«Κι όμως δεν βρήκα σχεδόν τίποτα για τη συναγωγή που κάηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς […] Η εφημερίδα τυπώθηκε στις 10 Νοεμβρίου […] Μόνο ένα μικρό σημείωμα για τα γεγονότα στο Τσέλε, που μόλις και μετά βίας το έπαιρνε το μάτι σου» Karl DürkefäldenΤο πρωί της 10ης Νοεμβρίου του 1938 ο τότε μηχανικός σε εργοστάσιο του Τσέλε, Καρλ Ντυρκεφέλντεν, που ξεφύλλιζε προσεκτικά την τοπική εφημερίδα, δεν γνώριζε βέβαια πως το αμέσως προηγούμενο βράδυ επρόκειτο να μείνει στην ευρωπαϊκή ιστορία ως μία από τις απεχθέστερες νύχτες της: η Νύχτα των Κρυστάλλων. Ή, αλλιώς, η νύχτα του μεγάλου πογκρόμ που άφησε πίσω της 1.200 κατεστραμμένες συναγωγές, 7.500 γκρεμισμένα εβραϊκά καταστήματα, πάνω από 100 νεκρούς Εβραίους και περίπου 30.000 νέους φυλακισμένους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκείνος αγόρασε την Celler Beobachter προκειμένου να ενημερωθεί περαιτέρω για την επίθεση στην εβραϊκή συναγωγή της περιοχής του, που από πρώτο χέρι ήξερε ότι έγινε.
Όμως, όπως όλες οι ελεγχόμενες από τους ναζί εφημερίδες της ημέρας εκείνης, έτσι κι η Celler Beobachter αντιμετώπισε κατ’ εντολή το κρατικά οργανωμένο αυτό «έγκλημα των εγκλημάτων» ως μια ανάξια λόγου υπόθεση «διαμαρτυρόμενων πολιτών» κατατάσσοντάς το στα ψιλά των αγγελιών του: στη σελίδα 7, κάπου ανάμεσα στα ενοικιαστήρια, τα πωλητήρια και τις προσφορές εργασίας. Την ίδια στιγμή το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας πανηγύριζε την επέτειο του πρώτου (αποτυχημένου) χιτλερικού πραξικοπήματος του 1923, γνωστού και ως «πραξικοπήματος της μπιραρίας». Με κεντρικούς τίτλους Ισχυρό προσκλητήριο και Το Ράιχ μας μεγαλώνει σαν δέντρο έφτιαχνε τη δική ατζέντα, σύμφωνα με τις γκεμπελικές οδηγίες, που όριζαν: «καμία φωτογραφία» του εκτεινόμενου σε όλη τη Γερμανία πογκρόμ, «κανένα σχόλιο σε πρώτη σελίδα», γραμμή προσέγγισης «αγανακτισμένοι πολίτες».
«Ο Τύπος είναι όργανο εκπαίδευσης, έτσι ώστε ένας λαός 70 εκατομμυρίων να αποκτήσει ενιαία κοσμοθεωρία» ξεκαθάριζε το 1934 ο Χίτλερ. Και, βεβαίως, ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες της εποχής, αντιλαμβάνεσαι με τι μεγάλη επιτυχία υλοποίησε το «όραμά» του για την ενημέρωση: η διαφορετικότητα, η πολυμορφία, ο πλούτος των πεδίων της είδησης και των πηγών απουσιάζουν εντελώς — η μονοθεματική προβολή των «ιδεωδών» και των πάσης φύσεως «κατορθωμάτων» του Ράιχ κυριαρχεί. Ούτε ο Χίτλερ αλλά ούτε και ο Γκέμπελς –η κεντρική φιγούρα του εθνικοσοσιαλιστικού μηχανισμού προπαγάνδας– υποτιμούσαν το ρόλο του Τύπου για την κυριαρχία του Ράιχ και τη χειραγώγηση του λαού. Το πλέον αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό της προπαγανδιστικής πολιτικής του δεύτερου υπήρξαν οι γιγαντιαίες επετειακές εκδηλώσεις, οι πολυπληθείς συγκεντρώσεις και οι ενεργητικές δράσεις προπαγάνδας (με χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων, συμπεριλαμβανομένων του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου): έτσι μονοπωλούσε τη δημοσιότητα και «αποδείκνυε» την ενθουσιώδη αποδοχή της δράσης των Εθνικοσοσιαλιστών από την πλειοψηφία του γερμανικού λαού.
Εξίσου κομβικής σημασίας για τον Γκέμπελς ήταν όμως και ο έλεγχος της καθημερινής πληροφορίας που έφτανε σε κάθε μεμονωμένο πολίτη. Ο ίδιος μάλιστα, ως εκδότης της εφημερίδας Der Angriff (H Επίθεση), αποφάσισε το 1932 να τυπώνει δύο εκδόσεις ημερησίως, μία μεσημβρινή και μία βραδινή. Πρώτη κίνηση ελέγχου ήταν η απαγόρευση του αριστερού Τύπου. Στη συνέχεια, αφού σφετερίστηκε σημαντικούς δημοσιογραφικούς θεσμούς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που μετέτρεψε σε ναζιστικά «σωματεία», αφού επέβαλε κώδικες «ναζιστικής δεοντολογίας» προς εκδότες και δημοσιογράφους κι αφού χρησιμοποίησε όλο το ναζιστικό πακέτο παρακολουθήσεων, διώξεων, απαλλοτριώσεων και της «προληπτικής αυτολογοκρισίας» που αυτό εξασφάλιζε, σύντομα έλεγξε και όσες εφημερίδες είχαν απομείνει.
Η περίπτωση όμως του Celler Beobachter και του αναγνώστη Καρλ Ντυρκεφέλντεν απ’ τη μια φανερώνει τη δυνατότητα επιρροής των ναζί μέσω του Τύπου, απ’ την άλλη όμως αναδεικνύει τα όριά της. Το επιχείρημα ότι «κανείς τότε δεν μπορούσε να ξέρει τι γινόταν» στις μέρες μας παραπέμπει περισσότερο στην ενεργοποίηση ενός συλλογικού «μηχανισμού ανακούφισης» εκ μέρους της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας, παρά σε γεγονός. Όσο συμπαγής κι αν εμφανίστηκε η γκεμπελική προπαγάνδα, ο πολίτης της ναζιστικής Γερμανίας ήταν σε μεγάλο βαθμό ικανός να ανακαλύψει ανάμεσα στις γραμμές των προπαγανδιστικών άρθρων τα ανομολόγητα: όσα υπονοούνταν αποσιωπούνταν ή κραυγαλέα απουσίαζαν. Το εύρος της ικανότητας αυτής, καθώς και τις όποιες ζώνες ελευθερίας ενδεχομένως ανακάλυπταν ή μηχανεύονταν ή από αβλεψία δημιουργούσαν εκδότες και δημοσιογράφοι, αποτέλεσε βασικό ερώτημα της ομότιτλης έκθεσης του Ιδρύματος Topographie des Terrors, «Ανάμεσα στις γραμμές; Ο Τύπος ως όργανο κυριαρχίας των ναζί» (Zwischen den Zeilen? Zeitungspresse als NS-Machtinstrument) που έτρεχε μέχρι τις 20 του Οκτώβρη στο Βερολίνο, στον ιστορικό όσο και μαρτυρικό χώρο των μυστικών φυλακών και του αρχηγείου των SS, όπου σήμερα στεγάζεται το Ίδρυμα.
Το πώς εκλάμβαναν οι αναγνώστες το περιεχόμενο των εφημερίδων μεθοδολογικά έχει αρκετά προβλήματα για να απαντηθεί με ασφάλεια. Σύμφωνα πάντως με τον Αντρέας Νάχαμα, διευθυντή του Topographie des Terrors, «μέσα από κουβέντες και μαρτυρίες» των ανθρώπων που έζησαν την εποχή και «μέσα από διάσπαρτες συλλογές αποκομμάτων που έφτιαχναν οι ενδιαφερόμενοι», «είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι το τότε αναγνωστικό κοινό μπορούσε «να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές» πάρα πολλά από εκείνα που βάσει των ναζιστικών απαγορεύσεων δεν έπρεπε ποτέ να ειπωθούν. Αναλογιζόμενος κανείς επιπλέον ημερολόγια ανθρώπων, όπως ο Βίκτορ Κλέμπερερ και ο Φρήντριχ Κέλλνερ, καταλήγει ότι τουλάχιστον οι κριτικοί αναγνώστες αντιστέκονταν σε μεγάλο βαθμό στο οργανωμένο ψεύδος της ναζιστικής προπαγάνδας, χτίζοντας τη δική τους εικόνα για την πραγματικότητα. Το «τότε δεν μπορούσε να ξέρεις» αμφισβητείται ευθέως και με θάρρος — τουλάχιστον από τους διοργανωτές. «Οι περισσότεροι Γερμανοί θα μπορούσαν να ξέρουν περισσότερα, αν το επιθυμούσαν» υπογραμμίζει στο σημείωμά του για την έκθεση ο Α. Νάχαμα. Για να καταλήξει με τη θλιβερή διαπίστωση-πηγή μόνιμου προβληματισμού: «Το θέμα είναι ότι δεν το επιθυμούσαν».
Το Ίδρυμα Topographie des Terrors (Τοπογραφία του Τρόμου) στεγάζεται στον ομώνυμο πλέον μαρτυρικό χώρο που υπήρξε αρχηγείο της Γκεστάπο με μυστικές φυλακές, αρχηγείο των SS και κεντρικό γραφείο της Ασφάλειας. Συμβολίζοντας το μέγεθος της ναζιστικής τρομοκρατίας, αποτελεί έναν από τους ιστορικούς χώρους του Βερολίνου με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα. Λειτουργεί ως μουσείο, εκθεσιακός χώρος και αρχείο τεκμηρίωσης. Η έκθεση στην οποία αναφέρεται το άρθρο είναι θεματική, στο πλαίσιο της κεντρικής «Τοπογραφία του Τρόμου, ο δρόμος προς τη δικτατορία», που διοργανώθηκε με αφορμή τα ογδόντα χρόνια από την ανάληψη της εξουσίας απ’ τον Χίτλερ. Τα παραθέματα του κειμένου αντλούνται από την αντίστοιχη έκδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου