Για τα δεκάχρονα της «αντιτρομοκρατικήνομοθεσίας (και όχι μόνο).
Του Στράτου Γεωργούλα *
Εχουμε μάθει να βλέπουμε τις παραβάσεις και τη συνακόλουθη προσπάθεια νομοθέτησης της αντιμετώπισης αυτής της παράβασης ως κάτι το ιδιαίτερο, μια εξαίρεση, μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αυτό όμως είναι η συμβατική σκέψη που βασίζεται στην οπτική ότι το σύνολο των υγιών συνειδήσεων μαζεύονται και αποδοκιμάζουν καθολικά μια ανομική συμπεριφορά που απειλεί την κοινωνική συνοχή. Στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής εγκληματολογίας, όμως, τονίζεται μια άλλη διάσταση. Το εγκληματικό φαινόμενο και η λειτουργία του επίσημου κοινωνικού ελέγχου είναι μια κανονικότητα και όχι μια εξαίρεση, άρρηκτα συνυφασμένη με την ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα. Η σύνδεση, δε, πράξης και νομοθέτησης δεν έχει τη μορφή αίτιου και αιτιατού, αλλά είναι διαλεκτική.
Ιστορική αναδρομή
Αξίζει να δούμε μια προσπάθεια ερευνητικής απόδειξης του παραπάνω μέσω μιας σύντομης ιστορικής αναδρομής στο ζήτημα της ποινικοποίησης ιδεών, συμπεριφορών και πράξεων που εναντιώνονται στο καθεστώς, κομμάτι της οποίας είναι και η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία. Τη στιγμή που η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και η εξάπλωση των ριζοσπαστικών ιδεολογιών σ” όλη την Ευρώπη αποτέλεσε έναν κίνδυνο κοινωνικής ανατροπής, ο οποίος στην Ελλάδα μπορούσε να μετατραπεί σε υπαρκτό, κυρίως μετά την προσφυγιά του 1922, ο Βενιζέλος νομοθετεί τον 4229/1929 – το γνωστό Ιδιώνυμο.
Το 1947 και ενώ ο αντίστοιχος κίνδυνος από τον Δημοκρατικό Στρατό παίρνει σάρκα και οστά, νομοθετείται ο 509/1947 με στρατοδικεία και συνακόλουθες δολοφονίες. Το 1978 εισάγεται (με την κυριολεκτική έννοια της εισαγωγής) στα ελληνικά δρώμενα η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία επαναπροσανατολίζοντας το νέο εχθρό του καθεστώτος, ενώ ο Μητσοτάκης το 1990 προσθέτει και την οπτική της δημοσίευσης διά του Τύπου. Από το 2001 αρκεί η συμμετοχή για να είσαι παράνομος. Συνολικά, η ελληνική πολιτεία από το 1929 μέχρι και σήμερα,83 χρόνια μετά, μόνο 11 χρόνια ζούσε χωρίς νομοθετημένο εσωτερικό εχθρό. Μιλάμε λοιπόν για ένα γεγονός απολύτως συνηθισμένο, κυρίαρχο, ομαλό, με απλά λόγια, τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, έναν κανόνα που υπερβαίνει τους αστικούς διαχωρισμούς του ολοκληρωτισμού και της δημοκρατίας.
Οι εγκληματολογικές εξηγήσεις θα μπορούσαν να είναι είτε ότι πράγματι όλο τον 20ό αιώνα ο ελληνικός λαός ζούσε με έναν εσωτερικό εχθρό που του απειλούσε την κοινωνική συνοχή με τις πράξεις του και άρα συναινούσε και συνδημιουργούσε αυτούς τους νόμους, είτε αυτά τα νομοθετήματα ήταν παράγωγα μιας κυρίαρχης πολιτικής και οικονομικής τάξης η οποία προστάτευε τα συμφέροντα της με την καταστολή κάθε ενέργειας που θα έθετε υπό αμφισβήτηση. Η εγκληματολογική μου εξήγηση είναι αυτή, αφήνει όμως αναπάντητο ένα ζήτημα: την κοινωνική νομιμοποίηση αυτής της σειράς νομοθετικών ενεργειών η οποία (ίσως με εξαιρέσεις τα νομοθετήματα του 1978 και του 1990) ήταν αρκετά δυνατή ώστε να έχει και διάρκεια στο χρόνο.
Αναζητώντας αυτή την κοινωνιολογική κατασκευή του εσωτερικού εχθρού δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στους «σταυροφόρους της ηθικής», οι οποίοι ως σημαντικοί άλλοι έπαιζαν το ρόλο του «γνήσιου» εκφραστή της λαϊκής βούλησης ενάντια σ” αυτόν τον εσωτερικό εχθρό με ενέργειες τους στο κοινωνικό πεδίο και οι οποίες ήταν πάντα σε διαλεκτική σχέση με το λόγο της επίσημης πολιτείας. Χαφιέδες, κομματάρχες και υποστηρικτές τους, συχνά μισθοδοτούμενοι υπάλληλοι τους ως αγανακτισμένοι από τον κομμουνιστικό κίνδυνο, κάρφωναν, κατήγγελλαν και συχνά προέβαιναν σε πράξεις αντεκδίκησης του κομμουνιστικού κινδύνου. Η λέξη άλλωστε «τρομοκρατία», τότε πήρε την πραγματική της έκφραση ως συνοδοιπόρος της εξουσίας – όπως την ήθελε αρχετυπικά και ο Ησίοδος, ως λευκή τρομοκρατία η οποία θανάτωσε δεκάδες ανθρώπους γιατί ήταν «εσωτερικοί εχθροί της νομιμότητας». Χίτες, ταγματασφαλίτες, δωσίλογοι συμπλήρωσαν το παζλ των «αγανακτισμένων» από τον κίνδυνο της κοινωνικής αλλαγής και τα θύματα εκτοξεύτηκαν σε χιλιάδες. Και όλα αυτά, ενώ η επίσημη πολιτεία συνέχιζε να δολοφονεί με τον 509.
Τα ερμηνευτικά εργαλεία
Αξίζει να δούμε λίγο πιο προσεκτικά κοινωνιολογικά τα ερμηνευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνταν γι” αυτές τις κοινωνικές πρακτικές που νομιμοποιούσαν την αντίστοιχη κρατική καταστολή και να εξετάσουμε αν τα ίδια ερμηνευτικά εργαλεία παράγονται σήμερα μέσα από το λόγο κάποιων άλλων «σταυροφόρων της ηθικής» και δίνουν νομιμοποίηση και ιστορική συνέχεια στην «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία.
Μια συνηθισμένη εξήγηση της πηγής για το ερμηνευτικό εργαλείο του εσωτερικού εχθρού είναι το έργο του Carl Schmitt και η κατεξοχήν πολιτική διάκριση, αυτή μεταξύ φίλου και εχθρού. «Ο εχθρός είναι πάντα ο άλλος, ο ξένος. Η διάκριση δεν γίνεται πάντα με βάση την εθνότητα. Εχθρός μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε για τον προσδιορισμό του, αρκεί να συνιστά υπαρξιακά κάτι το ξένο, το μη οικείο, έτσι ώστε να είναι δυνατή υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η σύγκρουση μαζί του». Το πρόβλημα, αν χρησιμοποιήσουμε αυτή την οπτική για να εξηγήσουμε κοινωνιολογικά την κατασκευή του εσωτερικού εχθρού είναι ότι ο Schmitt συμπλήρωνε τη σκέψη του με το αξίωμα ότι ο «κυρίαρχος είναι αυτός ο οποίος αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης όμως, ως εξαίρεση δεν μπορεί παρά να είναι πεπερασμένη χρονικά, ώστε να νομιμοποιείται στο κοινωνικό πεδίο. Ποιος απ’ του δουλοπάροικους του σημερινού νεοφιλελευθερισμού θα δεχόταν να ζήσει σε μια κατάσταση όπου τα μέτρα του Μνημονίου θα ήταν μόνιμα;
Η ιστορική αναφορά στη σύγχρονη Ελλάδα για την ποινικοποίηση των επικίνδυνων για το καθεστώς ιδεών και πράξεων δείχνει τη διάρκεια, όπως άλλωστε και τα δεκάχρονα της πρώτης εφαρμογής της σύγχρονης «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας. Αυτό μας αναγκάζει να στραφούμε σε άλλους δρόμους διακριτούς για έναν κοινωνιολόγο. Τους κλασικούς Simmel και Durkheim που έγραψαν χρησιμοποιώντας αντίστοιχες έννοιες στα τέλη του 19ου-αρχές 20ού και αντέγραψε ελεύθερα μεν, αποσπασματικά δε ο Simmel.
Ο Simmel μιλούσε πολύ συχνά για έναν ξένο και τον εσωτερικό εχθρό, ως ερμηνευτικό εργαλείο του κοινωνικού διαχωρισμού, από την πλευρά των δρώντων που αναπαράγουν την εκάστοτε κυριαρχία. Έλεγε ότι ο ξένος υποδηλώνει εκείνον που σήμερα έρχεται και αύριο μένει. Η θέση του καθορίζεται ουσιαστικά από το γεγονός ότι δεν ανήκε εξαρχής σ” αυτό και ότι επιπλέον μεταφέρει εκεί ποιότητες που δεν προέρχονται και δεν θα μπορούσαν να προέρχονται απ” αυτό. Ο ξένος (και τέτοιοι αναφέρονται ως οι φτωχοί και οι εσωτερικοί εχθροί) αποτελεί στοιχείο της ίδιας της ομάδας, στοιχείο που η θέση και η διάρθρωση του εμπερικλείει ταυτόχρονα την ιδιότητα του έξω και απέναντι απ” αυτήν. Η παρουσία του ξένου γίνεται ιδιαίτερα αισθητή όταν αυτός παραμένει στον τόπο της δραστηριότητας του αντί να τον εγκαταλείψει.
Ο ξένος δεν κατέχει έδαφος ούτε με την κυριολεκτική σημασία αλλά ούτε και με τη μεταφορική, ενός περιεχομένου ζωής το οποίο είναι εδραιωμένο αν όχι στο χώρο, πάντως σε μια ιδεατή θέση του κοινωνικού περίγυρου. Ακόμα κι αν στις πιο οικείες διαπροσωπικές σχέσεις, ο ξένος μπορεί να ξεδιπλώσει τη γοητεία και τη σημασία του, όσο θεωρείται ξένος παραμένει στη συνείδηση του άλλου ως ακτήμονας. Ταυτόχρονα έχει το γνώρισμα της κινητικότητας, το οποίο εμπεριέχει μια σύνθεση εγγύτητας και απόστασης. Μπορεί δηλαδή να έρχεται περιστασιακά σε επαφή με κάθε μέλος της ομάδας ξεχωριστά, δεν συνδέεται όμως οργανικά με κανέναν (συγγενικά, τοπικά, επαγγελματικά) – και αυτό (τη μη οργανική σύνδεση) οφείλει να το εξασφαλίσει η εκάστοτε κυριαρχία. Παρ” όλα αυτά έχει, σύμφωνα με τον Simmel, ένα θετικό: την «αντικειμενικότητα» του η οποία μπορεί να εκφράζεται ως απροσδόκητη διάθεση για αποκαλύψεις-εξομολογήσεις, και άλλους ιδιαίτερους θετικούς τρόπους συμμετοχής. Η αντικειμενικότητα ορίζεται και ως ελευθερία, καθώς δεν υπάρχουν δεσμεύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να προκαταλάβουν την αντίληψη, την κατανόηση και την κρίση των δεδομένων. Ειδικά, δε, όταν νιώσουμε ότι με τον ξένο μάς συνδέουν κοινά στοιχεία, η αντικειμενικότητα του αποκτά μια ιδιαίτερη συνεκτική δύναμη.
Η έννοια του ξένου
Άρα, η έννοια του ξένου εμπεριέχει μέσα της την άρνηση και άρα την ανασκευή της, η οποία θα είναι πετυχημένη μόνο όταν νιώσουμε με αυτόν την ίδια συνείδηση ως αποτέλεσμα του τρόπου ένταξης μας στην παραγωγική διαδικασία, στην ίδια κοινωνική τάξη. Ο τρόπος που τα καθεστώτα επιχείρησαν να απαντήσουν σ” αυτόν τον κίνδυνο (όχι πάντα επιτυχημένα, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του ΕΑΜ, όπου ο «ξένος» «εσωτερικός εχθρός» έγινε ο ήρωας που εκπροσωπούσε ό,τι καλύτερο διέθετε η ελληνική κοινωνία) είναι να αποσιωπούν αυτή την ταξική σύνδεση με τον κίνδυνο της ανομίας – του εγκλήματος, έναν όρο που υπερβατικά παρουσιάζεται ως καθολικό και πανανθρώπινο φαινόμενο που διαβρώνει την κοινωνική συνοχή. Και εδώ όμως, ο εισηγητής του όρου Durkheim έχει μια άλλη διατύπωση, η οποία αποκρύφτηκε στις αμερικανικές μεταφράσεις των λειτουργιστών και απολογητών του καπιταλισμού. Ανομία είναι οι ιδέες και οι πράξεις που ονομάζονται παράνομες κατά την υφιστάμενη συλλογική συνείδηση. Όταν αυτή είναι προβληματική, είναι ένδειξη της αναχρονιστικής φύσης των συστημάτων και ιδεών του κοινωνικού ελέγχου. Η κοινωνία δεν είναι στάσιμη και η συλλογική συνείδηση αλλάζει, όταν γίνει κατανοητό ότι αυτή δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά συμφέροντα των δρώντων μελών της.
Οι κοινωνιολογικές έννοιες που αναλύουν την κατασκευή του εσωτερικού εχθρού, αποκαλύπτουν και τον τρόπο ανασκευής της. Η κοινωνική δράση είναι αναγκαία βέβαια. Αγώνας στο πεδίο των ιδεών και αναπαραστάσεων ώστε να πειστεί η συλλογική συνείδηση για τη μη αντιστοίχηση με τις κοινωνικές αλλαγές. Και βέβαια η αναγκαιότητα του ταξικού αγώνα για την κοινότητα των συμφερόντων των εργαζόμενων ως συνεκτική δύναμη των «ξένων» – «εσωτερικών εχθρών» με τους άλλους, τους «ομαλούς». Ο αγώνας ενάντια στην «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία, για να έχει την κοινωνική νομιμοποίηση, πρέπει να αποτελέσει μέρος του αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική κοινωνία.
* Το παρόν αποτελεί μέρος της εισήγησης του γράφοντα στην ημερίδα της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας, για τα 70 χρόνια εφαρμογής της «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας, που έλαβε χώρα στο ΔΣΑ στις 10/11/2012
* Ο Στράτος Γεωργούλας είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου