Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Ο μουσικός αντάρτης Πάνος Τζαβέλλας


«Σ’ αυτόν τον κόσμο το σκληρό (...) τον βάρβαρο κι απάνθρωπο που όλα πωλούνται κι αγοράζονται εγώ δεν συμμετέχω. Μόν’ κρούω την κιθάρα μου και τραγουδώ τα διαλεχτά και μελλούμενα» έγραψε ο Πάνος Τζαβέλλας. Κι αυτό έκανε.
 Αντάρτης σε όλη του ζωή. Και μουσικός. Μουσικός αντάρτης. Έφηβο ακόμη τον βρίσκει ο πόλεμος και οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. Από κει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ και αργότερα τον Δημοκρατικό Στρατό. «Χορεύαμε αγκαλιά με το Χάρο» έχει διηγηθεί ο ίδιος. Τραυματισμός, φυλακές και καταδίκες ακολουθούν έως και το τέλος της Χούντας. Πέρασε από τη φωτιά κρατώντας την κιθάρα του. Μας άφησε παρακαταθήκη τα τραγούδια του και φυσικά τα αντάρτικα. Τα κατέγραψε μέσα στις φυλακές και τα έμαθε σε όλο τον κόσμο. Για τον αντάρτη, το μουσικό, τον άνθρωπο Πάνο Τζαβέλλα διηγείται στο tvxs.gr και την Αγγελική Δημοπούλου η σύντροφος του στη ζωή και το τραγούδι Νατάσα Παπαδοπούλου Τζαβέλλα. πηγη tvxs
Με τον Πάνο γνωριστήκαμε το 1971 επί χούντας. Είχε μόλις βγει από τη φυλακή. Από τον Κορυδαλλό. Είχε καταδικαστεί 20 χρόνια από τη χούντα. Βγήκε έξω με ανήκεστο βλάβη. Είχε την ασθένεια Burgen (ενδοαρτιρίτιδα). Γι’ αυτό εξάλλου είχε πάει και στην ΕΣΣΔ – τον είχε στείλει το ΚΚΕ – για να εγχειριστεί αλλιώς θα πέθαινε. Αρρώστησε στη φυλακή από τις κακουχίες. Η ασθένεια αυτή κλείνει τις αρτηρίες και σου κόβουν τα άκρα. Ο Πάνος ήδη είχε χάσει ένα πόδι στον εμφύλιο του 1949. Εξάλλου γι’ αυτό τον έπιασαν επειδή τραυματίστηκε. Αλλιώς μπορεί να είχε φύγει κι αυτός στο εξωτερικό, να μην το είχα γνωρίσει ποτέ και να είχε αλλάξει τελείως η ιστορία.

Με τη σύντροφό του Νατάσα Παπαδοπούλου - Τζαβέλλα
Εγώ ήμουν τότε φοιτήτρια στην ανωτάτη εμπορική και τη σιχαινόμουνα τη σχολή. Αλλά έπρεπε να πάω σε μια σχολή. Ήθελα να βγω από το σπίτι. Έτσι ήταν τότε. Μου άρεσαν τα καλλιτεχνικά, η μουσική και το θέατρο, όμως. Τον Πάνο μου τον γνώρισε ο Κώστας Μανταίος, ο αδερφός του γαμπρού μου και δημοσιογράφου Πέτρου Μανταίου. Εκείνος ήταν φοιτητής – νεολαίος καταδικασμένος τότε στον Κορυδαλλό. Ήταν μαζί με τον Κιάο κι εκείνη την παρέα. Ήθελε να μου γνωρίσει τον Πάνο, σύντροφο αποφυλακισμένο τότε, που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε.

Τότε ο Πάνος ζούσε σε μια τρύπα στην Κυψέλη αλλά κι εκεί δεν σταματούσε τη μουσική. Μας έκανε χορωδίες. Και στη φυλακή δεν σταμάτησε ποτέ. Έκανε παραστάσεις θεατρικές. Με τον ζωγράφο Ασαντούρ Μπαχαριάν - μεγάλο κεφάλαιο κι αυτός. Έκανε τα σκηνικά ο Μπαχαριάν και ο Πάνος έγραφε τη μουσική. Στον Κορυδαλλό είχε κάνει χορωδία με τους νεολαίους. Εγώ ήμουν «ψώνιο» με το τραγούδι αν και δεν είχα ασχοληθεί μέχρι τότε. Εξάλλου όταν γνώρισα τον Πάνο ήμουν 21. Στα γενέθλιά μου, μου είχε στείλει γαρδένιες. Μετά τη σχολή έτρεχα στην παρέα στην Κυψέλη.
 
«Παράτησα την κιθάρα και πήρα το όπλο. Τώρα που τελείωσε η πάλη με τα όπλα, εγώ επέστρεψα στην πηγή. Επέστρεψα στην παιδική μου ηλικία κατά κάποιον τρόπο. Καλύτερα με το τραγούδι παρά με τις σφαίρες» Πάνος Τζαβέλλας
Τα αντάρτικα εγώ τα έμαθα με τον Πάνο. Ήξερα μόνο το Γιούπι για - για που μου τραγουδούσε ο πατέρας μου Αριστερός και αυτός. Το αντάρτικο τραγούδι το ανέστησε ο Πάνος. Το είχε ζήσει, το είχε βιώσει, το είχε καταγράψει μέσα στις φυλακές. Σε χαρτάκια, χαρτάκια, χαρτάκια... Το έμαθε σε όλο τον κόσμο...

Μου έλεγαν κι εμένα: «Εσύ βρε παιδί μου, μικρή κοπέλα, πως τα τραγουδάς με τόσο πάθος τα τραγούδια; Σαν να τα έχεις ζήσει». Δεν το λέω με έπαρση. Ίσως με είχε επηρεάσει ο Πάνος. Ζούσα με αυτόν τον άνθρωπο. Κι αυτό ήταν καταλυτικό.
Είναι παραγνωρισμένος ο Πάνος Τζαβέλλας. Του έλεγα κι εγώ: «λέγε τα τραγούδια σου». Ο κόσμος ξέρει τον «κυρ Παντελή» και το «Ξυπνήστε». Κι έχει γράψει τραγούδια... Τώρα ο Τεό Λαζάρου τα ξαναπερνά σε παρτιτούρες και λέει: «Αυτός ο άνθρωπος... Τι έχει γράψει;». Όλες τις παρτιτούρες τις έγραφε στο χέρι. Έκανε τις ενορχηστρώσεις ο ίδιος. Αφού είχα πάει μια φορά στο Σπανό και με ρώταγε: «Ποιος έχει κάνει αυτές τις ενορχηστρώσεις;». Του είπα «ο Πάνος» και δεν το πίστευε.
Έχει γράψει τραγούδια λυρικά, επικά, λαϊκά. Μουσικές και μελωδίες απίστευτες. Του άρεσε πάρα πολύ το ρεμπέτικο τραγούδι. Το αγαπούσε. Έγραφε οποιαδήποτε ώρα του ερχόταν. Στα περισσότερα τραγούδια οι στίχοι είναι δικοί του. Είχε την κιθάρα του και καθόταν συνήθως κάτω κι έγραφε. Πιο δεμένος ήταν νομίζω με τα τραγούδια του Φώτη Αγγουλέ. Είχαν δεσμό με τη φυλακή, τον πόνο, το κελί.

Με την κιθάρα του

Μουσικός κύκλος

Κομβική συνεργασία ήταν αυτή με τον Γιώργο Ζωγράφο. Από τις μεγαλύτερες φωνές που έχουν περάσει. Είχε έρθει κι ο ρεμπέτης Γιώργος Μουφλουζέλης κι είχαμε συνδέσει το ρεμπέτικο με το αντάρτικο. Πολύ καλή δουλειά που χάθηκε, δυστυχώς στη φωτιά (σ.σ. όταν κάηκε το σπίτι τους στην Πειραϊκή), ήταν το «Ιστορικέ ιστορίε» του Μποστ, μια λαϊκή όπερα. Ερχόταν εδώ κι ο Μποστ με τη γυναίκα του και κάναμε συζητήσεις.


Ιδιαίτερη σχέση είχε με τους Μαχαιρίτσα και Μπαχ (σ.σ. ο πιανίστας και συνθέτης Γιάννης Σπυρόπουλος) – που ήταν φοβερός πιανίστας κι αν αργούσε στις πρόβες του έκαναν πλάκα: «Ποιος είσαι; Ο Μπαχ;». Ζούσαν στην πλάκα. Σε φτωχή κατάστάση ήμασταν όλοι τότε. Τους πήγαινε φαγητό και καμιά φορά τους μαγείρευε. Ο Μπαχ ήταν μεγάλος καλλιτέχνης. Και είναι και καλός ζωγράφος. Πριν τη Χούντα ακόμη είχε γνωρίσει τους Λοΐζο και Λεοντή και τους έδενε φιλία. Ο Μίκης (σ.σ. Θεοδωράκης) ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα όπου εμφανιζόμασταν. Ανέβαινε πάνω στη σκηνή και τραγουδούσε αντάρτικα. Έφερνε και το γιο του το Γιώργο που τραγουδούσε καμιά φορά μαζί μας.

Με τον Μίκη Θεοδωράκη και το Γιώργο Θεοδωρόπουλο
Σοστακόβιτς

Στη Σοβιετική Ένωση είχε την τύχη να γνωρίσει τον Σοστακόβιτς. Ο Πάνος καθόταν στην αναπηρική καρέκλα και έπαιζε κιθάρα. Τραγουδούσε. Μαζευόταν ο κόσμος γύρω – γύρω. Τους αγωνιστές εξάλλου τους είχαν για μεγάλους ήρωες οι σοβιετικοί. Πράγμα φυσικό. Λένε λοιπόν στον Πάνο: «Έλα να σου γνωρίσουμε έναν συνάδελφό σου». Εκείνος φαντάστηκε πως θα είναι κάποιος μουσικός. Όταν όμως είδε τον Σοστακόβιτς έμεινε. «Να ανοίξει γη να με καταπιεί» μου έλεγε. «Εγώ συνάδελφος με τον Σοστακόβιτς;». Στη συνέχεια αλληλογραφούσαν αλλά δυστυχώς οι επιστολές χάθηκαν όταν κάηκε το σπίτι. Δυστυχώς χάθηκαν και οι χειρόγραφες παρτιτούρες του Πάνου.

Στη Σοβιετική Ένωση

Στης Πλάκας τα αντάρτικα λημέρια

Το 1972 έγινε η πρώτη συναυλία με δικά του τραγούδια. Πολιτικά. Ήταν γεμάτο ασφάλεια. Μετά με κάλεσε ο Μπάμπαλης στην ασφάλεια. Πήγα μόνη μου και δεν το είπα σε κανέναν. Εγώ πήγα άνετη. Δεν είχα συνειδητοποιήσει. Δεν ήμουν ψημένη σαν τον Πάνο. Δεν ήξερα τι θα αντιμετωπίσω. Μου είπαν ότι μου έκαναν φάκελο. Μου έλεγαν για το γαμπρό μου – που είχε συλληφθεί - και για τον Πάνο. Μου έλεγαν «που έμπλεξες» και τέτοια. Εγώ είπα: «αφού τα ξέρετε τι με καλέσατε;». Όταν πια βγήκα όμως κατάλαβα και έτρεμαν τα πόδια μου. Πήγα να λιποθυμήσω.

Στη Λήδρα

Μέχρι το 1973 -1974 ρίχναμε και κανένα αντιστασιακό. Τραγουδούσαμε και Μίκη. Τότε μαζί μας ήταν ο Άσιμος, ο Μπακαλάκος, ο Μάνος Αβαράκης – από τις μεγαλύτερες φυσαρμόνικες που υπάρχουν. Το 1973 ήμασταν στην Πέμπτη Εποχή. Το 1974 πήγαμε στο Λημέρι και το 1975 πήγαμε  - έως και το 1980 – στη Λήδρα. Τον ωραιότερο χώρο. Εκεί ερχόταν και ο Ηλίας Λογοθέτης. Με το κόκκινο φουλάρι του έλεγε τα ιταλικά, τα επαναστατικά. Πάντως η ασφάλεια ερχόταν. Κυρίως φόβιζαν τον κόσμο για να μη μπει μέσα.

Με τον Ηλία Λογοθέτη

Ερχόντουσαν πάρα πολλοί νεολαίοι από όλες τις παρατάξεις. Από την ΚΝΕ, από το Ρήγα Φεραίο από το ΠΑΣΟΚ. Φωνάζαν και μεταξύ τους. Και συνθήματα. «Το κόμμα μας το κόκκινο» και τέτοια. Ο Πάνος τους έλεγε: «Μην φανατίζεστε! Ο φανατισμός είναι τύφλωση». Στο τέλος έλεγε: «Το κόμμα μας το εργατικό» για να τελειώνουμε. Ήταν ακόμη οι ΚΚΕ Μ-Λ, οι μαοικοί κλπ. Κι όταν είσαι 20 βέβαια βράζει το αίμα σου. Όλα τα χρόνια που ήμασταν στην Πλάκα γινόταν χαμός. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε περάσει.

Με τη Σοφία Μαυροειδή- Παπαδάκη που έγραψε τον ύμνο του ΕΛΑΣ

Η περεστρόικα των Εξαρχείων

Στα Εξάρχεια, ήταν ένα μαγαζί που το είχε ο Θωμάς Χαλβατζής, αδελφός του Σπύρου Χαλβατζή του ΚΚΕ. Το πήραμε περίπου όταν έπεσε η Σοβιετική Ένωση και το ονομάσαμε Περεστρόικα. Το φτιάξαμε σαν μπουάτ. Κάτσαμε περίπου δυο χρόνια εκεί. Μετά πήγαμε στην Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών στην Τοσίτσα. Ήμασταν τρία άτομα χωρίς μικρόφωνα. Πάλι σε στιλ μπουάτ. Εκεί ερχόταν και η πρώτη σύντροφος του Μπελογιάννη. Μετά πήγαμε στο Κλωθώ στην Ιπποκράτους. Εκεί είχαμε φαγκότο και βιολοντσέλο, πιάνο και κιθάρα. Λέγαμε πολιτικό τραγούδι αλλά πια ήταν η εποχή της μπουάτ. Λέγαμε και περισσότερα τραγούδια του Πάνου. Το αντάρτικο είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα πια. Ήταν φυσιολογικό.

Με τον Λεωνίδα Κύρκο
 
Με το Χρόνη Μίσιο
Κάτω στην Πειραϊκή

Στην Πειραϊκή του άρεσε του Πάνου. Επί χούντας ήταν και παράνομος εδώ. Ήταν στην κάλυψη των μεγάλων στελεχών. Ήταν στο ΠΑΜ. Είχε και μια σύντροφο εδώ και ήξερε πολύ καλά την περιοχή. Εξάλλου μου έλεγε ότι οι γιατροί στη ΕΣΣΔ τον είχαν συμβουλεύσει να μείνει κοντά στη θάλασσα για κάνει μπάνιο και να νιώθει ευφορία και να βρει και μια νέα γυναίκα. Κι αυτός τα έκανε και τα δυο. «Όλα τα έκανες. Τίποτα δεν άφησες» τον πείραζα κι εγώ. Από το 1976 μένουμε σ’ αυτό το σπίτι.

Στη θάλασσα

Στα στέκια της Πειραϊκής κάναμε και δυο παραστάσεις κάθε βράδυ. Γινόταν χαμός. Νεολαίοι, παλιοί συγκρατούμενοι με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, αλλά και ξένα μέσα ερχόντουσαν με τις κάμερες. Μας καλούσαν και στο εξωτερικό. Είχαμε πάει Γερμανία. Βέβαια δεν μας καλούσαν παντού γιατί από το ΚΚΕ έλεγαν πως δεν είμαστε πια δικοί τους.

Όταν κάηκε το σπίτι μας στον Πειραιά ήταν μόνος του. Πως βγήκε μέσα από τη φωτιά; Έτρεξα στο σπίτι σαν τρελή. Καιγόταν ολόκληρο. Στην αρχή δεν τον βρίσκαμε πουθενά. Τελικά τον βρήκαμε στην ταράτσα. Είχε αγκαλιά την κιθάρα του...

Τα επίκαιρα

Ο «κυρ Παντελής» γράφτηκε το 1975. Το «Ξυπνήστε» το 1975. Κι όμως τα λόγια είναι τόσο επίκαιρα. Τα «Πρόβατα» το ίδιο: «Δεν ξαναπαίζω τον παπά/ μ’ αυτούς τους παπατζήδες/να μου τα παίρνουνε χοντρά/οι παληομπαταχτσήδες/Ροβόλατα, ροβόλατα/τα πράσινα τα πρόβατα/με τα γαλάζια χρώματα/Στο στάβλο δεν θα ξαναμπώ/μαζί με το κοπάδι/να με ταϊζουνε σανό/Ριγηλής και Εκάλη.

Τι θα έλεγε για σήμερα ο Τζαβέλλας; «Ξυπνήστε. Ξυπνήστε νέες, ξυπνήστε νιοί/βγέστε απ’ του τάφου τη σιωπή/δείτε του κόσμου τη ντροπή/γίνετε χίλιοι κεραυνοί/και κάψτε μας ή σώστε μας/γλιτώστε μας, ή θάψτε μας» που λέει και στο τραγούδι.
Θα πάλευε για μια μεγάλη Αριστερά ο Πάνος. Πρέπει να γίνει ένα καινούργιο ΕΑΜ. Αυτό θα έλεγε κι ο Πάνος. Ένα καινούργιο ΕΑΜ. Όλη η Αριστερά μαζί. Τα προβλήματα κοινά δεν είναι; Να ενωθούμε όλοι. Δεν γίνεται διαφορετικά.


Με τον Μανώλη Γλέζο

Ο Πάνος δεν σταμάτησε ποτέ. Ούτε την πολιτική δράση. Ούτε την πολιτική συζήτηση. Και τσακωνόταν. Είχε όμως και πολύ καλές σχέσεις με τους συναγωνιστές του από το ΚΚΕ. Δεν είχε εμπάθειες: «εγώ είμαι στο ΚΚΕ εσωτερικού – εσύ είσαι στο ΚΚΕ». Κάποιοι άλλοι είχαν. Εκείνος είχε σχέσεις. Τους έβλεπε, μιλούσαν. Πέρασαν μαζί μέσα από το θάνατο. Μέσα από φωτιά και σίδερο. Είναι λογικό. Έπειτα ο Πάνος καθόταν και στα κιόσκια που είχαμε. Έδινε φυλλάδια. Θυμάμαι ένα νέο παιδί που μου είπε: «Αφού είδα στο κιόσκι το Τζαβέλα θα ψηφίσω Συνασπισμό».

Με τη Διδώ Σωτηρίου

Το «όχι» στο Καστρί

Ο Ανδρέας Παπανδρέου μας είχε καλέσει στο Καστρί και είχε προτείνει στον Πάνο να τον κάνει βουλευτή Κοζάνης. Ο Παπανδρέου αναγνώρισε την εθνική αντίσταση κι έκανε πέντε πράγματα στην αρχή. Δεν είμαι απόλυτη. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να ήθελε να εκμεταλλευτεί την εθνική αντίσταση. Δεν ξέρω. Ο Πάνος πάντως είπε: «Όχι. Ευχαριστώ πολύ. Εγώ ανήκω σε άλλο χώρο. Δεν είμαι πολιτικός. Είμαι ένας απλός αγωνιστής. Ένας τραγουδοποιός».
 
«Ξυπνήστε κυρ Παντελήδες»

Μια ιδιαίτερη μουσική βραδιά διοργανώνεται στη μνήμη του αγωνιστή και τραγουδοποιού Πάνου Τζαβέλλα τη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου ακριβώς πέντε χρόνια από τη μέρα που έφυγε από τη ζωή. Την εκδήλωση διοργανώνει ο ρ/σ 105,5 Στο Κόκκινο.

Tο Μουσικό Σύνολο Ρωμιοσύνη υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Τεό Λαζάρου, η Καλλιόπη Βέττα, ο Ηλίας Λογοθέτης, η Μάνια Παπαδημητρίου, η Μαρία Ζαχαρή, η Νατάσσα Παπαδοπούλου-Τζαβέλλα, η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Νίκος Μποφίλιος, ο Σταύρος Ξένος και οι Magic De Spell συμμετέχουν με ξεχωριστές ερμηνείες των τραγουδιών του Πάνου Τζαβέλλα.
 
INFO
Ξυπνήστε κυρ Παντελήδες
Δευτέρα 27 Ιανουαρίου στις 20.30
Ρυθμός Stage, Μαρίνου Αντύπα 38, Ηλιούπολη
Λόγω του πολύ μεγάλου ενδιαφέροντος του κοινού
η εκδήλωση θα επαναληφθεί και στις 3 Φεβρουαρίου
στο Ρυθμό Stage, στις 20.30
Στην εκδήλωση φυσικά θα πούμε και αντάρτικα. Είναι στίγμα. Όμως θέλω να αναδείξω τα τραγούδια του Πάνου Τζαβέλλα. Μου έλεγε ο Αντώνης Μποσκοΐτης ότι μόνο για τον «κυρ Παντελή» και το «Ξυπνήστε» ο Τζαβέλλας θα έπρεπε να μπει στο πάνθεον των μουσικών.
Ήταν ένας άνθρωπος με δυο όψεις. Και ατσάλι και βελούδο. Ήταν ευαίσθητος. Έκλαιγε με τραγούδια που έκαναν με τον Φώτη Αγγουλέ. Αλλά ήταν και σκληρός και είναι λογικό. Είχε περάσει πάρα πολλά στη φυλακή. Δεν ήθελε να πετάμε φαγητό. Ήταν βίωμα. Είχε πεινάσει. Επίσης κοιμόταν χειμώνα – καλοκαίρι έξω. Για να νιώθει ελεύθερος. Είχε κομοδίνο με το φωτάκι του. Είχε τα χαρτιά του. Έγραφε, διάβαζε. Το χειμώνα φόραγε ένα γάντι για να μην κρυώνει το χέρι που κρατούσε το βιβλίο.


Ήταν προσγειωμένος ο Πάνος. Ήταν και πολύ καλός με τους μουσικούς. Κάναμε πρόβα εδώ και τους φιλοξενούσαμε κιόλας. Έπαιρνε και πολύ καλούς μουσικούς. Και τους ρωτούσε τους μουσικούς του. «Μήπως έχω κάνει κάποιο λάθος;». Δεν είχε έπαρση. Ρωτούσε τη γνώμη τους. Τους άκουγε. Και οι μουσικοί τον αγαπούσαν τον Πάνο.

Είχε στερηθεί πολλά. Είχε πάθος για ζωή. Κι είχε πάντα το αίσθημα της ελευθερίας. Το αποζητούσε. Κολυμπούσε πολύ. Σα δελφίνι. Τον έχανες. Χειμώνα – καλοκαίρι. Του άρεσαν τα ταξίδια. Όλα μας τα λεφτά τα χαλάσαμε στα ταξίδια. Μας έλεγαν «πάρτε κανένα άλλο σπίτι». Κι εμείς απαντούσαμε: «Τι να το κάνουμε; Δεν μας αρέσουν εμάς αυτά». Το δώμα μας και ταξίδια. Δυο φορές Ινδία, Θιβέτ, Νεπάλ, Κασμίρ, Πακιστάν, Μαρόκο, Κίνα. Πήγαμε στο Πεκίνο το 1986 που φορούσαν ακόμη τις μαοικές στολές. Ως κι εκεί έχει μεταφραστεί «Ο κυρ Παντελής». Στα κινέζικα.

Του άρεσε να μιλάει με τους νεολαίους. Ένας κιθαρίστας που είχαμε και τον λέγαμε «φρικιό», ο Δημήτρης, τον είχε πάρει μια φορά το 1980 να ακούσει «χέβι – μέταλ». Πέντε ημέρες ήταν κουφός. Έγινε και χαμός γιατί τους την έπεσαν οι μπάτσοι. Πήγε όμως. «Θέλω να πάω. Να ακούσω κάτι διαφορετικό. Να πάω μέσα στους νεολαίους. Να δω τι σκέφτονται. Πως λειτουργούνε» έλεγε. Ήθελε να ζήσει και ήταν και ροκ. Ανταρτο-ροκ!


Το εξώφυλο του βιβλίου Ανταρτο - Ροκ
Στον Πάνο άρεσε το ποδόσφαιρο. Δεν ήταν όμως οπαδός. Ούτε υποστήριζε συγκεκριμένη ομάδα. Ήταν φίλαθλος. Ήταν φίλος με τον Νίκο Αναστόπουλο, μεγάλο ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού. Κι ο Αναστόπουλος ο πατέρας ήταν παλιός Αριστερός. Έπαιρνε ο Νίκος τον Πάνο και με προσκλήσεις πήγαιναν στο γήπεδο. Βρέθηκε μέσα στη Θύρα 7 την ημέρα της μεγάλης τραγωδίας. Ώσπου να έρθει είχα τρελαθεί.

Το 2008 ήταν η τελευταία εμφάνισή του σε συναυλία. Ήταν ήδη πολύ άρρωστος. Ανέβηκε και είπε το «Φεγγαράκι». Κι όμως ήταν όρθιος. Και τώρα ακόμη άμα ζούσε – που θα κόντευε τα 89 – θα ήταν όρθιος και θα πήγαινε. Σε πορείες, σε εκδηλώσεις. Θα πήγαινε.

Σε μία από τις τελευταίες του πορείες

Η στιγμή που συγκλόνισε τον Πάνο Τζαβέλλα

Ο Πάνος αρρώστησε στη φυλακή. Τον πήγαιναν από τις φυλακές Αβέρωφ στο νοσοκομείο των κρατουμένων στον Άγιο Παύλο για του κάνουν έλεγχο. Μια φορά αναλαμβάνουν ένας δεσμοφύλακας και ο οδηγός του να τον πάνε. Ο οδηγός, ένα νέο παιδί, μιλάει άσχημα για τον Πάνο και λέει: «Αυτόν τον Βούλγαρο εγώ δεν τον αγγίζω». Κάποια στιγμή όμως τον ρωτάει από που είναι. Απαντά ο Πάνος ότι είναι από την Κοζάνη. Ο οδηγός είναι κι αυτός από την Κοζάνη. Του λέει λοιπόν το όνομά του. Και πιο ήταν αυτό το παιδί; Ένα παιδί ανταρτών – είχε κάνει και σύνδεσμος - που σκοτώθηκαν οι δικοί του και τον πήραν με τα «παιδιά της Φρειδερίκης» και το έκαναν φασιστάκι. Όταν κατάλαβε ότι μιλούσε με τον Πάνο Τζαβέλλα το παιδί έβαλε τα κλάματα και ζητούσε συγνώμη. Ο Πάνος του έλεγε «δεν πειράζει». Συγκλονίστηκε όμως βαθιά από την ιστορία αυτού του παιδιού και ως συγκλονιστική μου τη διηγήθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου