Το Γκόρνι Λομ είναι ένα μικρό χωριό στο ΒΔ άκρο της Βουλγαρίας, μια περιοχή που σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, είναι μια από τις δυο-τρεις φτωχότερες, αν όχι η φτωχότερη ολόκληρης της ΕΕ. Ωστόσο ο επισκέπτης του χωριού δεν έχει ανάγκη τις ευρωπαϊκές στατιστικές για να καταλάβει περί τίνος πρόκειται: Το Γκόρνι Λομ πορεύεται στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα κυριολεκτικά με τον αραμπά (τα κάρα που σέρνονται από ένα ζευγάρι βόδια συνθέτουν την πιο κοινότυπη εικόνα αυτής της επαρχίας της Βουλγαρίας), ενώ και τα σπίτια του χωριού, χτισμένα όπως – όπως, ασοβάντιστα στη μεγάλη πλειοψηφία τους, με τα γυμνά τους τούβλα, μιλούν από μόνα τους για το επίπεδο διαβίωσης που απολαμβάνουν οι κάτοικοί του.
Δίπλα στο Γκόρνι Λομ και σε μια έκταση χιλιάδων στρεμμάτων, υπήρχε στα χρόνια του χαμένου σοσιαλιστικού παραδείσου, ένα τεράστιο σύμπλεγμα εγκαταστάσεων παραγωγής πυρομαχικών για τις ανάγκες του βουλγαρικού στρατού, ενταγμένο βεβαίως στους ευρύτερους σχεδιασμούς του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η αλλαγή καθεστώτος το 1989, και η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας που ακολούθησε πολύ σύντομα, άφησε το τεράστιο αυτό βιομηχανικό σύμπλεγμα, χωρίς αντικείμενο. Το γεγονός αυτό ήταν μια ένα …ατράνταχτο επιχείρημα που επικαλέστηκε ο Βαλέρι Μίτκοφ, ένας από τους πρώην διαχειριστές του, ο οποίος και κατόρθωσε να του παραχωρηθεί δωρεάν όλη η έκταση με τις εγκαταστάσεις της, διασφαλίζοντας έτσι την …ομαλή μετάβαση από τον «κρατικό σοσιαλισμό» της λαϊκής δημοκρατίας στο καθεστώς των ολιγαρχών και της ελεύθερης αγοράς.
Βεβαίως, περιθώρια αγοράς για τα απαρχαιωμένα πυρομαχικά του Γκόρνι Λομ (δεδομένης και της διαφορετικής τυποποίησής τους από αυτή του ΝΑΤΟ) δεν υπήρχαν ούτε στο ελάχιστο. Ωστόσο, τα αφεντικά της εταιρείας του … δεν άργησαν να ανακαλύψουν εναλλακτικές επιχειρηματικές ευκαιρίες: Χρησιμοποίησαν τις εγκαταστάσεις τους για την παραγωγή εμπορικών εκρηκτικών (για εκβραχισμούς, και λοιπές εργασίες πολιτικού μηχανικού), ενώ πολύ σύντομα εξειδικεύτηκαν στη μοναδική δουλειά που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν στη διεθνή αγορά, την εξουδετέρωση «ληγμένων» πυρομαχικών από τις αποθήκες τόσο των χωρών του ΝΑΤΟ, όσο και αυτών των πρώην σοσιαλιστικών χωρών [1].
Ωστόσο, οι επιχειρηματικές αυτές δραστηριότητες δεν αναπτύχθηκαν στον ανέφελο ουρανό κάποιας ιδανικής ελεύθερης αγοράς, αλλά στο καθόλα πραγματικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον των μετασοσιαλιστικών βαλκανίων: Οι ιδιαίτερα επικίνδυνες αυτές εργασίες γίνονταν σε πρωτόγονες συνθήκες, χωρίς ποτέ να τηρούνται ούτε οι στοιχειωδέστεροι κανόνες ασφαλείας για την υγεία και την ίδια τη ζωή των εργαζόμενων. Η εικόνα εργαζόμενων που λούζονταν στη σκόνη των εκρηκτικών που εξουδετέρωναν αποτελούσε καθημερινό στιγμιότυπο στο Γκόρνι Λομ, παραπέμποντας σε τριτοκοσμικές καταστάσεις. Η πρόσληψη έμπειρων μηχανικών θεωρούνταν περιττή πολυτέλεια. Παράλληλα, η χαμηλή παραγωγικότητα του εργοστασίου λόγω του ότι όλες οι εργασίες εκτελούνταν χειρονακτικά, «αντισταθμιζόταν» από ένα καθεστώς χαμηλών μισθών, χαμηλότερων από το νόμιμο ελάχιστο μισθό, των 155 περίπου ευρώ.
Η προκλητική παραβίαση κάθε κανόνα ασφαλείας και η συνεχής έκθεση των εργαζόμενων σε κινδύνους σε σχέση με την υγεία και τη σωματική τους ακεραιότητα είχε σαν αναπόφευκτη συνέπεια την εκδήλωση εργατικών ατυχημάτων με ασυνήθιστη συχνότητα. (Μόνο στο 2014 καταγράφτηκαν έξι ατυχήματα στα οποία περιλαμβάνονται τραυματισμοί εργαζομένων). Οι εποπτεύουσες κρατικές αρχές υποχρεώθηκαν δύο φορές στα τελευταία χρόνια να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας του εργοστασίου και να διατάξουν το κλείσιμό του. Όλως περιέργως, το εργοστάσιο μετά από ενστάσεις των ιδιοκτητών του κατόρθωσε να ακυρώσει και τις δυο αποφάσεις και να επαναλειτουργήσει μετά από λίγους μήνες αργίας.
Η προκλητική παραβίαση κάθε κανόνα ασφαλείας και η συνεχής έκθεση των εργαζόμενων σε κινδύνους σε σχέση με την υγεία και τη σωματική τους ακεραιότητα είχε σαν αναπόφευκτη συνέπεια την εκδήλωση εργατικών ατυχημάτων με ασυνήθιστη συχνότητα. (Μόνο στο 2014 καταγράφτηκαν έξι ατυχήματα στα οποία περιλαμβάνονται τραυματισμοί εργαζομένων). Οι εποπτεύουσες κρατικές αρχές υποχρεώθηκαν δύο φορές στα τελευταία χρόνια να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας του εργοστασίου και να διατάξουν το κλείσιμό του. Όλως περιέργως, το εργοστάσιο μετά από ενστάσεις των ιδιοκτητών του κατόρθωσε να ακυρώσει και τις δυο αποφάσεις και να επαναλειτουργήσει μετά από λίγους μήνες αργίας.
Έτσι λοιπόν φθάσαμε στη μοιραία Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014. Η έκρηξη που σημειώθηκε στο κτίριο – εργαστήριο παραγωγής εμπορικών εκρηκτικών ήταν τόσο ισχυρή ώστε να κατεδαφίσει ολοσχερώς το ίδιο το κτίριο όπως και το παρακείμενο. Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν σε αγγλόφωνη βουλγαρική ιστοσελίδα, στη θέση των δυο κτηρίων υπάρχει ένας τεράστιος κρατήρας που η θέα του προκαλεί τρόμο. Οι δεκαπέντε άτυχοι εργάτες που βρίσκονταν εκείνη την ώρα σε κάποιο από τα δυο κτίρια δεν έχασαν απλά τη ζωή τους: «εξαϋλώθηκαν κυριολεκτικά, αφού μετά την έκρηξη δεν ανεβρέθηκε το παραμικρό δείγμα της φυσικής τους ύπαρξης [2]…
Την εικόνα του προαναγγελθέντος εγκλήματος συμπληρώνουν κάποια σημεία των απολογητικών δηλώσεων προς τους δημοσιογράφους, του Βούλγαρου Υπουργού Εργασίας, Γιόρνταν Χριστόσκοφ τις επόμενες μέρες του τραγικού ατυχήματος. Ο Χριστόσκοφ παραδέχτηκε τα πάντα: και ότι οι αρχές γνώριζαν τη συστηματική παραβίαση των κανόνων ασφαλείας από τη διεύθυνση του εργοστασίου, αλλά και ότι η επιχείρηση λειτουργούσε ασύδοτα, ορίζοντας αμοιβές χαμηλότερες από τις ελάχιστες νόμιμες, ενώ θεωρητικά αυτές θα έπρεπε να είναι , λόγω της φύσεως της δουλειάς, πολύ πιο πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες… Η δικαιολογία που πρόβαλε γι’ αυτή την προκλητικά μεροληπτική μεταχείριση της εταιρείας από μέρους των κρατικών αρχών ήταν ότι η συγκεκριμένη εταιρεία αποτελούσε τη μοναδική ευκαιρία απασχόλησης για τους ντόπιους της ευρύτερης περιοχής.
Όλες αυτές οι λεπτομέρειες που συνθέτουν την τραγική εικόνα του σοβαρότερου βιομηχανικού-εργατικού ατυχήματος του αιώνα που διανύουμε, τουλάχιστον στο βαλκανικό χώρο, θα είχε το ειδικό βάρος της είδησης ενός αντίστοιχου εργατικού ατυχήματος σε κάποια χώρα του τρίτου κόσμου, αν δεν υπήρχε μια ακόμα ανησυχητική λεπτομέρεια: Η μετασοσιαλιστική Βουλγαρία δεν είναι απλά μια γειτονική χώρα. Είναι η χώρα που σύμφωνα με τους εμπνευστές των μνημονίων, και όπως ρητά αναφέρεται στα σχετικά κείμενα, οφείλει επί ποινή επιβίωσης, να προσεγγίσει η Ελλάδα, από την άποψη των βασικών οικονομικών δεικτών: του εργατικού κόστους, της «ανταγωνιστικότητας», κλπ. Το τραγικό ατύχημα του Γκόρνι Λομ νομίζω ότι είναι αρκετά εύγλωττο για το πώς εννοούν κάποιοι Βούλγαροι εργοδότες τη μείωση του εργατικού κόστους και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Και έχουμε κάθε λόγο (ένας απ’ αυτούς έρχεται από τη Μανωλάδα…) να πιστεύουμε ότι αντίστοιχες αντιλήψεις ευδοκιμούν και στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής. Και για να μην αδικήσουμε κανένα, ας διευκρινίσουμε ότι τα θέματα αυτά δεν παραπέμπουν σε εθνικές νοοτροπίες: Πρόκειται μάλλον για συνολική, ευρωπαϊκή κατεύθυνση, για μια στρατηγική που τα χαρακτηριστικά της γίνονται χρόνο με το χρόνο, όλο και πιο ευδιάκριτα.http://rednotebook.gr/2014/10/gorni-lom/
Στον χαμενο σοσιαλιστικο παραδεισο της Βουλγαριας υπηρχε φτωχια ανομολογητη, οπως και στον χαμενο σοσιαλιστικο παραδεισο της Αλβανιας και της Ρουμανιας. Πιστευετε πως τα γυμνα σπιτια στο Γκορνι Λομ ειναι καπιταλιστικης προελευσης; Νομιζετε πως οι εργασιακες συνθηκες ηταν παραδεισενιες στους χαμενους αυτους παραδεισους; Συγκρινετε πως ειναι τωρα τις κοινωνιες πρωην σοσιαλιστικων κρατων οπως η Βουλγαρια η Αλβανια και η Ρουμανια με αυτες της Τσεχιας της πρωην Αν. Γερμανιας και της Αυστριας και θα καταλαβετε πως ο σοσιαλισμος δεν ηταν ζητημα ιδεων, ειναι ζητημα προπαντως ανθρωπων και πως τον εφαρμοζουν.
ΑπάντησηΔιαγραφή