Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ρωσικός στρατός μια «στρατιά Ποτέμκιν»;

Ο ρωσικός στρατός μια «στρατιά Ποτέμκιν»;
Με το σλόγκαν «Novyi oblik» - στα Ελληνικά «Νέα Έκδοση» ή «Νέα Παρουσίαση» - η Ρωσία μεταρρυθμίζει από το 2008 τις στρατιωτικές δυνάμεις της. Η Μόσχα παρουσιάζει τη φαινομενικά ανακτηθείσα στρατιωτική δύναμη στις ετήσιες παρελάσεις και τελευταία με την κατάληψη της Κριμαίας. Αλλά τα φαινόμενα απατούν: πίσω από την πρόσοψη του προσφερόμενου στρατιωτικού θεάτρου, στο ρωσικό στρατιωτικό σώμα λείπει η ουσία για έναν «Ψυχρό Πόλεμο 2.0». Έχουν κληθεί ως τα «μικρά πράσινα ανθρωπάκια»: όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα πλάνα από τα ρωσικά στρατεύματα στην Κριμαία - ινκόγκνιτο, με μάσκες και χωρίς εθνικό έμβλημα - τα σχόλια των εμπειρογνωμόνων ήταν περιφρονητικά. Δεν μπορούσε να ήταν ένα ενιαίο, ένστολο, εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο σώμα Ρώσων στρατιωτών, επειδή απλά το ρωσικό στράτευμα δεν είναι γνωστό για τους ομοιόμορφους ένστολους και για την πειθαρχεία του.
Τα περιφρονητικά σχόλια βασίστηκαν στις τηλεοπτικές συνήθειες, τις οποίες εμείς όλοι μας γνωρίζουμε σε σχέση με τον ρωσικό στρατό από την δεκαετία του 1990. Τα «μικρά πράσινα ανθρωπάκια» - το αποδιοργανωμένο απείθαρχο ρωσικό στράτευμα, ερήμην τεχνολογίας, έχουν διαμορφώσει την εικόνα μας, έχοντας λάβει την επιβεβαίωση στον ρωσο-γεωργιανό πόλεμο το 2008.
Ως εκ τούτου, μεγάλη ήταν η έκπληξη τώρα, στην Κριμαία, όχι μόνο επειδή αυτά τα «μικρά πράσινα ανθρωπάκια» δεν πληρούν άλλο όσα γνωρίζαμε, αλλά προφανώς εν μία νυκτί κατέστησαν τις γνώσεις μας άνευ αντικειμένου. Τα πλάνα των σύγχρονων θωρακισμένων οχημάτων Tigr, φρεσκοβαμμένα και με νέα ελαστικά, λειτουργικά ελικόπτερα και στρατιώτες με σύγχρονο εξοπλισμό, κράνη και στολές. Για όλα αυτά υπάρχει μια σαφή γλώσσα: o ρωσικός στρατός έχει γιατρευτεί! Μήπως δεν ήταν ακριβώς αυτό που ανακοίνωσε εδώ και χρόνια ο Βλαντιμίρ Πούτιν;
Ο Πρόεδρος της Ρωσίας προσπαθεί ακούραστα από το 2008 να ανακουφίσει τους συμπατριώτες του με μετασοβιετικά αυτοκρατορικά φαντάσματα. Ψυχολογικά, αυτή η αντίδραση εχει εξήγηση. Όπως οι προσδοκίες ταράζουν βεβαιότητες διαρκείας, οι άνθρωποι αναζητούν ενστικτωδώς εναλλακτικές δηλώσεις που να ταιριάζουν καλύτερα με τις εμφανείς νέες πραγματικότητες.
Τίποτα δεν κλονίζει αυτές τις βεβαιότητες όπως οι εικόνες, με τις οποίες, παρόλο που το ξέρουμε καλύτερα, ενστικτωδώς και συχνά υποσυνείδητα συνδέουμε μια αντικειμενική εικόνα της πραγματικότητας. Η «δύναμη της εικόνας», μια μαζική τάση στην επιστήμη.
Συγκεκριμένα, εμπειρογνώμονες ασφαλείας, δεδομένων των εικόνων της κρίσης στην Ουκρανία, φαίνονται επιρρεπείς στην αφήγηση του Πούτιν περί νέας ρωσικής δύναμης. Η υστερία στα μέσα ενημέρωσης από ειδικούς και «ειδικούς» (με εισαγωγικά) τους τελευταίους εβδομάδες μήνες για τον υποτιθέμενο «Ψυχρό Πόλεμο 2.0» - συμπεριλαμβανομένης της προβλέψιμης ζήτησης γι τηνα επαναφορά της υποχρεωτική θητείας στις χώρες της Ευρώπης όπου έχει καταργηθεί και της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών - είναι τόσο ψυχολογικά όσο και οπτικο-θεωρητικά εξηγήσιμη.
Έκπληξη αποτελεί ωστόσο, ότι ακόμη και μήνες μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στα φόρουμ της παγκόσμιας κοινότητας της άμυνας και ασφαλείας μετά βίας διακρίνονται προσπάθειες ευθυγράμμισης της προηγούμενης γνώσης για την κατάσταση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων σε σχέση με τις παρουσιαζόμενες εικόνες. Η έλλειψη υλικού δεν μπορεί να ευθύνεται, γιατί σχεδόν κανένας άλλος στρατός δεν έχει παρατηρηθεί και μελετηθεί τόσο εκτενώς τις τελευταίες δεκαετίες, όπως ο ρωσικός.
Έτσι, μακριά από την οπτικά εντυπωσιακή εικόνα της στρατιωτικής ισχύος στην Κριμαία και στις παρελάσεις, πως στέκονται σήμερα οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις; Η σύντομη απάντηση είναι: καλύτερα από ό, τι στη δεκαετία του 1990, αλλά και για εμάς τους υποτιθέμενους αντιπάλους στο ΝΑΤΟ δεν υπάρχει λόγος για πανικό.
Για να κατανοήσουμε την τρέχουσα κατάσταση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων καλύτερα, πρώτα μια ματιά πίσω στο πρόσφατο παρελθόν. Μετά το τέλος της ΕΣΣΔ η νεοσύστατη Ρωσική Ομοσπονδία κληρονόμησε αρχικά 2,7 εκατομμύρια στρατιώτες του σοβιετικού στρατού, ένα μεγάλο μέρος του μηχανικού εξοπλισμού του και όλων των των συναφών προβλημάτων. Σχεδόν μισό εκατομμύριο στρατιώτες που ήταν σταθμευμένοι στα παλιά σύνορα και έξω από τα νέα κρατικά σύνορα, επέστρεψαν στο σπίτι και κάπως έπρεπε να στεγαστούν και να λάβουν κάποια φροντίδα.
Όχι μόνο λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης απέτυχε εδώ το κράτος σε όλο το μήκος της γραμμής, και οι ήδη «απλές» συνθήκες διαβίωσης των Ρώσων στρατιωτών επιδεινώθηκαν δραματικά.
Συγχρόνως ένας γύρος περικοπών, κυρίως για οικονομικούς λόγους, προκάλεσε έως το 1994 μια μαζική έξοδο από το στράτευμα σε πάνω από ένα εκατομμύριο στρατιωτικούς, χωρίς να υπάρχει ο παραμικρός προγραμματισμός, εννοιολογικά ή δομικά, για την εξέλιξη αυτή. Σε αυτά τα χρόνια ο ρωσικός στρατός έχασε μεγάλο μέρος του καλύτερου προσωπικού του. Όποιος μπορούσε, κατά κάποιο τρόπο προσπάθησε να βρει την τύχη του στη νέα οικονομία της αγοράς. Η ανεξέλεγκτη διαφθορά, καταστροφικές πολεμικές αποστολές, όπως στους πολέμους της Τσετσενίας και το σύστημα των «dedovshchina» οδήγησε σε όλο και λιγότερες - και ακόμη λιγότερο κατάλληλες - προσλήψεις για τη στρατιωτική υπηρεσία.
Δομικά και εννοιολογικά ο ρωσικός στρατός προετοίμαζε με τις μάζες των μεγάλων μονάδων, χωρίς πραγματική αξία χρήσης, ένα νέο «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο», χωρίς όμως μια παρόμοια ανθρώπινη ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες σε τεχνικούς όρους είχαν εντελώς σαπίσει.
Αρχές του 2000, για παράδειγμα, στην Πολεμική Αεροπορία - μετά από επίσημες πληροφορίες - το 55% του υλικού απλά δεν ήταν άλλο λειτουργικό, και σύμφωνα με μια έκθεση του 2011 από Ρώσους εμπειρογνώμονες άμυνας για το φόρουμ συζήτησης Valdai, και το 2007 μόνο το 17% των μονάδων του Στρατού και μόνο το 7% της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν «ετοιμοπόλεμο».
Οι λίγες διαθέσιμες οικονομικές μεταβλητές κατευθύνθηκαν κυρίως στη διατήρηση της πυρηνικής αποτροπής, έτσι ώστε για την διατήρηση ή ακόμη την αγορά νέας τεχνολογίας για τις συμβατικές ένοπλες δυνάμεις να μην υπάρχει περιθώριο. Νέα όπλα παραδόθηκαν στο στράτευμα σε ομοιοπαθητικές δόσεις: μεταξύ 2000 και 2004, για παράδειγμα, 15 νέα άρματα μάχης - και αυτά για να διατηρθηθεί έστω και ένα ίχνος παραγωγής της πολύ απελπισμένης αμυντικής βιομηχανίας στο διάστημα μεταξύ των παραγγελιών για εξαγωγές.
Οι μάλλον χλιαρές προσπάθειες του Κρεμλίνου για τη μεταρρύθμιση του στρατού απέτυχαν λόγω της αντίστασης των διαρθρωτικά απείθαρχων στρατηγών, της έλλειψης του προϋπολογισμού και της έλλειψης αποτελεσματικότητας στην αμυντική βιομηχανία. Ο ρωσικός στρατός ήταν έτσι - σε λιγότερο από δέκα χρόνια - σε ένα σημείο όπου ακόμη και οι προσκείμενοι στο Κρεμλίνο στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες άρχισαν να διερωτούνται δημοσίως για την ικανότητά του να παρέχει την εθνική άμυνα.
Τον Φεβρουάριο του 2007, στο τέλος της δεύτερης θητείας του ως Πρόεδρος, ο Βλαντιμίρ Πούτιν προσπάθησε να θέσει ένα τέλος σε αυτή την κατάσταση. Διόρισε με τον Ανατόλι Σερντιούκοφ για πρώτη φορά ένα πολίτη ως Υπουργό Άμυνας και του ανέθεσε την αποστολή της ριζικής μεταρρύθμισης των ενόπλων δυνάμεων. Αυτή η μεταρρύθμιση έχει ταρακουνήσει τις βάσεις των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και συνεχίζει μέχρι σήμερα, παρά την αλλαγή των Υπουργών στο μεσοδιάστημα.
«Dedovshchina» (ρωσικά: «Дедовщина») - το «Σύστημα Παππούς» αναφέρεται, στην ακόμη από την εποχή των Τσάρων, «παράδοση» της βίαιης υποταγής των νέων στους παλιούς, υπό συνθήκες δουλείας. Γενικά παρενοχλούνται εκείνοι οι νεοεισερχόμενοι από τους λεγόμενουςς «παππούδες», οι οποίοι μόλις με ένα χρόνο υπηρεσίας υποδέχονται με βάναυσο τρόπο τους νεοσύλλεκτους στο στρατό.
Το 2005, 16 στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους ως άμεσο αποτέλεσμα αυτών των επιθέσεων, ενώ 276 αυτοκτονούν. Το 2010 το Υπουργείο Άμυνας στην Μόσχα δημοσίευσε για το ίδιο έτος έναν αριθμό από 1.700 θύματα, αν και δεν αναφέρθηκε επίσημα ο αριθμός των θανάτων. Εάν η μείωση της θητείας το 2011 κατά ένα χρόνο είχε κάποια επίδραση στο «ρωσικό καψώνι», δεν είναι ακόμη σαφές, δεδομένου ότι για τα έτη 2011 έως 2013/14 δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Κατά την έναρξη της μεταρρύθμισης αρχικά ήταν το έργο της απογοητευτικής απογραφής των ενόπλων δυνάμεων και μια σύγκριση με τις στρατιωτικές απαιτήσεις του 21ου αιώνα. Ρώσοι εμπειρογνώμονες της άμυνας σημείωσαν ότι οι ένοπλες δυνάμεις τους - κατά μέσο όρο - ήταν εξοπλισμένες με μόνο το 20% του υλικού που βαθμολογήθηκε ως «σύγχρονο», ενώ η εν λόγω τεχνολογία με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ αντιπροσώπευε την ίδια στιγμή περί το 70% του συνόλου. Ακόμα και το 2012 οι ελίτ αερομεταφερόμενες δυνάμεις (VDV) - οι δυνάμεις ταχείας αντίδρασης της Ρωσίας - ήταν εξοπλισμένες μόνο με περίπου 10% σύγχρονης τεχνολογίας.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, έδειξε το 2008 ο πόλεμος κατά της Γεωργίας. Ενώ ο Πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ και ο Πρωθυπουργός Βλαντιμίρ Πούτιν παρουσίασαν δημόσια τη νίκη επί του μικρού αυτού νότιου γείτονα ως ένα μεγάλο πολεμικό κατόρθωμα, μια εγγύτερη προσέγγιση αποκάλυψε τρομακτικά κενά. Η διορατική έκθεση «The Tanks of August» από το Μοσχοβίτικο Κέντρο για την Ανάλυση της Στρατηγικής και Τεχνολογίας (CAST) τα κατέδειξε εντυπωσιακά. Ειδικότερα, η Πολεμική Αεροπορία είχε εξευτελιστικά αποτύχει στο καθήκον της διασφάλισης του εναέριου χώρου πάνω από τη Γεωργία και απώλεσε επίσης ένα δυσανάλογα μεγάλο αριθμό αεροσκαφών. Η επικοινωνία σε όλα τα επίπεδα ήταν καταστροφική, η συνεργασία των διαφόρων μονάδων ήταν χαοτική με πολλές άσκοπες απώλειες από φίλια πυρά.
Ο ατομικός εξοπλισμός των ρωσικών στρατευμάτων ήταν τόσο χάλια, ώστε οι Ρώσοι στρατιώτες, όπου μπορούσαν, αμέσως έφερναν στην κατοχή τους τον ανάλογο γεωργιανό εξοπλισμό. Επιπλέον, ένα μη ευκαταφρόνητο μέγεθος του εξαθλιωμένου ρωσικού βαρύ εξοπλισμού παρέμεινε στην άκρη του δρόμου. Αυτή η αποτυχία ήταν ακόμη πιο δραματική, όπως επρόκειτο για μονάδες οι οποίες λίγο νωρίτερα είχαν εφαρμόσει ένα παρόμοιο σενάριο σε μια μεγάλης κλίμακας άσκηση. Ο Υπουργός Σερντιούκοφ εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και έπαψε στο Υπουργείο Άμυνας το ένα τρίτο των στρατηγών, κάτι που τον βοήθησε στη συνέχεια να διεκδικήσει τη μεταρρύθμιση του στρατού.
Ο πυρήνας του επανασχεδιασμού των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων είναι η μετατροπή τους σε «λειτουργικό στρατό», αποχαιρετίζοντας το μοντέλο στελέχωσης με εφέδρους σε πλήρη επάνδρωση μόνο σε περίπωση «έκτακτης ανάγκης» - μεραρχίες, σώμα στρατού και στρατιές. Αντί αυτού η μεταρύθμιση παρέχει συνεχώς διαθέσιμες μονάδες, ταξιαρχίες και τάγματα. Από τους πρώην 1.890 ανεξάρτητους σχηματισμούς στις χερσαίες δυνάμεις στο τέλος είναι να παραμείνουν 172 μονάδες. Οι πρώην έξι ανεξάρτητες στρατιωτικές περιφέρειες έχουν μειωθεί σε τέσσερις, και για πρώτη φορά από το 2010 διαθέτουν ολοκληρωμένη δομή διοίκησης - «Διακλαδικό Αρχηγείο», όπως στο ΝΑΤΟ - για όλους τους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων που σταθμεύουν στην περιφέρεια.
Επιπλέον, από τα τέλη του 2013 οι ειδικές δυνάμεις, αφού αρχικά το 2008 μεταφέρθηκαν από την διοίκηση της μυστικής στρατιωτικής υπηρεσίας GRU στις στρατιωτικές περιφέρειες, απέκτησαν δική τους ξεχωριστή διοίκηση - παρόμοιο μοντέλο με την αμερικανική «Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων». Η Δούμα έχει θέσει τον μέγιστο αριθμό των ενεργών ρωσικών στρατευμάτων σε ένα εκατομμύριο στρατιώτες δυνάμεις.
Οι συνδεδεμένες περικοπές του προσωπικού επηρεάζουν κυρίως το σώμα των αξιωματικών, των οποίων το μέγεθος του 2008 ήταν περίπου το ένα τρίτο του συνολικού δυναμικού, έχει μειωθεί μέχρι το 2012 σε περίπου 15%. Για να ανταποκριθεί στην καλπάζουσα «dedovshchina» ο Πούτιν το 2011 - και πάλι Πρόεδρος - μείωσε τη διάρκεια της υποχρεωτικής θητείας σε ένα χρόνο, ενώ από το 2008 υπάρχει μια πολύ μεγάλη προσπάθεια να αυξηθεί ο αριθμός των επαγγελματιών στρατιωτών - «kontraktniki».
Τα τρέχοντα προγράμματα μεταρρυθμίσεων θέλουν τον αριθμό αυτών των επαγγελματιών στρατιωτών να αυξάνονται έως το 2017 σε έως 425.000 - περίπου το ήμισυ του συνόλου του προσωπικού. Μαζί με μια ενιαία εκπαίδευση και την δημιουργία ενός επαγγελματικού σώματος υπαξιωματικών - μια απόλυτη καινοτομία για τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις - θα πρέπει έως το 2020 να συγκροτηθεί μια επαγγελματική και γρήγορα αναπτυσσόμενη δύναμη.
Ακόμη και στα υλικά μέσα οι στόχοι της μεταρρύθμισης είναι φιλόδοξοι: σύμφωνα με το ισχύον κρατικό πρόγραμμα εξοπλισμών, το «Programma Gosudarstvennaya razvitiya Vooruzheniy» (GPV), οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις είναι έως το 2020 να είναι εξοπλισμένες κατά ένα μέσο όρο 70% με σύγχρονο υλικό.
Όπως είναι φυσιολογικό, οι βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκαλούν μεγάλη ανησυχία στους στρατιωτικούς. Το αποτέλεσμα αυτών, η επιχειρησιακή ικανότητα των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων αρχικά μειώθηκε μετά το 2008, κατά τη γνώμη πολλών ειδικών, πριν ξεκινήσει η φάση της σταθεροποίησης - πρόσφατα. Λάθος αποφάσεις σε ευαίσθητους τομείς κατά την εκκίνηση
Η αρχική φάση της μεταρύθμισης απαίτησε αργότερα βιαστικές διορθωτικές κινήσεις, με αποτέλεσμα η ανησυχία σε μεγάλο μέρος των στρατιωτικών να μην έχει μειωθεί μέχρι σήμερα. Έτσι, για παράδειγμα, καταργήθηκε όλη η ιεραρχία των «praporschtschiks», ιεραρχία για τα πιο σύνθετα τεχνικά καθήκοντα - μεταξύ αξιωματικών και υπαξιωματικών - και καταργήθηκαν τα αντίστοιχα σχολεία. Ο ρόλος τους θα πρέπει πλέον να αναλαμβάνεται από τους νεοεισαχθέντες υπαξιωματικούς. Αλλά δεδομένου ότι φυτώριο ήταν κατώτερο των προσδοκιών, οι «praporschtschiks» αποκαταστάθηκαν εκ νέου το 2012, χωρίς μέχρι σήμερα να είναι σαφές αν είναι τελικά μια μόνιμη ή μόνο μια ενδιάμεση λύση.
Σε γενικές γραμμές, ο παράγοντας «προσωπικό» είναι μια «Αχίλλειος πτέρνα» της αναδιάρθρωσης της ρωσικής στρατιωτικής δύναμης. Όπως σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, η Ρωσία έχει επίσης ένα απτό δημογραφικό θέμα. Αυτό ίσως μειώσει την προσπάθεια κατά τα επόμενα χρόνια για τον απαιτούμενο στόχο του ενός εκατομμυρίου προσωπικού.
Όπως ανακοινώθηκε τον Ιούλιο του 2013 από τον επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου της Ρωσίας, στρατηγό Βαλερί Γεράσιμοφ, οι ένοπλες δυνάμεις σήμερα απαριθμούν μόνο 800.000 στελέχη. Το Ινστιτούτο Ερευνών του Υπουργείο Άμυνας της Σουηδίας (FOI) δέχεται επί του παρόντος ακόμη και ένα σημαντικά χαμηλότερο μέγεθος, όχι μεγαλύτερο από 625.000 στρατιώτες. Αυτό σημαίνει ότι οι μονάδες του ρωσικού στρατού σήμερα κατά μέσο όρο έχουν μια πληρότητα από 40% έως 60% του απαιτούμενου μεγέθους.
Αλλά επειδή τα ποσοστά επάνδρωσης στο Πολεμικό Ναυτικό, στις πυρηνικές δυνάμεις,στις αερομεταφερόμενες, και ιδιαίτερα τα στρατεύματα της ιδιαίτερα από την τρομοκρατία απειλούμενης νότιας στρατιωτικής περιφέρειες διατηρούνται σταθερά σε περίπου 90%, η επάνδρωση στην Πολεμική Αεροπορία και το Στρατό είναι σήμερα σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικά χαμηλότερα από 40% έως 60% του απαιτούμενου μεγέθους - με τις αντίστοιχες επιπτώσεις στη ετοιμότητα.
Σύμφωνα με μια εκτίμηση σε μια έκθεση του FOI από το 2013 η Ρωσία σε κάθε στρατιωτική περιφέρεια μπορεί να κινητοποιήσει για επιθετικές ενέργειες μόλις τέσσερις ταξιαρχίες και αυτές οι δυνάμεις μέσα σε ένα μήνα θα μπορούσαν να διπλασιαστούν με την συγκέντρωση αντίστοιχων μονάδων από άλλες στρατιωτικές περιφέρειες - αλλά εδώ εξαντλείται η δυνατότητα να κινητοποιηθούν περισσότερες δυνάμεις για επιθετικές ενέργειες.
Οι αριθμοί αυτοί είναι συνεπείς με αυτές τις εκπληκτικά ακριβείς δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν κατά τους τελευταίους μήνες λόγω της κρίσης στην Ουκρανία. Αν οι Σουηδοί ειδικοί δεν έχουν κάνει κάποιο τραγικό λάθος με τις εκτιμήσεις τους, αυτή η περιορισμένη στρατιωτική δύναμη έχει μόνο τη δυνατότητα για μια περιφερειακή επίδειξη δύναμης, όπως κατά της αδύναμης Ουκρανίας, αλλά δεν αποτελεί σοβαρή απειλή για το ΝΑΤΟ.
Για να αντιμετωπίσει τα πολλά προβλήματα στελέχωσης, η ρωσική ηγεσία έχει εναποθέσει μεγάλες ελπίδες στην διαφήμιση των επαγγελματίων στρατιωτών - «Kontraktniki» οι οποίοι είναι να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά των ενόπλων δυνάμεων.
Το σχέδιο προέβλεπε έως το 2017 περί τους 425.000 επαγγελαμτίες στρατιώτες - περίπου 50.000 ανά έτος. Αλλά αυτή η αναλογία δεν επετεύχθη ακόμη για οποιονδήποτε χρόνο, και είναι στην πραγματικότητα σημαντικά χαμηλότερη από αυτό το όριο. Αρχές του 2013, σύμφωνα με το FOI, από τους προγραμματισμένους 244.000 υπήρχαν μόνο 186.000 επαγγελματίες στρατιώτες.
Εκτός από το γεγονός ότι η πλειοψηφία του προσωπικού αυτού πήγε στην αεράμυνα, Πολεμικό Ναυτικό και στις πυρηνικές δυνάμεις, μόνο ένα κλάσμα αυτών των επαγγελματιών, μετά το τέλος της βασικής περιόδου διάρκειας τριών ετών, επέκτεινε τη σύμβαση. Εκτιμάται ότι μέχρι και το 80% δεν έκανε χρήση του δικαιώματος επέκτασης της σύμβασης. Ο στόχος για 2020, επάνδρωση για όλες τις μονάδες σε 90%, με το ήμισυ αυτών να είναι επαγγελματίες, είναι μακριά.
Τα προβλήματα είναι ακόμη μεγάλα και με τον εξοπλισμό, παρά τώρα τα οκτώ χρόνια που διαρκεί η διαδικασία της μεταρρύθμισης. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσική Ομοσπονδία διαθέσει στα χαρτιά ένα εντυπωσιακό μέθεθος - σύμφωνα με την ετήσια ανασκόπηση Military Balance 2014 από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS) καταγράφονται για παράδειγμα 20.550 άρματα μάχης, εκ των οποίων περίπου 18.000 είναι ως αποθεματικό υλικό σε αποθήκες. Αυτές οι αποθήκες είναι όμως πολλές φορές μεγαλοπαλιατζίδικα, όπως τα εκατοντάδες οχήματα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό και πέφτουν θύμα της σκουριάς.
Μεταξύ των 2.550 «ενεργών» και τουλάχιστον θεωρητικά ετοιμοπόλεμων αρμάτων μάχης, σύμφωνα με τους Βρετανούς αναλυτές μόνο 350 είναι του σύγχρονου τύπου T-90. Το υπόλοιπο μέγεθος είναι διάφορες εκδόσεις του σεβάσμιου T-72 που αντιπροσωπεύει την τεχνολογία της δεκαετίας του 1980 και αρχές της δεκαετίας του 1990, ενώ το πρώην βασικό κύριο άρμα μάχης T-80, κατά τη διάρκεια των μέτρων εξυγίανσης και ως μέρος της εν εξελίξει μεταρρύθμισης ξεκίνησε να αποσύρεται το Δεκέμβριο του 2013 και έως το 2015 αναμένεται να έχει αποσυρθεί το σύνολο αυτού του υλικού.
Δεδομένου ότι το Τ-90 από το 2011 πρέπει να κάνει χώρο υπέρ μιας νέας εξέλιξη που ονομάζεται «Αρμάτα» - δεν υπάρχει ακόμη ένα πρωτότυπο - η θωρακισμένη αιχμή του δόρατος των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων πρέπει να συνείσει να στηρίζεται σε μια στρατιωτική τεχνολογία της οποίας τα αντίμετρα του ΝΑΤΟ έχουν ήδη τελειοποιηθεί στη δεκαετία του 1990, και έκτοτε έχουν αναπτυχθεί περαιτέρω τεχνολογικά και εννοιολογικά.
Επίσης, στην Πολεμική Αεροπορία δεν είναι πολύ καλύτερη η κατάσταση. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία παρουσίασε στις παρελάσεις των παρελθόντων ετών τις τελευταίες εκδόσεις των ΜiG και Sukhoi, αυτά τα μαχητικά είναι για τους πελάτες στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με το IISS, από τα περίπου 300 υφιστάμενα Su-27 της Ρωσικής Πολεμικής Αεροπορίας έχουν εκσυγχρονιστεί όλα αυτά τα χρόνια μόνο 59, το υπόλοιπο του στόλου είναι ακόμη στο επίπεδο εξοπλισμών της δεκαετίας του 1980. Αν και η Ρωσία εξέπληξε το κοινό το 2010 με το πρώτο Sukhoi T-50, ένα μαχητικό πέμπτης γενιάς, η μαζική παραγωγή του και η επακόλουθη επαγωγή του αναμένεται - το νωρίτερο - το 2016. Για λόγους σύγκρισης, το ισοδύναμο από την πλευρά του ΝΑΤΟ, το F-22 των Αμερικανών, ολοκλήρωσε την πρώτη του πτήση το 1990, ενώ η παραγωγή του ολοκληρώθηκε το 2011 και κατά πάσα πιθανότητα έχουν ξεικινήσει οι εννοιολογικές εργασίες για τα διάδοχα μη επανδρωμένα σχήματα.
Τέλος πάντων, με μια πιο προσεκτική εξέταση γίνεται σαφές ότι ο «σύγχρονος» εξοπλισμός ο οποίος είναι να εξοπλίσει τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έως το 2020, στην πλειοψηφία του δεν πρόκειται για νέες αγορές, αλλά για εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης τεχνολογίας.
Έκθεση του διεθνούς φόρουμ συζήτησης Valdai για τη στρατιωτική μεταρρύθμιση της Ρωσίας
 Με το σλόγκαν «Novyi oblik» - στα Ελληνικά «Νέα Έκδοση» ή «Νέα Παρουσίαση» - η Ρωσία μεταρρυθμίζει από το 2008 τις στρατιωτικές δυνάμεις της. (Getty Images)




Η κατάσταση χαρακτηρίζεται, ιδιαίτερα στο Στρατό, με μια τάση προς ένα είδος ελάχιστου εκσυγχρονισμού: το Υπουργείο Άμυνας έχει εξετάσει διάφορες αναβαθμίσεις για το άρμα μάχης Τ-72, οι οποίες θα αυξήσουν την αξία του άρματος μάχης σημαντικά. Ωστόσο, η εκσυγχρονισμένη παραλλαγή T-72Β3 η οποία ξεκίνησε να ενισχύει το στρατό από το 2013 ούτα καν προσεγγίζει τις σημερινές δυνατότητες της αμυντικής βιομηχανίας, όπως στην πραγματικότητα πρόκειται για μια έκδοση εξοικονόμησης, η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων προσεγγίζει τις εκδόσεις του αμερικανικού M1 Abrams, ή του γερμανικού Leopard 2, ή του βρετανικού Challenger της δεκαετίας του 1980.
Αυτού του είδους οι εκσυγχρονισμοί είναι παρατηρήσιμοι και σε άλλους τομείς, γεγονός που υπογραμμίζει ότι οι προτεραιότητες της ρωσικής στρατιωτικής μεταρρύθμισης είναι απλά σε άλλους τομείς, όπως η διατήρηση της πυρηνικής αποτροπής που είναι μια κορυφαία προτεραιότητα. Οι αναγκαίες προσπάθειες των σχεδίων αντιπυραυλικής άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών απειλούν την πυρηνική ισοτιμία με το ΝΑΤΟ, και ως εκ τούτου έως το 2020 θα καταβροχθίσει ένα σημαντικό κομμάτι του αμυντικού προϋπολογισμού της Μόσχας.
Η Ρωσία θα επενδύσει στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης, σύμφωνα με το εξοπλιστικό σχέδιο GPV, σημαντικούς πόρους στην ανάπτυξη της αεράμυνάς της - δεξιότητές άμυνας κατά των βαλλιστικών πυραύλων.
Κατ 'εκτίμηση σχεδόν το ένα τέταρτο των στρατιωτικών δαπανών έως το 2020 αναμένεται να κατευθυνθεί στον εκσυγχρονισμό του Πολεμικού Ναυτικού. Αυτό κάνει ιδιαίτερα σαφές ότι οι μελλοντικές στρατηγικές προτεραιότητες για τη Ρωσία δεν περιλαμβάνουν επικές αρματομαχίες στις πεδιάδες της Κεντρικής Ευρώπης - εκτός από τη διατήρηση της πυρηνικής αποτροπής - η (επαν)ίδρυση μιας ναυτικής ικανότητας για την προβολή ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι παραμένουν σχετικά λίγοι πόροι για τον εκσυγχρονισμό των χερσαίων και των αεροπορικών δυνάμεων. Είναι επίσης εντελώς ασαφές κατά πόσον η Ρωσία μπορεί να πετύχει τους στόχους στο εξοπλιστικό πρόγραμμα GPV 2020.
Αν και ο στρατιωτικός προϋπολογισμός δεκαπλασσιάστηκε το διάστημα 2000-2009 σε απόλυτους αριθμούς, ο πληθωρισμός όμως καταβρόχθισε ένα μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης. Μεταξύ 2009 και 2011 ο προϋπολογισμόςμειώθηκε περαιτέρω κατά μέσο όρο 8% λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε και τη Ρωσία.
Οι δαπάνες για ένοπλες δυνάμεις στο επιθυμητό μέγεθος από ένα εκατομμύριο άνδρες είναι συγκριτικά μέτριες. Έτσι, η Ρωσία το 2011 διέθεσε περίπου 73 δις δολάρια για τον στρατό της. Αυτό ήταν λίγο περισσότερο από τα 63 δις που επένδυσε το Ηνωμένο Βασίλειο την ίδια στιγμή για ένα στράτευμα από 227.000 άνδρες, και μόνο περίπου το ένα δέκατο των 711 δις που δαπάνησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά το ίδιο έτος. Καθώς η ρωσική οικονομία αναπτύσσεται, το εγκριμένο GPV μπορεί να θεωρηθεί ότι μεσοπρόθεσμα θα αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα χρηματοδότησης.
Ακόμη και αν η χρηματοδότηση θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να καταφέρει να ρυθμιστεί σταθερά, είναι εντελώς αβέβαιο αν η προβληματική και σε πολλές περιοχές καθόλου καινοτόμα ρωσική αμυντική βιομηχανία θα μπορούσε ποτέ να είναι σε θέση να παρέχει το απαιτούμενο υλικό έως το 2020. Με δεδομένο ότι τα εξοπλιστικά προγράμματα GPVS του παρλθόντος ικανοποιήθηκαν μόνο με ένα μέσο όρο 20%, οι αμφιβολίες είναι δικαιολογημένες. Ειδικά και μόνο για τον προβλεπόμενο εκσυγχρονισμό της τεθωρακισμένης δύναμης χρειάζονται 300 νέα οχήματα σε ετήσια βάση - τουλάχιστον το 2013 παραδόθηκε το ήμισυ αυτού του μεγέθους. Και επίσης, σε εξοπλιστικά προγράμματα γοήτρου, όπως τα νέα πυρηνοκίνητα υποβρύχια κλάσης Borei - ένα κεντρικό δομικό στοιχείο του ναυτικού εκσυγχρονισμού - η βιομηχανία τρέχει για χρόνια πίσω από το χρονοδιάγραμμα.
Επιπλέον, η Ρωσία είναι να εκσυγχρονίσει το Σρατό της σε κρίσιμους τομείς, με έναν εκπληκτικό βαθμό εξάρτησης από δυτικούς προμηθευτές. Έτσι αγόρασε πρόσφατα σε μεγάλο στυλ τεθωρακισμένα οχήματα Iveco στην Ιταλία, ενώ η ρωσική επιχείρηση που προμηθεύει τα οχήματα Tigr εξαρτάται από την βοήθεια της αμερικανικής Cummins για τους κινητήρες. Το Catherine-FC - η συσκευή θερμικής απεικόνισης από τη γαλλική εταιρεία Thales είναι κρίσιμο στοιχείο για τα άρματα μάχης T-90 και T-72B3, και η Γαλλία είναι επίσης ένα μέρος της τεχνολογίας για το Ratnik, η φουτουρτιστική έκδοση του Ρώσου στρατιώτη, για να μην αναφέρουμε τα Mistral - ελικοπτεροφόρα για το Ρωσικό Πολεμικό Ναυτικό.
Λόγω της χρόνιας υπνηλίας της βάσης της ρωσικής βιομηχανίας για τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, συνεχίζει να συνεργάζεται με το Ισραήλ, ενώ η Rheinmetall από τη Γερμανία είχε αναλάβει τον εξοπλισμό για ένα σύγχρονο κέντρο εκπαίδευσης για το Στρατό της Ρωσίας.
Εάν αυτές οι εισαγωγές όπλων, υπό το φως των γεγονότων στην Ουκρανία, μπορούν να συνεχιστούν με την ίδια ευκολία όπως στο παρελθόν, μπορεί βάσιμα να να αμφισβητηθεί. Εν αντιθέσει, σαφές είναι ότι η ρωσική βιομηχανία δεν μπορεί να τις υποκαταστήσει.
Ο αναλυτής Roger McDermott περιέγραψε το 2009 σε μια ανάλυση για τη νέα ρωσική στρατιωτική μεταρρύθμιση ότι πρόκειται για «The Power of Illusion», τότε και τώρα ένας πολύ επίκαιρος τίτλος.
Διότι η «Novyi oblik» δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση, παρά τις τεράστιες προσπάθειες, μέχρι τώρα δύσκολα έχει επιτύχει πολύ περισσότερα από ό, τι το να συγκρατήσει τις πληγές του καταστροφικού αφοπλισμού τη δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς, η Ρωσία δεν θα είναι και πέρα από το 2020 σε μια θέση σοβαρής συμβατικής απειλής για το ΝΑΤΟ όπως στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, η Μόσχα έχει τη δυνατότητα να ανακτήσει την περιφερειακή προβολή ισχύος κατά τους ασθενέστερους γείτονές της - στο «εγγύς εξωτερικό». Για αυτό το σενάριο - και όχι για τον πολυδιαφημισμένο «Ψυχρό Πόλεμο 2.0» - θα πρέπει να δώσει απαντήσεις το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση. •••
http://www.fox2magazine.net/%CF%81%CF%89%CF%83%CE%AF%CE%B1/9241-%CE%A4%CE%B1-%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%AC%CF%81%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%C2%AB%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%AC-%CE%A0%CE%BF%CF%84%CE%AD%CE%BC%CE%BA%CE%B9%CE%BD%C2%BB.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου