Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Ο Θουκυδίδης, η σικελική τραγωδία και η παθολογία του πολέμου Από Ερανιστής

Η παθολογία του πολέμου είναι διάχυτη σε όλο το έργο του Θουκυδίδη. Ο εμφύλιος της Κέρκυρας και η Μήλος είναι πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Γιατί η πολεμική παθολογία δεν αφορά μόνο την περιγραφή των αποκτηνωτικών σκηνών, αλλά (πρωτίστως) και τη γενεσιουργό πρώτη ύλη που την επιβάλλει.
Η παθολογία του πολέμου είναι διάχυτη σε όλο το έργο του Θουκυδίδη. Ο εμφύλιος της Κέρκυρας και η Μήλος είναι πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Γιατί η πολεμική παθολογία δεν αφορά μόνο την περιγραφή των αποκτηνωτικών σκηνών, αλλά (πρωτίστως) και τη γενεσιουργό πρώτη ύλη που την επιβάλλει.
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Όταν πια κατέστη σαφές ότι οι αθηναϊκές ενισχύσεις στη Σικελία δεν απέφεραν τα αναμενόμενα, κι ότι η αιφνιδιαστική επίθεση στις Επιπολές δεν μπόρεσε να ανατρέψει τη σε βάρος των Αθηναίων κατάσταση, ο στρατηγός Δημοσθένης πρότεινε την άμεση επιστροφή στην Αθήνα. Σκεπτόμενος καθαρά ορθολογιστικά απεφάνθη ότι δεν είχε κανένα νόημα να εξαντλήσουν το στράτευμα σ’ έναν τόσο αβέβαιο αγώνα στις Συρακούσες, τη στιγμή που ο εχθρός οχύρωνε τη Δεκέλεια φέρνοντας σε φοβερά δύσκολη θέση την Αθήνα. Η επιστροφή ήταν η μόνη λύση και όσο πιο γρήγορα γινόταν τόσο το καλύτερο, αφού θα προστατεύονταν οι στρατιωτικές δυνάμεις – που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες – αλλά και τα χρήματα που θα σπαταλούνταν σε μια τόσο επίφοβη επιχείρηση. Ο Νικίας όμως δεν είχε την ίδια άποψη. Αν και αντιλαμβανόταν ότι βρίσκονταν σε δύσκολη θέση έτρεφε ελπίδες για την κυρίευση των Συρακουσών καθώς πίστευε ότι αν επέμεναν στην πολιορκία θα έφερναν τους Συρακουσίους σε αδιέξοδο από την έλλειψη τροφίμων. Η υπεροχή των Αθηναίων στη θάλασσα, μετά τις ενισχύσεις, αν αξιοποιούταν σωστά, θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα. Εξάλλου, ο Νικίας είχε ενθαρρυντικές πληροφορίες και μέσα από την πόλη (πληροφορίες που αγνοούσαν οι άλλοι) από ανθρώπους που ήθελαν την παράδοση της πόλης στους Αθηναίους. Εκείνο όμως που τον τρόμαζε περισσότερο ήταν, σε περίπτωση άμεσης αναχώρησης, η αντιμετώπιση που θα είχαν οι στρατηγοί μετά την επιστροφή στην Αθήνα. Γνωρίζοντας την αθηναϊκή πολιτική σκηνή από πρώτο χέρι, φοβόταν ότι όλοι αυτοί που τώρα φώναζαν ότι έπρεπε να γυρίσουν πίσω, όταν θα έφταναν στην Αθήνα θα έλεγαν τα αντίθετα και θα ρίχναν τις ευθύνες στους στρατηγούς ότι δήθεν δωροδοκήθηκαν ή πρόδωσαν ή ποιος ξέρει τι άλλο. Επέμεινε λοιπόν να συνεχίσουν την πολιορκία παρά τις αντιρρήσεις του Δημοσθένη που ήταν κάθετος στο ζήτημα της άμεσης αναχώρησης. Ακόμη κι αν δεν επέστρεφαν στην Αθήνα, αλλά συνέχιζαν την εκστρατεία στη Σικελία, ο Δημοσθένης επέμενε ότι έπρεπε να φύγουν από τις Συρακούσες κατευθυνόμενοι είτε στη Θάψο είτε στην Κατάνη, όπου και το πεζικό θα μπορούσε να συντηρηθεί με επιδρομές καταστρέφοντας την εχθρική γη, αλλά και το ναυτικό θα μπορούσε να ναυμαχήσει σε ανοιχτό πέλαγος, εκμεταλλευόμενο την υπεροχή του στους ναυτικούς ελιγμούς κι όχι εγκλωβισμένο σε τόσο στενό χώρο που περισσότερο ευνοούσε τους εχθρούς. Ο Ευρυμέδοντας τάχθηκε σχεδόν αμέσως με την άποψη του Δημοσθένη. Ο Νικίας όμως επέμενε, η διχογνωμία ήταν αδύνατο να καταλήξει σε κοινή απόφαση, και οι Αθηναίοι βρίσκονταν κολλημένοι στην ίδια θέση χάνοντας πολύτιμο χρόνο.
Όταν όμως ο Γύλιππος επέστρεψε στις Συρακούσες φέρνοντας πολύ στρατό από την υπόλοιπη Σικελία καθώς και οπλίτες που είχαν έρθει από την Πελοπόννησο (μέσω Λιβύης όπου τους είχε ρίξει η κακοκαιρία) οι Αθηναίοι δεν είχαν πια κανένα δισταγμό για την αναχώρηση. Ακόμη κι ο Νικίας δεν έφερνε αντιρρήσεις. Το μόνο που απαιτούσε ήταν να γίνουν όλες οι ετοιμασίες με απόλυτη μυστικότητα, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί στους εχθρούς. Κι ενώ όλα πλέον ήταν έτοιμα για την αναχώρηση των Αθηναίων, έγινε έκλειψη σελήνης φέρνοντας στους στρατιώτες καινούρια αναταραχή καθώς η συντριπτική πλειοψηφία τη θεώρησε κακό σημάδι. Οι περισσότεροι ζητούσαν από τους στρατηγούς ν’ αναβάλουν την αναχώρηση: «Κι ο Νικίας – που έδινε μεγάλη σημασία στις μαντείες και τα παρόμοια – είπε πως δε θα δεχόταν να γίνει ακόμη και συζήτηση για μετακίνηση πριν περάσουν, όπως συμβούλευαν οι μάντεις, τρεις φορές εννιά μέρες αναμονής. Αυτή ήταν η αιτία για την οποία οι Αθηναίοι ανάβαλαν την αναχώρησή τους και παράμειναν». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 50).
Από την άλλη μεριά, οι Συρακούσιοι ήξεραν πλέον πολύ καλά ότι δεν έπρεπε να αφήσουν τους Αθηναίους να φύγουν κι ότι δεν υπήρχε τίποτε πιο βολικό γι’ αυτούς απ’ την τελική σύγκρουση μέσα στο ίδιο τους το λιμάνι. Ο κλειστός χώρος του λιμανιού ήταν για τους Αθηναίους πραγματική ποντικοπαγίδα. Ο Δημοσθένης είχε απόλυτο δίκιο όταν πρότεινε την άμεση αναχώρηση. Η μετατόπιση της σύγκρουσης σε κάποιο άλλο σημείο της Σικελίας, σε ανοιχτή θάλασσα, θα μπορούσε να αλλάξει άρδην τις ισορροπίες. Βρισκόμαστε μπροστά στα πιο παράξενα παιχνίδια της ιστορίας. Ο Νικίας, που έκανε τα πάντα για την εγκαθίδρυση της ειρήνης και που προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποθαρρύνει τους Αθηναίους από την τρέλα της Σικελίας γίνεται ο μοιραίος που καθυστερεί την αναχώρηση εγκλωβίζοντας το στρατό του αμετάκλητα μέσα στη σφηκοφωλιά. Οι Συρακούσιοι, από την πλευρά τους, δεν καθυστερούν καθόλου. Επιτίθενται πάραυτα, πρώτα με το πεζικό και αμέσως μετά με το ναυτικό, προκαλώντας τεράστιες ζημιές στα πλοία των Αθηναίων. Ο ίδιος ο Ευρυμέδοντας, που είχε την αρχηγία του δεξιού τμήματος του αθηναϊκού στόλου, στην προσπάθειά του να κάνει κυκλωτική κίνηση, επειδή το κέντρο των Αθηναίων είχε ήδη ηττηθεί, απομονώθηκε στο βάθος του λιμανιού, σκοτώθηκε ο ίδιος και καταστράφηκαν όλα τα καράβια του. Από τα χειρότερα έσωσαν τους Αθηναίους οι Τυρρηνοί, οι οποίοι με άμεση επέμβαση απώθησαν το Γύλιππο που είχε πάει στο μόλο και για να εξοντώσει όποιους Αθηναίους έβγαιναν στη στεριά και για να εξασφαλίσει εύκολη ρυμούλκηση στα πλοία των Συρακουσίων που το είχαν ανάγκη. Όταν στο σημείο αυτό έφτασαν κι άλλες δυνάμεις των Συρακουσίων, έσπευσαν και οι Αθηναίοι οπλίτες και κατάφεραν να τους απωθήσουν σώζοντας τα περισσότερα σκάφη τα οποία και μετέφεραν στο στρατόπεδό τους: «Ύστερα από τη λαμπρή νίκη που οι Συρακούσιοι κέρδισαν πια και στη θάλασσα (πρωτύτερα φοβούνταν τα καράβια που είχαν έρθει με το Δημοσθένη) οι Αθηναίοι έχασαν ολοκληρωτικά το θάρρος τους. Η απογοήτευσή τους ήταν μεγάλη κι ακόμη μεγαλύτερη η μεταμέλειά τους για την εκστρατεία. Γιατί, απ’ όλες τις πόλεις εναντίον των οποίων είχαν πολεμήσει, μονάχα τούτες εδώ ήταν ίδιες με τη δική τους στον τρόπο ζωής: κυβερνιόταν δημοκρατικά, όπως εκείνοι, κι είχαν ναυτικό, ιππικό και σημαντικό πληθυσμό. Στις πόλεις αυτές δεν μπορούσαν να προκαλέσουν τις πολιτικές αλλαγές που θα τους σύμφεραν και χάρη στις οποίες θα τις προσεταιρίζονταν, ούτε να αντιπαρατάξουν στρατιωτικές δυνάμεις μεγαλύτερες». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 55).
Τώρα πια οι Συρακούσιοι είχαν μία μόνο έννοια. Να καταφέρουν να φράξουν το λιμάνι, ώστε οι Αθηναίοι να μην μπορούν να φύγουν, ακόμη κι αν το αποφάσιζαν: «Οι Συρακούσιοι, εξάλλου, άρχισαν αμέσως ν’ αρμενίζουν άφοβα έξω από το λιμάνι, κοντά στην ακτή, και σχεδίαζαν να φράξουν το στόμιό του, ώστε να μην μπορούν πια οι Αθηναίοι, κι αν ακόμη το ‘θελαν, να φύγουν χωρίς να τους πάρουν είδηση. Δε νοιάζονταν πια μονάχα για το πώς θα σωθούν οι ίδιοι, αλλά και για το πώς θα εμποδίσουν τον εχθρό να σωθεί». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 56). Κι αυτή ακριβώς είναι η πιο θλιβερή εκδοχή της πολεμικής παθολογίας. Οι Συρακούσιοι, βλέποντας πλέον την τελική νίκη να είναι τόσο κοντά, δεν αρκούνται με την εξασφάλιση της σωτηρίας. Την πρότερη δραματική τους θέση – πριν την εμφάνιση του Γύλιππου – την έχουν ξεχάσει οριστικά. Τώρα, το μόνο που μπορεί να τους ικανοποιήσει είναι η ολοκληρωτική εξόντωση των εχθρών. Κι εδώ δε μιλάμε μόνο για την αποκτήνωση και τη βαρβαρότητα του πολέμου. Μιλάμε για τη μετάλλαξη των ανθρώπων που ξαφνικά νιώθουν ισχυροί κι αυτομάτως γεμίζουν φιλοδοξίες: «Πίστευαν – κι ήταν τούτο πραγματικό – πως με την τωρινή κατάσταση των πραγμάτων, η υπεροχή τους ήταν πολύ μεγάλη και πως, αν πετύχαιναν να νικήσουν τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους και στη στεριά και στη θάλασσα, το κατόρθωμά τους θα φάνταζε ωραίο στα μάτια των Ελλήνων. Γιατί αμέσως οι υπόλοιποι Έλληνες θα ελευθερώνονταν, άλλοι από τη δουλεία κι άλλοι από το φόβο της υποδούλωσης (η δύναμη που θα έμενε στους Αθηναίους δε θα ‘ταν αρκετή για να βαστάξουν το βάρος του πολέμου που θα διεξαγόταν κατόπιν εναντίον τους) κι οι Συρακούσιοι, στους οποίους κυρίως θα αποδίδονταν όλ’ αυτά, θα θαυμάζονταν πολύ κι απ’ τους συγχρόνους τους κι απ’ τους μεταγενέστερους. Ο αγώνας τους, λοιπόν, άξιζε και για όλα αυτά, κι επίσης γιατί θα νικούσαν όχι μονάχα τους Αθηναίους, αλλά και πολλούς άλλους συμμάχους τους». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 56). Η ισχύς που επιβεβαιώνεται με τις πολεμικές επιτυχίες είναι αδύνατο να μην γεννήσει την επιθυμία της εκταμίευσης. Οι Συρακούσιοι νιώθουν πλέον παράγοντες του πολέμου. Νιώθουν ότι βρίσκονται σε θέση αρχηγική. Γιατί όχι, ίσως και να πετύχουν μελλοντικά κέρδη και συμφωνίες και διαιτησίες πάσης φύσεως. Ο πόλεμος δε γεννά μόνο τη βία, αλλά και την αρρωστημένη εκδοχή της επιβολής που γεννιέται μέσα από τη βία. Τη νοσηρότητα της δόξας που θα είναι ευθέως ανάλογη με το μέγεθος της βίας που θα ασκηθεί. Γιατί τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Τώρα πια οι Συρακούσιοι δεν πολεμούν για τη σωτηρία της πόλης τους. Ούτε καν για λόγους εκδίκησης. Τώρα πολεμούν για την ίδια τη νοσηρότητα του πολέμου. Για την επισφράγιση της υπεροχής. Για την αιώνια φήμη του νικητή. Η ταύτιση της δόξας με το μέγεθος της καταστροφής είναι η πιο χυδαία μορφή της πολεμικής αντίληψης. Είναι η ύψιστη αποκτήνωση, αφού πλέον η βαρβαρότητα δεν ταυτίζεται με την επιβίωση.
Η παθολογία του πολέμου είναι διάχυτη σε όλο το έργο του Θουκυδίδη. Ο εμφύλιος της Κέρκυρας και η Μήλος είναι πολύ χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Γιατί η πολεμική παθολογία δεν αφορά μόνο την περιγραφή των αποκτηνωτικών σκηνών, αλλά (πρωτίστως) και τη γενεσιουργό πρώτη ύλη που την επιβάλλει. Δηλαδή την αρρωστημένη εκδοχή της ισχύος που σε κάθε περίπτωση θα δράσει κυνικά και απομυζητικά. Η περίπτωση των Συρακουσών είναι ίσως η πιο ενδεικτική, όχι μόνο γιατί εδώ βλέπουμε όλη την πορεία της ψυχολογικής μεταστροφής του θύματος που γίνεται θύτης, αλλά και γιατί γίνεται απολύτως κατανοητό ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο εθιστικό από τη δυναμική της ισχύος, που αυτομάτως αποδίδει ρόλους καθορίζοντας όλες τις συμπεριφορές. Κι αυτή ακριβώς είναι η πιο θλιβερή οπτική, αφού σε κάθε περίπτωση λειτουργεί ως έσχατος πρωτογονισμός. Στην περίπτωση της Μήλου είδαμε την αλαζονική οπτική της ισχύος. Τώρα βλέπουμε την ισχύ που γεννιέται μέσα από την απόγνωση. Και στις δυο περιπτώσεις κρύβεται η φιλοδοξία του μηνύματος που θα περάσει στους άλλους. (Οι Αθηναίοι προς όποιον τολμήσει μελλοντικά να αντισταθεί, οι Συρακούσιοι προς όλους όσους εμπλέκονται στον πόλεμο). Και στις δυο περιπτώσεις κρύβεται το όφελος της υπεροχής: «Είχαν πια γίνει (οι Συρακούσιοι) συναρχηγοί με τους Κορινθίους και τους Λακεδαιμονίους κι είχαν οδηγήσει πρόθυμα την πόλη τους στην πρώτη γραμμή του κιντύνου, κι ακόμη είχαν κάμει μεγάλες προόδους στο ναυτικό. Πραγματικά, ποτέ άλλοτε δε συγκεντρώθηκαν τόσοι πολλοί λαοί γύρω από μια πόλη, όσοι γύρω από την πόλη τούτη, με εξαίρεση βέβαια το συνολικό αριθμό κείνων που πήραν μέρος στον πόλεμο αυτόν στο πλευρό είτε των Αθηναίων είτε των Λακεδαιμονίων». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 56). Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που γεννήθηκε ήταν η απάνθρωπη εκδοχή του ανελέητου.
Οι προσπάθειες των Συρακουσίων να φράξουν το λιμάνι δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες επεξηγήσεις. Οι προθέσεις τους ήταν πλέον καταφανείς και οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τα παίξουν όλα για όλα. Αποφάσισαν, αφού εξασφαλίσουν με εγκάρσιο τείχος ένα μικρό χώρο για τα πράγματά τους και τους αρρώστους να επανδρώσουν όλα τα καράβια, ακόμη κι αυτά που είχαν υποστεί ζημιές, και να προχωρήσουν στην τελική σύγκρουση. Αν νικούσαν στη ναυμαχία θα πήγαιναν στην Κατάνη, αν ηττούνταν θα έκαιγαν τα πλοία και θα έφευγαν από τη στεριά κατευθυνόμενοι στο κοντινότερο φιλικό μέρος. Η αγωνία της τελικής ναυμαχίας αποτυπώνεται σπαρακτικά στην ψυχική ένταση των στρατιωτών που την παρακολουθούν, σε μια σκηνή που ξεπερνά όλα τα όρια της ιστορίας αποδίδοντας με τρόπο καθαρά καλλιτεχνικό την τραγωδία που εκτυλίσσεται: «Επειδή οι Αθηναίοι όλες τους τις ελπίδες τις είχαν αποθέσει στα καράβια, ο φόβος τους για το μέλλον δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανέναν προηγούμενο. Κι επειδή η ναυμαχία ήταν ανώμαλη, ανώμαλες, αναγκαστικά, ήταν και οι εντυπώσεις εκείνων που την παρακολουθούσαν απ’ τη στεριά. Γιατί, επειδή οι σκηνές ξετυλίγονταν σε μικρή από κείνους απόσταση και δεν κοίταζαν όλοι ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο, αν έβλεπαν κάπου τους δικούς τους να νικούν, αναθαρρούσαν και το γύριζαν σ’ επικλήσεις στους θεούς να μην τους στερήσουν τη σωτηρία. Άλλοι, που σε άλλο σημείο θωρούσαν τους δικούς τους να νικιούνται, θρηνούσαν γοερά, κι απ’ τη θέα αυτών που γίνονταν έχαναν το ηθικό τους περισσότερο από κείνους που πολεμούσαν. Τέλος, άλλοι, που κοίταζαν κάπου, όπου η ναυμαχία ήταν ισόπαλη, επειδή για πολλήν ώρα ο αγώνας έμενε άκριτος, και με τα ίδια τους τα σώματα έκαναν, γεμάτοι αγωνία, κινήσεις ανάλογες με τα συναισθήματά τους και περνούσαν τις δυσκολότερες στιγμές. Γιατί, κάθε στιγμή, παρά λίγο ή ξέφευγαν ή χάνονταν. Κι ήταν δυνατό, όσο η ναυμαχία κρατούσε ισόπαλη, μέσα στον έναν και τον ίδιο στρατό, το στρατό των Αθηναίων, ν’ ακούσει κανείς μαζί τα πάντα, θρήνους, ζητωκραυγές, “νικήσαμε”, “χαθήκαμε”, κι όσα άλλα ένας μεγάλος στρατός, σ’ ώρα μεγάλου κιντύνου, αναγκάζεται να ξεστομίσει». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 71). Κι όταν πια κατέστη σαφές ότι η έκβαση της ναυμαχίας ήταν θετική για τους Συρακουσίους: «…… όλοι μεμιάς ξέσπασαν σε θρήνους και στεναγμούς, μην μπορώντας να βαστάξουν ό,τι έγινε, κι άλλοι έτρεχαν να βοηθήσουν στα πλοία, άλλοι να φυλάξουν όσο απ’ το τείχος τους είχε απομείνει, κι άλλοι, οι περισσότεροι, άρχισαν πια να σκέφτονται για τον εαυτό τους, πώς θα σώσουν τη ζωή τους. Τη στιγμή εκείνη επικράτησε στο στρατόπεδο πανικός μεγαλύτερος από κάθε προηγούμενο. Είχαν πάθει παρόμοια με κείνα που έκαμαν οι ίδιοι στην Πύλο. Γιατί όπως τότε, όταν χάθηκαν τα καράβια τωνΛακεδαιμονίων, χάθηκαν μαζί κι άντρες τους που είχαν περάσει στο νησί, έτσι και τώρα οι Αθηναίοι δεν είχαν καμιάν ελπίδα να σωθούν από στεριά, εκτός αν γινόταν κάποιο θαύμα». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 71).
Οι Αθηναίοι, μετά την ήττα, ούτε καν σκέφτηκαν να ζητήσουν ανακωχή για να σηκώσουν τους νεκρούς τους. Η ψυχολογία του στρατεύματος ήταν τέτοια που μολονότι ο Δημοσθένης πρότεινε να επανδρώσουν εκ νέου τα πλοία και να επιχειρήσουν την έξοδο την αυγή – πρόταση που ο Νικίας αποδέχτηκε – οι ναύτες αρνούνταν να ξαναμπούν στα καράβια. Το μόνο που έμενε ήταν να φύγουν αιφνιδιαστικά από την ξηρά, λύση, που όπως όλοι στο βάθος γνώριζαν, έτεινε περισσότερο στην απελπισία παρά στη διαφυγή. Κι ενώ είχαν πρόθεση να φύγουν την ίδια νύχτα, ο Ερμοκράτης που ήταν αδύνατο να θέσει τους Συρακουσίους στρατιώτες σε επαγρύπνηση, αφού όλοι γιόρταζαν τη μεγάλη επιτυχία (έτυχε να έχουν και γιορτή κάνοντας θυσία στον Ηρακλή) και πολλοί είχαν ήδη αρχίσει να πίνουν, έστειλε μερικούς φίλους του στο στρατόπεδο των Αθηναίων οι οποίοι, προσποιούμενοι τους φίλους, τους ειδοποίησαν φωνάζοντας από απόσταση ότι τάχα οι Συρακούσιοι έχουν κλείσει όλα τα περάσματα κι ότι δεν θα ήταν συνετό να φύγουν αυτή τη νύχτα. Οι Αθηναίοι πιστεύοντας ότι η ειδοποίηση είναι αληθινή ανέβαλαν την αναχώρηση κι άλλο, και με δεδομένη την υπάρχουσα κατάσταση αποφάσισαν να αφήσουν να περάσει και η επόμενη μέρα κάνοντας τις απαραίτητες ετοιμασίες.
Την ώρα της αναχώρησης από το στρατόπεδο εκτυλίχθηκαν σπαρακτικές σκηνές. Οι άρρωστοι και οι τραυματίες ούρλιαζαν και θρηνούσαν ζητώντας να τους πάρουν μαζί τους. Πολλοί σέρνονταν πίσω από τους αναχωρούντες με όσες δυνάμεις είχαν εκλιπαρώντας να μην τους αφήσουν πίσω. Άλλοι κρέμονταν πάνω από συγγενείς και φίλους. Από παντού ακούγονταν σπαρακτικές ικεσίες. Ο Νικίας επιθεωρούσε το στράτευμα και το έβαζε σε κάποια τάξη προσπαθώντας να το εμψυχώσει. Το ίδιο και ο Δημοσθένης. Η έλλειψη τροφίμων, η κούραση, η αίσθηση της ταπείνωσης, οι σκηνές που εκτυλίσσονταν μπροστά τους, τα πτώματα που άφηναν πίσω και κυρίως το άγνωστο που τους περίμενε είχε κουρελιάσει το ηθικό των στρατιωτών. Οι περισσότεροι ένιωθαν ντροπή. Όπως ήταν φυσικό, όταν οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την υποχώρηση άρχισαν να τους ακολουθούν κατά πόδι. Παρακολουθώντας την πορεία των Αθηναίων σχημάτισαν γύρω τους έναν κλοιό χωρίς όμως να επιχειρήσουν σύγκρουση κατά μέτωπο. Κυρίως από απόσταση, με βέλη και ακόντια, έφθειραν τους Αθηναίους αναγκάζοντάς τους σε εξαντλητική πεζοπορία. Όταν οι Αθηναίοι τους έκαναν επίθεση υποχωρούσαν αποφεύγοντας τη μάχη. Όταν συνέχιζαν την πορεία εμφανίζονταν και πάλι και χτυπούσαν κυρίως τους τελευταίους. Πέντε μέρες κράτησε ο κλεφτοπόλεμος φέρνοντας τους Αθηναίους στην απόλυτη εξαθλίωση. Το βράδυ της πέμπτης μέρας ο Νικίας με τον Δημοσθένη αποφάσισαν να αλλάξουν πορεία (αρχικά επιδίωκαν να φτάσουν στην Κατάνη) και να κατευθυνθούν προς τη θάλασσα. Η νέα πορεία θα τους οδηγούσε προς την Καμάρινα και τη Γέλα. Άναψαν φωτιές και προχωρούσαν μέσα στη νύχτα.  Μπροστά πήγαινε το τμήμα του Νικία και πίσω το τμήμα του Δημοσθένη. Όταν την επόμενη μέρα οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την αναχώρηση των Αθηναίων κατηγόρησαν το Γύλιππο ότι τάχα τους άφησε επίτηδες να ξεφύγουν. Φυσικά δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν προς τα που πήγαν. Περίπου την ώρα του μεσημεριανού φαγητού βρήκαν μπροστά τους το τμήμα του Δημοσθένη που ακολουθούσε εκείνο του Νικία. Το χτυπούσαν ασταμάτητα από κοντινή απόσταση προκαλώντας μεγάλες φθορές. Τελικά κατάφεραν να το περικυκλώσουν, αφού ο Δημοσθένης έπαψε να υποχωρεί και παρατάχθηκε για μάχη. Όταν ο Γύλιππος πρότεινε στους νησιώτες να παραδοθούν με την υπόσχεση ότι θα τους αφήσει ελεύθερους, έφυγαν από τις τάξεις των Αθηναίων μόνο λίγοι στρατιώτες. Λίγο αργότερα όμως συμφώνησαν να παραδοθούν όλοι με τον όρο να μην τους σκοτώσουν: «Παραδόθηκαν όλοι, έξι χιλιάδες, και παράδωσαν επίσης όλα τα χρήματα που είχαν, ρίχνοντάς τα μέσα σε ασπίδες γυρισμένες ανάποδα….. Τους αιχμαλώτους αυτούς τους πήγαν οι Συρακούσιοι αμέσως στην πόλη τους». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 82).
Από την άλλη μεριά, οι Συρακούσιοι ήξεραν πλέον πολύ καλά ότι δεν έπρεπε να αφήσουν τους Αθηναίους να φύγουν κι ότι δεν υπήρχε τίποτε πιο βολικό γι’ αυτούς απ’ την τελική σύγκρουση μέσα στο ίδιο τους το λιμάνι.
Από την άλλη μεριά, οι Συρακούσιοι ήξεραν πλέον πολύ καλά ότι δεν έπρεπε να αφήσουν τους Αθηναίους να φύγουν κι ότι δεν υπήρχε τίποτε πιο βολικό γι’ αυτούς απ’ την τελική σύγκρουση μέσα στο ίδιο τους το λιμάνι.
Την επόμενη μέρα, όταν οι Συρακούσιοι έφτασαν και το τμήμα του Νικία και του ανακοίνωσαν την παράδοση του Δημοσθένη, ο Νικίας έκανε πρόταση να παραδοθεί κι ο ίδιος ζητώντας να μην θανατωθεί κανείς από τους στρατιώτες και προσφέροντας οικονομικά ανταλλάγματα, πρόταση που τελικά οι Συρακούσιοι απέρριψαν. Η τελευταία πράξη παίχτηκε στον ποταμό Ασσίναρο. Οι Αθηναίοι στρατιώτες, απολύτως εξαθλιωμένοι και με δίψα ακατανίκητη, μην τηρώντας ούτε τη στοιχειώδη πειθαρχία, όρμησαν στα νερά. Κυριολεκτικά τσαλαπατήθηκαν και πολλοί σκοτώθηκαν πέφτοντας πάνω στα μικρά κοντάρια των συμπολεμιστών τους. Κάποιοι παρασύρθηκαν από το ρέμα: «Οι Συρακούσιοι στάθηκαν στην απέναντι όχθη – ήταν απόκρημνη – κι έριχναν από ψηλά στους Αθηναίους, που, οι περισσότεροι έπιναν αχόρταγα και με μεγάλη αταξία κι αναταραχή, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο μέσα στη βαθιά κοίτη του ποταμού. Οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν απ’ τις ψηλωσιές κι άρχισαν να σφάζουν, ιδιαίτερα αυτούς που βρίσκονταν μέσα στο ποτάμι. Το νερό γρήγορα γίνηκε θολό, αλλά και με λάσπες κι αίματα ανακατωμένο πινόταν το ίδιο αχόρταγα, πολλοί μάλιστα σκοτώνονταν μεταξύ τους για να το πιουν». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 84).
Όλους τους Αθηναίους και τους συμμάχους που έπιασαν ζωντανούς τους έφεραν στις Συρακούσες και τους έριξαν μέσα στα λατομεία, επειδή τα θεωρούσαν απολύτως ασφαλή για τη φύλαξή τους. Το Νικία και το Δημοσθένη τους έσφαξαν, παρά την αντίθετη γνώμη του Γύλιππου. Ο Δημοσθένης ήταν έτσι κι αλλιώς μισητός μετά τα γεγονότα τηςΠύλου και της Σφακτηρίας. Ο Νικίας όμως ήταν συμπαθής και για την ειρηνική του στάση και για τις προσπάθειες που έκανε αναφορικά με την απελευθέρωση των Λακεδαιμονίων αιχμαλώτων της Σφακτηρίας. Πολλοί όμως – κυρίως οι Κορίνθιοι – φοβούνταν μήπως τελικά εξαγοράζοντας (ο Νικίας ήταν πολύ πλούσιος) καταφέρει να δραπετεύσει και προκαλέσει κι άλλες συμφορές, ενώ κάποιοι Συρακούσιοι που είχαν έρθει μυστικά σε συμφωνίες μαζί του υποστήριζαν επίσης τη θανάτωσή του από φόβο μήπως αποκαλύψει τον προδοτικό τους ρόλο: «Για τέτοιους ή παραπλήσιους λόγους θανατώθηκε ο Νικίας, που απ’ τους Έλληνες του καιρού μου ήταν ο λιγότερο άξιος να ‘χει ένα τόσο οικτρό τέλος, μια και σ’ όλη του τη ζωή ακολούθησε πιστά τους καθιερωμένους κανόνες της αρετής». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 86).
Όσο για τους αιχμαλώτους που στοιβάχτηκαν στα νταμάρια δεν είναι παρά ο επίλογος στο αθηναϊκό ρέκβιεμ που γράφτηκε στη Σικελία: «Μαντρωμένοι πολλοί μαζί σ’ έναν τόπο βαθύ και στενό υπόφερναν, γιατί ήταν ασκέπαστος, στην αρχή από τον ήλιο και την πνιγούρα, ενώ οι νύχτες που ακολούθησαν ύστερα, αντίθετα, φθινοπωρινές και ψυχρές, με την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας, προκάλεσαν αρρώστιες. Εξαιτίας έπειτα της στενότητας του χώρου ήταν αναγκασμένοι να τα κάνουν όλα στο ίδιο μέρος. Ακόμη τα πτώματα κείνων που πέθαιναν από τα τραύματά τους, την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας και τις παρόμοιες αιτίες, ήταν σωριασμένα το ένα πάνω στο άλλο κι η βρώμα ήταν ανυπόφορη. Ταυτόχρονα βασανίζονταν από την πείνα και τη δίψα……. Εβδομήντα κάπου μέρες έζησαν έτσι στοιβαγμένοι. Έπειτα, εξαιρώντας τους Αθηναίους και τους λίγους Σικελιώτες κι Ιταλιώτες που είχαν πάρει μαζί τους μέρος στην εκστρατεία, τους άλλους τους πούλησαν. Όλοι κι όλοι πόσοι πιάστηκαν με ακρίβεια είναι δύσκολο να πει κανείς, πάντως όμως δεν ήταν λιγότεροι από εφτά χιλιάδες…….. Έπαθαν, καταπώς λέει ο λόγος, πανωλεθρία και στρατός και στόλος και τίποτε δεν έμεινε που να μη χάθηκε και λίγοι από τόσους πολλούς γύρισαν στην πατρίδα. Αυτά ήταν τα όσα έγιναν στη Σικελία». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 87).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Ά. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΥ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985. Ο χάρτης είναι από εδώ:    http://ru.wikipedia.org/wiki   
http://eranistis.net/wordpress/2014/05/16/%CE%BF-%CE%B8%CE%BF%CF%85%CE%BA%CF%85%CE%B4%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%B7-%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B4%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7/#.VAK7XAMB7lM.facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου