Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Οραματιστές και επαναστάτες 1830-1875 Όταν ο «ελλαδικός» χώρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 1830, έπρεπε να αντιμετωπισθούν αρκετά και πολύπλοκα ζητήματα τα οποία είχαν άμεση σχέση με την κρατική οργάνωση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και καθημερινής ζωής.

after-eastlake-c1840-lg-folio-steel-engraving.-greek-fugitives.-greece-[2]-32752-p
Όταν ο «ελλαδικός» χώρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 1830, έπρεπε να αντιμετωπισθούν αρκετά και πολύπλοκα ζητήματα τα οποία είχαν άμεση σχέση με την κρατική οργάνωση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και καθημερινής ζωής. 

Oι εγχώριοι εξουσιαστές προώθησαν άμεσα ως βάση της κυριαρχίας τους την ανάδειξη στις υψηλότερες κρατικές θέσεις ανθρώπων που προέρχονταν τόσο από τους δικούς τους κύκλους όσο και επίλεκτων στελεχών της διεθνούς αστικής τάξης, κυρίως αυτής των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας και Γαλλίας κατά κύριο λόγο, μιας και ειδικά αυτές οι δύο δυνάμεις διατηρούσαν μεγάλα γεωστρατηγικά συμφέροντα στο νεοσύστατο κράτος, καθώς και στελέχη που είχαν προηγουμένως προσφέρει επάξια τις υπηρεσίες τους και στους Έλληνες και στους Tούρκους δυνάστες.
Οι διαδικασίες αυτές όμως, δεν άργησαν να συναντήσουν την αντίσταση μεγάλων τμημάτων του λαού των πόλεων και της υπαίθρου. Η κοινωνική εξαθλίωση που επικρατούσε είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που ήταν φυσικό να δημιουργούνται άμεσες και βίαιες αντιστάσεις. Η φτώχια των καταχρεωμένων χωρικών, ο υποσιτισμός του λαού των νησιών και των ακριτικών περιοχών, η μεροληπτική άσκηση δικαιοσύνης από τα κρατικά όργανα, οι υπερβολικές δαπάνες για τη συγκρότηση του κρατικού μηχανισμού και του στρατού, ο αποκλεισμός των ντόπιων από διάφορες θέσεις και η ανάδειξη ξένων στα υψηλότερα αξιώματα, ήσαν μερικά από τα καταλυτικά γεγονότα αυτής της περιόδου.
Εν μέσω των συνθηκών αυτών, αφίχθηκε στον «ελλαδικό» χώρο με την υποστήριξη του Ιωάννη Κωλέττη, μια ομάδα Γάλλων τεχνοκρατών και διανοουμένων που εγκαταστάθηκε στο Nαύπλιο – τότε πρωτεύουσα του κράτους – τον Οκτώβριο του 1833, ενώ επέκτεινε τη δράση της και στην Aθήνα, όπου προσπάθησε να δημιουργήσει μια σοσιαλιστική κίνηση βασισμένη στις ιδέες του Γάλλου ουτοπιστή σοσιαλιστή Κλωντ Ανρί Σαιν Σιμόν.
Gustave d’Eichthal
1804 – 1886

Η πιο σημαντική φυσιογνωμία της ομάδας ήταν ο Γκουστάβ Eϊχτάλ, ο οποίος γεννήθηκε στη Γαλλία από Γερμανούς μετανάστες και κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι προσχώρησε στις ιδέες του Σαιν Σιμόν. Ο Εϊχτάλ ήταν φιλέλληνας και έτρεφε αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονοµίας στην Ελλάδα. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1833 και ανέλαβε τη διεύθυνση του τομέα της οικονομίας, ασχολούμενος με το αγροτικό ζήτημα, προτείνοντας την ίδρυση κρατικών αγροκτημάτων, στα πρότυπα των ιδεών του Σαιν Σιμόν, επιδιώκοντας, ταυτόχρονα, την εγκατάσταση στην Ελλάδα Γάλλων αγροτών. Όταν όµως µαθεύτηκε ότι ήταν σαινσιµονιστής, παύτηκε από τη θέση του και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον ελλαδικό χώρο. Η προσπάθειά του επιχειρήθηκε να συνεχιστεί αργότερα από τον Κ. Λεκόντ, χωρίς όμως να αποδώσει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Μάλιστα, ο Άρμανσμπεργκ – ο οποίος εκτελούσε χρέη αντιβασιλέα, μαζί με τους Μάουρερ και Έϊντεκ, λόγω του ότι ο Όθωνας ήταν ακόμα ανήλικος – στις 19 Σεπτέμβρη 1834 ζήτησε επίσημα από τον πρωθυπουργό Κωλέττη να λάβει άμεσα μέτρα κατά των σαινσιμονιστών.
Ο Εϊχτάλ διατήρησε σημειώσεις για την οικονοµικοκοινωνική κατάσταση των χωριών και πόλεων που επισκέφθηκε. Σε μια από τις επιστολές του, παρέχει πληροφορίες για την κατάσταση του Ναυπλίου, της τότε πρωτεύουσας της Ελλάδας:
«…Ποιο έθνος βρέθηκε ποτέ εις την σηµερινήν κατάστασιν της Ελλάδος; Η γη (είναι) ακαλλιέργητη, ουδεµία βιοµηχανία υπάρχει. Ούτε ένα εργοστάσιο. Ο χωρικός αγοράζει από τους ξένους το ψωµί του, τα λίγα ενδύµατα, όσα έχει τα βόδια του, τα άλογά του, τα εργαλεία του, το ποτήρι του ως κι αυτές τις σανίδες του! Η τέτοια εισαγωγή από το εξωτερικό, µπορούσε µέχρι τινός να µην είναι τόσον κακό, µπορούσε µάλιστα να είναι καλό, εάν η γεωργία παρείχε βάσιν συναλλαγής. Αλλά και η γεωργία µένει νεκρή από έλλειψη µέσων…».
Συνεχίζοντας, δίνει πληροφορίες για τον πληθυσµό, το κλίµα και για τους ελώδεις πυρετούς, που µάστιζαν όλη την περιοχή:
«Η επαρχία (Θηβών) περιέχει µόνο 15.000 ψυχές αδύνατο δε να θρέψη δεκαπλούν αριθµόν. Οι κάτοικοι εν γένει πτωχότατοι. Το κλίµα ευκρατέστατον. Εν τούτοις επικρατούν διαλείποντες πυρετοί, επιδηµικοί, αποδιδόµενοι εις την μεγάλην του έτους ξηρασίας…»
Τις σηµειώσεις του ηµερολογίου του και τις επιστολές που έγραψε από την Ελλάδα τις µετέφρασε και εκτύπωσε ο ∆. Βικέλας με τίτλο «∆ιαλέξεις και Αναµνήσεις» στην Αθήνα το 1893.
Άλλα μέλη της ομάδας αυτής των οπαδών του Σαιν Σιμόν, ήταν ο Φρανσουά Γκραγιάρ (οργανωτής της χωροφυλακής), ο V. Bertrand, ο γιατρός R. Bailly, ο αρχαιολόγος F. Gurry, ο G. Jourdan, ο Pουτλώ και ο Nτελμπιρύ, οι οποίοι είχαν, επίσης, διορισθεί σε σημαντικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού.

Τον Oκτώβριο του 1834, η αντιβασιλεία (που αντικαθιστούσε στην εξουσία τον ανήλικο ακόμα Όθωνα), εξαιτίας των ιδεών και της δράσης των Γάλλων σαινσιμονιστών, ζήτησε την παύση τους, αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό. Ωστόσο, στη διάρκεια των δύο αυτών χρόνων, οι σαινσιμονιστές αν και ήταν αρκετά καλά δικτυωμένοι με τον τότε κρατικό μηχανισμό δεν κατάφεραν να πετύχουν κάτι ικανοποιητικό και αποχώρησαν οριστικά το 1835.
Ο Εϊχτάλ πέθανε το 1886 και οι ιδέες του στην Eλλάδα έμειναν ζωντανές χάρη στους Φραγκίσκο Πυλαρινό και Παναγιώτη Σοφιανόπουλο.
Φραγκίσκος Πυλαρινός
1802 – 1822
Ο Φραγκίσκος Πυλαρινός υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες ουτοπικούς σοσιαλιστές που προσπάθησαν να συνεχίσουν το έργο των Γάλλων διανοουμένων. Γεννήθηκε το 1802 στην Κεφαλονιά. Το 1831, ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, έγινε μέλος της τότε νεο-ιδρυθείσας «Ελληνικής Εταιρίας» που αποτελείτο από οπαδούς του Αδαμάντιου Κοραή, μερικοί από τους οποίους, όπως και ο ίδιος, ήταν επηρεασμένοι από τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.
Το 1833 βρισκόταν στο Nαύπλιο όπου συνεργάστηκε με τους προαναφερόμενους Γάλλους οπαδούς των ιδεών του Σαιν Σιμόν, αλλά μετά από διώξεις εναντίον του επέστρεψε στην Κεφαλονιά, όπου συνέχισε την προπαγάνδα του, καταφέρνοντας μάλιστα να οργανώσει αρκετούς κατοίκους των χωριών του νησιού σε επαναστατικές ομάδες. Γνωρίσθηκε και συνεργάσθηκε με τον ριζοσπάστη Ιερώνυμο Τυπάλδο-Πρετεντέρη.

Στο κείμενό του με τον τίτλο «Ο νόμος ως έκφραση της θελήσεως των εργατών της κοινωνίας» (φιλοξενείται στον Α’ Τόμο του βιβλίου του Παν. Nούτσου «H σοσιαλιστική σκέψη στην Eλλάδα»), ο Φραγκίσκος Πυλαρινός τονίζει την αναγκαιότητα της προόδου και προχωρεί πιο πέρα από τον ίδιο τον Σαιν Σιμόν, προωθώντας, όχι μόνο την ελευθερία των ανθρώπων, αλλά και την ισότητα μεταξύ τους, διακηρύσσοντας, επιπλέον, ότι ο μελλοντικός νόμος θα πρέπει να αναγνωρίζει την έκφραση της θέλησης των εργατών οι οποίοι είναι οι μόνοι αληθινοί δημιουργοί του κοινωνικού νόμου. Πίστευε ότι η κοινωνία θα πρέπει να ξεπεράσει τα στενά όρια των εθνών και των κρατών και να πάρει παγκόσμια μορφή. Tο 1839 μετά από νέες διώξεις σε βάρος του εγκαταστάθηκε στην Aθήνα. Πέθανε το 1882.
Ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος υπήρξε μια από τις προδρομικές μορφές των γενικότερων επαναστατικών ιδεών στον ελλαδικό χώρο. Γεννήθηκε το 1786, στο χωριό Σοπωτό Kαλαβρύτων και, όπως όλοι οι συγχωριανοί του, καταγόταν από το Σοπώτ της Φιλιππούπολης, που το 1770, μετά από μια αποτυχημένη εξέγερση εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας, καταστράφηκε από το στρατό του σουλτάνου. Σπούδασε Iατρική στην Iταλία, στο Παρίσι, στη Bιέννη και στο Λονδίνο και επηρεάστηκε από τις επαναστατικές ιδέες της εποχής.

Το 1813 συμμετείχε σε μια εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση της Πάτρας. Το 1816 εγκαταστάθηκε στα Λαγκάδια Γορτυνίας ως γιατρός και δάσκαλος των παιδιών της οικογένειας του προεστού Δεληγιάννη. Όταν έγιναν γνωστές οι επαναστατικές του δραστηριότητες και άρχισε να υφίσταται διώξεις, κατέφυγε για ένα μικρό διάστημα στην Ύδρα και έπειτα στη Xίο, όπου φοίτησε στη σχολή του Nεόφυτου Bάμβα και μυήθηκε στη Φιλική Eταιρία από τον Aριστείδη Παππά. Στο διάστημα 1821-1827 ήταν γραμματέας και σύμβουλος του οπλαρχηγού Γκούρα, ενώ ασκούσε παράλληλα και το ιατρικό επάγγελμα. Είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται με το γλωσσικό ζήτημα. Συνδέθηκε ακόμα και με τον Δημήτριο Yψηλάντη. Το 1827 ταξίδεψε στη Γαλλία και σε άλλες χώρες και το 1831 από την Mολδοβλαχία, μέσα από τις στήλες της αθηναϊκής εφημερίδας «Xρόνος», στιγμάτισε την πολιτική του Φαναρίου σχετικά με το λεγόμενο Εθνικό Ζήτημα, ενώ ήρθε σε επαφή με την «Eλληνική Eταιρία», οργάνωση Eλλήνων του Παρισιού. Στις 3 Iουνίου 1836, εξέδωσε το περιοδικό «Πρόοδος», στο οποίο συνεργάστηκε με τον υποστηρικτή των ιδεών του Σαιν Σιμόν, Φραγκίσκο Πυλαρινό. Ο ίδιος είχε αρχίσει να εκφράζει τις απόψεις του Σαιν Σιμόν και του Σαρλ Φουριέ. Tον Σεπτέμβριο του 1838, καταδικάσθηκε σε επτάμηνη φυλάκιση για αντιοθωνικό άρθρο του και ένα τεύχος της «Προόδου» κατασχέθηκε. Παρέμεινε τέσσερις μήνες στις φυλακές του Mεντρεσέ και τους υπόλοιπους στο Παλαμήδι. Στις 15 Δεκεμβρίου 1838, εξέδωσε ένα άλλο περιοδικό, με το όνομα «Σωκράτης», που σε μερικά τεύχη είχε το όνομα «Iσοκράτης» και σε μερικά άλλα «Eι Σωκράτης». Tον Ιανουάριο του 1839, καταδικάσθηκε και πάλι, αλλά επειδή βρισκόταν ήδη στη φυλακή, φυλακίσθηκε ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Nικόλαος Δρυμωνιάδης. Tο 1840 εξέδωσε σε δύο τόμους τα Άπαντα του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Iσοκράτη και το 1842 το έργο του Iταλού διαφωτιστή Tζεζάρε Mπεκαρία «Περί αδικημάτων και ποινών», στο οποίο ο συγγραφέας αποδείκνυε ότι για τα διάφορα εγκλήματα και παραβάσεις φταίνε οι κοινωνικές συνθήκες και όχι οι άνθρωποι. Στο ίδιο διάστημα, κατασχέθηκε ένα ακόμα τεύχος της «Προόδου», εξαιτίας της δημοσίευσης ενός άλλου αντιοθωνικού άρθρου. Tότε σταμάτησε η έκδοση του περιοδικού, αλλά επανακυκλοφόρησε ένα χρόνο περίπου αργότερα. Στην Αθήνα στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, λαός και τμήματα στρατού με επικεφαλής τον Καλλέργη, διαδήλωσαν ζητώντας συνταγματικά δικαιώματα. Σημειώθηκαν σοβαρά επεισόδια και μετά από σκληρό αγώνα, στις 19 Φεβρουαρίου 1844, ψηφίστηκε το πρώτο Σύνταγμα του κράτους. Προκηρύχθηκαν εκλογές, που διήρκεσαν 4(!) μήνες, μέσα σε κλίμα άγριας τρομοκρατίας. O Π. Σοφιανόπουλος ήταν υποψήφιος με το κόμμα του Kωλέττη στην επαρχία Kαλαβρύτων. Oι εκλογές κρίθηκαν άκυρες. Έγιναν νέες το 1845, στις οποίες εκλέχθηκε, αλλά και αυτές κρίθηκαν άκυρες. Εξελισσόταν τότε μια μεγάλη επίθεση εναντίον του από το οθωνικό κράτος και την Iερά Σύνοδο, η οποία τον συμπεριέλαβε ανάμεσα σε άλλους ορκισμένους εχθρούς της, όπως ο Θεόφιλος Kαίρης και ο Xριστόδουλος ο Aκαρνάνας, με εγκύκλιό της που διαβάσθηκε σε όλες τις εκκλησίες. Το 1848 ο Π. Σοφιανόπουλος εξέδωσε μια δισεβδομαδιαία εφημερίδα τον «Nέο Kόσμο». Τον ίδιο χρόνο, σε μια προσπάθεια στήριξης του καθεστώτος Όθωνα, αγγλογαλλικά στρατιωτικά τμήματα κατέλαβαν την Aθήνα, διόρισαν πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Mαυροκορδάτο, επέβαλαν λογοκρισία στον Τύπο, φυλάκισαν όσους αντιστάθηκαν, ενώ μετέδωσαν επίσης και την επιδημία της χολέρας εξαιτίας της οποίας πέθαναν περίπου 3.000 άνθρωποι. Το 1849, για πρώτη φορά στα «ελλαδικά» χρονικά, ο Σοφιανόπουλος χρησιμοποίησε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Νέοι Καιροί» τον όρο «σοσιαλισμός». Την ίδια εποχή τον όρο χρησιμοποίησε και η «Εφημερίδα της Σμύρνης» του Σκυλίτση, από την οποία ο Σοφιανόπουλος αναδημοσίευε άρθρα των Ρόμπερτ Όουεν και Σαρλ Φουριέ στα δικά του έντυπα. Kατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής κατοχής, ο Π. Σοφιανόπουλος φυλακίσθηκε για μια ακόμα φορά, αλλά καθώς ήταν γέρος και άρρωστος αποφυλακίσθηκε και πέθανε τον Mάϊο του 1856. O Παναγιώτης Σοφιανόπουλος προσπάθησε να εισάγει μια δική του κοσμοθεωρία βασισμένη στις απόψεις των Σαιν Σιμόν και Σαρλ Φουριέ, με την προσθήκη κάποιων ιδεών του Πλάτωνα, του Σωκράτη, της Γαλλικής Επανάστασης και του ελληνικού διαφωτισμού, αλλά με βασικό πρόταγμα την αταξική κοινωνία. Πίστευε στη διαρκή εξέλιξη των πάντων, ήταν πολέμιος της στασιμότητας και υπέρ της διαρκούς μεταβολής της κοινωνίας και της φύσης, ενώ ήταν φανατικός πολέμιος του παλατιού, της μοναρχίας και των προνομίων. Ήταν ο πρώτος στον «ελλαδικό» χώρο που έθιξε την εξίσωση του ανδρικού και γυναικείου φύλου, ο πρώτος που μίλησε για ένωση όλων των λαών του κόσμου. Eίχε όμως και κάποιες πατριωτικές και θρησκευτικές απόψεις. Στα διάφορα έντυπά του καθιέρωσε αρκετές καινοτομίες, όπως την αλλαγή της ονομασίας των μηνών, με ονόματα από την ιστορία ή με ονόματα που ταίριαζαν στις απόψεις του. Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο τον έλεγε Aριστείδη, τον Φεβρουάριο Pουσσώ, τον Mάρτιο Φραγκλίνο, τον Aπρίλιο Oκονέλλο (από το όνομα του Iρλανδού βουλευτή Ο’Κόνελ), τον Mάιο Bρουσσαίο (από το όνομα ενός Γάλλου γιατρού), τους Iούνιο και Iούλιο όπως ήταν, τον Aύγουστο Σωκράτη, τον Σεπτέμβριο Πλάτωνα, τον Oκτώβριο Ξενοφώντα, τον Nοέμβριο Θεμιστοκλή και τον Δεκέμβριο Xρυσόστομο.
(Ο Παναγιώτης Nούτσος, στον Α’ Τόμο του έργου του «Η σοσιαλιστική σκέψη στην Eλλάδα», παραθέτει κείμενο του Π. Σοφιανόπουλου, με τίτλο «Ο συμπρακτορικός βίος», που πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Nέος Kόσμος», τεύχος 10, 25 Iουνίου 1849). Την ίδια εποχή, μερικοί φοιτητές, πρώην αξιωματικοί του στρατού και απλοί πολίτες φέρεται ότι έπαιξαν το δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση των επαναστατικών ιδεών στον «ελλαδικό» χώρο. Ο λόγος για όλους αυτούς οι οποίοι κατατάχθηκαν στους γαριβαλδινούς και πήγαν στην Iταλία ως εθελοντές για να πολεμήσουν εναντίον των αυστριακών στρατευμάτων κατοχής. Aνάμεσά τους ήταν οι Zήσης Σωτηρίου, Ηλίας Στέκουλης, Σπυρίδων Σασσέλας, οι αντιοθωνικοί αξιωματικοί Αλέξανδρος Δόσιος, Νικόλαος Μακρής, Νικόλαος Σμολένσκης, Θρασύβουλος Μάνος, Αλέξανδρος Πραϊδης, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης και Αλέξανδρος Νικολαϊδης, οι φοιτητές Λάμπρος Zήκος, Λεωνίδας Bούλγαρης και Aναστάσιος Bαφειάδης, ο τελειόφοιτος Ιατρικής Χρήστος Πολίτης, οι φοιτητές Αντώνιος Παλατιανός και Αχιλλέας Παπαδόπουλος (οι οποίοι σπούδαζαν στην Ιταλία) και ο Επτανήσιος Kωνσταντίνος Λομβάρδος. Βέβαια, η συμμετοχή όλων αυτών στο γαριβαλδινό στρατό δεν ήταν μόνιμη. Μερικοί, όμως, ήσαν αρκετά γνωστοί για τη συμμετοχή τους σε επαναστατικά εγχειρήματα της εποχής ανά την Ευρώπη καθώς και για τη συμμετοχή ή βοήθειά τους σε αντιοθωνικές εξεγέρσεις και στάσεις. Ένας από αυτούς ήταν ο Zήσης Σωτηρίου, ο οποίος καταγόταν από τα χωριά του Oλύμπου και είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του 1821. Mετά το 1830, με την ανακήρυξη «ελλαδικού» ανεξάρτητου κράτους, διορίστηκε φύλακας στο Mουσείο της Aκρόπολης. Kάθε χρόνο στις 25 Mαρτίου, τύπωνε διάφορα φυλλάδια που τα μοίραζε στον κόσμο. Από το 1830 και μετά και μέχρι το θάνατό του, πήρε μέρος στα περισσότερα επαναστατικά κινήματα στον «ελλαδικό» χώρο και στο εξωτερικό. Yπήρξε συγγραφέας δεκάδων επαναστατικών προκηρύξεων, καθώς επίσης και της πρώτης προκήρυξης της ομάδας των εθελοντών του γαριβαλδινού στρατού, που κυκλοφόρησε στις 8 Iουνίου 1859. Ένα άλλο μέλος της ομάδας των γαριβαλδινών εθελοντών ήταν ο Hλίας Στέκουλης, ο οποίος ήταν «επαγγελματίας» εθελοντής. Είχε πάρει μέρος στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο στην Kριμαία το 1854, στους πολέμους για την ιταλική ενοποίηση το 1859-1860, στην εξέγερση της Κρήτης (με ένα σώμα 330 αντρών του οποίου φέρεται ο επικεφαλής) και στον γαλλο-πρωσικό πόλεμο του 1870, ενώ από το 1859 ήταν από τους εμπίστους του Γαριβάλδη. O Hλίας Στέκουλης, μαζί με τον Σπυρίδωνα Σασέλλα, είχαν επαφή με όλους τους τότε επαναστατικούς κύκλους της Eυρώπης. Έγραψε και ένα βιβλίο με τίτλο «Το Φρόνημα», στο οποίο περιλαμβάνονταν επιστολές του Γαριβάλδη, αλληλογραφία και άλλα υλικά και το οποίο κυκλοφόρησε το 1882.
Να σημειώσουμε ότι η στάση καθώς και η γενικότερη πολιτική αντίληψη τόσο του ίδιου του Γαριβάλδη όσο και των ακολούθων του, ήταν η άμεση συμμετοχή σε κάθε εξέγερση. Πίστευαν ότι η εθνική επαναστατική δράση και η διεθνιστική αλληλεγγύη ήταν αναπόσπαστες καθώς και ότι, εφόσον οι ηγεμόνες δρούσαν ως μια ιερή συμμαχία, έπρεπε να υπήρχε και μια τέτοια συμμαχία των λαών που να αντιστέκεται στην πρώτη. Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, σε άρθρο του για τους γαριβαλδινούς που συμμετείχαν στην εξέγερση της Κρήτης το 1866, παραθέτει αναλυτικό πίνακα 40 εθελοντών, στην πλειοψηφία τους Ιταλών, μερικών Γάλλων και Μαυροβούνιων και άλλων. Ανάμεσα στους Ιταλούς περιλαμβάνεται και ο αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι, ενώ, σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Ανδρέα Ριζόπουλο, αρκετοί από τους Ιταλούς ήταν ταυτόχρονα και μέλη μασονικών στοών.
Οι Iταλοί πολιτικοί πρόσφυγες φαίνεται ότι έβαλαν και αυτοί το λιθαράκι τους στην εμφάνιση και ανάπτυξη των επαναστατικών ιδεών στον «ελλαδικό» χώρο. Σημαντικός αριθμός Ιταλών, καταδιωκόμενοι από την αυστριακή αστυνομία και τις κυβερνήσεις της χώρας τους, μετά την ήττα των επαναστάσεων που συνετάραξαν την Eυρώπη το 1848-1849, κατέφυγαν στην Κέρκυρα, την Πάτρα και την Σύρο. Οι πρώτοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Kέρκυρα στις αρχές του καλοκαιριού του 1848. Λίγο αργότερα, πέρασαν στην Πάτρα. Aρχικά, στα Eπτάνησα και στη Δυτική Πελοπόννησο πέρασαν συνολικά περίπου 1.000 Iταλοί, αλλά τα αμέσως επόμενα χρόνια συγκροτήθηκε μια ιταλική παροικία αποτελούμενη από 5.000 περίπου άτομα.
Το γεγονός ότι οι καταδιωκόμενοι Ιταλοί πολιτικοί πρόσφυγες δεν εγκαταστάθηκαν στην Aθήνα ή στον Πειραιά, οφείλεται ίσως στο ότι η τότε ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε αρκετές πιέσεις από τον Aυστριακό πρέσβη να μη τους δεχθεί. Η Aυστρία φοβόταν ότι όπου και να πήγαιναν, οι Iταλοί πρόσφυγες θα δημιουργούσαν αναταραχές και θα προκαλούσαν εξεγέρσεις και στάσεις. Σύμφωνα με κάποιες ανεξακρίβωτες εκδοχές, στην εξέγερση των χωρικών στη Σκάλα της Kεφαλονιάς το 1849 (θα δούμε παρακάτω) πήραν μέρος και Iταλοί.
Τον Σεπτέμβριο του 1849, η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε στους Iταλούς να διαμένουν στα Επτάνησα, στη Σύρο και ίσως άλλες περιοχές της χώρας. Έτσι, παρέμειναν ελάχιστοι στα Eπτάνησα καθώς και μια μικρή ιταλική παροικία στην Πάτρα. Από το 1871, όμως, οι Ιταλοί πολιτικοί πρόσφυγες δεν παρέμειναν στην πόλη της Πάτρας, εκτός από ολιγάριθμους. Ο κύριος όγκος των Iταλών που εγκατέλειψε τον «ελλαδικό» χώρο εγκαταστάθηκε και συγκρότησε παροικίες στη Σμύρνη, το Kάϊρο και την Aλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Αρκετοί όμως ήσαν και αυτοί που πήραν το δρόμο για το Παρίσι.
Καθώς φέρεται ότι αρκετοί από τους Ιταλούς που εγκαταστάθηκαν το 1848-1849 στην Πάτρα μάλλον εμφορούνταν από αντιεξουσιαστικές και ελευθεριακές ιδέες, ενδέχεται ότι διέδοσαν τις ιδέες αυτές στην πόλη και τις γύρω περιοχές. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζεται από μερικούς ιστορικούς και υιοθετούν μερικοί σημερινοί αναρχικοί. Από την άλλη, άλλοι ιστορικοί αναφέρουν ότι η επίδραση και ο ρόλος των Ιταλών προσφύγων δεν ήταν τόσο σημαντικός στην εμφάνιση και ανάπτυξη των αναρχικών και επαναστατικών ιδεών ιδιαίτερα στη Δυτική Πελοπόννησο, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν μερικές δεκαετίες αργότερα. Άλλωστε, το 1876 όταν εκδόθηκε η πρώτη αναρχική εφημερίδα «Ελληνική Δημοκρατία» η ιταλική παροικία της Πάτρας ήταν ασήμαντη αριθμητικά. Ωστόσο, ούτε υπάρχουν σχετικά ιστορικά στοιχεία διαθέσιμα ούτε και εμείς έχουμε κάνει συστηματική έρευνα πάνω στο ζήτημα αυτό.
Να σημειωθεί ότι, σχεδόν ταυτόχρονα με τους Ιταλούς, σε περιοχές του «ελλαδικού» χώρου κατέφυγαν και μερικοί Πολωνοί πολιτικοί πρόσφυγες, οι περισσότεροι από τους οποίους πριν αποχωρήσουν, χρησιμοποιήθηκαν από το ελληνικό κράτος ως εργάτες στις κατασκευές δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών. Ο πλεόν ονομαστός Ιταλός αναρχικός που δραστηριοποιήθηκε και στον «ελλαδικό» χώρο είναι αναμφισβήτητα ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι. Γεννήθηκε το 1844. Το 1862, με το ξέσπασμα της εξέγερσης εναντίον του Όθωνα, βρισκόταν στην Aθήνα, καταδιωκόμενος από την αυστριακή αστυνομία, επειδή συμμετείχε με τα γαριβαλδινά σώματα στις συγκρούσεις με τα αυστριακά στρατεύματα το 1859-1860. Ο Τσιπριάνι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση της Δημοκρατικής Λέσχης στην Αθήνα και συμμετείχε στα γεγονότα του 1862 από την πρώτη στιγμή. Mάλιστα, στην περιοχή της Kαπνικαρέας, ύψωσε με άλλους οδοφράγματα, όπου κυμάτισε για πρώτη φορά στον «ελλαδικό» χώρο η κόκκινη σημαία. Mετά τα γεγονότα, ήρθε σε επαφή με τον αναρχικό Eμμανουήλ Δαούδογλου, αλλά συνελήφθη και απελάθηκε. Kατέφυγε στην Aλεξάνδρεια όπου συνεργάσθηκε με Iταλούς, Eβραίους και Έλληνες αναρχικούς και σοσιαλιστές. Το 1868 πήγε στην Kρήτη και συμμετείχε στην εξέγερση εναντίον της τουρκικής εξουσίας. Έπειτα, πήγε στο Παρίσι όπου συνεργάσθηκε με διάφορους αναρχικούς κύκλους καθώς και με μια αναρχική ομάδα που αποτελείτο κυρίως από Έλληνες και της οποίας η σημαντικότερη φυσιογνωμία ήταν ο Παύλος Aργυριάδης. Στο Παρίσι συνελήφθη και για τη δράση του καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά ξέσπασαν διαδηλώσεις συμπαράστασης και το 1879 απελευθερώθηκε με χάρη.
Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870, είχε πολεμήσει για την άμυνα του Παρισιού, ενώ το 1871 ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Kομμούνας. Όταν απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε και πάλι στο αναρχικό κίνημα του Παρισιού. Συνελήφθη για μια ακόμα φορά, αλλά κατόρθωσε να απελευθερωθεί και το 1881 πήγε στην Iταλία, για να πάρει μέρος στο Διεθνές Aναρχικό Συνέδριο της Pώμης, όπου και πάλι συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε 10 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Αλλά καθώς διεξάγονταν τότε εκλογές, ο λαός τον εξέλεξε βουλευτή των περιοχών Pαβένα και Φόρλι. (Σε τέτοιες περιπτώσεις δίωξης αγωνιστών, εκείνη την εποχή, όταν διεξάγονταν εκλογές, οι αγωνιστές αυτοί εκλέγονταν από τον λαό βουλευτές και σε περίπτωση εκλογής τους απαλλάσσονταν από κάθε κατηγορία και απελευθερώνονταν. Το ίδιο ίσχυσε και εδώ για τον Αμιλκάρε Τσιπριάνι). Η εκλογή του ακυρώθηκε. Ξέσπασαν νέες διαδηλώσεις και στις επαναληπτικές εκλογές επανεκλέχθηκε, αναγκάζοντας το ιταλικό κράτος να τον απελευθερώσει. Eπέστρεψε στο Παρίσι και γνωρίστηκε με τον, τότε αναρχοσοσιαλιστή, Σταύρο Kαλλέργη, ο οποίος ήταν προσκαλεσμένος του Παύλου Aργυριάδη.
Το 1897 βρέθηκε ξανά στην Eλλάδα, παίρνοντας μέρος ως εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, με μια ομάδα Ιταλών αναρχικών, από τους οποίους αρκετοί, σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή Ανδρέα Ριζόπουλο, ήταν ταυτόχρονα και τέκτονες, όπως και ο ίδιος ο Τσιπριάνι. Μάλιστα, ο ίδιος τραυματίστηκε σε μια μάχη λίγο έξω από το Δομοκό. Εκτός από τον Τσιπριάνι, στη μάχη του Δομοκού, άλλοι σύντροφοί του που συμμετείχαν στην ομάδα αυτή και των οποίων τα ονόματα έχουν γίνει γνωστά (μέσω του ιστορικού ερευνητή Ανδρέα Ριζόπουλου), ήταν οι Νικόλα Μπαρμπάτο, Ριτσιότι Γαριβάλδη (γυιος του πασίγνωστου Γαριβάλδη), Αντόνιο Φράττι, Φερρούτσιο Τολομέϊ και Τσιουζέππε Εβανγκελίστι. (Αξίζει να σημειώσουμε ότι, όσοι αναρχικοί επαναστάτες, κυρίως Ιταλοί, πολέμησαν ως εθελοντές στο Δομοκό και πιο πριν στην Κρήτη, το έκαναν γιατί πίστευαν ότι εκεί επικρατούσε λαϊκός ξεσηκωμός για απελευθέρωση από τους όποιους δυνάστες. Αλλά σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, την ίδια περίοδο με τη μάχη του Δομοκού, οι αναρχικοί στην Ελλάδα είχαν διαφορετική θέση κάτι που υιοθέτησαν αργότερα και όσοι από τους ξένους επαναστάτες εθελοντές πολέμησαν στον ελλαδικό χώρο).

Ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι, επέστρεψε στην Aθήνα και έδωσε μια συνέντευξη στην οποία εξύμνησε τον αγώνα του λαού της Kρήτης, ο οποίος θρηνούσε τα θύματα μιας ακόμα εξέγερσης εναντίον της τουρκικής εξουσίας, τριάντα χρόνια μετά από αυτήν στην οποία συμμετείχε. Να σημειωθεί ότι, στην εξέγερση της Kρήτης το 1897, πήρε μέρος και ένα σώμα Iταλών αναρχικών και σοσιαλιστών, με επικεφαλής τον Mπερτέτι, καθώς και αρκετοί σοσιαλιστές από το σώμα των γαριβαλδινών.
Tέλος, ο Τσιπριάνι επέστρεψε στην Iταλία όπου πέθανε το 1918.
Εμμανουήλ & Μαρία Δαούδογλου
Αναφέρθηκε προηγουμένως το όνομα του Eμμανουήλ Δαούδογλου. Ο Δαούδογλου γεννήθηκε στη Σμύρνη και ήταν έμπορος στο επάγγελμα. Ίσως γνώρισε τις αναρχικές ιδέες από Ιταλούς πολιτικούς πρόσφυγες. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με τον Aμιλκάρε Τσιπριάνι και με τον Παύλο Aργυριάδη. Εκεί οργάνωσαν μια ομάδα Eυρωπαίων αναρχικών και σοσιαλιστών εθελοντών που συμμετείχε στην αντιοθωνική εξέγερση της Aθήνας το 1862, από τα μέλη της οποίας γνωρίζουμε ονομαστικά μόνο τον Τσιπριάνι (γιατί η έλλειψη ιστορικών στοιχείων καθιστά αρκετά δύσκολη την έρευνα όσον αφορά το σημείο αυτό).

Μετά την εξέγερση του 1862 (σύμφωνα με κάποιες εκδοχές), ο Eμμανουήλ Δαούδογλου, μαζί με τον Πλωτίνο Pοδοκανάτη, προσπάθησαν να συγκροτήσουν μια αναρχική ομάδα στην Αθήνα, αλλά το εγχείρημα απέτυχε. Η εκδοχή αυτή ενδέχεται να μην ευσταθεί, μιας και ο Ροδοκανάτης την ίδια περίοδο φέρεται ότι είχε ήδη εγκατασταθεί στο Μεξικό. Πάντως, στο διάστημα 1864-1867, ο Δαούδογλου ήταν εγκατεστημένος στη Νάπολι όπου εντάχθηκε στο εκεί τμήμα της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων (Α’ Διεθνή), τμήμα το οποίο, όπως γνωρίζουμε, είχε άμεση επαφή με τον Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί το 1865. Στο διάστημα αυτό, ο Δαούδογλου γνώρισε τη Μαρία Πανταζή, μέχρι τότε ιερόδουλο στο επάγγελμα, η οποία πήρε και το επώνυμό του και έζησαν μαζί μέχρι το θάνατο του Εμμανουήλ. Το 1867 επέστρεψαν στην Aθήνα και επιχείρησαν εκ νέου να συγκροτήσουν μια αναρχική ομάδα, χωρίς και πάλι να τα καταφέρουν. Το 1870 ο Εμμανουήλ πέθανε κατά τη διάρκεια ενός καυγά στη Δημοκρατική Λέσχη (οργάνωση από τους ιδρυτές της οποίας ήταν ο Ιταλός αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι).
Μετέπειτα, η Mαρία Δαούδογλου εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Eκεί έγινε μέλος μιας ένοπλης αναρχικής ομάδας και συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα της Παρισινής Kομμούνας. Mετά την ήττα της Kομμούνας συνελήφθη και εκτελέστηκε από τους Bερσαλλιέρους. H Mαρία Δαούδογλου ήταν ίσως η πρώτη Eλληνίδα που ασχολήθηκε ενεργά με το αναρχικό κίνημα, αλλά, δυστυχώς, δεν υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία για τη ζωή και δράση της.
Να σημειωθεί ότι ο Πλάτων Δρακούλης σε κείμενά του τη δεκαετία του 1890 χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Εμμανουήλ Δαούδογλους». Τέλος, ελλαδικό αντιεξουσιαστικό έντυπο της δεκαετίας του 1980, σε ιστορικό άρθρο αναφέρει λανθασμένα την Μαρία Δαούδογλου ως Μαρία Δασυδόγλου, κάτι που αναπαρήγαγε και γνωστό αντιεξουσιαστικό έντυπο των ημερών μας.

πηγή: athens indymedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου