Ο Ερνέστο Γκεβάρα δεν πέθανε για μιαν απλή ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων λαών. Για μένα και πιστεύω για πολλούς, στην πραγματικότητα για εκατομμύρια πρόσωπα και κυρίως για τους νέους που θρήνησαν το τέλος του, πέθανε για ένα ιδανικό απείρως υψηλότερο, για το ιδανικό ενός Νέου Ανθρώπου. Του Ερνέστο Σάμπατο
* Στις 9 Οκτώβρη συμπληρώθηκαν 46 χρόνια από τη δολοφονία του κομαντάντε Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Το 1967, τον εκτέλεσε με εννέα πυροβολισμούς ο υπαξιωματικός του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν.
Αυτό το ιδανικό προϋποθέτει προφανώς την πάλη ενάντια στην αθλιότητα των καταπιεζόμενων λαών. Αλλά προϋποθέτει επίσης -σε τελευταία και ίσως και σε πρώτη ανάλυση- και μια νέα μορφή συμβίωσης, μία κοινότητα στην οποία θα εξασφαλίζονται για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις όχι μόνο τα υλικά αγαθά αλλά και μια αυθεντική επικοινωνία: μια κοινωνία, ένας βαθύτερος δεσμός ελεύθερων ανθρώπων, μια συνεργασία μεταξύ αυθεντικών προσώπων.
Δείτε στο tvxs.gr
Βολιβία: Η εκδίκηση του Τσε Γκεβάρα
Κόβοντας τις γέφυρες
Από Ερνέστο Γκεβάρα σε Τσε
Όχι ένα σύμφυρμα μηχανών και συναθροισμένων υπάρξεων. Όχι μια νέα κοινωνία η οποία, αφού θα έχει προηγηθεί μια αιματηρή επανάσταση, θα καταλήγει να μας προσφέρει ένα είδος Βόρειας Αμερικής από την ανάποδη, χωρίς την ηγεμονία των καπιταλιστικών τραστ αλλά κυριαρχούμενη από τα παντοδύναμα εργαλεία μιας εξίσου απάνθρωπης γραφειοκρατικής δικτατορίας.
Ουσιαστικά, νομίζω ότι πάλεψε και πέθανε για μια συμβίωση στην οποία οι άνθρωποι θα είναι αληθινές ανθρώπινες υπάρξεις, με την υψηλότατη αξιοπρέπεια που τους ανήκει, απελευθερωμένοι επιτέλους όχι μόνο από την οικονομική αλλοτρίωση που προκαλείται από καθεστώτα εκμετάλλευσης, αλλά και από αυτήν την άλλη μορφή αλλοτρίωσης, την πιο λεπτή και τρομερή, επειδή είναι ικανή να επιβιώνει πολύ πιο πέρα από μια εσφαλμένη κοινωνική επανάσταση και που έγκειται στην επιστημονική αλλοτρίωση, αυτή την ίδια που μετασχηματίζει τον κόσμο σε έναν τερατώδη μηχανισμό από ρομπότ.
Ο Γκεβάρα είχε αμφισβητήσει έντονα αυτή την κατάληξη στο όνομα του διαλεκτικού υλισμού του. Αλλά αυτή η άρνησή δεν θα διέθετε ιστορική και φιλοσοφική διάσταση, γιατί αυτό που μας λέει ο λόγος σε σχέση με τις στάσεις του ανθρώπου είναι λιγότερο έγκυρο από όσα μας υπαγορεύουν, ενστικτωδώς αλλά με δύναμη, εκείνοι οι λόγοι που ο Πασκάλ αποκαλούσε “της καρδιάς”.
Εξάλλου, όταν ήταν φοιτητής, αυτός δεν ρίχτηκε στην πάλη για τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια, αφού προηγουμένως είχε μελετήσει το “Κεφάλαιο” ούτε αφού είχε πειστεί για την ορθότητα των θέσεων του μαρξισμού. Ούτε και τα εκατομμύρια των νέων που σε αυτόν τον κόσμο της αγωνίας ακολουθούν τη σκιά του και τοποθετούν το πορτρέτο του πάνω από το κρεβάτι τους, το κάνουν με πάθος επειδή έχουν πειστεί για την αλήθεια του διαλεκτικού υλισμού. Η εξέγερση του μεγαλύτερου μέρους αυτών των ίδιων νέων ενάντια στο χοντροκομμένο υλισμό της σοβιετικής κοινωνίας -που σε τελευταία ανάλυση είναι μια ορθόδοξη συνέπεια του μαρξισμού- δείχνει ότι διακυβεύεται κάτι βαθύτερο και πιο σημαντικό από αυτούς τους διαβόητους οικονομικούς παράγοντες και από αυτή την υπερεκτίμηση της επιστήμης και της τεχνικής που χαρακτηρίζει τη θεωρία.
Ακριβώς αυτή η νοοτροπία της τεχνικής αποτελεσματικότητας κατέκτησε την ψυχή πολλών επαναστατών (ίσως γιατί δεν μπορεί να παλεύει κανείς σκληρά ενάντια σε έναν ισχυρό αντίπαλο χωρίς να καταλήγει να του μοιάζει) και αυτό γίνεται αντιληπτό σε ορισμένες κριτικές προς τον Γκεβάρα.
Οι κομμουνιστές, που τον εγκατέλειψαν στην τελική τραγική μάχη, τον κατηγορούσαν για τυχοδιωκτισμό, για έλλειψη αίσθησης της πραγματικότητας, για αναρχικό ρομαντισμό. Σίγουρα είναι πιθανόν, ότι αν ήταν κλεισμένος σε κάποιο απόμερο και ασφαλές γραφείο, στέλνοντας διαταγές με το ταχυδρομείο ή με το ραδιόφωνο, θα φαινόταν πιο αποτελεσματικός στα μάτια αυτών των επιστημόνων της επανάστασης. Αλλά αναμφίβολα δεν θα ήταν ποτέ τόσο αποτελεσματικός όσο με αυτόν τον άλλο τρόπο, το ρομαντικό και ηρωικό, νεκρός επικεφαλής ενός μικρού και χαμένου στρατιωτικού αποσπάσματος, αφού πάλεψε μέχρι την τελευταία του πνοή και μέχρι το τελευταίο χτύπημα της καραμπίνας του. Ενάντια στη νοοτροπία των καταλόγων και των αρχείων των γραφείων, αυτός διεκδίκησε με τη ζωή του τη θυσία και τη μοναξιά.
Ο Γκεβάρα, στον οποίο θα αναφέρονταν αυτοί οι τεχνικοί, θα είχε ζήσει λίγα χρόνια περισσότερο. Αυτός που πέθανε επικεφαλής της ομάδας των συντρόφων του θα έχει αντίθετα τη διάρκεια των σημαιών, την αιωνιότητα των συμβόλων.
Ο θάνατός του, πράγματι, έχει αυτό το χαρακτήρα: έχει την αξία ενός συμβόλου. Και στην ορθολογιστική κοινωνία μας, που έχει πετάξει, ξεχάσει και περιφρονήσει τα σύμβολα, σε αυτή την κοινωνία στην οποία η αποτελεσματικότητα και η τεχνική έχουν γίνει περισσότερο πολύτιμες από το πάθος και τη θυσία, μπορούμε πράγματι να αποδώσουμε στον Γκεβάρα έναν απερίσκεπτο ρομαντισμό.
Αλλά είναι ακριβώς αυτός ο ηρωισμός, ακριβώς αυτή η ηρωική και μοναχική εικόνα που γεννάει την ελπίδα, το θάρρος και την πίστη σε εκατομμύρια γενναιόδωρους νέους σε όλες τις γωνιές της Γης.
Ας αφήσουμε τους Βορειοαμερικάνους να μιλούν για αποτελεσματικότητα. Ας αφήσουμε τον Μακναμάρα να μιλάει για το Βιετνάμ με όρους επιχειρηματικούς, υπολογίζοντας το κόστος σε δολάρια για κάθε Βιετκόνγκ που πεθαίνει για την πατρίδα του. Από τη δική του σκοτεινή σκοπιά αυτός είναι συνεπής, αφού σε τελευταία ανάλυση αυτός αποτελεί μέρος αυτού του παραδείγματος ποσοτικού πολιτισμού που εκπροσωπεί η χώρα του. Αλλά οι ηρωικοί Βιετναμέζοι δεν λειτουργούν με βάση μια τέτοια αριθμητική και δείχνουν με το ολοκαύτωμά τους ότι οι ανθρώπινες αξίες είναι ποιοτικού χαρακτήρα, ότι η πίστη είναι πιο ισχυρή από τον αριθμό των κανονιών. Ότι η ελπίδα είναι πιο δυνατή από την απληστία των εμπόρων. Ότι η αξιοπρέπεια είναι πιο ανθεκτική από το βρόμικο και αιματηρό πείσμα των επιχειρηματιών.
Για αυτούς τους λόγους λοιπόν και όποιες και αν ήταν οι αυταπάτες του ή οι θεωρίες του για την κατίσχυση των οικονομικών παραγόντων στην ιστορία, πιστεύω ότι η πάλη του Γκεβάρα ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευε μια πάλη του πνεύματος ενάντια στην ύλη.
Και όπως στον προηγούμενο αιώνα ορισμένοι μεγάλοι στοχαστές πίστεψαν ότι έχουν ανακαλύψει ψυχρά σε διάφορες πραγματείες τις υλικές αιτίες της αδικίας, οι οποίες πραγματείες όμως κατέληγαν να προκαλούν στους έντιμους ανθρώπους μια φλογερή έξαψη διεκδικήσεων, εξαιτίας του πάθους με το οποίο στις σελίδες τους εγκωμίαζαν τις αρετές μιας ιπποτικής κοινωνίας που καταστράφηκε από τους εμπόρους, έτσι και στη δύστυχη εποχή μας ένας νέος, ο οποίος προσωπικά δεν είχε ανάγκη από τίποτα, αφού είχε γεννηθεί, όπως και εκείνοι οι στοχαστές, στους κόλπους μιας προνομιούχας οικογένειας, ρίχτηκε στην πάλη υποκινημένος από ρομαντικά ιδεώδη.
Και όσο και αν τον απασχολούσαν οι αριθμητικές όψεις της παραγωγής, σε μια κρίσιμη στιγμή της κουβανικής οικονομίας, αρνήθηκε να αναπτύξει αυτήν την παραγωγή προσφεύγοντας σε υλικά κίνητρα.
Υποστήριξε αντίθετα ότι ήταν αναγκαίο να αλλάξουμε τη νοοτροπία των μαζών για να δημιουργήσουμε το νέο άνθρωπο στον οποίο απέβλεπε η επανάσταση και έκανε έκκληση στον επαναστατικό ενθουσιασμό, στον πατριωτισμό, στην ανιδιοτελή στράτευση, στην πίστη που κινεί τα βουνά. Θα μπορούσε να λεχθεί -και σίγουρα έχει λεχθεί- ότι αυτές οι ιδέες δεν είναι συνετές. Αλλά ποιος απέδειξε ποτέ ότι είναι η σύνεση αυτή.
(Το παραπάνω αποτελεί απόσπασμα επικηδείου λόγου του αργεντίνου συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο που εκφώνησε στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού γιά το θάνατο του Τσε. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο “Scritti politici e privati di Che Guevara”, Editori Riunitti, 1988).
Γιά τα ίδιους (περίπου) λόγους παλεύουν και οι τζιχαντιστές, εφαρμόζοντας μία ακραία εκδοχή του Ισλάμ. Για ιδέες και σύμβολα που θεωρούν ότι έχουν χαθεί λόγω της δυτικής παγκοσμιοποίησης. Αν σας «αρέσει» ο Τσε, αναπόφευκτα πρέπει να σας «αρέσουν» και οι τζιχαντιστές (και οι χριστιανοί φονταμεταλιστές)....
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο επικίνδυνο είναι πως ο καθένας απο την σκοπιά του πιστεύει πως κατέχει την απόλυτη αλήθεια, και το χειρότερο ότι οφείλει να την επιβάλλει στον κόσμο.
@ 2.17 Εντάξει, τη μαλακία σου την έγραψες και ικανοποιήθηκες, θαρρώ. Στις βλακείες μην περιμένεις απάντηση, πόσο μάλλον, διάλογο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι φανατικοί, όπως εσύ, δεν αντέχουν τον διάλογο. Γλώσσα τους είναι η γλώσσα της βίας, φασιστάκι.
Διαγραφή- Μαμα, μαμα, το αλλο παιδακι δεν με παιζει.....
Διαγραφή- Θα το κανονισω εγω, θα το γραψω στον Σπαρτακο.
Το παράδοξο της εποχής είναι ότι οι χαυγίτες από κουτοπονηριά αποκαλούν τους άλλους φασίστες γιατί "πιάνει" στους βλάκες. Δεν είναι παράδοξο, όμως, όταν οι βλάκες κάνουν το ίδιο, επειδή ακολουθούν αυτό που "πιάνει" και το νομίζουν πρωτοτυπία. Κάνουν ό,τι βρουν πρόσφορο για "να την πούν", όπως το να συγκρίνουν τον Τσε με τους δεισιδαίμονες, θρησκόληπτους, ηλίθιους εγκληματίες. Άλλωστε, ιστορικά, στο φασισμό συνέρρευσαν κομφορμιστές και βλάκες πολλών και διαφόρων ειδών. Διάλογο με τον ψυχαναλύτη σου, λοιπόν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑει στο καλό σου, παιδί μου.
Έπιασε σε εσένα, άρα ομολογείς την βλακεία σου.
Διαγραφή