Όψιμοι νοσταλγοί της Χούντας, αλλά και παλαιότεροι, αθεράπευτα φασίστες, έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, με την ενθάρρυνση της ανόδου της Χρυσής Αυγής, διατυμπανίζοντας για τα «όμορφα χρόνια της 7ετίας». Και είναι τέτοιος ο ενθουσιασμός τους, που θαρρείς και εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν νεκροί, διώξεις, εξορίες, ξερονήσια, κλίμα μίσους και φόβου, αλλά η χώρα μας είχε μετατραπεί σε έναν επίγειο παράδεισο.
Φυσικά και με το πέρασμα των ετών, οι ιστορίες που έρχονται στο φως δίνουν ακριβώς τη διάσταση και τη θέση που παίρνει ο καθένας στην ιστορία. Τι συμβαίνει όμως όταν ο λαός είναι στο σκοτάδι γιατί απλώς το καθεστώς ελέγχει την πληροφόρησή του;
«Η προπαγάνδα μέσω του κινηματογράφου εισήχθη την περίοδο του Μεταξά, διακόπηκε την περίοδο του ’40 με τους πολέμους και την Κατοχή και επανήλθε τη δεκαετία του ’50», αποκαλύπτει στο VICE ο σκηνοθέτης Φώτος Λαμπρινός, συγγραφέας του βιβλίου «Χούντα είναι, θα περάσει;».
Ο σπουδαίος κινηματογραφιστής συγκέντρωσε το υλικό των «Επικαίρων», παραγωγής Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών του τότε υπουργείου Προεδρίας ή Εσωτερικών –παλαιότερα επί Μεταξά.
«Τα Επίκαιρα ήταν εβδομαδιαία 10λεπτα που βάση νόμου παιζόντουσαν στις κινηματογραφικές αίθουσες, πριν από την προβολή των ταινιών», εξιστορεί ο συγγραφέας και συνεχίζει, «ήταν ουσιαστικά εικόνες της καθημερινότητας, κατά 80% της ελληνικής. Όπως είναι σήμερα οι ειδήσεις. Αυτό το σύστημα το βρήκε έτοιμο η Χούντα που το συνέχισε, προβάλλοντας τα έργα της. Μπορούμε να πούμε πως με τα Επίκαιρα η Χούντα “σκηνοθετούσε τον εαυτό της».
Η χειραγώγηση των Μέσων αποτελούσε ανέκαθεν το «κλειδί» για την επικράτηση των καθεστώτων. Ένα πρότυπο «μασάζ» στα αυτιά των πολιτών, βοηθούσε για να διατηρηθεί η τάξη και να χειραγωγείται η κοινή γνώμη. Και στις κινηματογραφικές αίθουσες οι καθεστωτικοί βρήκαν ένα ακόμη παρθένο πεδίο για την εξάσκησή της.
«Τα Επίκαιρα μοιάζουν με τα σημερινά δελτία ειδήσεων, μόνο που αυτά των ημερών μας διαρκούν περίπου μία ώρα. Η διαφορά τους είναι πως τότε δεν γινόντουσαν με ρεπόρτερ. Υπάρχει μόνο ο σπίκερ που σχολιάζει, αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ. Ακούγεται μόνο η φωνή. Ο ρόλος του στρατού, τα έργα, η παιδεία, τα δωρεάν συγγράμματα στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Ακόμη και όταν ήρθε η τηλεόραση, υποχρέωσαν την Uranya να μοιράσει δωρεάν δέκτες στην ελληνική επαρχία, ώστε να συνεχιστεί η προπαγάνδα», επισημαίνει με νόημα.
Πώς λειτουργούσαν όμως, προπαγανδιστικά τα Επίκαιρα; Τι παρακολουθούσαν οι Έλληνες που συνέρρεαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες στα σινεμά;
Η δύναμη της εικόνας επιστρατεύεται για να παρακολουθήσει ο θεατής τις περίφημες, κιτς στρατιωτικές εκδηλώσεις, με άρματα να μεταφέρουν τσολιάδες και… αρχαίους Αθηναίους. Το μενού περιελάμβανε επίσης, δοξολογίες για τους προστάτες αγίους των διαφόρων όπλων, ενώ υπήρχε πάντα χρόνος για παρουσιάσεις επιδείξεων μόδας, οι τελευταίες τάσεις στην κόμμωση και το μακιγιάζ, στιγμιότυπα από τις δραστηριότητες των «φίλων» του καθεστώτος, πολιτικών, αλλά και καλλιτεχνών. Αυτή ήταν η… θεματολογία που ήθελαν να επικοινωνήσουν.»Στο τέλος έδειχναν πάντα αθλητικά, κυρίως ποδόσφαιρο», επισημαίνει ο Φώτος Λαμπρινός.
Φυσικά και η επταετία της Χούντας δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανέφελη, καθώς υπήρξαν πολλά γεγονότα που συντάραξαν τη χώρα. Πώς αντιμετωπίστηκε, για παράδειγμα, η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη, ρωτάμε…
«Δεν έπαιξαν ποτέ, ούτε ένα πλάνο. Ούτε καν, από τη δίκη του Παναγούλη. Όταν έγινε η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου, δεν υπήρχε καμία αναφορά ούτε στο όνομα του Παναγούλης. Ακόμη και στη συνέντευξη που έδωσε ο Παπαδόπουλος απαντά πως “με έσωσε ο Θεός”, χωρίς να αναφέρει ποιος πήγε να τον σκοτώσει. Έστησαν ολόκληρη λιτανεία στην Τήνο για τη σωτηρία του. Είχαν κάνει τάμα. Αυτό παίχθηκε στα Επίκαιρα».
Και, εάν ο δικτάτορας είχε σωθεί από τη δολοφονική απόπειρα, δεν συνέβη το ίδιο με την Κύπρο, εκεί όπου η χώρα υπό την καθοδήγηση των συνταγματαρχών ηττάται, με την εισβολή των Τουρκών στη μεγαλόνησο. Εκεί, τι είχε παιχθεί; Ποια ήταν η διαχείριση που έκαναν;
«Δεν παίχθηκε ποτέ ούτε πλάνο. Τα μόνα θέματα που αφορούσαν την Κύπρο, ήταν όταν κάπου κάπου, ερχόταν ο Μακάριος. Δεν υπάρχει πουθενά ούτε η απόπειρα εναντίον του Μακαρίου, ούτε και το πραξικόπημα του Σαμψών», αποκαλύπτει ο συγγραφέας.
Στην Ελλάδα της Χούντας, το βάρος των Επικαίρων είχε επωμιστεί το Υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών. «Φυσικά και υπήρχε κάποιος συντονιστής, μόνο που δεν τον ξέρω», απαντά ο κ. Λαμπρινός στο ερώτημα που του θέτουμε για το κεντρικό πρόσωπο που βρισκόταν πίσω από την προπαγάνδα. «Θα ήταν κάποιος στρατιωτικός ή δημοσιογράφος», συμπληρώνει.
Ο όρος «προπαγάνδα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Βατικανό και είχε σαν σκοπό τη διάδοση της Καθολικής πίστης. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, όμως, οι εκπρόσωποι καθεστώτων βρίσκουν το απόλυτο εργαλείο επιβολής. Η προπαγάνδα χρησιμοποιείται στην κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση και στη ναζιστική Γερμανία σε τέτοιο βαθμό, ώστε η εξάσκησή της περνά στη σφαίρα της επιστήμης. Σημαντικό ρόλο για το σκοπό αυτό παίζει ο κινηματογράφος, που «προσφέρει» εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου εν δυνάμει θύματα της ελεγχόμενης πληροφόρησης.
Στην Ελλάδα των 360 αιθουσών, όπου για παράδειγμα η ταινία «Υπολοχαγός Νατάσα» έκοψε 700.000 εισιτήρια, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το βαθμό που η προπαγάνδα μπορούσε να επηρεάζει την κοινή γνώμη. Η εικόνα που παρουσιαζόταν στα Επίκαιρα,ήταν μιας χώρας ειδυλλιακής και ξέγνοιαστης. Οι πολίτες της είναι χαρούμενοι με την καθημερινότητά τους.
Και φτάσαμε σε μια ατάκα-κλειδί, που επρόκειτο να μας απασχολήσει για χρόνια πολλά, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη και συγγραφέα του βιβλίου, «την ιδεολογία του να περνάμε καλά και ό, τι γίνει»! Ο Έλληνας επηρεάζεται, γίνεται ατομιστής…
«Ωστόσο το μότο “να περνάμε καλά”, δεν πέρασε σε όλα τα κομμάτια της κοινωνίας», υποστηρίζει ο κ.Λαμπρινός, αφού, «πολλοί ήταν εκείνοι που πολιτικοποιήθηκαν από τα γεγονότα της Νομικής και έπειτα, μέχρι τα μισά των 80’s. Στη συνέχεια επιστρέψαμε και πάλι στη λογική του να περνάμε καλά», επισημαίνει.
Φυσικά και τα γεγονότα που παρουσιάζονται στο βιβλίο καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος των ερωτημάτων που προκύπτουν. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο ήταν επιτυχημένοι η προπαγάνδα αυτή. Αν κρίνουμε από τους νοσταλγούς που έκαναν την επανεμφάνισή τους και τα όσα συμβαίνουν στη χώρα την τελευταία 5ετία, μάλλον –και δυστυχώς- επιτυχημένη θα πρέπει να τη χαρακτηρίσουμε.
Το βιβλίο «Χούντα είναι, θα περάσει;», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου