Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Κριτική των προτεινόμενων αλλαγών του ποινικού κώδικα[1]

 Πρόλογος
Ένα από τα πράγματα που μαθαίνουμε ως φοιτητές νομικής, έστω και με έμμεσο τρόπο, είναι ότι οι νομικοί επιστήμονες, στους οποίους φυσικά περιλαμβάνονται κυρίως οι καθηγητές των διάφορων νομικών σχολών, είναι αυθεντίες. Αυτό φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού από την διάταξη του αμφιθεάτρου (βλ. υπερυψωμένη έδρα) καθώς και από την συμπεριφορά των φοιτητών στις σχέσεις τους με τους καθηγητές. Την συμπεριφορά αυτή, την οποία καλλιεργούν οι καθηγητές, καθώς και άλλοι θεσμοί της καπιταλιστικής κοινωνίας, την υιοθετεί άκριτα η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών. Κόντρα σ’ αυτή την κατάσταση επιμένουμε να παράγουμε εκείνη την γνώση που στρέφεται ενάντια σε κάθε είδους αυθεντία.
Η αντι-γνώση αυτή έχει πολιτικό χαρακτήρα, όπως άλλωστε και εκείνη που διαδίδεται στα αμφιθέατρα. Και για να εξηγούμαστε: Ήδη από το πρώτο έτος  μαθαίνουμε για τα κριτήρια ερμηνείας των κανόνων δικαίου. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η ιστορική ερμηνεία του δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας ανευρίσκεται ο σκοπός του ιστορικού νομοθέτη. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση του πολιτικού χαρακτήρα τόσου του δικαίου εν γένει όσο και της θεωρίας του. Τί είναι όμως αυτός ο περιβόητος ιστορικός νομοθέτης; Είναι, στις περιπτώσεις των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, η εκάστοτε πλειοψηφία της βουλής. Έτσι, διαπιστώνει την κοινωνική πραγματικότητα και τις αντίστοιχες ανάγκες, οι οποίες δεν είναι ενιαίες/κοινές για τα διάφορα κομμάτια της κοινωνίας, και επιλέγει να ικανοποιήσει κάποιες από αυτές (π.χ. άλλοτε αυξάνονται οι μισθοί άλλοτε μειώνονται).
Κάποιος θα ισχυριζόταν ότι ο εκάστοτε νομοθέτης εναρμονίζεται με την γενική ιδέα της δικαιοσύνης (φυσικό δίκαιο) και την εξειδικεύει στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Όμως είτε έχουμε σοσιαλδημοκρατικές είτε φιλελεύθερες ή οποιουδήποτε είδους κυβερνήσεις στο πλαίσιο των δυτικών δημοκρατιών, πάντοτε αυτές προασπίζουν την διαιώνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Και αυτό γιατί στηρίζονται στα βασικά γνωρίσματά του (π.χ. ατομική ιδιοκτησία, ελευθερία του επιχειρείν), ενώ παράλληλα τα υποστηρίζουν και τα ενισχύουν. Άρα, κάθε νομοθετική επιλογή είναι πολιτικά χρωματισμένη είτε με την έννοια ότι συντηρεί το υπάρχον σύστημα είτε εξυπηρετώντας επιμέρους αστικά συμφέροντα.
Τα στοιχεία για την κριτική των προτεινόμενων αλλαγών για τον ποινικό κώδικα τα αντλήσαμε από την εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» (24/8/2014) σε άρθρο της Γιάννας Παπαδάκου[2]. Ως γνωστόν η εφημερίδα αυτή (το Βήμα) είναι από τις πιο έγκυρες αστικές φυλλάδες,  στην οποία αποτυπώνονται οι κυρίαρχες τάσεις του ελληνικού καπιταλισμού. Ακριβώς αυτές οι τάσεις μας ενδιαφέρουν και όχι αν θα υιοθετηθούν αυτολεξεί οι διατάξεις αυτές, οι οποίες θα κριθούν από τον υπουργό Δικαιοσύνης κ.Χαράλαμπο Αθανασίου, την ηγεσία του υπουργείου, αλλά και τους δύο κυβερνητικούς εταίρους. Για την ιστορία του πράγματος η επιστημονική επιτροπή του υπουργείου Δικαιοσύνης που ήταν επιφορτισμένη με την σύνταξη του κώδικα, ξεκίνησε τις εργασίες της υπό τον προεδρία του θανόντος καθηγητή Ι. Μανωλεδάκη, ύστερα συνέχισε υπό την προεδρία της καθηγήτριας Ελισάβετ Συμεωνίδου - Καστανίδου και ολοκληρώθηκε υπό τον επίτιμο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλη Μαρκή. Εμπνευστής των θεσμών που εισάγονται θεωρείται ο αριστερός καθηγητής Μανωλεδάκης, άλλη μια απόδειξη του πως το κράτος ενσωματώνει κομμάτι της αριστερής διανόησης.
Κλείνοντας, η αντι-γνώση που παράγουμε προφανώς ανταποκρίνεται στις δικές μας ανάγκες και επιθυμίες, δίνοντας τα νοητικά εργαλεία για την αμφισβήτηση του παρόντος και την οικοδόμηση του μέλλοντος.

Καταχραστές δημοσίου χρήματος και δωροδοκία δημοσίων λειτουργών

Τις περισσότερες αντιδράσεις αναμένεται να συγκεντρώσει ακόμα και στα βασικά «γρανάζια» του αστικού κράτους η προτεινόμενη κατάργηση του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος, η οποία –σημειωτέον- χαρακτηρίζεται κορυφαία επιλογή από την αρθρογράφο του Βήματος. Αποτέλεσμα αυτής είναι η κατάργηση της ισόβιας κάθειρξης για τους καταχραστές δημοσίου χρήματος.
Όσον αφορά το ζήτημα της κατάργησης του προαναφερθέντος νόμου, για να είμαστε ακριβείς, παραθέτουμε την διατύπωση του άρθρου 333:
«Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα, καταργούνται οι ακόλουθοι Ποινικοί Νόμοι:
i) Ν. ΤΟΔʹ /1987 «περί καταδιώξεως της ληστείας»ii) Ν. 1608 /1950 «περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων για τους καταχραστάς του Δημοσίου»
Κύριοι άξονες του σκεπτικού της απόφασης, το οποίο είναι το ίδιο και στα ζητήματα των υπολοίπων προτεινόμενων αλλαγών, αποτελούν αφενός η νομοθέτηση με γνώμονα το μέλλον (: την εξασφάλιση της αναπαραγωγής του υπάρχοντος, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο σήμερα από το σημαντικότερο κομμάτι της κυρίαρχης τάξης), και όχι τη συγκυρία, και αφετέρου η προσαρμογή στο «δρόμο» που ακολουθείται στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμα, η απόφαση της επιτροπής δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν οι προβλεπόμενες για περιουσιακά εγκλήματα ποινές να είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες για εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής.
Χαρακτηριστική βέβαια για τις αντιδράσεις που αναμένεται να προκύψουν αποτελεί η ύπαρξη ισχυρής μειοψηφίας που διαφωνεί με την παραπάνω κατάργηση. Αντιθέτως, ο υπουργός δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου, ο οποίος έχει και την πολιτική ευθύνη για την κατάθεση του σχεδίου νόμου, σε συνεντεύξεις του τοποθετείται θετικά για την προτεινόμενη αυτή μεταβολή. Συμπεράσματα για την κατάληξη αυτής της διάταξης είναι δύσκολο να προκύψουν στην παρούσα συγκυρία. Και αυτό γιατί εκκρεμούν υποθέσεις διαφθοράς, κάποιες από τις οποίες τελέστηκαν ακόμα και 15 χρόνια πριν, ενώ παράλληλα ανακύπτουν και τα αντίστοιχα ζητήματα παραγραφής των συγκεκριμένων υποθέσεων.
Την κατάργηση του νόμου περί καταχραστών δημοσίου χρήματος έρχεται να αντισταθμίσει η εισαγωγή διατάξεων για την δωροδοκία δημόσιων λειτουργών. Προς ικανοποίηση της αγανάκτησης των λαϊκών στρωμάτων, προβλέπονται χρηματικές ποινές, από 15.000 ως 150.000 ευρώ για δωροδοκούμενους δημόσιους λειτουργούς, αλλά και ποινές κάθειρξης έως και 20 χρόνια. Ειδικότερα, η διατύπωση της διάταξης έχει ως εξής: «Ο πρωθυπουργός, το μέλος της κυβέρνησης, ο υφυπουργός, ο περιφερειάρχης, ο αντιπεριφερειάρχης ή δήμαρχος, που ζητεί ή λαμβάνει άμεσα ή μέσω τρίτου για τον εαυτόν του ή άλλον οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος ως αντάλλαγμα για ενέργειά του ή παράλειψη μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στην εκτέλεση των καθηκόντων του, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή από 15.000 ως 150.000 ευρώ…». Ίδια ποινή προβλέπεται και για τα μέλη της Βουλής, των συμβουλίων Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των επιτρόπων τους, που δέχονται ωφελήματα για κάποια ψηφοφορία ή εκλογή τους.
Η κριτική στο σημείο αυτό των προτεινόμενων αλλαγών δεν μπορεί να προχωρήσει περισσότερο τόσο λόγω της ιδιομορφίας που άπτεται των συγκεκριμένων διατάξεων όσο και λόγω της πολιτικής ρευστότητας. Έτσι, βλέπουμε ότι από την μία αυστηροποιείται το προβλεπόμενο πλαίσιο περί δωροδοκίας δημοσίων λειτουργών, ενώ από την άλλη την –κατ’ ουσίαν- ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των καταχραστών δημοσίου χρήματος. Εντούτοις, λόγω της υφιστάμενης κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, υπάρχουν αμφιβολίες για το αν οι παραπάνω διατάξεις θα ενταχθούν εν τέλει στο σχέδιο νόμου, αλλά και για τον τελικό τρόπο εφαρμογής τους.

Εγκληματική οργάνωση

Η κύρια αλλαγή στον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης που προβλέπει το άρθρο 184, σύμφωνα με τις προτεινόμενες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, συνίσταται στην προσθήκη της προϋπόθεσης του προσπορισμού οικονομικού οφέλους. Σύμφωνα με το άρθρο του Βήματος, η νέα διατύπωση διαμορφώνεται ως εξής: «Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση ομάδα τριών ή περισσοτέρων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων για προσπορισμό οικονομικού οφέλους, τιμωρείται με κάθειρξη ως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Η μη διάπραξη οποιουδήποτε από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα συνεπάγεται την επιβολή μειωμένης ποινής.»
Οι παραπάνω αλλαγές αφορούν άμεσα το θέμα της εκδίκασης της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής και συγκεκριμένα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ευνοϊκότερη ποινική αντιμετώπισή της. Διότι οι αλλαγές αυτές μπορούν να απαλλάξουν τα μέλη της από την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Οι δικηγόροι της, στην προσπάθεια υπεράσπισης, μπορούν να επικαλεστούν ότι το οικονομικό όφελος εμφανίζεται μόνο στην κατώτερη βαθμίδα της ιεραρχίας της και τα κατηγορούμενα μέλη διέπραξαν τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται αποκλειστικά με πολιτικά/ιδεολογικά κίνητρα. Άρα, εφόσον δεν θα ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του νέου ορισμού, τα μέλη της θα καταδικαστούν μονάχα για τις πράξεις που διέπραξαν, χωρίς την βαρύτερη κατηγορία, αυτή της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση.
Αναμφίβολα λοιπόν, ο πολιτικός καλλωπισμός/περιορισμός της Χρυσής Αυγής αποτελεί συνειδητή επιλογή του κράτους. Ο θεσμικός αντιφασισμός προσπάθησε να ικανοποιήσει το αίσθημα αδικίας που υπήρχε διάχυτο σε μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Όμως, ακριβώς η προσπάθεια αυτή παρήγαγε μόνο θέαμα αντιφασισμού  κι όχι την ουσία του. Το αν το κράτος θα προχωρήσει τελικά στο τσάκισμα ή στην βοήθεια ανασύστασης της Χρυσής Αυγής είναι κάτι που θα φανεί στο μέλλον και θα καθοριστεί από πολλούς παράγοντες (λ.χ. εσωτερικές αντιθέσεις εντός του κράτους, επίπεδο κοινωνικού ανταγωνισμού).
Εμείς όμως δεν θέλουμε να μείνουμε τόσο στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, όσο στην επισήμανση του γεγονότος ότι οι προτεινόμενες αλλαγές δεν είναι απόρροια μιας γενικής αντίληψης περί δικαιοσύνης και ηθικής, αλλά ένα νέο κυβερνητικό όπλο, το οποίο εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Για να κατανοήσουμε ότι η προτεινόμενη αλλαγή αποτελεί βέλος στην κυβερνητική φαρέτρα, αξίζει μία ιστορική αναδρομή στον ορισμό της έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης. Νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι στην τωρινή προτεινόμενη αλλαγή του άρθρου περί εγκληματικής οργάνωσης τηρήθηκε το σκεπτικό που ακολουθήθηκε στη σύμβαση του ΟΗΕ κατά του οργανωμένου εγκλήματος, δηλαδή την πεποίθηση ότι η εγκληματική οργάνωση συνδυάζεται πάντα με την προσπόριση οικονομικού οφέλους. Αλλά η ιστορία δεν σταματά εκεί.
Όλως περιέργως όμως, ο τρομονόμος του 2001 δεν είχε ακολουθήσει το σκεπτικό της σύμβασης του ΟΗΕ. Καθώς η τότε πολιτική συγκυρία αναδείκνυε ως διακύβευμα για την κυβέρνηση Σημίτη την καταδίκη της 17 Νοέμβρη, στον νόμο αυτό, που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της αντιτρομοκρατικής εκστρατείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, δεν προβλεπόταν η προϋπόθεση αυτή. Κατ’ αποτέλεσμα, η 17 Νοέμβρη δικάστηκε –τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό- με τον νόμο αυτό (άρθρο 187). Είναι άξιο προσοχής, όμως, το γεγονός ότι η εφαρμογή του νόμου αυτού σταμάτησε από το 2004 και μετά, καθώς από τότε ισχύει νέος νόμος, ειδικός για την «τρομοκρατία», το λεγόμενο άρθρο 187Α. Έχουμε λοιπόν ένα ακόμη τρανό παράδειγμα φωτογραφικής νομοθέτησης για να αντιμετωπιστούν αγωνιστές που εκφεύγουν της νομιμότητας.
Με τα παραπάνω στοιχεία ερχόμαστε απολύτως λογικά στο συμπέρασμα ότι η εκάστοτε κυβέρνηση δεν αλλάζει τους νόμους ούτε με κριτήριο το φυσικό δίκαιο, αλλά και ούτε με την δήθεν προσαρμογή στη σύγχρονη νομική σκέψη. Η τελευταία μπορεί να δικαιολογεί ληφθείσες κρατικές αποφάσεις, να συμπλέει μαζί τους και σπανιότερα να τις προεικονίζει. Η αντιδιαστολή μεταξύ του άρθρου περί εγκληματικής οργάνωσης του 2001, με το οποίο καταδικάστηκε η 17 Νοέμβρη, με το προτεινόμενο νέο που έρχεται να απαλλάξει από τις βαριές κατηγορίες την Χρυσή Αυγή, δεν μας επιτρέπει καμία αμφιβολία για το δόκιμο της σημερινής ανάλυσής μας.

Τρόποι έκτισης ποινών

Η αλλαγή του ορισμού της έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης έχει κατά κόρον προβληθεί από χώρους που αυτοπροσδιορίζονται ως ριζοσπαστικοί  ως αυτή που πλήττει περισσότερο τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Εντούτοις οι προτεινόμενες ρυθμίσεις για τους τρόπους έκτισης των ποινών είναι κατά τη γνώμη μας πολύ σημαντικότερες. Οι μέχρι σήμερα ισχύουσες κύριες ποινές είναι οι εξής: στερητικές της ελευθερίας (κάθειρξη, φυλάκιση, περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, περιορισμός επικίνδυνων, ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό εγκληματιών σε ψυχιατρικό κατάστημα ή παράρτημα των φυλακών και τέλος κράτηση), ποινές σε χρήμα (πρόστιμο και χρηματική ποινή) και παροχή κοινωφελούς εργασίας. Σ’ αυτές προστίθενται η κατ’ οίκον έκτιση της ποινής και η ηλεκτρονική επιτήρηση, ενώ παράλληλα αναβαθμίζεται η «κοινωφελής» εργασία.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των τρόπων έκτισης των ποινών, πρέπει να τονίσουμε ότι προωθείται η κατάργηση της μετατροπής των ποινών σε χρήμα. Αυτό νομοτεχνικά γίνεται με την μη επανάληψη του άρθρου 82 του ισχύοντος Π.Κ. Τί προέβλεπε το άρθρο αυτό στην παράγραφο 1; Σε χρήμα μετατρέπονται οι στερητικές της ελευθερίας ποινές  μέχρι 3 ετών, με διαφορετικές προϋποθέσεις ανάλογα το μέγεθος της. Συγκεκριμένα, από 1 έως 2 έτη απαιτείται να μην είναι υπότροπος ο δράστης, ενώ στις περιπτώσεις από 1 έως 3 έτη βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να αρνηθεί την «μετατροπή της, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.». Μ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη αυστηρότητα η «μικρο-εγκληματικότητα» και υπόκεινται σε άμεσο ποινικό έλεγχο (: φυλάκιση) τα κατώτερα κομμάτια της κοινωνίας, δηλαδή παραβατικοί προλετάριοι, τοξικοεξαρτημένοι κλπ, καθώς και αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας που υιοθετούν ημι-νόμιμες μορφές πάλης (π.χ. καταλήψεις). Η αλλαγή αυτή θεωρούμε ότι δίνει τον τόνο στις προκρινόμενες μεταβολές του Π.Κ και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο έντασης της καταστολής και μετατροπής του κράτους πρόνοιας σε κράτος ελέγχου.

Όσον αφορά την κατ' οίκον έκτιση ποινής: στο προαναφερθέν άρθρο του Βήματος διαβάζει κανείς τα εξής: «Για πρώτη φορά το άρθρο 77 του νέου Κώδικα προβλέπει κατ' οίκον έκτιση της ποινής ή του υπολοίπου της από εκείνους που έχουν καταδικαστεί με ποινές ως 10 ετών και έχουν υπερβεί το 75ο έτος της ηλικίας τους. Επίσης η ίδια πρόβλεψη υπάρχει για μητέρα ανήλικου παιδιού το οποίο είναι μικρότερο από πέντε χρόνων και εκτίει ποινή ή το υπόλοιπο της ποινής της. Σε όλες τις περιπτώσεις αποφασίζει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της περιοχής που εδρεύει το δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση έπειτα από αίτηση του καταδικασμένου ή της καταδικασμένης. Για την περίπτωση που έχει συμπληρωθεί το ανώτατο όριο για το ανήλικο παιδί κατά την εκδίκαση της απόφασης, αποφασίζει το δικαστήριο που επιβάλλει την ποινή. Η διάταξη αυτή επιβάλλεται χωρίς τις προϋποθέσεις που ορίζονται και για τους τετραπληγικούς, για τους πάσχοντες από AIDS, από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλονται σε τακτική αιμοκάθαρση, ανθεκτική φυματίωση, κίρρωση του ήπατος, αναπηρία τουλάχιστον 67%, γεροντική άνοια κ.λπ.». Η απουσία της ρύθμισης αυτής φαίνεται αδικαιολόγητα αργοπορημένη στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης/αστικής δημοκρατίας. Η ρύθμιση αυτή ακόμα και αν θεσπιστεί, αναμένεται να εφαρμοστεί επιλεκτικά. Αν κρίνουμε από την πρόσφατη δολοφονική μεταχείριση του Σάββα Ξηρού, όσοι θεωρούνται εχθροί του συστήματος κατά πάσα πιθανότητα δεν θα απολαμβάνουν τα προνόμια της διάταξης αυτής.

Όσον αφορά την ηλεκτρονική επιτήρηση: ο νέος κώδικας ενσωματώνει και την υπό όρους απόλυση κρατουμένων με ηλεκτρονική επιτήρηση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο απολυθείς κατάδικος είναι υποχρεωμένος να φοράει το λεγόμενο βραχιολάκι, μέσω του οποίου μπορεί να ελέγχεται κάθε δραστηριότητα της καθημερινότητας του, και άρα να απαγορεύεται όποια θεωρηθεί ανεπιθύμητη. Ειδικότερα: «Στο άρθρο 84 για το συγκεκριμένο μέτρο προβλέπεται ότι όσοι καταδικάστηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να ζητήσουν να απολυθούν υπό τον όρο του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση εφόσον έχουν εκτίσει τα 2/5 της ποινής κάθειρξης και τουλάχιστον 14 χρόνια αν πρόκειται για ισόβια. Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται για περιπτώσεις αδικημάτων εσχάτης προδοσίας, εγκληματικής οργάνωσης, τρομοκρατικών πράξεων, βιασμού, κατάχρησης σε ασέλγεια, κακουργηματικής πορνογραφίας, μαστροπείας, εμπορίας ανθρώπων κ.λπ. και σε αυτή την περίπτωση αποφασίζει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.».
Το περιβόητο βραχιολάκι παρότι έχει ήδη ψηφιστεί στη Βουλή, δεν έχει εφαρμοστεί, διότι δεν έχει γίνει η σχετική προμήθεια που είναι απαραίτητη βέβαια για την εφαρμογή του μέτρου. Είναι σαφές ότι ανοίγονται νέα πεδία κερδοφορίας για τις εταιρίας εκείνες του φυλακο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Αν και η μορφή αυτή ανάπτυξης (και μην πει κανείς ευαίσθητος ότι δεν είναι μορφή ανάπτυξης …) δεν αποτελεί την κύρια στόχευση των παραπάνω αλλαγών, δεν πρέπει όμως να υποτιμηθεί η σημασία της. Επίσης, αν τελικά η διάταξη αυτή ψηφιστεί, μπορεί να νομιμοποιήσει την εισαγωγή του μέτρου αυτού και για ελαφρότερα αδικήματα ή και προληπτικά.

Όσον αφορά την κοινωφελή εργασία: ο θεσμός προβλέπεται και σήμερα, όμως με τις προτεινόμενες αλλαγές αναβαθμίζεται και αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Ειδικότερα, στον ισχύοντα Π.Κ προβλέπεται μόνο στην περίπτωση αδυναμίας καταβολής της χρηματικής ποινής και μόνο για ποινές στερητικές της ελευθερίας μέχρι 3 έτη εφόσον έχουν μετατραπεί σε χρήμα. Αντίθετα, στο προσχέδιο του νέου κώδικα ο τρόπος αυτός έκτισης της ποινής έχει διαφορετική μορφή: αφορά τους καταδικασμένους σε ποινές φυλάκισης ως πέντε χρόνια και υποκαθιστά όχι τις σε χρήμα μετατραπείσες ποινές, αλλά απευθείας την φυλάκιση. Επίσης, πλέον η παροχή κοινωφελούς εργασίας άπτεται αποκλειστικά της βούλησης του καταδικασμένου. Η μετατροπή αυτή μοιάζει αρχικά ευνοϊκή, καθώς κανείς δεν θέλει να παραμείνει έγκλειστος. Όμως, περισσότερο από την «ελεύθερη βούληση» των ανθρώπων, ανταποκρίνεται στις γενικότερες σύγχρονες καπιταλιστικές αναγκαιότητες για φθηνό εργατικό δυναμικό. Μάλιστα στην συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για μια περαιτέρω όξυνση της εκμετάλλευσης, καθώς η κοινωφελής εργασία «παρέχεται» αμισθή και χωρίς εργασιακά δικαιώματα (συνδικαλιστικές ελευθερίες, δικαιώματα αποζημίωσης και απεργίας). Δηλαδή παρουσιάζονται οι καπιταλιστικές αναγκαιότητες ως σωφρονισμός των πολιτών.
Σημείωση: «Απόλυση υπό όρους και με κατ' οίκον περιορισμό και ηλεκτρονική επιτήρηση προβλέπεται και για τους ανήλικους κρατουμένους, εφόσον έχουν υποβάλει αίτηση και έχουν εκτίσει το 1/3 της ποινής τους … Και αυτό μπορεί να ανακληθεί αν ο ανήλικος δεν συμμορφώνεται με τους όρους και τις υποχρεώσεις που του έχουν επιβληθεί.». Η διατύπωση «Και αυτό» υποδηλώνει ότι ο θεσμός της ανάκλησης των προαναφερθέντων τρόπων έκτισης των ποινών θα εκτείνεται σε όλες τις κατηγορίες κρατουμένων, άρα στις περιπτώσεις του κατ’ οίκον περιορισμού και της ηλεκτρονικής επιτήρησης για ενηλίκους. Παρεμφερής τρόπος πειθάρχησης του «τεμπέλη» άμισθου εργάτη (διότι για εργάτη πρόκειται) ισχύει και για την κοινωφελή εργασία: «αν η εργασία παρέχεται πλημμελώς από εκείνον που το ζήτησε ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής μπορεί να λάβει υπόψη του πόσο συχνά γίνεται αυτό και να τον προειδοποιήσει, να παρατείνει την προθεσμία εκτέλεσης της εργασίας ακόμη και για έναν χρόνο».

«Αποσυμφόρηση;»: Με τα μέτρα αυτά, όπως διατείνεται η συντάκτης του εν λόγω άρθρου, προσδοκάται να επέλθει αποσυμφόρηση των φυλακών. Πράγματι, οι δύο νέοι τρόποι έκτισης των ποινών, καθώς και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της κοινωφελούς εργασίας, εμφανίζουν τον συλλογισμό αυτό ως ακλόνητα λογικό. Όμως, εάν λάβει κανείς υπόψη την κατάργηση της μετατροπής των ποινών σε χρήμα και τα συμφέροντα των εταιριών του φυλακο-βιομηχανικού συμπλέγματος, το οποίο περιλαμβάνει και εταιρίες καθαρισμού, catering κλπ, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο πληθυσμός που βρίσκεται υπό ποινικό -τόσο άμεσο όσο και έμμεσο- έλεγχο θα αυξηθεί και πιθανόν θα δημιουργηθεί η ανάγκη ίδρυσης νέων φυλακών (και γιατί όχι και ιδιωτικών… ;).
Προσβολή του πολιτεύματος

Οι προτεινόμενες αλλαγές για τον Π.Κ αφορούν και το «αδίκημα» της προσβολής του πολιτεύματος. Πρώτον αυξάνεται το πλαίσιο ποινής από ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη[3] σε ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη από 15 ως 20 χρόνια. Δεύτερον, εκτός από τη διάδοση εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων ή με άλλο δημόσιο τρόπο, προστίθεται το διαδίκτυο ως μέσο για την πρόκληση με πρόθεση ή την προσπάθεια διέγερσης άλλων στην επιχείρηση πράξεων που προσβάλλουν το πολίτευμα. Παράλληλα διατυπώνεται με νέο, πιο συνοπτικό τρόπο, η διάταξη χωρίς να μεταβάλλεται το περιεχόμενό της.
 Είναι γνωστό ότι τα άρθρα που προσδιορίζουν την προσβολή αυτή αφήνουν περιθώρια στην δικαστική εξουσία για ευρεία ερμηνεία της, γεγονός που καθιστά ακόμα και την αμφισβήτηση του υπάρχοντος καθεστώτος και την κριτική σε αυτό αξιόποινη πράξη.
 Σημείο εκκίνησης των προτεινόμενων εδώ και εκεί (βλέπε ActaPipaSopa) νομοθετικών αλλαγών είναι ο ρόλος του διαδικτύου στα σύγχρονα κινήματα και εξεγέρσεις. Είναι αναμφισβήτητο ότι η ελεύθερη διακίνηση ιδεών στο διαδίκτυο  αποτελεί βασικό μοχλό έκφρασης διάφορων υποκειμένων, κάτι που ήταν ανεκτό από την πλειονότητα των σύγχρονων καθεστώτων στον βαθμό που η έκφραση αυτή δεν μετουσιωνόταν σε πράξη. Τα τελευταία χρόνια όμως, παρατηρείται ότι πέρα από την έκφραση, το διαδίκτυο, κυρίως με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δίνει έδαφος και για την οργάνωση και υλοποίηση συζητήσεων, κινητοποιήσεων ακόμα και επαναστάσεων.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Αίγυπτος και η Τυνησία, όπου, όπως παραδέχεται ακόμα και η Καθημερινή, «επώνυμοι ή ψευδώνυμοι μπλόγκερ και χρήστες των κοινωνικών δικτύων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο σπάσιμο του φόβου, στη συνειδητοποίηση της καταπίεσης και στον συντονισμό των εξεγέρσεων. Η ψευδωνυμία αποδείχτηκε ιδιαίτερα σημαντική στην υπόθεση της ιρανικής «πράσινης» εξέγερσης το 2009 αλλά και στην εξέγερση στη Συρία, όπου όσοι μπλόγκερ ανακαλύπτονταν από το καθεστώς Άσαντ βασανίζονταν και διώκονταν». Ας μην ξεχνάμε ότι και το κίνημα των πλατειών στην χώρα μας το 2011 -ανεξαρτήτως της αρνητικής ή θετικής αξιολόγησης που του κάνουμε- είχε ιδιαίτερα στενή σύνδεση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς υπήρχε διαρκής ενημέρωση για οτιδήποτε γινόταν και συνέδεε μεταξύ τους πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις.
Με βάση τα προαναφερθέντα, πρέπει να εξετάσουμε την συγκεκριμένη ρύθμιση του νέου Π.Κ σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, στη βάση του οποίου οι κυβερνήσεις επιθυμούν να ελέγχουν όλο και περισσότερο με νόμους ένα από τα εναπομείναντα πεδία ελεύθερης διακίνησης και ανταγωνισμού ιδεών, ποινικοποιώντας μερίδα των τελευταίων. Ξεκαθαρίζουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν έχουμε αυταπάτες σχετικά με το ότι το κράτος ήδη παρακολουθεί και ελέγχει στο βαθμό που μπορεί το διαδίκτυο (π.χ. δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος, μυστικές υπηρεσίες). Με αυτό τον τρόπο το κράτος δικαιολογεί νίπτοντας τας χείρας του τις προηγούμενες στοχοποιήσεις «ύποπτων» χρηστών, οι οποίες γίνονταν και θα γίνονται στο όνομα της εθνικής ασφάλειας.
Μια τέτοια ρύθμιση στον Π.Κ προωθεί την πιο εντατικοποιημένη  μορφή πειθάρχησης στον κυβερνοχώρο, ενώ πλέον οι χρήστες/κοινωνικοί αγωνιστές θεωρούνται ένοχοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Μάλιστα, κοινωνικά δίκτυα, όπως το Twitter, που είναι το πλέον πολύτιμο μέσο για ταχύτατη μετάδοση πληροφοριών και συντονισμό δράσεων ακτιβιστών, έχει ανακοινώσει ήδη από το 2012 την έναρξη λογοκρισίας στην υπηρεσία ανάλογα με το νομικό πλαίσιο της κάθε χώρας.
Ο νέος Ποινικός Κώδικας, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, έρχεται ως ταφόπλακα της πραγματικής ελευθερίας έκφρασης ριζοσπαστικών ιδεών ή ακόμα και ιδεών που απλά ασκούν έντονη κριτική στο υπάρχον πολιτικό σύστημα.
Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε από την αισχρή αυτή αλλαγή είναι ότι ο νέος Π.Κ έρχεται να θωρακίσει ένα αυταρχικό κράτος που αγνοεί τα ταξικά αιτήματα και εξυπηρετεί τα συμφέροντα κεφαλαίου και κράτους. Εδώ θυμόμαστε την φράση του Φουκώ «Εκείνο που επιχειρείται να ανασυγκροτηθεί είναι το πειθήνιο υποκείμενο, το άτομο, το υποταγμένο σε συνήθειες, κανόνες, εντολές, σε μιαν εξουσία που συνεχώς ασκείται γύρω του και πάνω του, και που πρέπει να την αφήνει να λειτουργεί αυτόματα μέσα του.». Έτσι, οι μη πειθαρχημένοι, οι αποκλίνοντες από την νέα κανονικότητα στην οποία ριζώνει το πλέγμα σχέσεων ιδιωτικό = δημόσιο και δημόσιο = ιδιωτικό θα καταστέλλονται ως εχθροί της κοινωνίας.

Εν τέλει, και ο John Locke είχε διατυπώσει ότι, εάν το κράτος παραβίαζε το «κοινωνικό συμβόλαιο», οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα και υποχρέωση να το λύσουν και να εξεγερθούν. Εάν σήμερα, σε μια φιλελεύθερη δήθεν δημοκρατία, όπως αυτή που ζούμε στην Ελλάδα, ο πατέρας του πολιτικού φιλελευθερισμού έγραφε κάτι τέτοιο στο διαδίκτυο παροτρύνοντας τους συμπολίτες του να ανατρέψουν την κυβέρνηση Σαμαρά, ο νέος Π.Κ θα φρόντιζε για την φίμωσή του. Και ακριβώς αυτό αποδεικνύει, ότι πλέον το κράτος δεν νοιάζεται για την ιδεολογική ταυτότητα του κάθε ανθρώπου,  αρκεί «να συνιστά ικανοποιητική απειλή» γι’ αυτό.

Πρέπει να κατανοήσουμε βαθιά την προσφορά του διαδικτύου στην διακίνηση πολιτικών ιδεών και θέσεων. Ποτέ όμως επί της ουσίας δεν ήταν ένας χώρος πλήρους ελευθερίας, παρά τις δυνατότητες που προσέφερε, και γι’ αυτό το λόγο επιδιώκουμε να το χρησιμοποιούμε για τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας και να το υπερασπιστούμε απέναντι σε αυτούς που το θέλουν τσιφλίκι τους.

Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας τα όσα είπαμε παραπάνω, θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε τα συμπεράσματά μας, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από το κίνημα του κοινωνικού ανταγωνισμού, ως εξής:

Επιδιώκεται:

1) Η συμπόρευση του ελληνικού κράτους με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ στην κατεύθυνση του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, όπως συχνά ονομάζονται από κομμάτια του κινήματος οι διάφορες αυταρχικές τεχνικές της εξουσίας για την πειθάρχηση των διάφορων υποκειμένων (μετανάστες, αντιστεκόμενοι, φυλακισμένοι κλπ).
2) Η πολύμορφη[4] επέκταση του ποινικού ελέγχου σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας, ακολουθώντας μάλλον το παράδειγμα των ΗΠΑ[5] .
3) Η περαιτέρω κατασταλτική θωράκιση του κράτους σε περιόδους που αυτό βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η θωράκιση όμως αυτή, που γίνεται με πρόσχημα την καπιταλιστική κρίση, μάλλον ανταποκρίνονται στους σχεδιασμούς των κυριάρχων, όχι μόνο για το τώρα, αλλά κυρίως για το μέλλον. Διατυπωμένο διαφορετικά: το ελληνικό κράτος προσπαθεί να συγχρονιστεί με τις σύγχρονες καπιταλιστικές τάσεις, οι οποίες τουλάχιστον όσον αφορά την ποινική εξουσία ανταποκρίνονται και στις ανάγκες του για καταστολή του «εσωτερικού του εχθρού», αλλά και τον αποκλεισμό όλο και μεγαλύτερων κομματιών της κοινωνίας. Εδώ, έναν δευτερεύοντα, σημαντικό όμως, ρόλο διαδραματίζουν και τα νέα πεδία κερδοφορίας για τις εταιρίες του φυλακο-βιομηχανικού συμπλέγματος[6].
4) Η (πιθανή) αθώωση της Χρυσής Αυγής. Η διαπίστωση αυτή, όμως, είναι παρακινδυνευμένη[7].
Τέλος, η υπερ-προβολή από τα αστικά (υπό ευρεία έννοια) μέσα ενημέρωσης των αλλαγών που σχετίζονται με τους καταχραστές δημοσίου χρήματος και την εγκληματική οργάνωση, οδηγεί στην απόκρυψη των σημείων εκείνων των αλλαγών που θίγουν άμεσα τους καταπιεσμένους.
Η κριτική και η αποδόμηση δεν αρκούν. Είναι απλώς αναγκαίες, για να προχωρήσουμε στην πράξη. Διότι, χωρίς να γνωρίζεις τι πολεμάς και φυσικά ποιο είναι το περιεχόμενο του, δεν μπορείς να το πολεμήσεις. Έτσι, σκοπός μας πρέπει να είναι η αναχαίτιση αυτών των αλλαγών στο πλαίσιο της πάλης μας ενάντια στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Και αν ακόμα ψηφιστούν, το ζητούμενο θα είναι να ακυρωθεί η εφαρμογή τους. Άλλωστε, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, το σύνταγμα (και η νομιμότητα) διακρίνεται σε τυπικό και πραγματικό. Τυπικό είναι το ίδιο το κείμενο του νόμου, ενώ πραγματικό είναι το τυπικό σύνταγμα, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του κοινωνικού/ταξικού συσχετισμού δύναμης. Άρα, οι από κάτω πρέπει να αντιληφθούν την δυναμικότητα που περικλείει η έννοια του συσχετισμού και να δράσουν προς την κατεύθυνση εκείνη που ανταποκρίνεται στα συμφέροντά τους. Οι δυνατότητες είναι πολλές. Η αξιοποίησή τους εξαρτάται από την δική μας θέληση και δημιουργικότητα.

Ομάδα Αυτομόρφωσης από συμμετέχοντες/ουσες στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής (30/10/2014)


[1]Η εισήγηση αυτή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ του Αυτοδιαχειριζόμενου Κυλικείου Νομικής (30 και 31 Οκτώβρη 2014) για την συμπλήρωση 2 χρόνων του εγχειρήματος.
[2]Όπου αναφέρουμε τη λέξη «άρθρο» ή παραθέτουμε αποσπάσματα, είναι από το εν λόγω άρθρο του Βήματος. Επίσης, στο κομμάτι του ορισμού της εγκληματικής οργάνωσης αντλήσαμε στοιχεία από το άρθρο «Στρίβειν δια του Ποινικού Κώδικα» της Εφημερίδας των Συντακτών (7/10/2014).
[3] Κατά το άρθρο 52 παράγραφος 3 του ποινικού κώδικα «Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα 20 έτη ούτε είναι μικρότερη από 5 έτη».
[4]Βλ. το κομμάτι της εισήγησης για τους τρόπους έκτισης των ποινών.
[5] «Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 αντι-στοιχούσαν 110 κρατούμενοι ανά 100.000 κατοίκους, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 0,1%. Από τότε το ποσοστό αυτό ξεκίνησε να ανεβαίνει για να διπλασιαστεί τη δεκαετία του 1980 και να ξαναδιπλασιαστεί τη δεκαετία του 1990. Το 1998 η αναλογία ήταν 445 ανά 100.000 κατοίκους (ποσοστό 0,45%), ενώ για τους ενήλικες άντρες έφτανε τους 1100 ανά 100.000 (1,1%). Παρατηρείται επίσης και μια ποιοτική αλλαγή της σύνθεσης των κρατουμένων, καθώς οι κρατούμενοι που το 1998 σχετίζονταν με ναρκωτικά έγιναν υπερ-διπλάσιοι από το συνολικό αριθμό κρατουμέ-νων το 1978. Από το 1980 μέχρι το 1997 οι κρατούμενοι από 500.000 εκτινάχθηκαν στο 1,8 εκατομμύρια. Μετά την εικοσαετία 1970-1990 χτίσθηκαν περίπου χίλιες φυλακές, ενώ 150 χτίστηκαν μόνο το 1995.Σήμερα 2.266.832 άτομα, κάτι λιγότερο του 1% του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ, βρίσκονται στη φυλακή.»: Απόσπασμα από κείμενο του αναρχικού κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου για το διήμερο εκδηλώσεων με τίτλο «Κράτος έκτακτης ανάγκης και προοπτικές αντί-στασης» στην ΑΣΟΕΕ στις 21-22/3/2014.
[6]Η εμπειρία των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών στην Ελλάδα, ενισχύει αυτή την υποψία.
[7]Βλ. τις επιφυλάξεις στο κομμάτι της εισήγησης για την εγκληματική οργάνωση.
http://bestimmung.blogspot.gr/2014/11/1.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου