Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Γεωγραφικοί Μύθοι της Διεθνούς Πολιτικής-Φεμινιστική γεωπολιτική

πηγή: κοσμοϊδιογλωσσία
Τα τελευταία χρόνια, η κριτική γεωπολιτική στράφηκε και σε θέματα που ενδιαφέρουν το φεμινισμό. Μερικοί/ες αναλυτές/λύτριες σημείωσαν την απουσία γυναικών στην ιστορία της γεωπολιτικής και της θεωρίας και πρακτικής των διεθνών σχέσεων. Οι γυναίκες, τόνισαν, είναι «αόρατες», «σαν να μην υπάρχουν γυναίκες στη διεθνή πολιτική (...) σαν οι γυναίκες και οι άνδρες να δραστηριοποιούνται και να επηρεάζονται από την παγκόσμια πολιτική με τούς ίδιούς τρόπούς» (Pettman 1999: 484).
Αναμφίβολα η φεμινιστική γεωπολιτική οφείλει πολλά στην κριτική που έχει αναπτύξει ο φεμινισμός στη θεωρία των διεθνών σχέσεων. 
Για τη φεμινιστική προσέγγιση, το βασικό αναλυτικό εργαλείο είναι το «κοινωνικό φύλο». Το κοινωνικό φύλο (gender) είναι διαφορετικό από το βιολογικό φύλο (sex). Το δεύτερο αφορά τις βιολογικές διαφορές ενώ το κοινωνικό φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή που «αναφέρεται σε μια κοινωνικά [κατασκευασμένη] συμπεριφορά [η οποία «μαθαίνεται»] και [περιλαμβάνει τις] προσδοκίες που διακρίνούν μεταξύ αρρενωπότητας και θηλυκότητας» (Peterson και Runyan, 1993: 5). Στις περισσότερες κοινωνίες, οι αξίες που συνδέονται με την «αρρενωπότητα» (ορθολογισμός, δύναμη, δράση) θεωρούνται ανώτερες από τις αντίστοιχες που συνδέονται με τη «θηλυκότητα» (συναισθηματισμός, αδυναμία, παθητικότητα). Η ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών (εμφανείς στην πολιτική εκπροσώπηση, στο εισόδημα και στην εκπαίδευση), υποστηρίζει η φεμινιστική προσέγγιση, είναι στην πραγματικότητα αντανάκλαση των ρόλων που επιβάλει το κοινωνικό φύλο. Το τελευταίο έχει μια σειρά από νοήματα (Pettman 1999: 488):
«Το κοινωνικό φύλο είναι μια προσωπική ταυτότητα - πως βιώνω το γεγονός ότι είμαι γυναίκα; μια κοινωνική ταυτότητα - τι προσδοκούν οι άλλοι από μένα ως γυναίκα; και μια σχέση εξουσίας - γιατί οι γυναίκες ως κοινωνική κατηγορία σχεδόν πάντοτε υποεκπροσωπούνται σε σχέσεις εξουσίας (...);»
Σε τελευταία ανάλυση όλες οι κοινωνικές σχέσεις - ταξικές, εθνικές αλλά και οικογενειακές - επηρεάζονται και συχνά καθορίζονται από το κοινωνικό φύλο. Κι αυτό συμβαίνει σε κάθε επίπεδο, από τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής μέχρι τις γεωπολιτικές αναπαραστάσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Η Sharp (1998), για παράδειγμα, αναλύοντας αμερικανικές κινηματογραφικές ταινίες της μεταπολεμικής περιόδού, διαπιστώνει ένα γενικευμένο φαινόμενο «εξανδρισμού» («re-masculinization») με την προβολή θεμάτων όπως «καλοί άνδρες υπερνικούν το χάος και την αταξία στο διεθνές πεδίο» και «ηρωϊκοί άνδρες μάχονται εναντίον της τυραννίας ενός "θηλυπρεπούς" κράτούς».
Το 1998, ο καθηγητής στο George Mason University των ΗΠΑ Francis Fukuyama, δημοσίεύσε ένα άρθρο στο περιοδικό Foreίgn Affairs με τίτλο «Γυναίκες και η Εξέλιξη της Παγκόσμιας Πολιτικής» («Women and the Evolutiοn Wοrld Politίcs») (Fukuyama 1998). Το άρθρο συζητήθηκε πολύ, προκαλώντας θετικές αλλά και πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Ο Fukuyama, αποδεχόμενος τις θέσεις της φεμινιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, υποστήριξε ότι ο σημερινός κόσμος είναι κυρίως δημιούργημα των ανδρών, το κοινωνικό φύλο δηλαδή έχει παίξει ένα ζωτικής σημασίας ρόλο στο σχηματισμό του κράτους. Ωστόσο εάν οι γυναίκες είχαν εμπλακεί περισσότερο στη διαδικασία αυτή το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό: ένας «πραγματικά μητριαρχικός κόσμος... θα έτεινε λιγότερο προς τη σύγκρουση και θα ήταν περισσότερο συμφιλιωτικός και συνεργατικός απ' αυτόν στον οποίο κατοικούμε τώρα» (Fυkυyama 1998: 33). Το θετικό παρατήρησε ο Fukuyama, είναι ότι στον τελευταίο αιώνα η θυληκή παρουσία στη παγκόσμια πολιτική αυξάνεται (ιδιαίτερα στη Δύση).
Ωστόσο ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου περιλαμβάνει κράτη των οποίων ηγούνται αιμοσταγείς άνδρες. Αν λοιπόν οι μελλοντικοί ταραχοποιοί είναι οπλισμένοι με πυρηνικά όπλα, θα ήταν προτιμότερο να καθοδηγούμαστε από γυναίκες σαν την Μάργκαρετ Θάτσερ, παρά από γυναίκες τύπου Gro Harlem Brundtland. Για τον Fukuyama, λοιπόν, χρειαζόμαστε «αρρενωπές» πολιτικές - αν και όχι κατ' ανάγκη άνδρες-ηγέτες. Οι φεμινίστριες βέβαια αντέδρασαν έντονα, υποστηρίζοντας ότι η άποψη του Fukuyama -η οποία βασίζεται στα συμπεράσματα της εξελικτικής ψυχολογίας (evolutionary psychology)- ότι τα ατομικά χαρακτηριστικά προσδιορίζουν τη συλλογική συμπεριφορά αποτελεί ένα αντιεπιστημονικό νοητικό άλμα.

.~`~.
II

Η Cynthia Enloe (1989) αρνήθηκε να αποδεχτεί την παραδοσιακή αντίληψη της γεωπολιτικής για τη σύγκρουση κρατών καθοδηγούμενων από άνδρες ηγέτες -που χαρακτηρίζει την προσέγηση του Fukuyama- και εστίασε την προσοχή της στην παραγνωρισμένη παράλληλη αλλά σιωπηλή «ιστορία» των γυναικών. Η ανάλυσή της εξετάζει θέματα όπως ο ρόλος της διεθνούς εργατικής μετανάστευσης, η διαθεσιμότητα γυναικείας εργατικής δύναμης για τις επενδύσεις των πολυεθνικών επιχειρήσεων και η θέση των γυναικών στη βιομηχανία τουρισμού της νοτιοανατολικής Ασίας. Ουσιαστικά η Enloe συσχετίζει τη γεωπολιτική ανάλυση με τις καθημερινές γεωγραφίες του κοινωνικού φύλου, υπογραμμίζοντας τη διασύνδεση ανάμεσα στα πρόσωπα και την πολιτική. Αυτές οι εναλλακτικές πολιτικές γεωγραφίες, υποστηρίζει, πρέπει να αποκαλυφθούν - αλλιώς είναι πιθανό να καταλήξουμε στη χαρτογράφηση ενός «τοπίου που κατοικείται από άνδρες, κυρίως άνδρες των ελίτ» (Enloe, 1989: 1).
Σ' ένα άλλο της εργο, η Enloe (1993) υποστηρίζει ότι η αρρενωπότητα (masculinity) και η θυληκότητα (femininity) παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη στρατιωτικοποίηση και την αποστρατιωτικοποίηση των κοινωνιών, επηρεάζοντας όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο είναι πιθανό να εξελιχθούν αλλά ακόμη και, σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό, την ίδια τη φύση του πολέμου και της ειρήνης. Για να αποδείξει τον ισχυρισμό της, η Enloe εστιάζει την προσοχή της στην περίοδο τον Ψυχρού Πολέμου, εξετάζοντας το ρόλο του κοινωνικού φύλου στη στρατιωτικοποίηση και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση συγκεκριμένων ρόλων για τα κοινωνικά φύλα. Η Enloe παρουσιάζει παραδείγματα τέτοιων ρόλων που συνοδεύουν τη στρατιωτικοποίηση, όπως η θέση των γυναικών ως «υποστηρικτικών μορφών» και η θεώρηση του πολέμου ως «υπόθεσης των ανδρών» (Enloe 1993: 49). Αντίθετα, η αποστρατιωτικοποίηση απαιτεί έναν επαναπροσδιορισμό των ρόλων, που οδηγεί σε εντάσεις πού διατρέχουν το σύνολο της κοινωνίας. Η ειρήνη του μετα-ψυχροπολεμικού κόσμου δηλαδή συνοδεύεται από μια παράλληλη ένταση μεταξύ των φύλων (Enloe 1993: 22).
Ένα καλό παράδειγμα για το πώς η στρατιωτικοποίηση και αποστρατιωτικοποίηση επηρεάζουν τις σχέσεις των κοινωνικών φύλων είναι η περίπτωση της Ερυθραίας, της μικρής χώρας της ανατολικής Αφρικής που κέρδισε, μετά από έναν τριακονταετή απελευθερωτικό αγώνα, την ανεξαρτησία της από την Αιθιοπία το 1993: «Για χρόνια έκαναν ό,τι έκαναν και οι άνδρες: πολεμούσαν στα χαρακώματα, ανατίναζαν άρματα μάχης, διοικούσαν μονάδες, σκότωναν και σκοτώνονταν (...) Οι γυναίκες αποτελούσαν το ένα τρίτο της μάχιμης δύναμης που κέρδισε την ανεξαρτησία της Ερυθραίας». Κι όμως όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι Ερυθραίες βρέθηκαν αντιμέτωπες μ' ένα νέο εχθρό: τις παραδοσιακές κοινωνικές αντιλήψεις. Παρόλο που η αποτελούμενη από πρώην αντάρτες κυβέρνηση της ανεξάρτητης πια χώρας πήρε ορισμένα μέτρα υπέρ των γυναικών (για παράδειγμα η προίκα θεωρήθηκε παράνομη), οι γυναίκες πιέστηκαν από τους πρώην συναγωνιστές τους να εγκαταλείψουν το στρατό και να μείνουν στο σπίτι. Πολλές γυναίκες εγκαταλείφθηκαν από τους συζύγους τους οι οποίοι στράφηκαν σε νεώτερες - και κατά προτίμηση παρθένες - συζύγους. Τα λόγια μιας πρώην αντάρτισσας είναι χαρακτηριστικά: «Ποτέ δεν φανταστήκαμε ότι οι άνδρες μας θα μας πρόδιδαν. Πρέπει ν' αλλάξουμε τους νόμους και τους τρόπους σκέψης. Αυτή η νέα μάχη αρχίζει τώρα».
Για την Enloe η σχέση κοινωνικού φύλου και εθνικισμού είναι μάλλον αντιφατική. Οι εντάσεις στις σχέσεις των φύλων δεν περιορίζονται μόνο στη φάση της αποστρατιωτικοποίησης. Όταν τα εθνικιστικά κινήματα στρέφονται στον ένοπλο αγώνα, οι γυναίκες συνήθως αντιδρούν στον περιορισμό των ρόλων που συνεπάγεται η στρατιωτικοποιημένη κοινωνία. Κατά συνέπεια, ο εθνικισμός αντανακλά τη σημασία της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας (όπως εκδηλώνονται στην κοινωνία) αλλά και τη σύγκρουση μεταξύ των αντιλήψεων για τους ρόλους του κοινωνικού φύλου που θεωρούνται «κατάλληλοι» ή «ορθοί» μ' εκείνους που οι άνθρωποι θέλουν (ή μάλλον καλύτερα θα ήθελαν κάτω από άλλες συνθήκες) να υιοθετήσουν.
Οι εθνικισμοί είναι από τη φύση τους αφηγήσεις θεμελιωμένες στη διαφορά, είναι δηλαδή Λόγοι (discourses) που αντανακλούν ξεκάθαρα τις αντικρουόμενες πολιτικές της ένταξης και του αποκλεισμού. Οι κυρίαρχες ελίτ έχουν την ισχύ του εννοιολογικού προσδιορισμού του «έθνους» σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα, αποφασίζοντας για το ποιοι είναι κεντρικής σημασίας και ποιοι περιθωριακοί στην δόμηση αλλά και τη διατήρηση της «εθνικής ταυτότητας». Οι Κούρδοι στην Τουρκία είναι ένα καλό παράδειγμα μιας κοινωνικής ομάδας η οποία παραμένει περιθωριακή στην εθνικιστική αφήγηση της Άγκυρας. Ωστόσο συχνά η περιθωριακή κοινωνική ομάδα για το «εθνικό σχέδιο» είναι οι γυναίκες. Ένα καλό παράδειγμα είναι η στάση ενός ιρλανδικού δικαστηρίου το οποίο εμπόδισε ένα θύμα βιασμού να ταξιδέψει στην Αγγλία για να κάνει έκτρωση (Martin 2000). Το σώμα της ανήλικης κοπέλας και εκείνο του αγέννητου μωρού συνδέθηκαν έτσι -μ' ένα συμβολικό βέβαια τρόπο- με τη θέση της χώρας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Martin καταδεικνύει πως το σώμα μιας γυναίκας καταλήγει να γίνει τμήμα της ευρύτερης εθνικιστικής αφήγησης περί «υγείας και ευημερίας» του έθνους σε σχέση μάλιστα με διεθνικούς κανόνες (ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τα όρια του γυναικείου σώματος ταυτίζονται εν τέλει με τα σύνορα τον κράτους.
Βέβαια δεν είναι όλες οι φεμινίστριες σύμφωνες για την αντιφατική σχέση κοινωνικού φύλου και εθνικισμού. Αναμφίβολα γυναίκες έχουν παίξει σημαντικούς ρόλους σε πολλά εθνικο-απελευθερωτικά, εθνικιστικά και επαναστατικά κινήματα. Παρόλο όμως που πολλά απ' αυτά τα κινήματα περιλάμβαναν στα προγράμματά τους τα αιτήματα των γυναικών για ισότιμη συμμετοχή, στην πράξη δεν υπήρξε ποτέ ούτε ένα εθνικιστικό ή επαναστατικό κίνημα στο οποίο η φεμινιστική ατζέντα να συνέπεσε με τους κύριους επιδιωκόμενους στόχους (Light και Halliday, 1994: 48). Πάντως υπάρχουν φεμινίστριες που ισχυρίζονται ότι ο εθνικισμός και ο φεμινισμός δεν είναι αντιφατικές έννοιες. Η Molyneux, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κάτι θεμελιωδώς αντιφατικό μεταξύ της γυναικείας απελευθέρωσης και των εθνικιστικών επιδιώξεων (Molyneyux 1985). Σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα είναι αν τα συμφέροντα των γυναικών προωθούνται μέσω του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα ή αν αντίθετα θεωρούνται υποδεέστερα άλλων στόχων.

.~`~.
III

Στις φεμινιστικές αναλύσεις του μιλιταρισμού και του πολέμου υπάρχουν τρία ευδιάκριτα ρεύματα σκέψης (Dalby 1994: 605). Το πρώτο, που αποτυπώνεται εν μέρει στη προσέγγιση τον Fukuyama αλλά και στο έργο της Tickner (1992), υποστηρίζει ότι ο πόλεμος οφείλεται στην επιθετικότητα και την «παιδική ανευθυνότητα» των ανδρών. Η αποξένωση των γυναικών από τον πόλεμο προέρχεται, σύμφωνα με πολλές μελέτες, από την αντίθεσή του με τη μητρότητα: η μη βία δεν είναι τίποτε άλλο από μια φυσική προέκταση της μητρικού ενστίκτου. Ο «πολιτισμικός φεμινισμός» που προβάλλει αυτή την άποψη θεωρεί ότι υπάρχουν γυναικείες αξίες (όπως η συνεργασία και η επίλυση των διαφορών με ειρηνικά μέσα) τις οποίες η σύγχρονη κοινωνία έχει ανάγκη. Υπάρχει δηλαδή μια οργανική σχέση ανάμεσα στο φεμινισμό και τον πασιφισμό. Το σλόγκαν «πάρτε τα παιχνίδια από τα αγόρια» (take the toys from the boys) αντανακλά ξεκάθαρα αυτή τη προσέγγιση. Το δεύτερο ρεύμα σκέψης που θα μπορούσε να ονομαστεί «φιλελεύθερος φεμινισμός» είναι περισσότερο κανονιστικό. Διαφοροποιείται επίσης από τον πολιτισμικό φεμινισμό καθώς δεν δέχεται ότι άνδρες και γυναίκες διαφέρουν (Pettman 1999: 487). Οι υπέρμαχοι του φιλελεύθερου φεμινισμού υποστηρίζουν και προωθούν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στο στρατό, συμπεριλαμβανομένων των μάχιμων θέσεων. Για τις φιλελεύθερες φεμινίστριες το επιχείρημα της «προστασίας» των γυναικών σε μια σύγκρουση είναι ένας ακόμη Λόγος (discourse) που εμποδίζει την πρόσβασή τους σε θέσεις ισχύος. Τέλος το τρίτο ρεύμα σκέψης, που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσούμε «μεταδομικό» ή «ριζοσπαστικό» φεμινισμό είναι περισσότερο φιλοσοφικό και υποστηρίζει ότι η ίδια η αντίθεση αρρενωπότητας / θηλυκότητας, που συνοδεύεται από τα αντίστοιχα στερεότυπα της ανδρικής επιθετικότητας και της γυναικείας υποταγής, αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή που εμποδίζει την επιδίωξη της ειρήνης (Dalby 1994: 605). Γι' αυτές τις μεταδομικές φεμινίστριες, η άποψη του πολιτισμικού φεμινισμού ότι οι γυναίκες υπερέχουν ηθικά έναντι των ανδρών ενισχύει τα στερεότυπα τον κοινωνικού φύλου, ενώ ο στόχος της ισότιμης συμμετοχής που προωθεί ο φιλελεύθερος φεμινισμός απλά αποσκοπεί στην ένταξη των γυναικών σε «ανδρικούς θεσμούς» σύμφωνα με τους όρους των ανδρών (Pettman 1999: 487).
Ισως η πιο πλήρης διερεύνηση της σχέσης πολέμου και κοινωνικού φύλου είναι το βιβλίο ενός άνδρα, του Joshua S. Goldstein (Goldstein 2001). Ο Goldstein ξεκινά την ανάλυσή του με την παρατήρηση ότι οι ρόλοι τον κοινωνικού φύλου σε περιόδούς πολέμου δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με το χώρο (π.χ. σε διαφορετικούς πολιτισμούς) ή το χρόνο. Οι πολεμιστές είναι σχεδόν παντού και πάντοτε σχεδόν αποκλειστικά άνδρες. Ο Goldstein παρουσιάζει είκοσι πιθανές ερμηνείες για την άνιση παρουσία ανδρών και γυναικών στον πόλεμο, τις οποίες και κατατάσσει σε τέσσερις ευρύτερες αναλυτικές κατηγορίες: τη βιολογία (μέγεθος και ισχύ, ικανότητα εργασίας σε ιεραρχικές δομές, κλπ.), τις διαφορές των φύλων όταν δρουν σε ομάδες (group dynamics), την πολιτισμική κατασκευή της αρρενωπότητας και, τέλος, τις κοινωνικά κατασκευασμένες σχέσεις κυριαρχίας (των ανδρών) και υποταγής (των γυναικών). Ο Goldstein θεωρεί ότι οι πολιτισμικές ερμηνείες, ιδιαίτερα τα κλασικά στερεότυπα «σκληροί άνδρες» και «ευαίσθητες γυναίκες» έχουν μεγάλη ερμηνευτική αξία. Αν και παραδέχεται ότι μια από τις πλέον ισχυρές ερμηνείες για τους ρόλους των φύλων στον πόλεμο είναι οι μικρές αλλά σημαντικές διαφορές στο μέσο μέγεθος, στη μέση δύναμη και στις βιολογικά προκαθορισμένες συμπεριφορές, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι μορφές κοινωνικοποίησης των ανδρών, ιδιαίτερα αυτές που συνδέουν την αρρενωπότητα με τη σκληρότητα, την πειθαρχία και την ικανότητα ελέγχου των συναισθημάτων, αποτελούν τη πιο ολοκληρωμένη και πειστική εξήγηση της άνισης εκπροσώπησης των φύλων στους πολέμους. Ο Goldstein ισχυρίζεται εν τέλει ότι «ο πόλεμος δεν έρχεται με φυσικό τρόπο στους άνδρες (από τη βιολογία), και κατά συνέπεια οι στρατιώτες χρειάζονται έντονη κοινωνικοποίηση και εκπαίδευση για να πολεμήσουν αποτελεσματικά. Η κατασκευή του κοινωνικού φύλού είναι λοιπόν ένα εργαλείο με το οποίο οι κοινωνίες παρακινούν τους άνδρες να πολεμήσούν» (Goldstein 2001: 252-3). Ο Goldstein δηλαδή, με τη συστηματική μελέτη του, επιβεβαιώνει τα φεμινιστικά επιχειρήματα για το ρόλο τον κοινωνικού φύλου.

.~`~.
IV

Σε ό,τι αφορά τη γεωπολιτική, η πιο πρωτότυπη συμβολή της φεμινιστικής προσέγγισης είναι η αμφισβήτηση των παραδοσιακών γεωγραφικών κλιμάκων ανάλυσης. Ιδιαίτερα οι φεμινιστικές κριτικές της έννοιας της ασφάλειας έχουν προσφέρει πολλά στην αποδόμηση των εδαφικών υποθέσεων των διεθνών σχέσεων. Η φεμινιστική γεωπολιτική τονίζει ότι η ασφάλεια αφορά κοινωνικές σχέσεις κι όχι την απρόσωπη οντότητα τον κράτους που αποτελεί την παραδοσιακή κλίμακα ανάλυσης. Τα κράτη, με την εξασφάλιση του απαραβίαστου των συνόρων, στην πραγματικότητα δεν προστατεύουν όλους τους πολίτες τους. Αντίθετα, στο όνομα της επιδίωξης της εξωτερικής ασφάλειας, υποβάλλουν σε βίαιες διακρίσεις και αδικίες ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού τους. Στην πραγματικότητα η προστασία από μια εξωτερική απειλή είναι προστασία της εσωτερικής δικαιοδοσίας (jurisdiction) που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της υποταγής των γυναικών. Η υποτιθέμενα σαφής (αλλά στην πραγματικότητα απόλύτα τεχνητή) διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ζητημάτων αλλά και μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας ουσιαστικά διευκολύνουν την ανδρική κυριαρχία (*).
Στη Βοσνία η συστηματική πολιτική βιασμών ήταν μια σκόπιμη προσπάθεια εκφοβισμού των γυναικών για να εγκαταλείψουν μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά και μια άμεση επίθεση στην «πολιτική οργάνωση της αναπαραγωγής» που διατηρεί τη συνέχεια της εθνοτικής ταυτότητας στο χώρο (Stίglmayer 1994). Στη Βοσνία δηλαδή η διάκριση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας που προβάλει η γεωπολιτική και η ρεαλιστική προσέγγιση των διεθνών σχέσεων κατέρρεύσε πλήρως. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν δεν είναι «εθνική ασφάλεια» (national security) αλλά «ασφάλεια για ποιόν;» (whose security?) (Dalby 1994: 601).
Η Jennifer Hyndman (2001) επιχειρηματολογεί υπέρ μιας φεμινιστικής γεωπολιτικής που θα εξετάζει πολιτικές πρακτικές σε κλίμακες ανάλύσης πού θα είναι καταλληλότερες από τις εθνοκρατικές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγισή της για τούς τρόπους με τούς οποίούς το διεθνές δίκαιο υπερβαίνει τη διάκριση δημόσιού και ιδιωτικού. Για παράδειγμα οι πρόσφατες αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων Εγκλημάτων Πολέμού (Γιουγκοσλαβία, Ρουάντα, Σιέρρα Λεόνε) να θεωρήσούν τους βιασμούς γυναικών «στρατηγικό όπλο» υπερβαίνουν τη κλασική διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου και μεταθέτουν την προσωπική εμπειρία στο διεθνές πεδίο. Αυτές οι δικαστικές αποφάσεις βασίζονται στην παραδοχή ότι ο βιασμός αποτελεί μέσο στη διεξαγωγή των πολέμων και αντιπροσωπεύει μια νέα κατηγορία εγκλήματος που αναμορφώνει την παραδοσιακή γεωγραφική κλίμακα ανάλύσης και το πεδίο της τιμωρίας και αναπλάθει αυτό που μετράει (αυτό πού είναι δημόσιο) κι αυτό που δεν είναι (αυτό που θεωρείται ιδιωτικό). Η ασφάλεια του σώματος ως η ορθότερη κλίμακα γεωπολιτικού χώρου πολιτικοποιείται (Hyndman 2001: 216). Η Hyndman λοιπόν, όπως κι η Εnlοe, στρέφεται σε μια γεωπολιτική νέου τύπου τονίζοντας την πολιτική της καθημερινής ιδιωτικής ζωής πού αλληλεπιδρά με την περισσότερο προφανή πολιτική του δημόσιου χώρου του κράτούς και των διακρατικών σχέσεων.

---------------------------------------------------------------
Σημείωση
(*) Όλα τα ζητήματα της παραγράφου αυτής είναι κομβικά. Ενδεικτικά: Για το ζήτημα της «εδαφικότητας», το οποίο εκβάλλει στα περί «γεωκεντρικής τεχνολογίας» και «εθνοκεντρικής πολιτικής» (Gilpin Robert, Waltz Kenneth, Bull Hedley) και εκκινεί τις δεκαετίες '60-70. Ομοίως το ζήτημα του απαραβίαστου των συνόρων έχει αμφισβητηθεί, με αρχή την ίδια περίοδο και με επιταχυνόμενους ρυθμούς από τη δεκαετία του '90 και έπειτα με τις αλλαγές που αξίωσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο πεδίο του διεθνούς δικαίου, την αποσύνδεση εθνικού και διεθνικού και την έννοια της κυριαρχίας (Mazower Mark). Για τις διαφορές εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής και τις αναγωγικές θεωρίες ερμηνείας της διεθνούς πολιτικής εδώ μια εισαγωγή (Waltz Kenneth). Επίσης, το βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας περί διεθνούς κοινωνίας ως μια civitas maxima, ενός υπερ-κράτους είναι ότι εξομοιώνει -με διάφορους τρόπους- τις διεθνείς σχέσεις σε μια κατάσταση εσωτερικής πολιτικής - η θεωρία έχει την απαρχή της στον Καλβίνο (Wight Martin). Γενικότερα το ζήτημα της Διεθνούς κοινωνία-civitas maxima μπορούμε να το ιχνηλατήσουμε μέχρι τον στωικισμό και τον ρωμαϊκό αυτοκρατορισμό και να κάνουμε συνδέσεις με τον κοσμοπολιτισμό και τον Kant. Σε όλες τις περιπτώσεις υποβόσκει η αμφισβήτηση του διεθνούς συστήματος και της κοινωνία των κρατών. Τέλος για τη συγχώνευση ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας και μαζική δημοκρατία ενδεικτικά δες εδώ (Κονδύλης Παναγιώτης).
---------------------------------------------------------------

.~`~.
V

Σύμφωνα με ορισμένες αναλύτριες, ο δυτικός φεμινισμός που κυριαρχείται από λευκές μεσο-αστες απέτυχε να αναγνωρίσει ότι γυναίκες σε άλλες συνθήκες και σε άλλούς γεωγραφικούς χώρους μπορει να εχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Μετά από ενα ταξίδι στην επαναστατημένη Νικαράγουα η Rich (1986: 216) έγραψε ότι «το πρόβλημα ήταν οτι δεν γνωρίζαμε ποιόν εννοούσαμε όταν λέγαμε εμείς». Η γυναικεία εμπειρία δηλαδή δεν είναι η ίδια σε όλους τους γεωγραφικούς χώρούς. Η απελευθέρωση των γυναικών στις δυτικές κοινωνίες, υποστηρίζει μια πρόσφατη μελέτη (Ehrenreich και Hochschild, 2002), έγινε δυνατή μόνο χάρη στην ύπαρξη ενός αόρατου συνόλου άλλων γυναικών οι οποίες μεγαλώνουν τα παιδιά, καθαρίζουν τα σπίτια και μαγειρεύουν την τροφή των πρώτων. Οι γυναίκες αυτές φθάνουν στη Δύση από χώρες του Τρίτου Κόσμου και πρώην κομμουνιστικά κράτη. Στις ΗΠΑ, ο αριθμός τούς ξεπερνά το 1.000.000 (800.000 νόμιμα εργαζόμενες). Αυτές οι γυναίκες -από χώρες τόσο διαφορετικές όσο οι Φιλιππίνες και η Ουκρανία- εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους στις πατρίδες τους, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στη Δύση. Συχνά αφήνουν πίσω τους άνεργους άνδρες που στρέφονται στο ποτό και τα τυχερά παιχνίδια, σπαταλώντας όλα τα με κόπο κερδισμένα χρήματα που οι ξενιτεμένες γυναίκες τους στέλνουν, αφήνοντας εν τέλει τα παιδιά σε χειρότερη κατάσταση απ' ό,τι θα ήταν αν οι μητέρες τους δεν είχαν μεταναστεύσει. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια από τις πιο στυγνές πλευρές της παγκοσμιοποίησης, καθώς στερεί τις φτωχές χώρες από τόσο βασικές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως η αγάπη και η φροντίδα. Αυτή η εξέλιξη είναι η ύστατη στέρηση, γράφούν οι Ehrenreich και Hochschild, επειδή εκμεταλλεύεται τον τελευταίο πλουτοπαραγωγικό πόρο που ο Τρίτος Κόσμος μπορεί να πουλήσει: τη μητρότητα.
Η ιδέα αυτή για τη «γεωπολιτική της οικιακής εργασίας» έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών αναλυτριών (England and Stiell 1997; Hondagneu-Sotelo 2001; Parreńas 2001). Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις δεν είναι πάντοτε απαισιόδοξες. Η Matthew Sparke (1996) εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους μια καναδική φεμινιστική οργάνωση, η Επιτροπή Εθνικής Δράσης για τη Θέση των Γυναικών (ΝΑC), αμφισβήτησε τα όρια που διαιρούν την ανδροκρατούμενη δημόσια σφαίρα από τις προσωπικές ζωές των γυναικών στο σύγχρονο Καναδά. Η ΝΑC, τονίζοντας πως η απελευθέρωση του εμπορίου και η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις προσωπικές ζωές των γυναικών, απέδειξε ότι μια φεμινιστική οργάνωση μπορεί να παρέμβει στη διαμόρφωση της δημόσιας συζήτησης, παραμερίζοντας, έστω προσωρινά, την πολιτική της «μεγάλης εικόνας» που προβάλει το συμπαγή και μη αμφισβητούμενο χαρακτήρα του «εθνικού συμφέροντος». Σε άλλες όμως περιπτώσεις, κυρίως στον Τρίτο Κόσμο, η επιρροή των γυναικών είναι πολύ πιο περιορισμένη. Η Sara C. White γράφει, με κάποια πικρία, ότι «ακόμη κι εκεί που οι γυναίκες κινητοποιούνται για ένα συγκεκριμένο θέμα, η ενότητά τους είναι πάντοτε εξαρτημένη. Σε συνθήκες ταξικής, κοινοτικής ή εθνοτικής σύγκρουσης, η ενότητα τα κατά μήκος των γραμμών του κοινωνικού φύλού τείνει προς την κατάρρευση» (White 1999: 131).

.~`~.
Επίλογος

Συμπερασματικά, η φεμινιστική γεωπολιτική επιτίθεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα στις εθνοκρατικές κλίμακες ανάλυσης της γεωπολιτικής. Οι φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι η παραδοσιακή κλίμακα ανάλυσης που τεμαχίζει τον παγκόσμιο χώρο σε αφηρημένες και απρόσωπες οντότητες (όπως τα κράτη ή οι πολιτισμοί) πρέπει να εγκαταληφθεί προς όφελος μιας εξέτασης των προσωπικών εμπειριών, των προσωπικών αφηγήσεων. Τα όρια δηλαδή μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού χώρου πρέπει να αρθούν. Η ανάλυση σε επίπεδο προσώπων, ισχυρίζεται η φεμινιστική προσέγγιση, όχι μόνο είναι βαθύτατα πολιτική αλλά έχει και μια πολύ σημαντική διεθνή διάσταση. Δίνοντας έμφαση στις αντιθέσεις κρατών, οι γεωπολιτικές ερμηνείες αποκρύπτουν τις πολύ πραγματικές και συχνά τραγικές ιστορίες των γυναικών και τις πολιτισμικά κατασκευασμένες διαφορές των κοινωνικών φύλων. Οι φεμινιστικές προσεγγίσεις επιδιώκουν να σηκώσουν αυτό το πέπλο σιωπής και έτσι προσφέρουν μερικές από τις πιο πρωτότυπες και δυναμικές θεωρητικές αναζητήσεις στο χώρο της κριτικής γεωπολιτικής.

Αστέρης Χουλιάρας
Γεωγραφικοί Μύθοι της Διεθνούς Πολιτικής
Εκδόσεις Ροές
http://bestimmung.blogspot.gr/2015/06/blog-post_22.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου