Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Τα παιδιά από τη Βραζιλία: Ποδόσφαιρο, πολιτική και μια θρησκεία στα χέρια πολυεθνικών, του Γιάννη Νικολόπουλου

soccer-udi-peledΤο λεωφορείο της Εθνικής Ομάδας Ποδοσφαίρου της Βραζιλίας βγαίνει από τις προπονητικές εγκαταστάσεις και γίνεται στόχος διαδηλωτών εκπαιδευτικών που αποδοκιμάζουν έντονα: «Θέλουμε σχολεία και δουλειές, όχι Μουντιάλ», φωνάζουν οι εκατοντάδες συγκεντρωμένοι. Ο προπονητής του «αντιπροσωπευτικού» συγκροτήματος, Λουίς Φελίπε «Φελιπάο» Σκολάρι προσπαθεί, λίγες ώρες μετά, να βάλει τα πράγματα στην υποτιθέμενη θέση τους: «Εμείς (σ.σ.: η Εθνική Ομάδα) παίζουμε ποδόσφαιρο και πρέπει να είμαστε συγκεντρωμένοι σε αυτό. 

Η πολιτική είναι για τους πολιτικούς και τις αποφάσεις τους». Αν ο Φελιπάο ήθελε να συνεχίσει να συντηρεί την κακή εικόνα που έχει γι” αυτόν μεγάλη, η μεγαλύτερη ίσως μερίδα της βραζιλιάνικης κοινωνίας, το πέτυχε. Στη Βραζιλία το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ ξεκομμένο από την πολιτική –και κυρίως από την κοινωνία–, όπως εξάλλου και η πολιτική από το ποδόσφαιρο. Για την ακρίβεια, το πρώτο καθόρισε τη δεύτερη και η δεύτερη το πρώτο, με τρόπο που δεν συνέβη (και δεν συμβαίνει) πουθενά αλλού.
Μέρος 1ο: Οι δερμάτινες μπάλες των άγγλων μεταναστών και η πούδρα του Τίγρη
Όταν ο άγγλος εργάτης Τσαρλς Μίλερ έφθασε στη Βραζιλία, το 1894, κρατώντας υπό μάλης δύο βαριές δερμάτινες ποδοσφαιρικές μπάλες, δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια. Οι άγγλοι μετανάστες εργάτες του Σάο Πάολο, με πρωτοβουλία του Μίλερ, δίνουν, την ίδια χρονιά, αγώνα επίδειξης του «περίεργου» αθλήματος και η Βραζιλία μοιάζει να παίρνει φωτιά από μια απειροελάχιστη σπίθα. Μέσα σε μια δεκαετία η χώρα γεμίζει μικρά και μεγάλα αυτοσχέδια γήπεδα, ιδρύονται διαδοχικά εκατοντάδες ποδοσφαιρικοί σύλλογοι και όμιλοι και όλοι μοιάζουν να κινούνται γύρω από τη στρογγυλή θεά. Όλοι; Τα πρώτα χρόνια του ποδοσφαίρου στη χώρα είναι και τα πρώτα μιας δύσκολης πορείας απογαλακτισμού από την επικυριαρχία της Πορτογαλίας. Η χώρα αδιαφορούσε, αρνιόταν ή δίσταζε να αφήσει πίσω της ένα παρελθόν κοινωνικών και φυλετικών αποκλεισμών, ρατσισμού και μισαλλοδοξίας, παραμένοντας αγκυλωμένη σε ένα σύνολο οξέων εσωτερικών διαιρέσεων, που σε πολλά σημεία επιβιώνουν ακόμη σχεδόν αναλλοίωτες.
Οι μαύροι, οι ιθαγενείς και οι μιγάδες ήταν πολίτες τρίτης και τέταρτης κατηγορίας, μέχρι τη στιγμή που το ποδόσφαιρο προκάλεσε τις πρώτες ρωγμές στο πολιτικο-οικονομικό σύστημα της «λευκής» Βραζιλίας. Οι πρώτοι αποδεκτοί –ως κάτι περισσότερο από υποζύγια στις φυτείες και στα ορυχεία– μαύροι ήταν ποδοσφαιριστές, με κορυφαίο τον επιθετικό Αρτούρ Φριντεράιχ, τον επονομαζόμενο Τίγρη, για την ευχέρειά του στο σκοράρισμα, και μιγάδα γιό ενός γερμανού μετανάστη και μιας μαύρης πλύστρας.
Ο Φριντεράιχ θα επιβληθεί ως βασικός επιθετικός στην Φλαμένγκο, το 1917, έπειτα από συλλαλητήριο των οπαδών. Θα γίνει λαϊκός ήρωας το 1919, όταν η Βραζιλία θα κατακτήσει, με δικό του γκολ, το Κόπα Αμέρικα. Και θα γίνει αντικείμενο λατρείας το 1921, όταν η Βραζιλία θα χάσει το Κόπα Αμέρικα, επειδή όλοι οι μαύροι ποδοσφαιριστές θα έχουν αποκλειστεί από τoυς τελικούς της διοργάνωσης, με εντολή του Προέδρου της χώρας Πεσσόα, που θεωρεί τους μαύρους, «προσβολή στην εικόνα του Έθνους». Εξαιτίας του Φριντεράιχ θα σταματήσει και μια άκρως ρατσιστική και άνωθεν επιβληθείσα «συνήθεια» των μαύρων ποδοσφαιριστών: Να βάζουν πριν από τους αγώνες αλλεπάλληλα στρώματα πούδρας στο πρόσωπό τους, προκειμένου να δείχνουν λευκοί. Ο Φριντεράιχ καθυστερούσε πάντα να βγει στο γήπεδο, επειδή περνούσε ώρες ολόκληρες πουδράροντας το πρόσωπό του. Η καθυστέρηση αυτή έφερνε, με τη σειρά της, καθυστέρηση στην έναρξη των αγώνων και ταυτόχρονα εκνευρισμό και αγανάκτηση στα πλήθη των οπαδών, που είχαν συγκεντρωθεί στις κερκίδες προκειμένου να αποθεώσουν το είδωλό τους. Η συνήθεια κόπηκε τελικά, λόγω και του εκνευρισμού των θεατών, αλλά και της σταδιακής αποδοχής των μαύρων παικτών από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, τις ομάδες και τον Τύπο.
Μέρος 2ο: Το Μαρακανάζο και ο άνθρωπος που πούλησε το ποδόσφαιρο κομμάτι-κομμάτι
Το ποδοσφαιρικό τρένο της Βραζιλίας είχε μπει στις ράγες του. Στους πολλούς σταθμούς της διαδρομής του, που καθόρισαν και την βραζιλιάνικη κοινωνική και πολιτική ζωή υπήρξαν ορισμένες εμβληματικές στάσεις.
Στάση 1η, 1950. Η Βραζιλία διοργάνωσε το πρώτο μεταπολεμικό Μουντιάλ και ηττήθηκε στο θεωρούμενο τελικό– ίσχυε βαθμολογικό σύστημα διεξαγωγής και της αρκούσε η ισοπαλία – από την Ουρουγουάη, μέσα στο Μαρακανά, μπροστά σε πάνω από 200.000 θεατές. Είναι το περιβόητο «Μαρακανάζο», η απώλεια του τροπαίου Ζιλ Ριμέ, που βιώθηκε ως συλλογική τραγωδία και μαζικό πένθος, ένα σοκ που ακόμη και σήμερα, 64 χρόνια μετά, στοιχειώνει τους Βραζιλιάνους.
Η ήττα αυτή στάθηκε αφορμή τεκτονικών αλλαγών πρώτα στην Εθνική Ομάδα, έπειτα στην ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, και κατόπιν στην ούτως ή άλλως ασταθή και παλινδρομούσα μεταξύ δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων και δικτατορικών καθεστώτων, κεντρική πολιτική σκηνή. Η κατάκτηση του τροπαίου Ζιλ Ριμέ έγινε αυτοσκοπός, η χώρα, που είχε αναγάγει σε ενοποιητικό της στοιχείο το ποδόσφαιρο δεν θα έχανε ξανά την ευκαιρία, και ας μεσολάβησαν 8 ακόμη χρόνια και ένα αποτυχημένο Μουντιάλ για να τα καταφέρει.
Η πιο γνωστή κληρονομιά αυτών των αλλαγών είναι η απολύτως αναγνωρίσιμη κιτρινοπράσινη φανέλα της Σελεσάο, που αντικατέστησε, με τα χρώματα του Αμαζονίου, την «καταραμένη», λευκή φανέλα, την οποία – φευ!- είχε επιβάλει, ως έμβλημα, η πορτογαλικών καταβολών, λευκή αριστοκρατία του Σάο Πάολο και του Ρίο ντε Τζανέιρο. Η Βραζιλία, όμως προχωρούσε και μέσα από τις αντιφάσεις και τις διαιρέσεις της. Ο αποδιοπομπαίος τράγος της αποτυχίας του 1950 ήταν ο τερματοφύλακας της ομάδας, Μπαρμπόσα, ο οποίος πλήρωσε τη νύφη και διασύρθηκε ποικιλοτρόπως, πέφτοντας σε κατάθλιψη και χρόνια εξάρτηση από το αλκοόλ, όχι μόνο επειδή δεν απέκρουσε την μπάλα στο δεύτερο, νικητήριο γκολ της Ουρουγουάης, αλλά και επειδή ήταν μαύρος…
Στάση 2η, 1974. Η Βραζιλία έχει κατακτήσει το τρόπαιο Ζιλ Ριμέ, τρεις φορές, (1958, 1962, 1970), παίζοντας θεαματικό ποδόσφαιρο, το jogo bonito, και γεννώντας μύθους του αθλήματος, με αποκορύφωμα το Μουντιάλ του Μεξικού (Γκαρίντσα, Πελέ, Ζαϊρζίνιο, Ριβελίνο, Τοστάο, Ζέρσον). Η χρονιά αυτή, όμως, σημαδεύεται από μια αλλαγή σκυτάλης στην κορυφή της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA).
Ο βραζιλιάνος Ζοάο Χαβελάνζε αναλαμβάνει Πρόεδρος και δίνει από την πρώτη στιγμή, το –στην κυριολεξία– στίγμα του, παραφράζοντας τη διάσημη ρήση του Κλεμανσό  για τον πόλεμο και τους στρατιωτικούς: «Το ποδόσφαιρο είναι πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια των προπονητών και των ποδοσφαιριστών». Και συνεχίζει στο ίδιο πνεύμα: «Αναλαμβάνω επικεφαλής της FIFA με μοναδικό στόχο να πουλήσω στον κόσμο το προϊόν ‘’ποδόσφαιρο’’». Το είπε και το έκανε. Μόνο που στην πραγματικότητα πούλησε το ποδόσφαιρο στις πολυεθνικές. Αν τα πρώτα σημάδια εμπορευματοποίησης είχαν φανεί από τη δεκαετία του 1960, η FIFA του Χαβελάνζε οριστικοποίησε την μετατροπή της Ομοσπονδίας σε έναν οίκο «αξιολόγησης», εμπορίου και «μετοχοποίησης» του ποδοσφαίρου: ένα υβρίδιο Moody’s, Wall Street και κλειστού club εκλεκτών μελών μιας ελίτ, που, ακόμη και αν δεν είχε κλωτσήσει ποτέ μια μπάλα, ήθελε να καθορίσει επακριβώς την πορεία και κυρίως τα κέρδη αυτής της μπάλας.
Ο Χαβελάνζε έγινε ο αγαπημένος των πολυεθνικών εταιριών, ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι οι «γνωστές εταιρίες αθλητικών ειδών» και έβαλε τις βάσεις για την μετεξέλιξη του σύγχρονου ποδοσφαίρου, για την ακρίβεια, της διοίκησής του, σε παγκόσμιο Πακτωλό χρήματος, διαφθοράς και καταπίεσης (αυτό, σε ό,τι αφορά τη Βραζιλία, θα εξηγηθεί παρακάτω).  Όπως  έγραψε παλιότερα ο απηυδισμένος από την τροπή των ποδοσφαιρικών πραγμάτων Εντουάρντο Γκαλεάνο «από τη χώρα της χαράς του ποδοσφαίρου βρέθηκε ο άνθρωπος που πούλησε το ποδόσφαιρο κομμάτι – κομμάτι».
Μέρος 3ο: Η Δημοκρατία της Κορίνθιανς και το παιδί της φαβέλας
Στάση 3η, αρχές της δεκαετίας του 1980 έως το 1986. Η ίσως πιο απολαυστική όλων των εποχών Βραζιλία αποκλείεται άδοξα στο Μουντιάλ του 1982 από τα γκολ του Πάολο Ρόσι, ενώ στη χώρα μια από τις στυγνότερες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής παραπαίει, λόγω της ογκούμενης λαϊκής δυσαρέσκειας και των συνεχιζόμενων εξεγέρσεων και καταλήψεων σε εργοστάσια και φαβέλες. Το ποδόσφαιρο, ή για την ακρίβεια μια συγκεκριμένη ποδοσφαιρική ομάδα, διαδραματίζει το δικό του ρόλο στην τελική, μάλλον «βελούδινη», πτώση της δικτατορίας που θα έρθει το 1985-1986.
Με τα λόγια ενός εκ των πρωταγωνιστών, του αείμνηστου Σόκρατες, από παλιότερη συνέντευξή του: «Το 1964, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία ήμουν 10 ετών. Είδα τον πατέρα μου να καίει βιβλία για τους Μπολσεβίκους και την Επανάσταση στη Ρωσία, και αυτό ήταν ένα γεγονός που φούντωσε το ενδιαφέρον μου για την πολιτική. Υπήρξα ‘’παιδί της δικτατορίας’’, έχασα φίλους και συμμαθητές που αυτοεξορίστηκαν ή έχασαν τους γονείς τους στις φυλακές, ή κρύβονταν και έπρεπε να αποδράσουν από τη χώρα (…). Σπούδασα ιατρική και έπαιξα ποδόσφαιρο, επειδή είχα και την οικονομική δυνατότητα και το πάθος, αλλά πάντα είχα στραμμένο το βλέμμα μου στις κοινωνικές αδικίες (…)».
Ο Σόκρατες θα μεγαλουργήσει με τη φανέλα της Κορίνθιανς, της ομάδας των εργατών του Σάο Πάολο, και μαζί με έναν όμιλο πολιτικοποιημένων συμπαικτών του, θα πρωταγωνιστήσει σε ένα δημοκρατικό πείραμα πρωτοφανών διαστάσεων εντός και εκτός της ομάδας, την περίφημη Δημοκρατία της Κορίνθιανς: «Αποφασίζαμε για τα πάντα, όλοι οι εμπλεκόμενοι με την ομάδα. Από τον πρόεδρο έως το παιδί για τα ρούχα και τους φροντιστές. Όλοι είχαν λόγο για τα πεπραγμένα της ομάδας, όλοι είχαν μια ψήφο. Καταλήγαμε έπειτα από συζήτηση σε τρεις προτάσεις για κάθε θέμα, από το τι θα περιλαμβάνει το γεύμα της ημέρας έως το πρόγραμμα προπονήσεων. Έπειτα ψηφίζαμε και ακολουθούσαμε την επιλογή της πλειοψηφίας. Δεν υπήρξαν προβλήματα, δεν παραπονέθηκε ποτέ κανείς».
Η Δημοκρατία της Κορίνθιανς σύντομα θα σπάσει τα στενά όρια των αποδυτηρίων της ομάδας, με τη βοήθεια των οπαδών και ενός διαφημιστή. Ο τελευταίος θα υποστηρίξει ότι αυτή η πρωτοβουλία θα μπορούσε να συμβάλει στη διάδοση ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών αιτημάτων, σε μια Βραζιλία που έβραζε εναντίον της δικτατορίας. Και έτσι θα γίνει. Οι ποδοσφαιριστές θα φορούν φανέλες με αντιδικτατορικά, δημοκρατικά ή κοινωνικά μηνύματα, με αποκορύφωμα, το 1983, την παρότρυνση προς τους πολίτες να ψηφίσουν στις πρώτες ημι-ελεύθερες εκλογές για γερουσιαστές και περιφερειακά συμβούλια. «Στις 15 ψηφίζουμε», έγραφαν οι φανέλες και οι οπαδοί αποθέωναν.
Έναν χρόνο μετά, και ενώ στο υπό στρατιωτική επιτήρηση Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο διεξαγόταν μια θυελλώδης συζήτηση για τροποποιήσεις στο –δικτατορικής έμπνευσης– ‘’Σύνταγμα’’ της χώρας, τροποποιήσεις που θα επέτρεπαν τη διεξαγωγή εθνικών και προεδρικών εκλογών, ο Σόκρατες θα απευθυνθεί σε ένα πλήθος 1,5 εκ. συγκεντρωμένων διαδηλωτών, που ζητούσαν «Δημοκρατία», και θα απαιτήσει και αυτός «το Κοινοβούλιο να ακούσει τη φωνή του λαού, τη φωνή των Βραζιλιάνων», προχωρώντας σε μια προσωπική εξομολόγηση: Αν και είχε συμφωνήσει να συνεχίσει την ποδοσφαιρική του καριέρα στην Ιταλία, θα απέρριπτε το συμβόλαιο και θα έμενε στη Βραζιλία, εφόσον το Κοινοβούλιο αποφάσιζε να προχωρήσουν οι συνταγματικές αλλαγές και να διεξαχθούν οι γενικές εκλογές. Το Κοινοβούλιο καταψήφισε τη συνταγματική αναθεώρηση, ο Σόκρατες έφυγε για την Ιταλία, η Δημοκρατία της Κορίνθιανς, χάνοντας τον πρωτεργάτη της, σύντομα φθάρηκε. Όμως η επάνοδος της χώρας στη δημοκρατία είχε προδιαγραφεί.
Στάση 4η, και τελευταία πριν το σήμερα. 1998. Η Βραζιλία επιστρέφει ταπεινωμένη στη βάση της, έχοντας υποστεί ένα μικρό, τηρουμένων των αναλογιών, «Μαρακανάζο», στο Μουντιάλ της οικοδέσποινας, και πρωταθλήτριας Κόσμου στον τελικό του Παρισιού, Γαλλίας. Για περίπου τρία χρόνια, σχεδόν μοναδικό θέμα δημόσιας συζήτησης (που φτάνει μέχρι τις αίθουσες του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου, και μιας εξεταστικής Επιτροπής που συστήνει το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, καθώς διεξάγεται κανονική έρευνα για τα αίτια, τις ευθύνες και τους υπευθύνους της ήττας), είναι ένα: Έπρεπε ή όχι να παίξει ο φανερά καταβεβλημένος και εκτός τόπου και χρόνου, Ρονάλντο στον τελικό; Και σε δεύτερη φάση: Ποιες ήταν οι ευθύνες της «γνωστής εταιρίας αθλητικών ειδών», χορηγού της Εθνικής Ομάδας, για την αφόρητη (όπως ανέφεραν έγγραφες μαρτυρίες παικτών) πίεση που ασκούσαν διαπιστευμένα μέλη της μέσα στην ομάδα; Ποιες οι ευθύνες αντίστοιχα της πανίσχυρης CBF, της ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της χώρας, και του πανταχού παρόντα Προέδρου της, Ρικάρντο «Tefal» Τεϊσέιρα, γνωστού για τις εκλεκτικές σχέσεις του με τον Χαβελάνζε, κυρίως δε για τις αλλεπάλληλες ιστορίες διαφθοράς, χρηματισμού και δωροδοκιών, οι οποίες …ίσα που τον άγγιζαν – εξού και …Tefal; (σ.σ.: Ποια άλλη χώρα θα έφθανε σε αυτό το σημείο, να διεξάγονται δύο έρευνες για μια ποδοσφαιρική ήττα, αν δεν ήταν το ίδιο το ποδόσφαιρο κάτι περισσότερο από ένα παιχνίδι για αυτή την χώρα;)
Αν και οι δύο έρευνες, η δικαστική και η κοινοβουλευτική, θα κλείσουν όπως όπως, με πρόσχημα την …ανέφελη συμμετοχή της Βραζιλίας στο επικείμενο Μουντιάλ του 2002, και χωρίς να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα για το τι πραγματικά συνέβη στη Γαλλία, ο σάλος της απώλειας του 1998 έφερε στον αφρό μια ρήξη που υπέφωσκε στις τάξεις των πλέον αρμόδιων: των ίδιων των ποδοσφαιριστών. Πρωταγωνιστές αυτής της διαμάχης ο Ρομάριο και (ποιος άλλος!;) ο Πελέ.
Ο Ρομάριο, τραυματίας ων, δεν συμμετείχε στο Μουντιάλ. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να τοποθετηθεί δημόσια και θαρραλέα για τις αιτίες της κακοδαιμονίας. «Φταίνε οι πολυεθνικές, η Ομοσπονδία, τα συμβόλαια των χορηγών, που μας επιβάλλουν να παίζουμε τόσα πολλά παιχνίδια μέσα στη σεζόν και να τρέχουμε δεξιά και αριστερά για την προώθηση των προϊόντων τους. Αυτά δεν έχουν σχέση με το ποδόσφαιρο. Μας έχουν ξεζουμίσει!», ξεσπάθωσε ο Ρομάριο – και αμέσως έγινε κόκκινο πανί για όλες τις ελίτ της χώρας, που ούτως ή άλλως δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά μαζί του.
Το «παιδί της φαβέλας», όπως τον βάφτισαν οι παρατρεχάμενοι της βραζιλιάνικης Ομοσπονδίας και μερίδα του Τύπου, προσπαθώντας να τον υποτιμήσουν και να τον υποβιβάσουν, λόγω της πάμφτωχης και ταπεινής καταγωγής του από τις φαβέλες του Ρίο, συνέχισε να τα χώνει για καιρό και κατά πάντων, βάζοντας στο στόχαστρό του και τον Πελέ. Το πάλαι ποτέ «μαύρο διαμάντι», ως συνήθως και όντας ο ίδιος το πρόσωπο – εμπορικό σήμα δεκάδων εταιριών, προσπαθούσε να αμβλύνει τις γωνίες, να «συμβιβάσει» τα πράγματα και να καταλαγιάσει τις φωνές κριτικής. «Πελέ, έχεις καταντήσει κλόουν των εταιριών και όταν δεν μιλάς είσαι σκέτος ποιητής», τον αφόρισε, κάποια στιγμή ο Ρομάριο, με τη βεντέτα να κρατάει σαν παλιά κολόνια ακόμη και σήμερα – όπως θα δούμε παρακάτω.
Το αποτέλεσμα της δημόσιας στάσης του Ρομάριο φάνηκε λίγο πριν το Μουντιάλ του 2002. Ο «Φελιπάο» Σκολάρι, προπονητής και τότε όπως και σήμερα της Εθνικής Βραζιλίας, δεν συμπεριέλαβε στην αποστολή τον – σε έξοχη φόρμα, παρά τα 36 χρόνια του, – επιθετικό επικαλούμενος την ηλικία του και το δύστροπο χαρακτήρα του. Ο Ρομάριο, πικραμένος δεν είχε αμφιβολίες για το τι πραγματικά συνέβη : «Με έκοψαν οι χορηγοί, επειδή δεν κρατώ το στόμα μου κλειστό», ξέσπασε.
Το κοινωνικό «Μαρακανάζο», στην «ατμομηχανή» της Λατινικής Αμερικής
Ο «Φελιπάο» Σκολάρι είναι στο τιμόνι της Βραζιλίας και ορκίζεται στην αυτοσυγκέντρωση των ποδοσφαιριστών του. «Η πολιτική είναι για τους πολιτικούς», επιμένει. Ο Ζοάο Χαβελάνζε αναρρώνει από την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του και περιμένει τον άξιο διάδοχό του στη FIFA, Γιόζεφ Μπλάτερ στο Ρίο, για να γιορτάσουν μαζί αν η Ομοσπονδία κατορθώσει, όπως όλα δείχνουν, να σπάσει το φράγμα των 5 δις δολαρίων άμεσης κερδοφορίας από το Μουντιάλ και τα 15 δις άμεσων και έμμεσων χορηγιών μέσα στο 2014. Ο Πελέ περιοδεύει στη χώρα, δίνει συνεντεύξεις, θέλει αντίπαλο της Βραζιλίας, στον τελικό του Μαρακανά, την Ουρουγουάη, για να πάρει η Σελεσάο την… εκδίκηση της, για το 1950, και γενικώς, δεν κρατάει το στόμα του κλειστό. Ο Ρονάλντο έχει αφήσει πίσω του το 1998 και κυρίως το τρόπαιο του 2002 και είναι πρεσβευτής της Οργανωτικής Επιτροπής του Μουντιάλ, συμμετέχοντας σε διαφημίσεις που προπαγανδίζουν τη διοργάνωση και καλούν τους Βραζιλιάνους να πάψουν να διαδηλώνουν και να απεργούν. Ο Ρομάριο κατσαδιάζει σε κάθε ευκαιρία όλους τους παραπάνω, και βέβαια και κυρίως τον Πελέ: «Έχετε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, ζείτε σε άλλη χώρα. Πελέ, βγάλε το σκασμό! Η Βραζιλία δε χρειάζεται Μουντιάλ, χρειάζεται Παιδεία και Υγεία». Τη φράση επανέλαβε πιο πρόσφατα και ο άλλος μεγάλος σύγχρονος θρύλος του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, ο οποίος κάτι περισσότερο ξέρει από φτώχεια και ανέχεια, ο Ριβάλντο. Ο πάλαι ποτέ κύριος Tefal, Ρικάρντο Τεϊσέιρα, ως μέλος της FIFA, πλέον, καλείται να δώσει εξηγήσεις για ορισμένες «περίεργες» εμφανίσεις υπέρογκων ποσών σε λογαριασμούς της οικογένειας του, ποσών που, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, σχετίζονται με την απολύτως σκοτεινή υπόθεση της ανάληψης του Μουντιάλ του 2022 από το Κατάρ.
Ο Σόκρατες έχει αφήσει εδώ και τρία χρόνια τον –όχι και τόσο– μάταιο κόσμο μας, αλλά οι παρακαταθήκες και οι αγωνίες του παραμένουν εδώ. Στις αρχές του 2000, σε μια συνέντευξή του, ο μεγάλος «Γιατρός» του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου φιλοσοφούσε σχετικά με τις απαρχές του «οικονομικού θαύματος» που ανέτειλε στη χώρα: «Η Βραζιλία χρειάζεται ποδοσφαιριστές, αλλά κυρίως χρειάζεται γιατρούς, δασκάλους και κάποιους ανθρώπους που θα βοηθήσουν τα παιδιά που ζητιανεύουν στους δρόμους και ζουν μέσα στις βρώμικες παράγκες της φαβέλας». Ο Σόκρατες ήξερε τι έλεγε, και κυρίως τι έκανε. Ένα μέρος από την προσωπική περιουσία και την προσωπική του αίγλη είχε χρησιμοποιηθεί ακριβώς για να στεγαστούν ορφανά και φτωχά παιδιά – ζητιάνοι σε ακαδημίες ποδοσφαίρου, όπου ταυτόχρονα μάθαιναν γραφή και ανάγνωση. «Αγαπάς το ποδόσφαιρο και κυρίως τη ζωή σου; Ωραία, μάθε να χρησιμοποιείς το μυαλό σου, να διαβάζεις, να γράφεις, να μετράς, να συζητάς. Έτσι θα ξεφύγουμε από την υστέρηση και αυτό προσπαθούμε να πούμε στα παιδιά και στους ιθύνοντες», έλεγε ο πιο εγκεφαλικός παίκτης στην ιστορία του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου.
Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες, από τους εργαζόμενους στα μέσα μεταφοράς, τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, τους εκπαιδευτικούς, είναι στην ημερήσια διάταξη, σε μια χώρα όπου το κόστος ζωής αυξάνει διαρκώς, ενώ οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται συνεχώς. Το Μουντιάλ – και σε δύο χρόνια, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Ρίο – τράβηξαν το πέπλο του «οικονομικού θαύματος», για μία ακόμη φορά, από τα μάτια της δήθεν έκπληκτης διεθνούς κοινής γνώμης: Ο καπιταλισμός και οι φρενήρεις ρυθμοί «ανάπτυξής» του δεν είναι για όλους. Για την ακρίβεια, δεν είναι για τους πολλούς. Τα υπερτιμολογημένα δύο και τρεις φορές πάνω μισοτελειωμένα γήπεδα, οι νεκροί εργάτες, τα μηδαμινά μέτρα ασφαλείας στα εργοτάξια, τα πεταμένα λεφτά για εγκαταστάσεις μιας χρήσης είναι ένα επαναλαμβανόμενο έργο που τις τελευταίες δεκαετίες απλώς αλλάζει ο χώρος των «παραστάσεών» του. Σήμερα, η Βραζιλία, χθες η Νότια Αφρική, προχθές η Ελλάδα, για να θυμηθούμε και το 2004. Μεθαύριο η Ρωσία… (σ.σ.: άξιο παρατήρησης ότι τα τρία τελευταία Μουντιάλ έχουν διεξαχθεί ή θα διεξαχθούν σε χώρες των BRICS: φανταστείτε να είχε και στοιχειωδώς αξιοπρεπή ομάδα η Κίνα…).
Η Βραζιλία βιώνει ένα κοινωνικό «Μαρακανάζο» και ο τίτλος δεν χρειάζεται να κριθεί στα γήπεδα. Το Μουντιάλ έχει καταντήσει να θεωρείται κατάρα στη χώρα- ναό του ποδοσφαίρου. Και όπως πιθανότατα θα το έθετε και ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, συγγραφέας ενός πικρού εξομολογητικού δοκιμίο για το ποδόσφαιρο- θρησκεία, που αναζητά έναν θεό, όταν πια και ο οίκος του θεού καταντά οίκος εμπορίου, κάποιος πρέπει να αρπάξει το φραγγέλιο.
http://rednotebook.gr/2014/06/podosfairo-politikh-thriskeia/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου