Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Ο Πόλεμος της Κορέας και η ανεπάρκεια των Υπηρεσιών Πληροφοριών

Το περίγραμμα του γεγονότος, τα ερωτήματα της μελέτης.
Η 25η Ιουνίου 1950 εκκινεί την πρώτη μέρα του Πολέμου της Κορέας μεταξύ Βορειοκορεατών και Νοτιοκορεατών (και όχι μόνο). Πρόκειται, θεωρητικά, για σύγκρουση δύο κρατών με κοινό σύνορο τον 38ο παράλληλο, ένα σύνορο που διαιρεί στη μέση την κορεατική χερσόνησο – οι Βόρειοι πρόσκειντο στο κομουνιστικό μπλοκ τη στιγμή που οι Νότιοι βρίσκονταν υπό την κηδεμονία της δύσης. Η εισβολή της Βορείου Κορέας προκαλεί την ολοκληρωτική κατάρρευση των Νοτίων αλλά και των (ανεπαρκών) αμερικανικών στρατευμάτων που στάθμευαν στην περιοχή και τη συμπίεση τους στην περιφέρεια του Πουσάν στα νοτιοανατολικά της χώρας, τη στιγμή εκείνη οι Βόρειοι ήλεγχαν υποθετικά το 90% της Νοτίου Κορέας. 

Η κατάσταση ανεστράφη μετά από απόβαση των Αμερικανών, συνεπικουρούμενων από δυνάμεις του ΟΗΕ, στον λιμένα της Ιντσόν (στις βορειοδυτικές ακτές του νοτίου κράτους) στις 15 του Σεπτέμβρη και, ασφαλώς, τη γρήγορη προώθησή τους μέχρι τα σύνορα της Κίνας. Η τελευταία αντιδρώντας εντός δύο εβδομάδων εισβάλει με τη σειρά της στη Βόρειο Κορέα απωθώντας και πάλι τα αμερικανικά και τα συμμαχικά στρατεύματα πέριξ, αυτή τη φορά, του περίφημου παραλλήλου.
Η σύρραξη τερματίζεται μετά από 3 χρόνια, στις 27 Ιουλίου 1953, στο σημείο που ξεκίνησε, χωρίς ουσιαστικά νικητή, έχοντας καταστεί πιθανότατα η θερμότερη αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου. Στο παρόν κείμενο εξετάζεται η, κατά πολλούς ερευνητές, ολιγωρία των μυστικών υπηρεσιών των δυτικών (βλέπε Αμερικανών) να προειδοποιήσουν, αρχικά, για τη βορειοκορεατική επίθεση. Είναι τα πράγματα ακριβώς έτσι; Εδόθησαν ευκαιρίες αποκάλυψης των εχθρικών σχεδιασμών; Μήπως υπάρχει (και) πολιτική ευθύνη; Ποια τα γενικότερα συμπεράσματα ως προς την αντιμετώπιση παρομοίων σχεδιασμών / καταστάσεων; Η μελέτη υποστηρίζει ότι πράγματι υπήρξε μια πολυεπίπεδη «υπηρεσιακή / πληροφοριακή δυσλειτουργία» όπως και μια λανθασμένη, επί των πραγμάτων, αντίληψη εκ μέρους της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας. Η δράση των Υπηρεσιών Κατά τον H. A. DeWeerd η επίθεση της 25ης Ιουνίου αντιπροσωπεύει, inter alia, ένα πολύπλοκο πληροφοριακό πρόβλημα, οπωσδήποτε αυτού του είδους ποτέ δεν είναι απλά ως προς τη λύση τους. Μέχρι την επίσημη αποχώρηση του κύριου όγκου των αμερικανικών δυνάμεων από τη Νότιο Κορέα (1η Ιουλίου 1949) την ευθύνη διοίκησης, μαζί με αυτή της Ιαπωνίας, φέρει ο στρατηγός Ντάγκλας Μακ Άρθουρ. Κατόπιν αυτού αναλαμβάνει το αμερικανικό ναυτικό, ο, δε, πληροφοριακός σχεδιασμός εξαρτάται από το State Department. Πάρα ταύτα και σύμφωνα με τον Dean Acheson είναι το Τόκιο που αναπόφευκτα κομίζει πλείστα όσα στοιχεία στη CIA, τα τελευταία κατόπιν περαιτέρω ανάλυσης επιστρέφουν στο επιτελείο του Μακ Άρθουρ (στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου) που ουσιαστικά ηγείται στη μείζονα περιοχή.

Η πρώτη, μάλλον, ασυνέπεια σχετίζεται με μια περί στρατιωτικής ισότητας αντίληψη ένθεν και εκείθεν της συνοριακής γραμμής. Ο Μακ Άρθουρ περιγράφει, μεν, το στρατό των νοτίων περισσότερο ως σώμα συνοριοφυλακής, το ίδιο όμως πράττει και για τον αντίστοιχο των βορείων. Φέροντας στο νου την παραδεκτή διαφορά ισχύος μεταξύ των δύο πλευρών τίθεται το εξής ερώτημα: η αστοχία εκτίμησης οφείλεται σε έλλειψη στοιχείων; Ακόμα και αν κατεχόμεθα από διάθεση απάντησης με ένα γρήγορο ναι δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στα λόγια του ίδιου του στρατηγού. Ο τελευταίος ουδέποτε παραπονιέται, μάλιστα, καταθέτει εν καιρώ (σε επιτροπή του Αμερικανικού Κογκρέσου που συστήνεται προκειμένου να διακριβώσει τους λόγους της αποστρατείας του) ότι η ανάλογη συλλογή υπήρξε η καλύτερη δυνατή λαμβανομένης υπόψη της μυστικοπάθειας με την οποία προστατεύετε οτιδήποτε πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα» -ας θεωρηθεί λοιπόν την όποια σχετική παράμετρο ελάσσων ως προς τον έλεγχό μας. Σχετικά με την τακτική των βορειοκορεατικών στρατευμάτων, τα τελευταία, επανειλημμένως και κατά σύστημα, παραβιάζουν το όριο του 38ου παραλλήλου. Πρόκειται για κινήσεις που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια υποτιθέμενων ασκήσεων, ο υπουργός Αμύνης Louis Arthur Johnson καταθέτει πως κάθε Σαββάτο (για περίοδο μηνών πριν την εισβολή) οι Βόρειοι εισέρχονται στον τομέα των Νοτίων επανακάμπτοντας μεθ’ ολίγον στις αρχικές θέσεις τους όπισθεν των συνόρων.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα Joint Intelligence Reports της Far East Command (FEC) προϊδεάζουν για μια επίθεση, ο Acheson δηλώνει πως σχεδόν κάθε μήνα σχετικά papers αποδίδονται στις πολιτικοστρατιωτικές αρχές. Κατά τον ίδιο, συμφωνώντας λίγο έως πολύ με τον Μακ Άρθουρ, η πληροφοριακή ροή (βλέπε συλλογή) δεν είναι ανεπαρκής, ωστόσο, κάπου μεταξύ Τόκιο – Ουάσιγκτον – Τόκιο, η αναλυτική διαδικασία φαίνεται να χωλαίνει με κύρια ευθύνη, θεωρητικά, των κεντρικών της CIA (βλέπε παρακάτω περί σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και του Μακ Άρθουρ). Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι τον Ιούνη του 1950 (μέρες πριν την επίθεση) το State Department, η CIA και το Department of the Army συμφωνούν ως προς μια δυνητική επίθεση των Βορειοκορεατών επουδενί, ωστόσο, την προσδιορίζουν σε κοντινό χρόνο. Αν οι στρατιωτικές αρχές, οι υπηρεσίες Πληροφοριών και εν μέρει η ηγεσίες των υπουργείων Αμύνης και Εξωτερικών υποπτεύονται, έστω αορίστως, μια ενδεχόμενη επιθετική κίνηση εκ μέρους της Βορείου Κορέας, τι συμβαίνει σε ευρύτερο κυβερνητικό επίπεδο; Δυστυχώς για το αμερικανικό πολιτικό επιτελείο οι προειδοποιήσεις του οικείου πρεσβευτή στη Σεούλ δεν τυγχάνουν ορθής διαχείρισης.

Ο τελευταίος ενημερώνει για μια ασυνήθιστη συγκέντρωση βορειοκορεατικών στρατευμάτων στην περιοχή των συνόρων, ωστόσο, οι αναφορές του εκλαμβάνονται ως μοχλός πίεσης προς μεταφορά οπλικών συστημάτων στο στρατόπεδο των νοτίων, κατά τον τρόπο τούτο αγνοούνται. Από την άλλη μεριά δεν πρέπει να παρακαμθει η λανθασμένη προεικόνιση του στρατηγού Charles A. Willoughby. Ο Willoughby οργανώνει το Korean Liaison Office (KLO) στη Σεούλ, πρόκειται για σώμα ειδικών στην πληροφόρηση με σκοπό το «σκρινάρισμα» της χερσονήσου. Το εν λόγω προσωπικό συνεργάζεται με στρατιωτικούς ακολούθους και πολιτικούς αναλυτές της Πρεσβείας (κατ’ ουσίαν αναφερόμαστε στο πληροφοριακό τμήμα της FEC), η δουλειά τους κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Αν και οι εντεταλμένοι αναλυτές υποθέτουν μια εισβολή των Βορείων κατά τη διάρκεια της ανοίξεως του 1950, ο επικεφαλής Willoughby (ο οποίος επηρεάζει καθοριστικά τον Μακ Άρθουρ) δεν συμφωνεί δηλώνοντας ότι «μια τέτοια εξέλιξη θεωρείται απίθανη». Αντ’ αυτού υποθέτει μια προσπάθεια ανατροπής της νοτιοκορεατικής κυβέρνησης του Syngman Rhee εν μέσω τακτικισμών ανταρτοπολέμου και ψυχολογιών επιχειρήσεων, μέχρι εκεί.

Κάτι άλλο που δεν κινεί υποψίες σχετίζεται (έπρεπε να σχετιστεί) με τις δηλώσεις του Βορειοκορεάτη ηγέτη Kim il Sugn, την 7η Ιουνίου, σύμφωνα με τις οποίες «στις 15 Αυγούστου θα λάβουν χώρα εκλογές σε μια ενωμένη Κορέα» -όλα εκλήφθησαν ως προπαγάνδα. Εντός αυτού του κλίματος η Ουάσιγκτον (εξακολουθεί να) πιθανολογεί πολύ περισσότερο μια κομουνιστική επέμβαση, π. χ., στην Ινδοκίνα παρά στη χερσόνησο της Κορέας. Στο ίδιο πνεύμα ο στρατηγός Alexander R. Bolling του G2 (intelligence section) του Department of the Army υποστηρίζει ότι ακόμα και αν υπάρχει κάποιος σχεδιασμός εις βάρος του νοτίου τομέα, υπάρχει μόνο σε ευθεία σύνδεση με κάποιον ευρύτερο που στοχεύει στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας , συνεπώς, οτιδήποτε ενεργοποιηθεί δεν (θα) αφορά, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, τη Νότιο Κορέα. Ένας από τους λόγους υποτίμησης των όποιων πληροφοριακών δελτίων από την υψηλή πολιτική και στρατιωτική αμερικανική ηγεσία σχετίζεται με μια ενστικτώδη δυσπιστία των ανωτάτων κλιμακίων ως προς την αξιοπιστία των πηγών και του ανάλογου υπηρεσιακού προσωπικού που δραστηριοποιείται στην Κορέα, θεωρείτο πως το τελευταίο υπερέβαλε εκτιμήσεων προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών.

Δεν υπάρχουν αποδείξεις αν σ’ αυτό παίζει κάποιο ρόλο η CIA, πάντως, η όχι και τόσο ιδανική σχέση της με τον Μακ Άρθουρ και κατ’ επέκταση με το «περιβάλλον της Άπω Ανατολής» την οδηγεί, κατά τα φαινόμενα, σε μια τάση όχι μόνο αποφυγής εμπλοκής στο όλο ζήτημα αλλά και υποβάθμισης των γεγονότων. Μια άλλη εξήγηση έχει να κάνει με την εξαιρετική τακτική των Βορειοκορεατών ούτως ειπείν, το ασίγαστο «πήγαινε έλα» από τις δύο πλευρές της μεθορίου με στόχο την, συν τω χρόνω, μειωμένη αφύπνιση των απέναντι δυνάμεων. Άλλη ενδέχεται να ανευρεθεί στη γενικότερη τάση των Σοβιετικών να δημιουργούν εστίες αναταραχής ανά τον κόσμο κάτι που ασυζητητί λειτούργησε υπονομευτικά ως προς τα κατά τόπους επίπεδα ετοιμότητας του δυτικού στρατοπέδου.

Τέλος μια ψυχολογική, παρά οτιδήποτε άλλο, προδιάθεση εικάζεται πως έπαιξε, επίσης, καίριο ρόλο: οι αμερικανικές αρχές ουδέποτε εξυφάνθηκαν ένα σχέδιο εκκένωσης και επακόλουθης στρατιωτικής εμπλοκής στην περιοχή, κατά την έννοια τούτη ουδείς επιθυμούσε να διειδεί κάτι «πολύ κακό» σε μια απροετοίμαστη στιγμή, άλλωστε, η μη ενσωμάτωση, κατά δήλωση Acheson, της Κορέας στην άμεση σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ δεν πριμοδοτούσε ιδιαίτερους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς, ακριβώς αυτό, ίσως, εκμεταλλεύτηκε ο αντίπαλος συνασπισμός. Ο P. K. Rose στο «Two Strategic Intelligence Mistakes in Korea, 1950» επιχειρεί μια συνολικότερη προσέγγιση. Κατά τον μελετητή:

  1. Μέχρι την άνοιξη του 1950 οι προετοιμασίες των Βορειοκορεατών είχαν παρατηρηθεί τόσο από τις νοτιοκορεατικές όσο και από τις αμερικανικές αρχές (KLO / FEC) χωρίς ωστόσο να αξιολογηθούν ως πρέπει, τουλάχιστον από τις δεύτερες.
  2. Το γεγονός της μη ορθής αξιολόγησης χρεώνεται, κατά τον έναν ή άλλο τρόπο, κυρίως στον επικεφαλής της KLO, στρατηγό Willoughby. Ο τελευταίος ουδέποτε πείθεται από αναφορές στελεχών του Office με κορεατική καταγωγή.
  3. Ο αρχιστράτηγος Μακ Άρθουρ απόλυτα δεμένος σε μια πίστη περί «ασιατικής κατωτερότητας» όχι μόνο δεν συνέλαβε το μέγεθος της απειλής (παγιδευμένος εν μέρει από τον Willoughby ) αλλά συνέτεινε, επιπλέον, σε μια καθ’ ολοκληρίαν λανθασμένη αντίληψη.
  4. Μια αντίστοιχη ερμηνεία, σε στρατηγικό επίπεδο αυτή τη φορά, κυριαρχούσε εντός του ανωτάτου αμερικανικού πολιτικού επιτελείου. Σύμφωνα μ’ αυτήν ουδέποτε οι Βορειοκορεάτες θα επιχειρούσαν οτιδήποτε χωρίς την καταφανή εμπλοκή των Σοβιετικών. Το τελευταίο απεκλείσθη, προφανώς ορθά, το πρώτο, απλά, δεν έμελε να επιβεβαιωθεί. Περαιτέρω, η προσοχή των ΗΠΑ, στρεφόμενη στο ευρωπαϊκό τερραίν, εγκλωβίζεται εντός συγκεκριμένων πλάνων και ιδεολογημάτων.

Τα συμπεράσματα

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, και σχετικά με τα εισαγωγικά ερωτήματα:
• Το κομμάτι που αναφέρεται στη συλλογή των πληροφοριών δεν εμπλέκεται στην αποτυχία πρόβλεψης της επίθεσης.
• Οι τακτικές παραπλάνησης των Βορειοκορεατών (deception operations) λειτούργησαν επιτυχώς απομειώνοντας τα επίπεδα ετοιμότητας των νοτιοκορεατικών και αμερικανικών δυνάμεων εν μέσω ψευδών συναγερμών (cry wolf syndrome).
• H αναλυτική διαδικασία υποφέρει μη συνδέοντας δυνατότητες με προθέσεις κυρίως λόγω προκαταλήψεων (cognitive biases) τόσο σε περιφερειακό / επιχειρησιακό / στρατιωτικό όσο και σε κεντρικό / στρατηγικό / πολιτικό επίπεδο.
• Το όλο ζήτημα φαίνεται να επιδεινώνεται από μια γραφειοκρατική, με την ευρύτερη έννοια, διάσταση μεταξύ των Υπηρεσιών που εδρεύουν στη Νότιο Κορέα και την Ιαπωνία και των κεντρικών της CIA. Σε στενό ενδοϋπηρεσιακό περιβάλλον δεν διαφαίνεται μια αγαστή συνεργασία μεταξύ των κατωτέρων και των ανωτέρων στελεχών της KLO.

Ευκαιρίες αποκάλυψης των επίβουλων σχεδιασμών εδόθησαν και, μάλιστα, όχι μόνο μία φορά. Η αποτυχία των Υπηρεσιών σε επίπεδο ανάλυσης πληροφοριών υπήρξε προφανής, εκεί εδράζει το πρόβλημα, ωστόσο, το ερώτημα που οφείλει να απαντηθεί είναι το εξής: τι δεν πήγε καλά στο αναλυτικό στάδιο; Πριν απαντηθούν πρέπει να ληφθούν ασφαλώς υπόψη η πετυχημένη τακτική των επιτιθεμένων, εντούτοις, πάνω απ’ όλα είναι μια γνωστική προκατάληψη που κατατρύχει τόσο τη στρατιωτική όσο και η πολιτική αμερικανική ηγεσία; σύμφωνα με την μελέτη αποδεικνύεται ότι μεγάλο μερίδιο ευθύνης αναλογεί στη δεύτερη. Από κει και έπειτα τι μπορεί να γίνει ως προς την ορθή διευθέτηση παρομοίων καταστάσεων;

Η απάντηση σχετίζεται τόσο με τη βελτίωση των αναλυτικών εργαλείων και την αντιμετώπιση ενδοπαθογενειών μέσω της ανάπτυξης των λεγομένων devil’s advocacy methods, red teams, team A vs team B programs κ. λ. όσο και με την επίλυση των όποιων γραφειοκρατικών τριβών ή δυσλειτουργιών / ασυνεννοησιών, ωστόσο, μια τέτοια συζήτηση εδώ παρέλκει. Αυτό που επείγει να γίνει κατανοητό είναι πως η σχετική καθυστέρηση οδηγεί σε εσφαλμένες εντυπώσεις με καταστροφικά αποτελέσματα ειδικά αν χαρακτηρίζεται από επαναληψιμότητα, η εισβολή των Κινέζων στη χερσόνησο μετά πάροδο τεσσάρων μηνών από την έναρξη του πολέμου κατόπιν, μάλιστα, παρομοίων ή και εντυπωσιακότερων «αναλυτικών λαθών» εκ μέρους των συμμάχων το επιβεβαιώνει με τρόπο οικτρό.

Τέρις Τονίδις, Υπ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου
Το άρθρο επιμελήθηκε η Σοφία Τζαμαρέλου Υποψήφια Διδάκτωρ Επικεφαλής της ομάδος Intelligence.

Βιβλιογραφία
• Borer D., Twing St., Burkett R., «Problems in the Intelligence – Policy Nexus: Rethinking Korea, Tet, and Afghanistan» στο Intelligence and National security, Volume 29, Number 6, 2014 • DeWeerd Η., «Strategic Surprise in the Korean War», AD612431 Rand Corporation, Santa Monica, California 1962, διαθέσιμο στοhttp://www.dtic.mil/dtic/tr/fulltext/u2/612431.pdf • Ohn Chang-il, «The Causes of the Korean War, 1950-1953» στο International Journal of Korean Studies, Volume XIV, Number 2, 2010 • Rose P., «Two Strategic Intelligence Mistakes in Korea, 1950» στο Studies in Intelligence, Number 11, Fall-Winter 2001, διαθέσιμο και στο https://www.cia.gov/library/center-for-the-study-of-intelligence/csi-publications/csi-studies/studies/fall_winter_2001/article06.html • Willard M., America’s Strategic Blunders. Intelligence Analysis and National Security Policy, 1936-1991, Pennsylvania State University Press, USA 2001 • American Military History, The United States Army in a Global Era, 1917- 2003 (Volume II), επιμέλεια Stewart Richard, Center of Military History, United States Army, Washington D.C. 2005 • The Korean War. An Encyclopedia, επιμ. Sandler Stanley, Routledge, USA 2013 • The Uncertain Oracle. Some Intelligence Failures Revisited στοhttp://huachuca.army.mil/files/History_UncertainOracle.pdf
http://defencenews.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου