούν να επιτύχουν μεγαλύτερες οικονομικές κλίμακες, τείνουν να οδηγούν μικρότερους ανταγωνιστές εκτός αγοράς. Η παραγωγή συγκεντρώνεται σε μεγάλα, κεντρικά εργοστάσια, τα οποία ανήκουν αποκλειστικά σε μεγάλες εταιρείες.
Η κρίση επιταχύνει αυτές τις διαδικασίες. Με την εντατικοποίηση της ανταγωνιστικής πίεσης, οι ασθενέστερες επιχειρήσεις πτωχεύουν και επιτρέπουν στις ισχυρότερες να αγοράσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε τιμή ευκαιρίας, επεκτείνοντας το μερίδιο αγοράς τους. Αναπτύσσοντας κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου, οι εταιρείες απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα. 'Εχοντας ιδρύσει νέες βιομηχανίες, μπορούσαν να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες.
Η Μεγάλη Ύφεση του 1873-1896 είχε ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα. Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα ο καπιταλισμός κυριαρχούταν, σε κάθε τομέα, από εταιρείες γίγαντες. Ταυτόχρονα, η οικονομική δυναμική μετατοπίζεται από την Βρετανία (και τις παλιές εγκατεστημένες βιομηχανίες της) στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, η παραγωγή των οποίων είχε ξεπεράσει προ πολλού αυτήν της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο Λένιν έδωσε ένα σύντομο ορισμό του ιμπεριαλισμού, αναδεικνύοντας πέντε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά:
1. Τη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου σε τέτοιο βαθμό που έφτασε να δημιουργεί μονοπώλια, που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή.
2. Τη συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό κεφάλαιο. Στη βάση αυτού του νέου «χρηματιστικού κεφαλαίου», δημιουργήθηκε μια καινούρια χρηματιστική ολιγαρχία.
3. Τη σημαντική διάκριση ανάμεσα στην εξαγωγή κεφαλαίων και την εξαγωγή εμπορευμάτων.
4. Το σχηματισμό διεθνών μονοπωλιακών καπιταλιστικών ενώσεων, οι οποίες μοιράζονται τον κόσμο μεταξύ τους.
5. Την εδαφική διαίρεση όλου του κόσμου σε ζώνες επιρροής των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων, που έχει πλέον ολοκληρωθεί.
Ακριβώς όπως είχε κάνει ο Μάρξ στην ανάλυση του περί καπιταλισμού, ο Λένιν και οι συνεργάτες του εντόπισαν τις βασικές χρηματοοικονομικές τάσεις, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στα πιο προηγμένα μέρη του συστήματος. Η ανάλυσή τους υποδεικνύει την διαδρομή του σύγχρονου κόσμου προς ένα παγκόσμιο καπιταλισμό, αλλά οι χώρες που «έδειξαν τον δρόμο» ήταν οι ΗΠΑ και η Γερμανία.
Το μέγεθος των μεγάλων οικονομικών επιχειρήσεων του 20ου αιώνα ήταν καθοριστικό, καθώς σήμαινε πως ήταν αρκετά μεγάλες, ώστε να ελέγχουν την εθνική οικονομία και, ως εκ τούτου, να εξουσιάζουν το κράτος. Σε κάθε τομέα, οι επιχειρήσεις εξελίχθηκαν σε καρτέλ ή τραστ, διαιρώντας την αγορά μεταξύ τους και καθορίζοντας την παραγωγή, τις τιμές και τα κέρδη.
Μόλις δύο εταιρείες, η Siemens και η AEG, έλεγχαν σχεδόν το σύνολο της γερμανικής βιομηχανίας ηλεκτρικών ειδών. Η χημική βιομηχανία ελεγχόταν από δύο γκρουπ, το καθένα από τα οποία αποτελούταν από τρεις επιχειρήσεις-κολοσσούς. Μια μελετη υπολόγισε ότι, από το 1905, περίπου 12.000 γερμανικές επιχειρήσεις οργανώθηκαν σε 385 καρτέλ.
«Τα καρτέλ έγιναν ένα από τα θεμέλια της οικονομικής ζωής», παρατηρεί ο Λένιν. «Ο ανταγωνισμός μετατρέπεται σε μονοπώλιο».
Επειδή η πρόσβαση στην πίστωση ήταν ζωτικής σημασίας για τις επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, μαζί με το μονοπωλιακό κεφάλαιο αυξήθηκε και το χρηματιστικό. Οι συνολικές καταθέσεις των γερμανικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 40% σε πέντε χρόνια, μεταξύ 1907-1908 και 1912-1913.
Το χρηματιστικό κεφάλαιο, όπως και το βιομηχανικό, γινόταν όλο και πιο συγκεντωτρικό. Μέχρι το τέλος του 1913, οι εννέα μεγαλύτερες τράπεζες του Βερολίνου (μαζί με τις θυγατρικές τους), έλεγχαν περίπου το 83% του συνόλου του γερμανικού τραπεζικού κεφαλαίου. Η μεγαλύτερη τράπεζα απ' όλες, η Deutsche Bank, έλεγχε μόνη της το 23%.
«Ένα σταθερά αυξανόμενο ποσοστό του κεφαλαίου στον κλάδο παύει να ανήκει στους βιομηχάνους που το απασχολούν», γράφει ο Χίλφερντινγκ. Η βιομηχανία και οι τράπεζες έγιναν αλληλένδετες. «Το κεφάλαιο χρησιμοποιείται μόνο με την μεσολάβηση των τραπεζών. οι οποίες αντιπροσωπεύουν τους ιδιοκτήτες του. Από την άλλη πλευρά, η τράπεζα αναγκάζεται να "σπρώξει" ένα αυξανόμενο μερίδιο των πόρων της στη βιομηχανία».
Με αυτόν τον τρόπο, μέσω διάφορων μορφών πιστώσεων (επεκτείνοντας τα δάνεια και την αγορά μετοχών και ομολόγων) οι τράπεζες έγιναν οι ιδιοκτήτες και οι οργανωτές της βιομηχανίας. «Το χρηματιστικό κεφάλαιο», καταλήγει ο Χίλφερντινγκ, «είναι κεφάλαιο, το οποίο ελέγχεται από τις τράπεζες και θα χρησιμοποιηθεί από τους βιομηχάνους».
Η δύναμη των βιομηχανικών καρτέλ και των κοινοπραξιών των τραπεζών μετέβαλαν το ρόλο του κράτους. Πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Βρετανία, το κράτος δεν παίζει σχεδόν κανέναν άμεσο ρόλο στη συσσώρευση του κεφαλαίου. Αντίθετα, στη Γερμανία, το μόνο νομικό πρόσωπο του οποίου η κεφαλαιοποίηση ήταν επάξια της Deutsche Bank ήταν η δημόσια Διοίκηση Σιδηροδρόμων του πρωσικού κράτους.
Οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούσαν στρατιωτική αναγκαιότητα, σε συνδυασμό με τις δαπάνες για τα όπλα, έκαναν το κράτος τον μοναδικό πελάτη της παραγωγής της βαριάς βιομηχανίας. Οι δαπάνες της γερμανικής κυβέρνησης για το στρατό και το ναυτικό δεκαπλασιάστηκε μεταξύ 1870 και 1914. Οι κρατικές συμβάσεις για αγορά όπλων ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για την επέκταση της Krupp στο Έσσεν, 40 χρόνια πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όπως συμβαίνει κάθε φορά σε ξένες αναθέσεις και σε κρατικές συμβάσεις, η κυβέρνηση παρείχε προστασία απέναντι στον ξένο ανταγωνισμό. Μεχρι το 1879, το ευρωπαϊκό εμπόριο ήταν σχετικά ελεύθερο, αλλά εκείνο το χρόνο η Γερμανία επέβαλε δασμούς, κυρίως φόρους στις εισαγωγές, με στόχο την αύξηση της τιμής των ξένων προϊόντων στην εγχώρια αγορά. Στη συνέχεια, η ίδια πρακτική εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, με τα επιτόκια να γνωρίζουν σταθερά ραγδαία αύξηση.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η ανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού έχει γίνει εξαιρετικά αντιφατική. Από τη μια πλευρά, υπήρχε αυτή καθαυτή η παγκοσμιοποίηση: η ταχεία οικονομική ανάπτυξη, η κυριαρχία των γιγαντιαίων επιχειρήσεων, μια ανήσυχη αναζήτηση νέων αγορών, καθώς και το διαρκώς διευρυνόμενο διεθνές εμπόριο. Από την άλλη, υπήρχε ο οικονομικός εθνικισμός, τα βιομηχανικά καρτέλ, οι κοινοπραξίες των τραπεζών και τα στρατιωτικά κράτη, τα οποία δημιουργούσαν εκ διαμέτρου αντίθετα εθνικά καπιταλιστικά μπλοκ. Η Γερμανία, που ήταν η πιο ανερχόμενη δύναμη, γνώρισε αυτήν την αντίφαση στην πιο οξεία μορφή της.
Δεδομένου ότι το γερμανικό κράτος διαρκώς αναζητούσε αγορές για να συνεχίσει να επεκτείνεται, η δύναμή της βγήκε από τα στενά όρια της υπάρχουσας εθνικής επικράτειας. Στη συνέχεια, ωστόσο, συνάντησε εμπόδια στους προστατευτικούς δασμούς, στις κλειστές αποικιακές αγορές και στον ανταγωνισμό από τους ξένους καπιταλιστές.
Αυτή ήταν η βαθύτερη ρίζα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο οικονομικός καπιταλισμός -η ανάπτυξη των γιγαντιαίων μονοπωλίων και τη συγκέντρωση των βιομηχανικών, τραπεζικών και κρατικών κεφαλαίων- είχε δημιουργήσει έναν επικίνδυνο κόσμο του ανταγωνιστικού εθνικισμού.
Το εξηγήσε σωστά ο Μπουχάριν: «Όταν ο ανταγωνισμός φτάνει στο ανώτατο στάδιο και εξελίσσεται μεταξύ καπιταλιστικών τραστ, τότε η χρήση της κρατικής εξουσίας αρχίζει να παίζει μεγάλο ρόλο (...) Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την τεράστια ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ -δήθεν εθνικών- μπλοκ του χρηματιστικού κεφαλαίου. Όσο πιο μεγάλη η πίεση που ασκούταν, τόσο συχνότερη άρχισε να γίνεται η ανάμειξη του εξουσιαστικού κράτους».
*Ο Neil Faulkner είναι Βρετανός αρχαιολόγος, ιστορικός και συγγραφέας. Η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού και ο τρόπος με τον οποίο η ανθρωπότητα οδηγήθηκε στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι από τα πιο δημοφιλή θέματα των διαλέξεών του.
Επιμέλεια: Μυρτώ Λιαλιούτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου