Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Τι ψάχνει η σύγχρονη λογοτεχνία στην ιστορία;

Σκέψεις πάνω στο έργο της Μάρως Δούκα
FREE photo hosting by Fih.gr«Άτιμο πράγμα η Ιστορία. Πέφτει πάνω στη ζωή και την πλακώνει».
Σοφία Νικολαΐδου, Απόψε δεν έχουμε φίλους.[1]
Η ελληνική πεζογραφία τείνει τα τελευταία χρόνια να αναπτύξει μια προνομιακή σχέση με την ιστορική αναπαράσταση: Από τους διωγμούς των Εβραίων της Θεσσαλονίκης με την Εβραία Νύφη του Δαβέττα, τον Εμφύλιο και τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης μέχρι τις ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας και της Οδησσού, τον Εθνικό Διχασμό, το Βυζάντιο, τους Τουρκοκρητικούς (Αθώοι και φταίχτες, Μάρω Δούκα) και τον Αγώνα του 1821 (Ρέα Γαλανάκη). Η λίστα είναι μακρά, ιδιαίτερα για όσους από εμάς ασχολούμαστε με τη δεκαετία του ‘40: Πολιορκία, Ιαγουάρος του Κοτζιά, το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, το Πένθιμο Εμβατήριο του Πατατζή, η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Ζέη ή η Κάθοδος των Εννιά και η Ορθοκωστά του Βαλτινού… Συγγραφείς που θεωρήθηκε ότι «παρεκκλίνουν» και δεν ακολούθησαν τον δρόμο της υπεράσπισης των κομματικών ιδανικών στη γραφή τους, όπως ο Άρης Αλεξάνδρου και ο Δημήτρης Χατζής, έπιασαν το νήμα της ιστορίας, άλλοτε με συνέπειες και άλλοτε με προσωπικές ματαιώσεις. Ο πρώτος έγραψε τα ποιήματά του και το θεατρικό του έργο Αντιγόνη εκτοπισμένος στη Μακρόνησο και απομονωμένος από τους συνεξόριστούς του. Αρκετά χρόνια αργότερα, στο Παρίσι πια, έγραψε ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της νεότερης ελληνικής πεζογραφίας, το συγκλονιστικό Κιβώτιο.  της Άννας Μαρίας Δρουμπούκη
Όσο για τον Δημήτρη Χατζή, το διήγημά του «Ανυπεράσπιστοι», δημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1964, προκάλεσε την αντίδραση του κομματικού μηχανισμού. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος μας θυμίζει ότι ο ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού Ασπροπόταμος το χαρακτηρίζει «φιλολογικό φτύσιμο, που καλά θα ’κανε ο άκαπνος συγγραφέας να το κρατήσει για τον εαυτό του». Ο κομματικός «Λογοτεχνικός κύκλος» που συνεδρίασε εσπευσμένα έκρινε ότι το διήγημα «Ανυπεράσπιστοι» του Δ. Χατζή φανερώνει υποχώρηση του συγγραφέα στην πίεση της αστικής ιδεολογίας.
Σύμφωνα με τη Βενετία Αποστολίδου, η λογοτεχνία προσφέρει αφηγηματικά μοντέλα για την αφήγηση του τραύματος ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μια κοινωνική αρένα πιο ασφαλή (γιατί προστατεύεται από τη μυθοπλασία) από τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της δημόσιας ιστορίας. Μπορεί να λειτουργήσει, και έτσι έχει λειτουργήσει η λογοτεχνία που μιλάει για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, ως ένας ενδιάμεσος δημόσιος χώρος στον οποίο δοκιμάστηκαν πρώτα μνήμες και ερμηνείες, οι οποίες αργότερα πέρασαν στην ιστοριογραφία και στη δημόσια αντιπαράθεση. Ας θυμηθούμε τα Πορφυρά Γέλια του Μισέλ Φάις, που μετεωρίζονται υπό το βάρος της μετεμφυλιακής νέκυιας, ένα βιβλίο «για τα αποσυνάγωγα θύματα της ιστορίας, αλλά και τους ποικίλους ταριχευτές της», όπως τόσο όμορφα περιγράφει ο Φάις.[2]
Γεγονός παραμένει πως ζητήματα ανέγγιχτα ή υπο-ερευνημένα από την ιστοριογραφία, προσεγγίζονται από την λογοτεχνία πολλές φορές με εμβριθή και συγκλονιστικό τρόπο.
Αθώοι και φταίχτες
Το βιβλίο αυτό της Μάρως Δούκα, εξακοσίων και πάνω σελίδων, εκδόθηκε  το 2004, και έκτοτε έχει ανατυπωθεί πολλές φορές.
Πρόκειται για ένα ιδιότυπο μυθιστόρημα, όπου ο τούρκος Αρίφ, καταφθάνει έναν χειμώνα στα Χανιά, πατρίδα των προγόνων του, ως δημοσιογράφος του BBC, για να κάνει μια έρευνα για τα μουσουλμανικά μνημεία της πόλης. Παράλληλα όμως κάνει και ένα ταξίδι στο χρόνο μέσα από τις σημειώσεις-ημερολόγιο του παππού. Μέσα από αυτές τις σημειώσεις –που φαίνεται να είναι πολυάριθμες– η συγγραφέας παρουσιάζει την πόλη των Χανίων μέσα στην Ιστορία, με αναφορές τόσο στην μυθολογία και το Βυζάντιο, αλλά κυρίως μετά από αυτό, στην τουρκοκρατία και στα νεώτερα χρόνια, όπου μουσουλμάνοι και χριστιανοί περνούσαν περιόδους ειρήνης, αλλά και πολέμου. Με την ονομασία Τουρκοκρήτες, ή Τουρκοκρητικοί φέρονταν οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Κρήτης από της τουρκικής κατάκτησής της το 1669 μέχρι της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολογήθηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923. Ουσιαστικά οι Τουρκοκρητικοί, είναι ένα κλειστό μέχρι σήμερα κεφάλαιο, παρόλο που υπάρχουν μελέτες και άρθρα για το θέμα. Ούτε λόγος βέβαια να διδάσκεται στην σχολική ιστορία, η οποία δυστυχώς παραμένει εθνοκεντρική.
Κυρίως θα ήθελα να σταθώ σε κάτι που έχει πει η ίδια η Μάρω Δούκα: «Η ιστορία που ανακαλύπτουμε μόνοι μας είναι η ιστορία που προϋποθέτει όχι μόνο την προσωπική αναζήτηση αλλά και τη διασταύρωση πολλών ιστορικών πηγών». Η πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, τα Χανιά, αποτελούν και στο τελευταίο της βιβλίο Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, την κυρίαρχη λογοτεχνική περσόνα. Η ίδια λέει «κρατούσα σημειώσεις, κοίταζα χρονολογικούς πίνακες, προσπαθώντας να βάλω σε μια σειρά τα γεγονότα». Σε πόσους από εμάς δεν θυμίζει αυτή η διαδικασία την δική μας ιστορική έρευνα σε πηγές, αρχειακές και δευτερογενείς;
Τι γίνεται λοιπόν με την διασταύρωση της λογοτεχνίας και της ιστορίας; Ο Λώρενς Στόουν ως πρωτεργάτης της Νέας Πολιτισμικής Ιστορίας ήταν εκείνος που αμφισβήτησε την  ρανκική αξίωση για μια γραμμική ιστορική αφήγηση και απέρριψε εμφατικά την αυταπάτη μιας «συνεκτικής επιστημονικής εξήγησης» στην ιστορία. Η ιστορική αφήγηση, σύμφωνα με τον Stone, έχει απαραίτητα λογοτεχνική μορφή. Άλλωστε, αρκετοί γνωστοί ιστορικοί και θεωρητικοί προέρχονται από τη λογοτεχνική κριτική, όπως ο Χέυντεν Χουάιτ, ο Ζακ Ντεριντά, ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ. Αυτοί θα αμφισβητήσουν και την διάκριση μεταξύ γεγονότος και μυθοπλασίας, ιστορίας και ποίησης. Προς μια ποιητική της ιστορίας λοιπόν.[3] Ήδη, το 1979, δημοσιεύτηκε στο πολύ σημαντικό περιοδικό Past and Present το άρθρο του Λώρενς Στόουν «Η αναβίωση της αφήγησης: σκέψεις πάνω σε μια νέα παλιά ιστορία», που εγκαινίασε μια επιστροφή σε αφηγηματικές μορφές ιστορίας. Η βασική ιδέα της μεταμοντέρνας θεωρίας για την ιστοριογραφία είναι η άρνηση του ότι η ιστορική γραφή αναφέρεται σε ένα πραγματικό παρελθόν. Ο Μπαρτ και ο Χουάιτ υποστήριξαν πως η ιστοριογραφία δεν διαφέρει απ’ τη μυθοπλασία, για τον Φουκώ η ιστορική οπτική στα ιστοριογραφικά κείμενα εξαφανίζεται μαζί και με την προθετικότητα του συγγραφέα (η γνωστή διακήρυξη περί θανάτου του συγγραφέα). Και μην ξεχνάμε τις θέσεις της «γλωσσικής στροφής» που τονίζει τον ρόλο των πολιτισμικών παραγόντων και της ίδιας της γλώσσας στη δόμηση της ιστορίας. Η Μάρω Δούκα αναφέρει πως το μυθιστόρημα είναι προορισμένο από τη φύση του να συμπλέκεται ποιητικά με την ιστορία, μιλάει για το «επινοημένο με τις ποικίλες εκδοχές της πραγματικότητας», για «μια επινοημένα μη επινοημένη αφήγηση», ουσιαστικά μιλά δηλαδή για μια «ποιητική της ιστορίας». Ο ιστορικός λόγος απαραίτητα διαθέτει μυθοποιητικά στοιχεία, και διαβάζοντας το Δίκιο ερχόταν στο νου μου ακριβώς αυτή η διάσταση του ιστορικού λόγου που γνωρίζουμε από την δεκαετία του ’70 και τις θεωρητικές προτάσεις του Χουάιτ. Σύμφωνα και με προλογική δήλωση της συγγραφέως «τα ιστορικά γεγονότα, αναπόσπαστα της βαθύτερης αιτίας του βιβλίου, δεν ανασύρονται για να υπηρετήσουν τη μυθοπλασία αλλά για να την εκθέσουν, διεκδικώντας διαβρωτικά τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο».[4] Μυθοπλασία και ιστορία λοιπόν γίνονται ένα.
Αλλά το άλμα στην ιστορία που βλέπουμε τόσο έντονα στα δύο βιβλία (Αθώοι και Φταίχτες, Δίκιο) σημαίνει και απελευθέρωση από την ιστορία. Εδώ η ιστορία ενέχει την έννοια της «βαριάς» παράδοσης που πέφτει σαν σκιά πάνω μας. Η κεντρική ηρωίδα ψάχνει τη γενεαλογία της, για να απελευθερωθεί απ’ αυτήν. Θέλει να μάθει για το ρόλο του παππού της στα κατοχικά Χανιά, σχηματοποιώντας μια διπλή αντίληψη για την ιστορία, ως η ιστορία και το παρελθόν που πρέπει να φτάσει, αλλά και το άχθος της ιστορίας από το οποίο πρέπει να απελευθερωθεί για να μπορέσει να βιώσει το παρόν στο δικό της συγκείμενο. Θέλει να θυμηθεί για να εξεγερθεί ενάντια σε μια καθημερινότητα επαχθή, που την βαραίνει. Η μνήμη στο Δίκιο συνδέεται με τη δικαίωση, την εκδίκηση, τη δικαιοσύνη. Και ο παππούς θυμάται, γράφει, αναμοχλεύει τα πάθη της περιόδου εκείνης, στο τέλος δρα, απελευθερώνεται απ’ την ιστορία, η μνήμη που σπονδυλώνει την δική του μικροϊστορία τον παρακινεί στη δική του «εξέγερση» ενάντια στη σιωπή που του είχε επιβάλλει το παρελθόν.
Αυτή η σύνδεση μνήμης και ιστορίας δεν είναι καινούργια, αλλά έχει θυσιαστεί στην ιστορικοποίηση της μνήμης. Η μνήμη στο πλαίσιο αυτό δεν έχει το νόημα της καταγραφής και της γνώσης, αλλά της πράξης, της επιτέλεσης με σκοπό την ολοκληρωτική κατάργηση της ιστορικής απόστασης και την αποστασιοποίηση. Ας θυμηθούμε και το εμβληματικό βιβλίο Zakhor (Μέμνησο, να θυμάσαι!) του εβραίου ιστορικού Yerulshalmi, ιδιαίτερα σημαντικό για όσους ασχολούνται με τις μνημονικές σπουδές. Η μνήμη διαθέτει συναισθηματικό εκτόπισμα, λειτουργεί ως επαναδραστηριοποίηση του παρελθόντος και το εγκιβωτίζει στο παρόν. Για τη Δούκα μνήμη σημαίνει δέσμευση, συμμετοχή στα δρώμενα. Την ενδιαφέρει μια μνήμη η οποία θα διαφυλάσσει και τα δικαιώματα των νεκρών και της εκδίκησης τους.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στις γνωστές Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας μιλάει για μια «ανάσταση του παρελθόντος» που δεν θα γίνει με την καταγραφή μιας γεγονοτολογικής ιστορίας που μιλάει για το «τι έγινε» αλλά με την ορμητική δύναμη της μνήμης και του μετασχηματισμού του παρελθόντος σε αποκατάσταση των θυμάτων, των ηττημένων, καθώς –όπως είναι γνωστό- δεν υπάρχει ντοκουμέντο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα ντοκουμέντο βαρβαρότητας.[5] Το παρελθόν ως τόπος άγνωστος, μακρινός θα αποκατασταθεί και η λήθη θα δώσει τη θέση της σε μια ιστορία του παρόντος, με θέαση στο μέλλον αλλά με ιδρυτική βάση το παρελθόν. Τα συναισθήματα, η μνήμη, το τραύμα, επαναδιεκδικούν τη θέση τους στις ιστοριογραφικές αναζητήσεις και η ιστορία της μνήμης έγινε επιτακτικό καθήκον, ως η δέσμευση απέναντι στις αδικίες του παρελθόντος.[6] Όλα αυτά τα βρίσκουμε στο έργο της Δούκα.
Η Κατοχή στην Κρήτη και οι αναπαραστάσεις της σήμερα
Έχω την εντύπωση ότι μέσα από Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ απέκτησα την πραγματική εικόνα της πιο ιδιότυπης μορφής γερμανικής κατοχής που υπήρξε στην Ευρώπη, αυτής που κράτησε ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου. Αν κάνει κανείς μια βόλτα στα Χανιά σήμερα, στον Δημοτικό Κήπο Χανίων, μια ιδιότυπη προτομή δεσπόζει σε κεντρικό σημείο, αυτή του Παύλου Γύπαρη. Ο εικονιζόμενος σύμφωνα με την επιγραφή «αν ζούσε σε μια χώρα της Ευρώπης τους παλιούς καιρούς, θα μπορούσε με την επιβολή του και το κουράγιο του να ιδρύσει μια δυναστεία».[7] Μάλιστα η επίμαχη φράση αποδίδεται στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τα αποκαλυπτήρια της προτομής έγιναν το 2001, αρκετά πρόσφατα δηλαδή. Ποιος ήταν ο Παύλος Γύπαρης μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ολόκληρης μονογραφίας. Φανατικός βενιζελικός, συμμετείχε στον Μακεδονικό Αγώνα και στους Βαλκανικούς, πρωτοστάτησε στη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, και με πλήθος άλλων «ανδραγαθημάτων» φτάνει το 1944 να γίνει «γενικός αρχηγός» των ανταρτών του Νομού Χανίων. Τον Απρίλιο του 1945 ο Γύπαρης απευθυνόταν στον επίσκοπο Κρήτης Αγαθάγγελο γράφοντας ότι δεν τον άφησε ασυγκίνητο η πρόταση των Γερμανών να μπει στην πόλη και να χτυπήσει τους αναρχικούς. Επί Εμφυλίου, ως Στρατιωτικός Διοικητής Χανίων προέβη σε πυρπολήσεις σπιτιών, κακοποιήσεις, τραυματισμούς και φόνους αριστερών πολιτών. Είναι επίσης γνωστό πως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ο πολιτικός του καθοδηγητής και μάλιστα στην κηδεία του το 1966 τόνισε την πολύτιμη εθνική υπηρεσία του εκλιπόντος κατά τον συμμοριτοπόλεμον. Εάν λοιπόν ένας τόπος μνήμης και κατ’ επέκταση ένα μνημείο, σύμφωνα με τους Assmann, επαναδραστηριοποιεί το παρελθόν και έχει διαμεσολαβητικό ρόλο, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν ερωτηματικά σχετικά με το ποια ακριβώς οπτική για το παρελθόν έρχεται στο προσκήνιο. Οι πληροφορίες για τον Γύπαρη και το μνημείο του σε κεντρικό σημείο της πόλης αντλήθηκαν από την ίδια την Μάρω Δούκα, η οποία και με πληροφόρησε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της για την ύπαρξη του μνημείου αυτού.
Η ιστορία αναμφισβήτητα βρίσκεται ανάμεσα στην έρευνα, στην τεκμηρίωση και στην αφήγηση. Μόνο έτσι ο ιστορικός μέσω της αφηγηματοποίησης θέτει μια τάξη στο απροσδιόριστα άμορφο και το συμμορφώνει με τις αρχές της χρονικότητας, έτσι όπως τις μάθαμε στις σπουδές μας και στα διαβάσματά μας. Όμως κάπου εκεί ανάμεσα σε όλα αυτά τα κανονιστικά και πολλές φορές ψυχαναγκαστικά, βρίσκεται η συλλογική μνήμη και λήθη που επιλέγουν και ανασημασιοδοτούν τα γεγονότα. Αντίστοιχοι μηχανισμοί λειτουργούν και στην περίπτωση της λογοτεχνικής ιστορίας.
Η Άννα Μαρία Δρουμπούκη είναι ιστορικός, υποψήφια δρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εδώ δημοσιεύεται η πλήρης μορφή του άρθρου. Στην έντυπη “Αυγή” δημοσιεύτηκε μια συντομότερη εκδοχή του.

 Το κείμενο αφιερώνεται στη Μάρω Δούκα ως ελάχιστη ευχαριστία και αντίδωρο για τις περιηγήσεις μας στα Χανιά της Κατοχής και του Εμφυλίου. Γράφτηκε για την υποδοχή της στο μεταπτυχιακό σεμινάριο περί Δημόσιας Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας του ΕΚΠΑ το Μάιο του 2012 (διδάσκων Χάγκεν Φλάισερ).
[1] Μυθιστόρημα με θέμα το δοσιλογισμό στη Θεσσαλονίκη· Μεταίχμιο, Αθήνα, 2010, σελ. 99.
[2] Μισέλ Φάις, Πορφυρά Γέλια, Πατάκη, Αθήνα, 2010.
[3] Βλ. και το εξαιρετικό κείμενο του Αντώνη Λιάκου, «Δοκίμιο για μια Ποιητική της Ιστορίας», Τα Ιστορικά, τεύχος 31, Δεκέμβριος 1999, σ. 259- 290.
[4] Μάρω Δούκα, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, Πατάκη, Αθήνα, 2010.
[5] Θέσεις VI και VII, Walter Benjamin, Gesammelten  Schriften I:2, Suhrkamp Verlag, Frankfurt am Main, 1974, on line http://members.efn.org/~dredmond/Theses_on_History.PDF (3.4.2013). Βλ. και W. Benjamin, «Για την έννοια της ιστορίας», μετ. Γιώργος Φαράκλας, Πολίτης δεκαπενθήμερος τχ. 43, 1997, σ. 32-39.
[6] Αντώνης Λιάκος, Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία. Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης, Πόλις, Αθήνα, 2011, σ. 319.
[7] «Από τον Βενιζέλο στον Μητσοτάκη. Βίος και πολιτεία του Παυλή Γύπαρη», Ιός, Ελευθεροτυπία, 30.10.2005, http://www.iospress.gr/ios2005/ios20051030.html.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΑΥΓΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου