Αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στο φύλο της Κυριακής 7 Ιουνίου, τότε ένα νέο μείζον πρόβλημα παρουσιάζεται ως ορατός κίνδυνος στο πρόγραμμα των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού το οποίο έχει στοιχίσει στον Έλληνα φορολογούμενο ουκ ολίγα μέχρι σήμερα και το τέλος του σίριαλ κάθε άλλο παρά ορατό είναι.
Σύμφωνα λοιπόν με το δημοσίευμα που υπογράφεται από τον Τάσο Τέλλογλου (οι εμφάσεις έχουν προστεθεί):
«… η ThyssenKrupp Marine Systems, που δύο εβδομάδες μετά τη συνάντηση με την αντιπροσωπεία του Πολεμικού Ναυτικού, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», κατέστησε σαφές στην ηγεσία του υπουργείου Άμυνας, ότι παροχή εγγυήσεων και αγωγές για απαιτήσεις έναντι των συμβάσεων, εκ μέρους του ελληνικού δημοσίου, αποτελούν ασυμβίβαστα.
»Η άρνηση της γερμανικής πλευράς να χορηγήσει εγγύηση καλής λειτουργίας του κατασκευαστή ακυρώνει στην ουσία την προσπάθεια του υπουργείου Άμυνας και του Πολεμικού Ναυτικού να παραλάβουν τα υποβρύχια «προσπερνώντας» το θέμα των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά και φυσικά καθιστά κενή περιεχομένου την απόφαση του ελληνικού Κοινοβουλίου, που στηρίζεται σε δεδομένα τα οποία δεν υφίστανται πλέον».
Αν οι πληροφορίες του δημοσιεύματος επαληθευθούν (και ελπίζουμε όχι στην πράξη) τότε το ελληνικό δημόσιο θα επιβεβαιώσει πανηγυρικά, για πολλοστή φορά, ακόμη και τη μνημειώδη ανικανότητά του να λειτουργήσει ως απαιτητικός – δηλαδή σοβαρός και… φυσιολογικός στα διεθνή δεδομένα – πελάτης.
Είτε αρέσει ή είναι αποδεκτό είτε όχι, η παροχή εγγυήσεων καλής λειτουργίας από τον κάτοχο και πάροχο της τεχνογνωσίας και κατ’ ουσίαν κατασκευαστή κάθε προϊόντος, ιδιαίτερα αν είναι πολύ υψηλή, δεν είναι επιθυμητή, αλλά ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΟ, που διασφαλίζει τον αγοραστή ο οποίος καταβάλλει και τα χρήματα. Η δε έλλειψη τους αφενός δημιουργεί αμφιβολίες τόσο για την ποιότητα και την κατάσταση του τελικού προϊόντος, αλλά το κυριότερο επιβαρύνει σημαντικά το κόστος στην εν συνεχεία υποστήριξη και συντήρηση του.
Άραγε, καθένας από εμάς, θα αγόραζε με τα προσωπικά του χρήματα ένα αγαθό υψηλής αξίαςχωρίς την εγγύηση του κατασκευαστή;
Πόσοι από εμάς έχουν άραγε διαπιστώσει πόσο «αλμυρά» στην τιμή είναι τα ανταλλακτικά, για παράδειγμα στα αυτοκίνητα, μόλις λήξει η περίοδος εγγύησης, ή όταν η βλάβη ή η ζημία δεν καλύπτεται από την εγγύηση;
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μιλάμε για αυτοκίνητα, αλλά για υποβρύχια τα οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν συστήματα που αποτελούν επτασφράγιστο μυστικό του κατασκευαστήκαι για τα οποία η εγγύηση είναι επιβεβλημένη.
Άραγε, ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για τη μη παροχή εγγύησης καλής λειτουργίας του συστήματος αναερόβιας πρόωσης (AIP) το οποίο αποτελεί με διαφορά το πιο «μαύρο» κουτί από τα «μαύρα κουτιά» που υπάρχουν στα υποβρύχια;
Εξάλλου, η παροχή των εγγυήσεων καλής λειτουργίας ήταν ένας από τους λόγους για τη σύγκρουση μεταξύ της παρούσας ιδιοκτησίας των ΕΝΑΕ και της TKMS/HDW το καλοκαίρι του 2011. Οι Γερμανοί στο πλαίσιο της σύμβασης υποκατασκευής που είχαν συνάψει οι ίδιοι… με τον εαυτό τους (τότε είχαν ακόμη την ιδιοκτησία των ΕΝΑΕ), είχαν μεταβιβάσει τις εγγυήσεις καλής λειτουργίας στα ΕΝΑΕ τα οποία μην έχοντας πρόσβαση στην τεχνογνωσία και την τεχνολογία, πολύ απλά δεν μπορούσαν να τις αναλάβουν ούτε φυσικά να αντιμετωπίσουν το όποιο πρόβλημα.
Ακόμη όμως πιο αξιοπερίεργος, είναι ο χειρισμός από την ελληνική πλευρά και ιδιαίτερα η χρονική επιλογή της έγερσης απαιτήσεων στο διεθνές διαιτητικό δικαστήριο. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία πρέπει να σημειώσουμε ότι μέχρι σήμερα ούτε έχουν διαψευστεί ούτε επιβεβαιωθεί από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, η μεγα-αγωγή του δημοσίου κατά των TKMS/HDW/Privinvest κατετέθη αυτοτελώς και όχι στο πλαίσιο της εξελισσόμενης ήδη διαδικασίας. Δηλαδή, σα να μην έχει σχέση το ένα με το άλλο!
Δεν θα ήταν προτιμητέο η κατάθεση της αγωγής να γίνει μετά την παραλαβή του πρώτου τουλάχιστον από τα υποβρύχια Type 214, ώστε να έχει αποσαφηνιστεί και στην πιο μικρή του λεπτομέρεια το τι θα πρέπει να γίνει, ώστε τα υποβρύχια να παραδοθούν πλήρως αξιόπλοα και αξιόμαχα, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της σύμβασης και σε κατάσταση που ο κάτοχος και πάροχος της τεχνογνωσίας να δίδει εγγυήσεις καλής λειτουργίας;
Κυνικό, πονηρό ή όπως άλλως μπορεί να χαρακτηριστεί, αλλά σίγουρα το πιο πρακτικό και δίκαιο, αφού θα διασφάλιζε τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και των φορολογουμένων που έχουν πληρώσει πανάκριβα κορυφαία οπλικά συστήματα, χωρίς να τα βλέπουν να ενισχύουν τον στόλο του Πολεμικού Ναυτικού.
Δυστυχώς, φαίνεται ότι ακόμη και σήμερα τα λάθη του παρελθόντος δεν έχουν γίνει μαθήματα.
Η ελληνική πλευρά έχασε, για λόγους που ακριβώς γνωρίζει μόνο η τότε κυβέρνηση που τότε έλαβε… ή δεν έλαβε τις σχετικές αποφάσεις, την ευκαιρία να «καθαρίσει» το ζήτημα των υποβρυχίων, έχοντας το «πάνω χέρι» καταγγέλλοντας τη σύμβαση, χρονικά περίπου την περίοδο 2006-2008, όταν δηλαδή είχε διαπιστωθεί στην πράξη ότι το πρωτότυπο «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» δεν ανταποκρίνονταν στις τεχνικές και επιχειρησιακές προδιαγραφές της σύμβασης.
Αυτό, όπως είναι σε όλους μας γνωστό όχι μόνο δεν έγινε, αλλά όταν το ελληνικό δημόσιο ζήτησε την αξιολόγηση του «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» από τις αρμόδιες γερμανικές αρχές και στη συνέχεια έλαβε τη βεβαίωση περί αξιόπλοου και συμμόρφωσης με τις προδιαγραφές, σταμάτησε να τηρεί τις οικονομικές του υποχρεώσεις με αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο του 2009 η TKMS/HDW να καταγγείλει αυτή τη σύμβαση! Ή για να το πούμε απλώς εκεί που μας χρωστάγανε μας ζητούσαν και το βόδι!
Ακολούθησε ένας αναγκαστικός συμβιβασμός με τον περιβόητο Νόμο Βενιζέλου και πολλά άλλα τα οποία θα αναλύσουμε σε επόμενα σημειώματα.
Προς το παρόν, θα σημειώσουμε ότι το ζήτημα της παροχής ή μη εγγύησης καλής λειτουργίας από τον ουσιαστικό κατασκευαστή ΔΕΝ αποτελεί λεπτομέρεια, αλλά καίριο ζήτημα που μπορεί να εκθέσει το ελληνικό Δημόσιο σε μεγάλους κινδύνους. Κατά συνέπεια, απαιτείται από τους αρμόδιους τουλάχιστον άμεση απάντηση στο αν υφίσταται ή όχι ως ζήτημα και το κυριότερο, εάν υφίσταται πως θα αντιμετωπιστεί.http://www.defence-point.gr/news/?p=104476
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου