Η ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Ελλάδα της κατοχής δεν έχει διερευνηθεί ακόμη ούτε όπως ούτε όσο της άξιζε.
Θέμα ταμπού σε όλες τις εποχές (κάνουμε πως δεν ξέρουμε πως ακριβώς χρησιμοποιήθηκε η Μακρόνησος δεκαετίες πριν γίνει επίσημος τόπος εξορίας) αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις στα χρόνια του ναζισμού και η εκκωφαντική σιωπή που επιβάλλεται μετά την "απελευθέρωση", στην Ελλάδα της δωσίλογης δήθεν εθνικοφροσύνης. Της Ελένης Καρασσαβίδου ΠΗΓΗ TVXS
Υπήρχαν φυσικά και στρώματα του πληθυσμού (άξια του πιο βαθιού σεβασμού) που έδωσαν μια φοβερή αντιναζιστική μάχη με πρόταγμα την πιο ελπιδοφόρα αλληλεγγύη. Αλλά σίγουρα υπήρχε και η άλλη, εξίσου πλατιά, πλευρά που όλοι(για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) φρόντισαν να καταγγείλουν αλλά και να μειώσουν.
Κι αν η επίσημη ιστορική και πολιτική αφήγηση αφήνουν συνειδητά έξω από το κάδρο της ρητορικής τους ό,τι θα ξεβόλευε την εδραία άποψη περί φιλότιμου και φιλόξενου και δημοκρατικού λαού στα πλαίσια της λεγόμενης "εθνικής ιδεολογίας"(θύμα της οποίας υπήρξε και ο πατριωτισμός, χλευασμένος και άδικα ταυτισμένος με ό,τι κατ' ουσίαν τον ακύρωνε, όπως συμπιεζόταν στις συμπληγάδες κακοφορμισμένων και μισοκατανοημένων ιδεολογιών, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την μικροϊστορία και την κύρια κιβωτό της,την αυτοβιογραφία.
Ικανή συχνά να εκφράσει -έστω κι έμμεσα αφού ο λόγος παραμένει κυρίως κτήμα των αστικών στρωμάτων- την ιστορία των από κάτω και των απέξω (ιδίως αν "πέσει" σε χέρια έντιμα) η αυτοβιογραφία παρεμβαίνει κι αφήνει από χαραμάδες να εισέρχεται το βαθύ σκοτάδι, καταλύοντας αν έχεις αυτιά ν' ακούσεις, κάθε επίσημο ή ανεπίσημο εξωραϊσμό.
Μια σχετική μαρτυρία για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα της κατοχής λοιπόν μπορεί να βρεθεί στις σελίδες αυτοβιογραφίας του σημαντικού ποιητή που δωρίζοντας στο Δήμο (στον κόσμο, "ο πλούτος μου προήλθε από τον κόσμο και σε αυτόν πρέπει να επιστρέψει" έγραψε, φράση που δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν όσοι "αρπάζουν" σήμερα χρήματα αποκομμένοι από την παραγωγική βάση της κοινωνίας) μια βιβλιοθήκη κι ένα Πολιτιστικό Κέντρο, ίσως το πιο πλέον δραστήριο Πολιτιστικό Κέντρο στην Ελλάδα έκανε την χειρονομία εκείνη που τον κατέστησε και μετά θάνατον έναν διαρκώς παρόντα πολίτη.
Ο Γ. Θ. Βαφόπουλος, περί του οποίου ο λόγος, (τα 30 χρόνια από τον θάνατο του οποίου δεν απασχόλησαν το κλεινόν άστυ όσο θα έπρεπε) πέρα από τις (επιμέρους) συγκεκριμένες αναφορές του στους δικαιωμένους μεταπολεμικά δωσίλογους, περιγράφει στην 180η και 181η σελίδα των Σελίδων Αυτοβιογραφίας του μια (όπως αναφέρει) "Δάντικη Κόλαση" λίγο έξω από την Λαμία:
Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Λαμία, το τρένο είχε πάλι σταθεί, κοντά σε μιαν ερημιά, όπου η ψυχή μου δοκιμάσθηκε από τη φοβερή σκηνή μιας Δάντικης κόλασης. Δεν είναι σχήμα λόγου τούτη η πολυμεταχειρισμένη έκφραση. Εκεί κάτω στη μικρή χαράδρα, μπροστά στο σταματημένο τραίνο, παιζόταν η τελευταία πράξη ενός επεισοδίου από την κόλαση του μεγάλου Φιορεντίνου.Ήσαν στημένα μερικά παραπήγματα, όπου πριν από λίγους μήνες ίσως στεγαζόταν κάποιο "τάγμα εργασίας" των ταλαίπωρων Εβραίων.
Τώρα είχαν απομείνει κάμποσα ζωντανά ξεφτίδια, που φαίνεται πως κάποτε ήταν άνθρωποι. Σκελετωμένα σώματα, με ίχνη πάνω τους από κουρέλια,μόλις που σαλεύανε από την ανημποριά. Και τα πρόσωπα, δίχως ανθρωπιά, έμοιαζαν μορφές πληγωμένων ζώων που ξεψυχούσανε. Προσπαθούσαν να περπατήσουν και τρίκλιζαν, σκοντάφτανε πάνω στις πέτρες και τότε έτρεχε ο φύλακας τους, ένας Εβραίος εξωμότης (σσ έχει γράψει αρκετά και για τους Έλληνες εξωμότες, φαινόμενο άλλωστε πανανθρώπινο), και κατέβαζε πάνω στο κουρελιασμένο σώμα το Γερμανικό μαστίγιο. Κ' οι στρατιώτες της φρουράς καπνίζανε με απάθεια κι' ούτε καν καταδέχονταν να ρίξουν ένα βλέμμα επιδοκιμασίας, που τόσο πολύ το αποζητούσε ο ομόφυλος εξωμότης.
Μερικά από τα ανθρώπινα εκείνα υπολείμματα, στέκονταν ασάλευτα αντίκρυ στο τραίνο, μ' ένα βλέμμα κι εκείνο ασάλευτο, με την αντρική τους φύση γυμνή μπρος στα μάτια των επιβατών. Είχεν απολείπει τους ζωντανούς εκείνους νεκρούς η ανθρωπιά, η απάθεια του ζώου τους είχε φορέσει την μάσκα της, η φυσική "αιδώς", που ξέρει αυθόρμητα ν'αντιδρά, ήταν κι εκείνη πεθαμένη μέσα τους.
..Και παρά κάτω, στο βάθος της μικρής χαράδρας, ένα στενόμακρο σανίδι ζευγάρωνε τις δυο της πλευρές. Κι ήσαν υποχρεωμένες τούτες οι κινούμενες σκιές, με την απειλή του τουφεκιού, να κατεβαίνουν ως τη μικρή χαράδρα, να στέκονται πάνω στο σανίδι κι' από εκεί να κάμνουν την φυσική τους ανάγκη. Κ' η χαράδρα ήταν τώρα βαθύς οχετός, όπου είχαν ταφεί πολλοί "τεκμηκότες" Εβραίοι, όπου μ' ένα παραπάτημα πέφτανε τούτα τα ανθρώπινα κουρέλια.Οι μεγάλοι σφαγείς της ιστορίας ποτέ δεν είχαν επινοήσει έναν τέτοιου είδους τάφο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Τούτο φαίνεται πως ήταν προνόμιο του δικού μας "πολιτισμένου" αιώνα.
Είχα κουρνιάσει σε μια γωνιά του βαγονιού, με κλεισμένα μάτια από ντροπή και οδύνη. Ένιωθα πως ήμουν κ' εγώ ένας συνένοχος στο μεγάλο εκείνο έγκλημα, γιατί δεν είχα το κουράγιο ν' ακολουθήσω τους συνανθρώπους μου τούτους στον τάφο της μεγάλης ντροπής. Κ' η ντροπή μαζί με την οδύνη μου κορυφώθηκαν, όταν ένιωσα να φεύγει το τραίνο από τη σκηνή της δάντικης τραγωδίας. Και να συναποκομίζει το άλλο φθηνό ανθρώπινο φορτίο, που’ χε το μέγα προνόμιο να’ χει πάνω του κολλημένη την ετικέτα της "αρείας φυλής".
Τελικά η φθήνια, φθήση της μνήμης, εξαπλώθηκε κι επιβραβεύτηκε μεταπολεμικά. Οι τοπικές κοινωνίες (και κάποιοι ήξεραν αφού το τρένο δεν σταμάτησε να κάνει διαδρομές και οι αγρότες όπως κι οι βοσκοί κι άλλοι, δεν σταμάτησαν τις πέριξ γεωργικές ασχολίες) δεν μίλησαν.
Μια πλάκα δεν μπήκε ποτέ σε κανέναν από αυτούς τους τάφους της ντροπής, όπου ο άνθρωπος γινόταν δωρεάν εργατικό δυναμικό (ο καπιταλισμός στην πιο άγρια του μορφή που έγραψε κι ο Μπρεχτ, παρόλο που ο ολοκληρωτισμός σε διαφορετικές όμως μορφές που δείχνουν ότι ο ναζισμός δεν σχετικοποιείται, προσέβαλλε όλες τις ιδεολογίες).
Ό,τι μπορεί να ρίξει σε κείνα τα πλάσματα που είχαν κάποτε όνειρα και φοβίες όπως κι εμείς λίγο λυτρωτικό φως, είναι η φράση του Ιούλιου Τζούσικ, μπροστά στις άδικες κάνες, κι ενώ ξημέρωνε -με τη βοήθεια νέων ανθρώπων όπως αυτός που έδωσαν τα πάντα και έχασαν τα πάντα- η λευτεριά για όλους, ακόμη και τους φασίστες. Φράση που διαπερνά τον χρόνο κι φτάνει πια ως ευθυτενής παράκληση, και στα δικά μας αυτιά: Ένα μονάχα σας ζητώ.
Να μην ξεχάσετε ποτέ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου