Η φετινή Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια που αρχίζει την Παρασκευή θα είναι διαφορετική για την γερμανική κυβέρνηση, η οποία ελπίζει ότι για πρώτη φορά δεν θα βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να εξηγεί την στάση της «ελάχιστης ανάμιξης» στις διεθνείς στρατιωτικές αποστολές.
Ο «μεγάλος» συνασπισμός φαίνεται τώρα αποφασισμένος να εγκαταλείψει το δόγμα που υπηρετήθηκε πιστά και από την ίδια την Άγγελα Μέρκελ επί οκτώ χρόνια και να διεκδικήσει πιο ενεργό ρόλο στα θέματα διπλωματίας και ασφάλειας.
Τόσο ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών όσο και η χριστιανοδημοκράτης υπουργός Άμυνας Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν συμμερίζονται την άποψη ότι η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να κλείνει τα μάτια, «όταν συμβαίνουν καθημερινά δολοφονίες και βιασμοί», σύμφωνα με δήλωση της ίδιας της υπουργού. Οι δυο τους πιστεύουν ότι μια οικονομική υπερδύναμη σαν την Γερμανία δεν έχει την πολυτέλεια να παρακολουθεί από το περιθώριο, ενώ πρέπει και να αποδείξει την αξιοπιστία και την αφοσίωσή της και στους εταίρους της. Ήδη αυτή η στροφή έχει αναβαθμίσει την σχέση Βερολίνου-Παρισίων, η οποία κατά το παρελθόν υπήρξε τεταμένη, εξαιτίας και της απροθυμίας των Γερμανών να εμπλακούν όπου η κατάσταση θεωρείται μετρίως επικίνδυνη. Οι σχέσεις των δύο υπουργών Εξωτερικών Ρολάν Φαμπιούς και Γκίντο Βεστερβέλε είχαν γίνει μάλιστα αντικείμενο ειρωνικών σχολίων εκατέρωθεν. Τώρα όμως, μετά και την δήλωση Σταϊνμάγερ ότι «η Ευρώπη δεν μπορεί να αφήσει την Γαλλία μόνη» στο Μαλί, γίνονται συζητήσεις ακόμη και για κοινές επισκέψεις των δύο υπουργών στο εξωτερικό.
Η πρώτη αλλαγή αφορά την στρατιωτική αποστολή στο Μαλί, στην οποία η υπουργός Άμυνας εξετάζει το ενδεχόμενο να αυξηθεί η γερμανική συμμετοχή στην ευρωπαϊκή δύναμη που σήμερα περιορίζεται σε 180 άτομα, με το βάρος να δίνεται τις αερομεταφορές και τον ανεφοδιασμό εν πτήσει. Περισσότερο συγκρατημένος εμφανίζεται ο υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος συνιστά αναμονή μέχρις ότου καταστεί σαφές με ποιον τρόπο θα συνεισφέρουν στην αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Ενδεικτική της δυσκολίας στην μετάβαση από την κουλτούρα της τήρησης αποστάσεων —οι Γερμανοί ακόμη «πληρώνουν» διπλωματικά την αποχή τους από την επιχείρηση στην Λιβύη— σε αυτήν της ισότιμης συμμετοχής είναι και η τοποθέτηση της Άγγελα Μέρκελ επί του θέματος: «Δεν μπορώ να πω ακόμη ούτε ναι, ούτε όχι».
Μια βασική παράμετρος που λαμβάνεται υπ' όψιν από τη νέα γερμανική κυβέρνηση αποτελεί η κοινή γνώμη, η οποία παραδοσιακά εμφανίζεται επιφυλακτική σε ό,τι αφορά την εμπλοκή της χώρας σε διενέξεις εκτός συνόρων. Πρόσφατα, όταν η Γερμανία επρόκειτο να στείλει στρατιώτες μαζί με μια συστοιχία Patriot στην Τουρκία, στα σύνορα με την Συρία, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι κατά ποσοστό 60% οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν καν την συμμετοχή σε μια «ακίνδυνη» αποστολή. Το Βερολίνο τελικά αποφάσισε αντίθετα, αλλά η κυβέρνηση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ενοχικά το θέμα.
Σύμφωνα με Γερμανούς αναλυτές, η μέχρι τώρα γραμμή είχε επιβληθεί κυρίως από τον «μικρό» κυβερνητικό εταίρο, τους Φιλελεύθερους, με τους οποίους η κυρία Μέρκελ δεν επιθυμούσε να συγκρουστεί, ιδίως για ένα ζήτημα για το οποίο η ίδια δεν είχε και πολύ διαφορετική θέση. Στο Βερολίνο επικρατούσε άλλωστε πάντα η άποψη ότι οι ηγεσίες στην Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Παρίσι είναι μάλλον περισσότερο «πολεμοχαρείς» από ό,τι θα έπρεπε. Επιπλέον, η ίδια φέρεται πεπεισμένη ότι οι στρατιωτικές επεμβάσεις δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και μάλιστα αναφέρει συχνά την απογοήτευσή της για το Αφγανιστάν. Μοιάζει λοιπόν διχασμένη, καθώς αναγνωρίζει την ανάγκη η Γερμανία να αποκτήσει παρουσία σε μέτωπα όπου σημειώνονται συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο εκπρόσωπός της πάντως αρνήθηκε να αποδώσει την πιο «ανοιχτή» στάση του Βερολίνου έναντι του γαλλικού αιτήματος για ευρωπαϊκή συνδρομή στην Αφρική σε στροφή συνολικά της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, δίνοντας αφορμή για προβλέψεις ότι τα θέματα αυτά θα αποτελέσουν σημείο τριβής στο εσωτερικό της κυβέρνησης.
Παρά το γεγονός ότι ο κ. Σταϊνμάγερ εμφανίζεται πιο επιφυλακτικός από την κυρία Φον Ντερ Λάιεν, οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες είναι παραδοσιακά πιο «προωθημένοι» στις απόψεις τους. Το «άνοιγμα» εξάλλου της γερμανικής πολεμικής μηχανής στο εξωτερικό, έπειτα από πολλά χρόνια που αποτελούσε θέμα-ταμπού, έγινε από την κυβέρνηση SPD-Πρασίνων, με πρωταγωνιστή τον τότε υπουργό Εξωτερικών και Αρχηγό των Πρασίνων Γιόσκα Φίσερ. ΠΗΓΗ ONALERT
Τόσο ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών όσο και η χριστιανοδημοκράτης υπουργός Άμυνας Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν συμμερίζονται την άποψη ότι η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να κλείνει τα μάτια, «όταν συμβαίνουν καθημερινά δολοφονίες και βιασμοί», σύμφωνα με δήλωση της ίδιας της υπουργού. Οι δυο τους πιστεύουν ότι μια οικονομική υπερδύναμη σαν την Γερμανία δεν έχει την πολυτέλεια να παρακολουθεί από το περιθώριο, ενώ πρέπει και να αποδείξει την αξιοπιστία και την αφοσίωσή της και στους εταίρους της. Ήδη αυτή η στροφή έχει αναβαθμίσει την σχέση Βερολίνου-Παρισίων, η οποία κατά το παρελθόν υπήρξε τεταμένη, εξαιτίας και της απροθυμίας των Γερμανών να εμπλακούν όπου η κατάσταση θεωρείται μετρίως επικίνδυνη. Οι σχέσεις των δύο υπουργών Εξωτερικών Ρολάν Φαμπιούς και Γκίντο Βεστερβέλε είχαν γίνει μάλιστα αντικείμενο ειρωνικών σχολίων εκατέρωθεν. Τώρα όμως, μετά και την δήλωση Σταϊνμάγερ ότι «η Ευρώπη δεν μπορεί να αφήσει την Γαλλία μόνη» στο Μαλί, γίνονται συζητήσεις ακόμη και για κοινές επισκέψεις των δύο υπουργών στο εξωτερικό.
Η πρώτη αλλαγή αφορά την στρατιωτική αποστολή στο Μαλί, στην οποία η υπουργός Άμυνας εξετάζει το ενδεχόμενο να αυξηθεί η γερμανική συμμετοχή στην ευρωπαϊκή δύναμη που σήμερα περιορίζεται σε 180 άτομα, με το βάρος να δίνεται τις αερομεταφορές και τον ανεφοδιασμό εν πτήσει. Περισσότερο συγκρατημένος εμφανίζεται ο υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος συνιστά αναμονή μέχρις ότου καταστεί σαφές με ποιον τρόπο θα συνεισφέρουν στην αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Ενδεικτική της δυσκολίας στην μετάβαση από την κουλτούρα της τήρησης αποστάσεων —οι Γερμανοί ακόμη «πληρώνουν» διπλωματικά την αποχή τους από την επιχείρηση στην Λιβύη— σε αυτήν της ισότιμης συμμετοχής είναι και η τοποθέτηση της Άγγελα Μέρκελ επί του θέματος: «Δεν μπορώ να πω ακόμη ούτε ναι, ούτε όχι».
Μια βασική παράμετρος που λαμβάνεται υπ' όψιν από τη νέα γερμανική κυβέρνηση αποτελεί η κοινή γνώμη, η οποία παραδοσιακά εμφανίζεται επιφυλακτική σε ό,τι αφορά την εμπλοκή της χώρας σε διενέξεις εκτός συνόρων. Πρόσφατα, όταν η Γερμανία επρόκειτο να στείλει στρατιώτες μαζί με μια συστοιχία Patriot στην Τουρκία, στα σύνορα με την Συρία, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι κατά ποσοστό 60% οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν καν την συμμετοχή σε μια «ακίνδυνη» αποστολή. Το Βερολίνο τελικά αποφάσισε αντίθετα, αλλά η κυβέρνηση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ενοχικά το θέμα.
Σύμφωνα με Γερμανούς αναλυτές, η μέχρι τώρα γραμμή είχε επιβληθεί κυρίως από τον «μικρό» κυβερνητικό εταίρο, τους Φιλελεύθερους, με τους οποίους η κυρία Μέρκελ δεν επιθυμούσε να συγκρουστεί, ιδίως για ένα ζήτημα για το οποίο η ίδια δεν είχε και πολύ διαφορετική θέση. Στο Βερολίνο επικρατούσε άλλωστε πάντα η άποψη ότι οι ηγεσίες στην Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Παρίσι είναι μάλλον περισσότερο «πολεμοχαρείς» από ό,τι θα έπρεπε. Επιπλέον, η ίδια φέρεται πεπεισμένη ότι οι στρατιωτικές επεμβάσεις δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και μάλιστα αναφέρει συχνά την απογοήτευσή της για το Αφγανιστάν. Μοιάζει λοιπόν διχασμένη, καθώς αναγνωρίζει την ανάγκη η Γερμανία να αποκτήσει παρουσία σε μέτωπα όπου σημειώνονται συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο εκπρόσωπός της πάντως αρνήθηκε να αποδώσει την πιο «ανοιχτή» στάση του Βερολίνου έναντι του γαλλικού αιτήματος για ευρωπαϊκή συνδρομή στην Αφρική σε στροφή συνολικά της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, δίνοντας αφορμή για προβλέψεις ότι τα θέματα αυτά θα αποτελέσουν σημείο τριβής στο εσωτερικό της κυβέρνησης.
Παρά το γεγονός ότι ο κ. Σταϊνμάγερ εμφανίζεται πιο επιφυλακτικός από την κυρία Φον Ντερ Λάιεν, οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες είναι παραδοσιακά πιο «προωθημένοι» στις απόψεις τους. Το «άνοιγμα» εξάλλου της γερμανικής πολεμικής μηχανής στο εξωτερικό, έπειτα από πολλά χρόνια που αποτελούσε θέμα-ταμπού, έγινε από την κυβέρνηση SPD-Πρασίνων, με πρωταγωνιστή τον τότε υπουργό Εξωτερικών και Αρχηγό των Πρασίνων Γιόσκα Φίσερ. ΠΗΓΗ ONALERT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου