Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Αντρέας Τζήμας- Σαμαρινιώτης: ένας αστός στην ηγεσία του αριστερού αντιστασιακού κινήματος


Ιωάννα Παπαθανασίου[1]

Είναι μεγάλη τιμή για έναν ερευνητή, που έχει αφιερώσει ένα κομμάτι της επαγγελματικής του διαδρομής σε ένα θέμα, να καλείται να μεταφέρει στοιχεία από την έρευνά του στην κοινωνία, σε ένα συγκεκριμένο χώρο που ανακαλεί το παρελθόν μέσα από τη βιωμένη εμπειρία, την παράδοση και τη συλλογική μνήμη. Είναι τιμή και χαρά γιατί αυτός είναι εν τέλει ο ουσιαστικός ρόλος ενός επαγγελματία εν προκειμένω ιστορικού, να φεύγει για λίγο από το εργαστήρι του και τα σκονισμένα του χαρτιά για να υπηρετήσει το αναφαίρετο δικαίωμα της κοινωνίας να γνωρίσει το παρελθόν της και την ιστορία της. Μέσα από αυτή την όσμωση αποκαθίσταται η σχέση με το παρελθόν καθώς η μνήμη διασταυρώνεται με τα ερευνητικά αποτελέσματα και επανατοποθετούνται τα γεγονότα και τα πρόσωπα στη σχέση τους με τον ιστορικό χρόνο.
Στο πλαίσιο αυτό ευχαριστώ τους φίλους διοργανωτές και την αυτοδιοίκηση της Σαμαρίνας για την ευγενική πρόσκλησή τους να μιλήσω για έναν μάλλον «ξεχασμένο» πρωταγωνιστή, για έναν γνωστό σε όλους μας και ταυτόχρονα έναν μεγάλο «άγνωστο», τον Αντρέα Τζήμα, στον τόπο που τον γέννησε και τον οποίο ο ίδιος τίμησε με τον δικό του τρόπο επιλέγοντας ως δεύτερο συνθετικό του αντιστασιακού του ψευδώνυμου, το Σαμαρινιώτης, που υποδήλωνε με σαφήνεια την αναφορά στον τόπο καταγωγής του. Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από τη γέννησή του στην Καστοριά την 1η Σεπτεμβρίου 1909 αλλά και 37 χρόνια από το θάνατό του στα 63 του χρόνια, την 1η Δεκεμβρίου 1972, στην Πράγα σε μια εποχή που η αναγνώριση για το ρόλο του στον αντιστασιακό αγώνα εναντίον των δυνάμεων του Άξονα γνώριζε ένα νέο κύκλο κύρους και διεθνούς αναγνώρισης ύστερα από μια εικοσιπενταετία σιωπής σε δύστοκες συνθήκες και περιπέτειες.

63 χρόνια μιας ζωής μεστής, άρρηκτα συνδεδεμένης με το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα και τις πραγματικότητες που αυτό παρήγαγε στο γύρισμα των καιρών περικλείουν την ηρωική πενταετία 1941-1945. Στη διάρκειά της, ο Αντρέας Τζήμας έλαμψε ως ηγέτης του ΕΑΜικού αντιστασιακού κινήματος, το σημάδεψε με την παρουσία του και προσδιορίστηκε από αυτό, πριν καταλήξει μέσα από τις εκφρασμένες, από νωρίς, διαφωνίες του, θύμα των μηχανισμών του κομμουνιστικού κόμματος που τον ανέδειξε σε ανώτατο στέλεχος αλλά και που δεν άντεξε να τον ενσωματώσει στον σταθερό ηγετικό πυρήνα του.

Η σημερινή μου παρέμβαση στηρίζεται σε μια σειρά αδημοσίευτων κυρίως εκθέσεων και αυτοβιογραφικών σημειωμάτων του Αν. Τζήμα που εντοπίστηκαν διάσπαρτα σε διάφορες αρχειακές συλλογές στην Αθήνα, στο Βελιγράδι, στα Σκόπια και στη Μόσχα στη διάρκεια μιας δεκαετούς έρευνας καθώς και στα κατάλοιπά του που κατατέθηκαν από την οικογένειά του στα ΑΣΚΙ. Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα και δημόσια να ευχαριστήσω την Ναταλία Καραγιάννη αλλά και τον Σωτήρη Τζήμα για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν με την παραχώρηση πολύτιμων οικογενειακών κειμηλίων.

«Εξ επαγγέλματος επαναστάτης από το 1929» δήλωνε ο Αντρέας Τζήμας για τον εαυτό του σε ένα αυτοβιογραφικό σημείωμα που παρέδωσε συνημμένο σε μια έκθεσή του- έκκληση προς τον Στάλιν τον Ιούνιο του 1944 με το οποίο ζητούσε την παρέμβαση των Σοβιετικών στα ελληνικά πράγματα και την αποστολή στην Ελλάδα στρατιωτικής σοβιετικής αντιπροσωπείας παρά την ΠΕΕΑ και τον ΕΛΑΣ. Πριν όμως ανατρέξουμε στην πολυποίκιλη αντιστασιακή δράση που τον καταξίωσε ως Βασίλη Σαμαρινιώτη στη συλλογική μνήμη, ο αυτοχαρακτηρισμός του ως «επαγγελματία της επανάστασης», μας ωθεί στη σκιαγράφηση των σχέσεων του με την κομμουνιστική Αριστερά και κατ’ αρχάς στη διερεύνηση του ερωτήματος. Πως ένας ανήσυχος νεαρός άντρας με ισχυρές αστικές καταβολές και έντονα τα στοιχεία ενός υπό εκκόλαψη διανοούμενου συναντήθηκε με το ΚΚΕ και τη Νεολαία του την ΟΚΝΕ στον μεσοπόλεμο και κατάθεσε εαυτόν στην «κοινή υπόθεση» την οποία υπερασπίστηκε με υψηλό κόστος σε όλη του τη ζωή;



Η οικογένεια Τζήμα

Πρωτότοκος σε μια οικογένεια με τέσσερα αγόρια, ο Αντρέας -Ντούλης, όπως τον αποκαλούσαν τρυφερά στην οικογένεια, διαμορφώθηκε όπως και τα μικρότερα αδέλφια του, στο αστικό περιβάλλον της Καστοριάς όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Πατέρας ήταν ο δικαστικός και στη συνέχεια δικηγόρος Δημήτριος Τζήμας, κουτσόβλαχος από την Σαμαρίνα. Συντηρητικός, τοποθετημένος εκτός των κυρίαρχων μεσοπολεμικών πολιτικών δικτύων και σχηματισμών των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών, ο πατέρας πολιτευόταν περιστασιακά και εκλέχτηκε μάλιστα βουλευτής του Κόμματος Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά για την περιφέρεια Καστορίας-Φλωρίνης στα χρόνια 1926-1928. Ο Δημήτριος Τζήμας δεν επένδυσε ωστόσο ιδιαίτερα σε μια πολιτική σταδιοδρομία. Με τη λήξη της σύντομης βουλευτικής θητείας του, επέστρεψε στη δικηγορία και στην Καστοριά όπου ανέλαβε, λίγο αργότερα, τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου. Πέθανε στις αρχές του 1936, μια εβδομάδα προτού ο Ανδρέας αναδειχτεί βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου στις 26 Ιανουαρίου της ίδιας χρονιάς, έχοντας αποδεχτεί τις πολιτικές επιλογές του πρωτότοκού του τις οποίες ακολούθησαν με αφοσίωση και τα άλλα του παιδιά.

Μητέρα ήταν η Ουρανία Αλβανού, μια αυστηρή και δυναμική, λιταιοδίαιτη και ασκητική γυναίκα, από την οποία ο Ανδρέας πρέπει να κληρονόμησε τον δυναμισμό ως στοιχείο χαρακτήρα και την λιτότητα ως στάση ζωής. Οι μνήμες της οικογένειας ανακαλούν στο πρόσωπο της «απόμακρης γιαγιάς, μια καλλιεργημένη αρχόντισσα». Με καταγωγή από «τζάκι» της Μοσχόπολης, ενός από τα μεγάλα αστικά κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Ουρανία Αλβανού μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον εύπορο, με έντονα τα στοιχεία μιας ελληνικής πολιτισμικής ανωτερότητας, με τις αυστηρότητες και πειθαρχίες που χαρακτήρισαν τη διαμόρφωση των «αστικών προτύπων» στις κοινότητες της Βαλκανικής στους προηγούμενους αιώνες. Τις συνήθειές της, τις πεποιθήσεις και τις απαγορεύσεις που πήγαζαν απ’ αυτές, δεν τις εγκατέλειψε ακόμα κι’ όταν βρέθηκε μαζί με τους γιους της, στο μάτι του κυκλώνα. Η «Τζήμαινα» έγινε μια από τις μανάδες εκείνες που ακολούθησαν και στήριξαν τα παιδιά τους στις μεγάλες και στις κρίσιμες ώρες της Αντίστασης, στις πικρές και δύσκολες ώρες του εμφυλίου πολέμου, στους κομματικούς ανταγωνισμούς και στα αδιέξοδα της πολιτικής προσφυγιάς. Από το αρχοντόσπιτο με τα κεντητά ταβάνια της Καστοριάς, τελείωσε τις μέρες της, το 1971, στο Βουκουρέστι, μερικούς μήνες πριν τον θάνατο του Ανδρέα. Ευτυχώς για την ίδια. Το πένθος για τον θάνατο του «μικρού», του Σωτήρη, στις μάχες του εμφυλίου, «ένας πόνος βουβός, χωρίς δάκρυα» όπως τον περιγράφουν, την συντρόφευε μέχρι το τέλος.

Το ζευγάρι, Δημητρίου και Ουρανίας Τζήμα, εγκαταστάθηκε αρχικά στην Καστοριά και μετά τη γέννηση του πρωτότοκου, το 1909, η οικογένεια μετακινήθηκε στα Σκόπια λόγω της εργασίας του πατέρα. Η διαμόρφωση των συνόρων στο πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, η προσάρτηση των «Νέων Χωρών» στο ελληνικό κράτος, το τέλος ενός κόσμου με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αρχή ενός καινούργιου μέσα στον πόλεμο, υπαγόρευσαν προφανώς κάποιες αλλαγές στους αρχικούς οικογενειακούς σχεδιασμούς. Έτσι, ο Δημήτριος Τζήμας εγκατέλειψε υποχρεωτικά το λειτούργημα του δικαστικού για να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου εντός της ελληνικής επικράτειας στις επαρχίες του Βορρά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά πλέον, το 1913, στην Καστοριά. Εκεί γεννήθηκαν τα τρία μικρότερα παιδιά: ο Πάνος το 1914, ο Γκόγκος το 1916 και ο Σωτήρης το 1922.



Στην Νομική σχολή στην Αθήνα

«Το 1927 κατ’απαίτηση του πατέρα τον οποίο έπρεπε να διαδεχθ[εί] στη δικηγορία», ο Αντρέας γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η μετακίνηση προς την Αθήνα και η εγγραφή στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο φαίνεται να συνδέονται με την πατρική παρουσία στην Αθήνα. Σε μια εποχή που οι εύπορες οικογένειες της Καστοριάς έστελναν ακόμα με σχετική ευκολία τα παιδιά τους για νομικές σπουδές στο εξωτερικό και παρά την λειτουργία, ήδη από το 1925, Νομικής Σχολής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, η προσωρινή –λόγω βουλευτικών υποχρεώσεων- εγκατάσταση του Δημητρίου Τζήμα στην Αθήνα και οι δυνατότητες συγκατοίκησης πατέρα και γιου έπαιξαν το ρόλο τους στις συγκεκριμένες αποφάσεις και οικογενειακές επιλογές. Την Νομική, ο Ανδρέας Τζήμας δεν θα την τελείωνε ποτέ. Μετά τη πρώτη σύλληψή του τον Απρίλη του 1929 και την πενθήμερη κράτησή του, ακολούθησε η ποινή της οριστικής του αποβολής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η ποινή προέβλεπε και τον αποκλεισμό του από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Στη δίχρονη παραμονή του στην Αθήνα, ο δεκαοχτάχρονος Τζήμας δεν ήρθε απλώς σε επαφή με την ΟΚΝΕ και τις ιδέες της. Πολιτικογραφήθηκε οριστικά κομμουνιστής. Δεν είναι σαφές τι προηγήθηκε –η συμμετοχή στις φοιτητικές κινητοποιήσεις, η συμπόρευση και συνεύρεση με τους κομμουνιστές μέσω των φοιτητικών συλλόγων ή η αυτόνομη πολιτική ένταξη στην ΟΚΝΕ την οποία – όπως ο ίδιος έγραψε- αναζητούσε από την αρχή. Η όποια απάντηση, ωστόσο, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Η στράτευση, ιδεολογική και πολιτική, δεν είναι ποτέ στιγμιαία, ούτε τελεσίδικη. Αποτελεί διαδικασία συνεχή, σχετικά μακρά και πολυσήμαντη καθοριζόμενη συχνά από πολλαπλούς ετερογενείς παράγοντες.

Καλλιεργημένος όχι μόνο πολιτικά και κοινωνικά αλλά και πνευματικά, ο Τζήμας -όπως χαρακτηρίστηκε ακόμα και από τους αντιπάλους του- αλλά και άτομο με πλατειά ενδιαφέροντα, ευαισθησίες και ανησυχίες, μετέχει στα δρώμενα σ’ αυτή την τελευταία αναλαμπή της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και στην Αχτιδική Επιτροπή της ΟΚΝΕ από το 1928. Αυτή η συστηματικότερη επένδυση στην πολιτική, το 1928, βαίνει προφανώς παράλληλα με τις μεγάλες κινητοποιήσεις, την άνοιξη, εναντίον του «προετοιμαζομένου προς κατάθεση νομοσχεδίου» που αποτελούσε πρόπλασμα του μετ’ολίγον γνωστού «Ιδιώνυμου».

Το νομοσχέδιο δεν ψηφίστηκε το 1928. Οι αντιδράσεις, η προκήρυξη εκλογών και η εσπευσμένη λήξη των εργασιών του Κοινοβουλίου μετέθεσαν τη συζήτηση και έγκρισή του, με τις όποιες τροποποιήσεις, από το νέο σώμα της Βουλής. Τον Απρίλιο του 1929, στις παραμονές ενός νέου κύκλου εκλογών για τη Γερουσία, προβλεπόμενων για τις 21 Απριλίου, η συζήτηση για το νομοσχέδιο βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη στο Κοινοβούλιο. Τις ίδιες μέρες, ένας νέος κύκλος φοιτητικών κινητοποιήσεων ξεσπούσε με την κήρυξη απεργίας στη Φιλοσοφική Σχολή. Στις εντάσεις που τροφοδοτούσαν οι καιροί, τα φοιτητικά αιτήματα εύκολα θεωρήθηκαν ως «υποκινούμενα από τους κομμουνιστές» και αντιμετωπίστηκαν αυταρχικά. Το Πανεπιστήμιο μετατρεπόταν για ένα δεκαήμερο –όσο διήρκεσε η απεργία- σε θέατρο συγκρούσεων μεταξύ φοιτητών, καθηγητών, αστυνομίας και «τραμπούκων της Ασφάλειας».

Χειραφετημένος από την πατρική εξουσία και παρουσία, μετά την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής θητείας του πατέρα του και την οριστική μετακίνησή του προς την Καστοριά, ενεργός και δραστήριος στη Νομική και στη Φοιτητική Αχτίδα της ΟΚΝΕ, ο Ανδρέας μετέχει στην Απεργιακή Επιτροπή των φοιτητών. Συλλαμβάνεται από τις Αρχές, μαζί με άλλους συναδέλφους του, όταν τα επεισόδια επεκτείνονται και στην Νομική Σχολή. Καταδικάζεται σε 15μερη φυλάκιση. Είναι ήδη χαρακτηρισμένος «κομμουνιστής». Η περιπέτεια δεν τελειώνει με την απόλυσή του μετά την εξαγορά της ποινής. Συνεχίζεται με τη κλήτευσή του προς απολογία από την Σύγκλητο του Πανεπιστημίου, για τα επεισόδια στη Σχολή του. Και κορυφώνεται με την απόφαση αποβολής από το Πανεπιστήμιο, παρά τις εκτεταμένες διαμαρτυρίες.

Μη επιθετικός σαν χαρακτήρας, ψύχραιμος και νηφάλιος σ’ όλη του τη ζωή, εξαιρετικός συνομιλητής και δεινός ρήτορας ο Ανδρέας Τζήμας δεν κατάφερε να ανασκευάσει τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν. Οι πολιτικές γνωριμίες του πατέρα, επίσης, δεν κατάφεραν να μειώσουν το εύρος της ποινής. Το «έγκλημα» ήταν μεγάλο, γιατί ο νεαρός έφερε το στίγμα του επικίνδυνου κομμουνιστή. Το επιβεβαίωνε, η δεύτερη σύλληψή του τον Αύγουστο του 1931 και η καταδίκη του, αυτή τη φορά, με το Ιδιώνυμο.



Η επιστροφή στην Καστοριά

Η διετία που μεσολάβησε μέχρι τη νέα περιπέτεια, συνδέεται με την επιστροφή στην πατρίδα και την στρατιωτική θητεία. Στην Καστοριά, μετά την αποβολή από το Πανεπιστήμιο, εργάστηκε τυπικά στο συμβολαιογραφείο του πατέρα. Η απομάκρυνσή του από την Αθήνα σήμανε τη μεταφορά της πολιτικής δράσης στην επαρχία Καστοριάς και την μετακίνησή του από την ΟΚΝΕ στο Κόμμα: «Ουσιαστικά είμαι η ψυχή της επαναστατικής δουλειάς στην Επαρχία μου» σημειώνει σε μια έκθεσή του. Μακριά από το κέντρο και επομένως από το νέο κύκλο σφοδρών κομματικών ερίδων που σπαράσσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα στα χρόνια 1929-1931, ο Ανδρέας, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος «οργανών[ει], την δουλειά του Κομμουνιστικού κόμματος και της ΟΚΝΕ. Γίν[εται] γραμματέας της κομματικής οργάνωσης». Οι δύο τάσεις που διαμορφώνονται εκείνη την εποχή, η εσωτερική σύγκρουση των ηγετικών ομάδων του ΚΚΕ που έγινε γνωστή σαν «φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές», δεν είναι σαφές τι αντίχτυπο μπορεί να είχαν στα ακρότατα όρια της κομματικής περιφέρειας, ιδιαίτερα σε παραμεθόριες επαρχίες όπως η Φλώρινα και η Καστοριά.

Η στράτευσή του, το 1930, θέτοντάς τον στις εφεδρείες της κομματικής οργάνωσης Καστοριάς, τον απομάκρυνε από την υποχρέωση μιας άμεσης δημόσιας δήλωσης υπέρ της μιας ή της άλλης κατάστασης. Δεν έχει, άλλωστε, ιδιαίτερη σημασία. Η λύση που προωθήθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή δεν υπερθεμάτισε υπέρ κάποιας από τις δύο τάσεις. Επέβαλε μια τρίτη κατάσταση δημιουργώντας defacto, αποδίδοντας δηλαδή το χρίσμα σε μια νέα ηγετική κομματική ομάδα, στην οποία το άστρο του Ν. Ζαχαριάδη θα ξεχώριζε από πολύ νωρίς.

Παρά τις εντάσεις και τις συγκρούσεις, μέσα και έξω απ’ αυτές, οι διαδρομές των ανθρώπων δεν παύουν να διανύουν τις δικές, αυτόνομες τροχιές. Τον Απρίλιο του 1930, σε ηλικία 21 ετών, ο Ανδρέας κατατάχτηκε στο στρατό για να εκτίσει την 4μηνη, λόγω ηλικίας και υγείας του πατέρα, στρατιωτική θητεία του, ως προστάτης οικογένειας. Υπηρέτησε στη Κοζάνη συνολικά 10 μήνες (4 θητεία και 6 τιμωρία σημειώνει ο ίδιος) ως απλός οπλίτης λόγω «φακέλου» και υπό διαρκή επιτήρηση γιατί «στο στρατό», όπως δηλώνει, «ανέπτυξε και εκεί καλή δράση και οργάνωση». Το τέλος της θητείας τον έφερε πίσω στη Καστοριά τον Φεβρουάριο του 1931. Παρέμεινε έως τις αρχές Αυγούστου της ίδιας χρονιάς γιατί η νέα σύλληψη τον οδήγησε και πάλι στο δικαστήριο και στη φυλακή.

«Σε χαράδρα δίπλα στο νεκροταφείο συναντήθηκαν πέντε κομμουνισταί, μεταξύ αυτών ο Ανδρέας Τζήμας και ο Λάκης Παπαδάμος, δημοτικός σύμβουλος. Ανήρτησαν δύο ερυθράς σημαίας εις τηλεγραφικούς στύλους. Ομολόγησαν ότι είναι κομμουνισταί». Αυτό ήταν το νέο αδίκημα όπως το περιγράφει η εφημερίδα των Φιλελευθέρων, Καστορία, της 9 Αυγούστου 1931. Ουσιαστικά επρόκειτο για την διοργάνωση μιας αντιπολεμικής εκδήλωσης, στα όρια της πόλης, κηρυγμένης παράνομης από τις αρχές. Το δικαστήριο καταδίκασε πρωτοδίκως τους δύο πρωταιτίους σε 5 ½ χρόνια φυλακή και το Εφετείο μείωσε τις ποινές: για τον Τζήμα 1 ½ χρόνο φυλακή και 1 χρόνο εξορία. Την φυλακή την εξέτισε στο Γεντί-Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, την εξορία στη Γαύδο όπου μεταφέρθηκε τον Μάρτιο του 1933. Έτσι από τα 22 του χρόνια, ο Ανδρέας Τζήμας, με τα πιστοποιητικά της ΟΚΝΕ και της Κομματικής Οργάνωσης Καστοριάς δεδομένα, άρχιζε να εγγράφει στο κομματικό του μητρώο τα χρόνια εγκλεισμού. Αναγνωρισμένο κομματικό στέλεχος, θα εκλεγόταν στα 26 του χρόνια, βουλευτής του «Παλλαϊκού Μετώπου». Στα 31 του, θα σήκωνε τη σημαία της Αντίστασης, πρωταγωνιστής στις γραμμές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Μέχρι τότε όμως είχε ακόμη να διανύσει σημαντική διαδρομή.



Στην κομματική οργάνωση Αθήνας και στην Ακροναυπλία

Το Φλεβάρη του 1934, όταν απολύθηκε από την Γαύδο πληρούσε τις προϋποθέσεις για την τοποθέτησή του στην Κομματική Οργάνωση Αθήνας. Ο Τζήμας είχε περάσει θετικά και από τη δοκιμασία της κράτησης με ενεργητική συμμετοχή στις ομάδες συμβίωσης των κρατουμένων, στις «κολλεκτίβες» του Γεντί Κουλέ και στη Γαύδο, όπου μάλιστα εκλέχτηκε γραμματέας του κομμουνιστικού πυρήνα των εξορίστων, διαδεχόμενος τον Θανάση Κλάρα, τον μελλοντικό πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ. Παρέμεινε γραμματέας μέχρι την απόλυσή του από το νησί και στη θητεία του αυτή απέσπασε τα κολακευτικά σχόλια του Ριζοσπάστη. Δεν είχε ακόμη δοκιμαστεί η δράση και στάση του στην παρανομία. Το τελευταίο αυτό κριτήριο-δοκιμασία θα το αντιμετώπιζε με επιτυχία στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά.

Γραμματέας της 1ης Αχτίδας της ΚΟΑ, από την άνοιξη του 1934 ανέλαβε ως χώρο ευθύνης του τις κομματικές οργανώσεις στο κέντρο της πόλης από το Μοναστηράκι και το Σύνταγμα, ως το τέρμα Αμπελοκήπων. Στη συνέχεια, επιλεγμένος από το Κόμμα για να το εκπροσωπήσει ως υποψήφιος του Παλλαϊκού Μετώπου στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο νομό Καστοριάς, εγκατέλειψε την ΚΟΑ για να επιδοθεί από τα τέλη του 1935 στην προεκλογική εκστρατεία και σε περιοδείες στην Καστοριά. Στις 26 Ιανουαρίου 1936 εξελέγη βουλευτής.

Με την κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936, πέρασε όπως όλος ο κομματικός μηχανισμός στην παρανομία. Ως δεύτερος γραμματέας της παράνομης κομματικής οργάνωσης Θράκης, εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη μέχρι τον Μάρτη του 1937 και στην συνέχεια στην Αλεξανδρούπολη όπου ανέλαβε αυτόματα καθήκοντα γραμματέα της οργάνωσης Έβρου μέχρι τις αρχές του 1939.

Μετακινούμενος και πάλι με κομματική εντολή αυτή τη φορά, στην Αθήνα ανέλαβε τον Μάρτιο του 1939 τα καθήκοντα του δεύτερου γραμματέα της ΚΟΑ. Στα μέσα του Απρίλη πιάστηκε. Η σύλληψη, μπορεί να τον προστάτευσε από διλήμματα για επιλογές ανάμεσα στην Παλιά ΚΕ και στην ΠΔ αλλά και τις προεκτάσεις τους –κατηγορίες και ποινές- που ταλάνισαν ανθρώπους και μηχανισμούς για χρόνια πολλά. Όπως και να έχει, μετά τη σύλληψή του, η μη υπογραφή δήλωσης στη δίμηνη κράτησή του στην Ασφάλεια, το απήλλαξε και από τον χαρακτηρισμό του «δηλωσία» που ταλαιπώρησε για χρόνια βετεράνους αγωνιστές αλλά και νέα δόκιμα μέλη του ΚΚΕ.

Την 1η Ιουλίου 1939, άρχισε η δίχρονη θητεία στην Ακροναυπλία. «Εκεί έμαθα καλά τα ρούσσικα» επαναλαμβάνει συχνά, χωρίς αναφορά στις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων, στην εσωκομματική ζωή του στρατοπέδου, στις σχέσεις των συντρόφων. Η κράτησή του, για μεγάλο χρονικό διάστημα, στην «απομόνωση» λόγω της βουλευτικής ιδιότητας, εξηγεί μερικά τη σιωπή. Οι μοναδικές αναφορές του για το στρατόπεδο, εξαιρετικά αποσπασματικές ως προς τα κανάλια και τους τρόπους πληροφόρησης και επικοινωνίας της Ακροναυπλίας με τους «απ’έξω», εστιάζονται στον τρόπο της αποφυλάκισής του.



Η αποφυλάκιση και η ανέλιξη του στην Κ.Ε του ΚΚΕ

Υπήρξε από τους πρώτους που εγκατέλειψαν το στρατόπεδο. Αποφυλακίστηκε μαζί με άλλους 27 κρατούμενους από τις γερμανικές αρχές που είχαν αναλάβει την διοίκηση του στρατοπέδου μετά από παρέμβαση της βουλγαρικής πρεσβείας στην Αθήνα. Δείγμα καλής θέλησης των Γερμανών προς το αίτημα των συμμάχων τους, η αποφυλάκιση του παλαίμαχου Νεντέλκο Ποπνεντέλκοφ, στην αρχή, με τη μεσολαβήση της Γερμανίδας συζύγου του, οδήγησε σε άμεσο ευρύτερο διάβημα της πρεσβείας για την απελευθέρωση των «βουλγαριζόντων», από το στρατόπεδο, δηλαδή των σλαβομακεδόνων. Σε συνεννόηση με την κομματική οργάνωση του στρατοπέδου, η κίνηση συμπαρέσυρε και άλλους κρατούμενους κομμουνιστές κυρίως ομιλούντες τη σλαβομακεδονική γλώσσα. «Ήξαιρα καλά τα σλαβομακεδόνικα και στην ανάκριση μίλησα σλαβομακεδόνικα» γράφει ο Τζήμας. Έτσι στους 28 που αποφυλακίζονται συμπεριλαμβάνονται και κάποιοι που δεν είναι σλαβομακεδόνες: ο Ανδρέας Τζήμας, ο Θόδωρος Ευθυμιάδης, ο Πέτρος Κέντρος, με καταγωγή τη Φλώρινα ή την Καστοριά αλλά και ο Κώστας Λαζαρίδης. «Η υπόθεση είχε και την κωμική της πλευρά» σημειώνει.

Την 1η Ιουλίου 1941, σαν από σύμπτωση στην δίχρονη επέτειο του εγκλεισμού του, ελευθερώνεται. «Πριν από δύο ακριβώς χρόνια» γράφει «είχα ανέβει τις σκάλες της Ακροναυπλίας. Την ίδια ώρα, 10η πρωινή, με τον ίδιο καλό καιρό τις κατέβαινα. Μας θάμπωνε ο ήλιος, που γιόμιζε με φως τον Αργολικό». Ολοήμερο σχεδόν ταξίδι, στο τραίνο που τους οδηγεί στην Αθήνα. Σταθμός Πελοποννήσου, ώρα 23.00. Σε λίγο άρχιζε η επιβεβλημένη «απαγόρευση κυκλοφορίας». Για τον Ανδρέα Τζήμα και τους αποφυλακισθέντες Ακροναυπλιώτες, εκείνη η μέρα σήμαινε πρακτικά την «άρση των απαγορεύσεων». Από τον ακίνητο χρόνο της φυλακής περνούσαν το κατώφλι του πυκνού χρόνου της ζώσας ιστορίας.

Την έγκαιρη αποφυλάκιση ακολουθεί η σύνδεση με τα κομματικά στελέχη που μόλις είχαν αποδράσει από τα νησιά κυρίως από την Κίμωλο και την Φολέγανδρο. Σ’αυτή τη νέα συγκυρία, ο Αντρέας Τζήμας εντάσσεται στην νέα ηγετική ομάδα του ΚΚΕ, η οποία ρυθμίζει τα ζητήματα της ανασυγκρότησης του κόμματος και χαράζει τις προοπτικές του αντιστασιακού αγώνα. Προσλαμβάνεται στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ με απόφαση της 6ης Ολομέλειας τον Ιούλιο του 1941, συμμετέχει στην 7η Ολομέλεια που συνδέθηκε με την ίδρυση του ΕΑΜ, το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, και διορίζεται αναπληρωματικό μέλος του ΠΓ, στην 8η Ολομέλεια, τον Ιανουάριο του 1942. Τις θέσεις αυτές, στο ΠΓ και στην ΚΕ του ΚΚΕ θα τις διατηρήσει μέχρι το 7ο Συνέδριο του Κόμματος τον Οκτώβριο του 1945.

Ωστόσο στα χρόνια που ακολουθούν, ο Τζήμας δεν αντλεί το κύρος του από την παραδοσιακή πηγή που συνιστούν τα κομματικά αξιώματα και η άνοδος στην αυστηρή κομματική ιεραρχία. Άλλωστε, από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι και το 1945, και, πολύ περισσότερο, στη συνέχεια στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, οι σχέσεις του με την ηγεσία του ΚΚΕ υπόκεινται σε ποικίλες διακυμάνσεις –προσεγγίσεις και απομακρύνσεις, ποινές και επιβραβεύσεις-για να καταλήξουν το 1948 στην πλήρη περιθωριοποίησή του. Αν σύμφωνα με την κομματική λογική, οι αγωνιστικές «περγαμηνές», τα χρόνια του εγκλεισμού, η ικανότητα κίνησης στην παρανομία, η συνομωτικότητα, τέλος η θήτευση στην Ακροναυπλία αξιολογούνται από τον ηγετικό πυρήνα «θετικά» στο βιογραφικό του, η καταγωγή και η προσωπικότητα θεωρούνται στοιχεία επιβαρυντικά για την ιδιότητα του ηγετικού στελέχους. Στο κενό που δημιουργεί η μη μαθητεία του στις σχολές του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και της Κομιντερν, προστίθεται το ζήτημα της αστικής καταγωγής και η ελευθερία στη διατύπωση της προσωπικής γνώμης και στη διαμόρφωση της πολιτικής γραμμής που δεν συμπίπτει πάντα με τις κομματικές πειθαρχίες, αλλά υπακούει στη λογική ενός δεινού πολιτικού χειριστή που διαθέτει τα εχέγγυα και τις ευελιξίες ενός οργανικού διανοούμενου.

Τα διαπιστωμένα προβλήματα που εντοπίζει και ο ίδιος ο Τζήμας στις σχέσεις του με τον σταθερό ηγετικό πυρήνα και κυρίως με το Γιώργη Σιάντο, αντισταθμίζονται με την ενεργή παρουσία του μέσα στην Αντίσταση, στην κρίσιμη αυτή πενταετία, στα χρόνια που τον προσδιόρισαν και που προσδιόρισε θέτοντας και την προσωπική του σφραγίδα. Γιατί στα χρόνια αυτά, ο Τζήμας δεν αποτέλεσε σε καμιά περίσταση το υψηλόβαθμο κομματικό στέλεχος που παρακολουθεί με ηρωισμό και πολιτική αμηχανία τα τεκταινόμενα. Αντίθετα, με τα εργαλεία που του παρείχε η ιδεολογική ένταξή του στο κομμουνιστικό κίνημα και η αφοσίωσή του στο ΚΚΕ, αλλά και η εμπειρία της κοινοβουλευτικής ζωής και η γνώση των αστικών πολιτικών πρακτικών, διαπραγματεύτηκε τους νέους όρους παρέμβασης των κομμουνιστών στον δημόσιο βίο και εκπροσώπησε ως ικανότατος συνομιλητής το μαχητικό κοινωνικό κίνημα που βρίσκει την έκφρασή του στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Η αναδιοργάνωση της παράνομης κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1941, αποτελεί την πρώτη αρμοδιότητα που αναλαμβάνει, μετά την αποφυλάκισή του από την Ακροναυπλία. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία και τη σύνδεσή του με το αποκομμένο Μακεδονικό Γραφείο, ορίζεται γραμματέας της ΚΟΑ τον Αύγουστο. «Ήταν η πρώτη οργάνωση στη χώρα, γράφει το 1944, και ίσως η μοναδική» γράφει. Την εγκαταλείπει με αίτησή του τον Μάρτιο του 1942 και ασχολείται αποκλειστικά με τα ζητήματα του «τεχνικού μηχανισμού» της ΚΕ, ενώ παράλληλα από τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς δρομολογεί την πρώτη έξοδο του Άρη στην ενδοχώρα. Όπως δήλωσε ο ίδιος: «ανέλαβα την παρακολούθηση των ανταρτών και των οργανώσεων στην Στερεά Ελλάδα επειδή ανησυχούσα για την ανάπτυξη του αντάρτικου κινήματος». Τον Δεκέμβριο του 1942, στη Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ είναι, μετά τον Γ. Σιάντο, ο βασικός εισηγητής στα θέματα συγκρότησης και ανάπτυξης του αντάρτικου κινήματος και του ένοπλου αγώνα. Ακολουθεί και η δική του έξοδος στο βουνό. Στις 10 Μαρτίου 1943, εγκαταλείπει την Αθήνα με τον Άρη Βελουχιώτη. Την επόμενη ημέρα υπογράφει στην Πάρνηθα για πρώτη φορά ως Βασίλης Σαμαρινιώτης. Στις 24 Απριλίου επιστρέφει στην Αθήνα με τον Στ. Σαράφη και φεύγει οριστικά για το βουνό στις 10 Μαϊου 1943, πολιτικός καθοδηγτής του ΕΑΜ στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Αντικαθίσταται από τον Γιώργη Σιάντο τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς και τον Δεκέμβριο αναχωρεί για την Γιουγκοσλαβία, ως εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ στο αρχηγείο του Τίτο.

Σ’αυτές τις πυκνές στιγμές της ιστορίας, ο Α. Τζήμας είναι εν τέλει παντού. Γραμματέας της ΚΟΑ την εποχή της κομματικής ανασυγκρότησης, συγκρούεται με τη σκληρότητα που χαρακτηρίζει τις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις με τους συντρόφους της παλιάς ΚΕ και με εκείνους που συνεργάστηκαν στην «χαφιεδική», όπως την αποκαλεί, Προσωρινή Διοίκηση. Αναδιοργανώνει τον παράνομο μηχανισμό της νέας ηγεσίας, στήνει γιάφκες και παράνομα τυπογραφεία. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις στην ΚΟΑ για το μαζικό κίνημα διαμαρτυρίας που ακολουθεί τον τραγικό χειμώνα του 1941-42.

Στον τεχνικό μηχανισμό της ΚΕ διασφαλίζει τις άτυπες επαφές του ΠΓ με τον «αστικό χώρο» ο οποίος αναζητά τους όρους της μετάβασης από τις παθητικές στις μαχητικές μορφές αντίστασης. Συναντάται με ανθρώπους του περιθωρίου, πράκτορες και τυχοδιώκτες, που η απόσταση μεταξύ Αθήνας και Μέσης Ανατολής, οι ανάγκες και οι αγωνίες του πολέμου αναδεικνύουν στο πολιτικό προσκήνιο. Ανταλλάσσει πληροφορίες, παρακολουθεί τις ζυμώσεις, ζει τις εντάσεις των χτυπημάτων των Αρχών Κατοχής και διαθέτει «σπίτια του μηχανισμού ως καταφύγιο των διωκομένων που ζητούν την προστασία του ΚΚΕ.

Διαπραγματευτικές αποστολές

Στη συνέχεια, στο βουνό πραγματεύεται τις δύο κομβικές συμφωνίες ως προς τον προσανατολισμό του αντιστασιακού κινήματος με τον Τέμπο στη ελληνοσερβική μεθόριο για τη δημιουργία του Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου και, παράλληλα, με τους Βρετανούς της Συμμαχικής Αποστολής για τη δημιουργία του Κοινού Γενικού Αρχηγείου των Ανταρτών. Αν το προσύμφωνο της Σλήμιτσας για το Βαλκανικό Στρατηγείο της 25 Ιουνίου 1943 ναυαγεί, παρά τους ελιγμούς του κατά την επίσκεψη της γιουγκο-αλβανικής αντιπροσωπείας στην Καστανιά Καλαμπάκας, η συμφωνία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής στις 5 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, το λεγόμενο «Σύμφωνο των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων της Ελλάδας» φέρει την υπογραφή του Α. Τζήμα μαζί με εκείνες των Στ. Σαράφη και Άρη Βελουχιώτη.

Επίσημος προσκεκλημένος των Βρετανών ως αποκλειστικός εκπρόσωπος του «αριστερού αντάρτικου», ο Τζήμας έφτασε στο Κάιρο στις 10 Αυγούστου 1943 μαζί με τους εκπροσώπους του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, αλλά και 3 ακόμη μέλη της ενισχυμένης εαμικής αντιπροσωπείας. Στην σαρανταήμερη παραμονή του, έρχεται αντιμέτωπος με τις πραγματικότητες αλλά και τους προβληματισμούς ενός «άλλου κόσμου», διαπραγματεύεται με τους Βρετανούς, την ελληνική κυβέρνηση, τους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων και με τους «αρχηγούς» του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος στην Μέση Ανατολή.

Στην Γιουγκοσλαβία, στο Στρατηγείο του Τίτο, στο νησί Βις, αντιμετωπίζει από τον Ιούνιο του 1944, τις διακυμάνσεις στις σχέσεις του ΕΛΑΣ και των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, επισημαίνει τα προβλήματα στις ελληνο-γιουγκοσλαβικές επαφές, και συνομιλεί με τους εκεί εγκατεστημένους σοβιετικούς αντιπροσώπους. Ο Τζήμας διαπραγματεύεται, όπως επισημάναμε και στην αρχή αυτής της ομιλίας, την αποστολή της σοβιετικής στρατιωτικής αντιπροσωπείας στα ελληνικά βουνά και αποκαθιστά την χαμένη, από το 1939, επαφή του ΚΚΕ με το ΚΚΣΕ.

Τέλος, στην Καζέρτα της Ιταλίας, σε ανεπίσημο ταξίδι από την Γιουγκοσλαβία, επικοινωνεί με τους υπουργούς της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και σε ιδιαίτερη επαφή με τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου αναλαμβάνει να μεταφέρει τα μηνύματα του Τίτο και να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του τελευταίου σε σχέση με «τη συνοριακή γραμμή» και τα ζητήματα που εκκινούν από το «μειονοτικό».

Αυτές οι, από το καλοκαίρι του 44, εκφρασμένες επιφυλάξεις του ως προς την πολιτική στρατηγική της μακεδονικής «μειονότητας» και οι ανησυχίες ως προς τις «βλέψεις» του ανερχόμενου γιουγκοσλαβικού μεγαλο-ιδεατισμού, έγιναν το αγκάθι που δηλητηρίασε τις σχέσεις του τόσο με τον Τίτο και το επιτελείο του, στο Βις και στο Βελιγράδι, όσο και αργότερα με τον Ν. Ζαχαριάδη και τον ανασυγκροτημένο ηγετικό πυρήνα του ΚΚΕ. Η μη εκλογή του Τζήμα στην ΚΕ του ΚΚΕ το 1945 και αργότερα ο δυσμενής τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από την κομματική ηγεσία μετά τη δραπέτευσή του από την Ικαρία, το Φθινόπωρο του 1947, και την άνοδό του στον Γράμμο και στο Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ υποκρύπτουν, κατά τη γνώμη μου, τη δυσφορία των μηχανισμών του ΚΚΕ απέναντι στις αντιστάσεις ενός ηγετικού στελέχους που γίνεται δυσάρεστος εκφράζοντας τη διαφωνία του για τα όρια των ελληνικών θέσεων στο «Μακεδονικό» αλλά και που ταυτόχρονα τους είναι απολύτως απαραίτητος. Γιατί και σε όλη αυτή την περίοδο, με εξαίρεση το σύντομο πρακτικά διάστημα της νέας εκτόπισής του, ο Τζήμας είναι και πάλι παρών. Στη Δυτική Μακεδονία σε επαφή με τις πρώτες ομάδες καταδιωκωμένων και τις τοπικές κομματικές οργανώσεις, στο Βελιγράδι παρά την Κυβέρνηση του Τίτο, στη συγκρότηση του Μπούλκες που θα φιλοξενούσε και θα οργάνωνε την στρατιωτική μικρο-κοινωνία των Ελλήνων φυγάδων της Αντίστασης. Άτυπος πρέσβης και δεινός διαπραγματευτής σε μια υπόθεση που ο ίδιος έβλεπε καχύποπτα εισέπραξε την αμφισβήτηση και την καχυποψία πριν την περιθωριοποίηση.



Η κομματική περιθωριοποίηση του Τζήμα

Ο νευρικός κλονισμός που ακολούθησε τον αποκλεισμό του στο Μπούλκες, το 1948, λειτούργησε ως προ-άγγελος της απόδρασης από την Γιουγκοσλαβία στην Ουγγαρία και του εγκλεισμού του σε ψυχιατρική κλινική. Στην κλινική αυτή τον εντόπισε ο δικηγόρος Χριστόφορος Γκιζελής και παρέμεινε πρακτικά «κρατούμενος του κόμματος», όπως τονίζει ο ίδιος, για δυο ακόμα χρόνια, παρά την αποθεραπεία του.

Η περιπετειώδης άφιξη της γυναίκας του Λουϊζας και των τριών παιδιών στη Βουδαπέστη, το 1954, έκλεινε τον κύκλο της προσωπικής και οικογενειακής οδύσσειας με την εγκατάσταση στο Χωριό Μπελογιάννη. Αντίστοιχα ο κύκλος της απομόνωσης θα έκλεινε αρκετά χρόνια αργότερα μετά τις διαρθρωτικές αλλαγές στην ηγεσία του ΚΚΕ και όσα ακολούθησαν την σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία, το 1956. Στην Πράγα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι το τέλος, ο Ανδρέας Τζήμας, θα αγωνιζόταν και πάλι –όχι για την δική του αποκατάσταση, αυτή είχε ήδη συντελεστεί- αλλά για την αποκατάσταση της ελληνικής αντίστασης στις συνειδήσεις των ανθρώπων και για την αναγνώρισή της. Όπως υπογράμμιζε και σε ένα από τα τελευταία γράμματα που έλαβε από τον Αλέκο Παπαπαναγιώτου, η πρόθεσή του ήταν και πάλι σαφής: «Θα τα καταφέρουμε άραγε να βγάλουμε στο λιμάνι την Αντίσταση μέσα από αυτόν τον ωκεανό των τυφλών παθών και προκαταλήψεων, των οργιαστικών διαστρεβλώσεων και συκοφαντιών και να την αποκαταστήσουμε πρώτα απ’όλα μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας, μέσα στο κόμμα και στο κίνημά μας; Πρέπει να το επιχειρήσουμε. […]






Λίγα λόγια για τον Α. Τζήμα – Σαμαρινιώτη.



Βασίλης Γκανάτσιος (Χείμαρρος).

Αντιστασιακός. Καπετάνιος 27ου Συντάγματος.



Ύστερα από τη μεστή, εμπεριστατωμένη, ενδιαφέρουσα και προ πάντων τεκμηριωμένη εισήγηση της κας Παπαθανασίου, εγώ θα περιοριστώ σε μια σύντομη αφήγηση της γνωριμίας μου με το χαρισματικό πολιτικό καθοδηγητή του ΕΛΑΣ Ανδρέα Τζήμα.

Τον Ανδρέα Τζήμα τον γνώρισα τον Ιούνιο του 1943 σε μια σύσκεψη της διοίκησης και του επιτελείου του Αρχηγείου Πίνδου στο Βόιο.

Σεμνός, μειλίχιος, απλός στους τρόπους και στην εμφάνιση του μιλούσε με μεγάλη ευχέρεια, ηρεμία και αυτοπεποίθηση. Η ακαταμάχητη επιχειρηματολογία, η γλαφυρότητα με την οποία εξέφραζε τις σκέψεις και απόψεις του, η τεκμηρίωση των θέσεων του αιχμαλώτιζαν τους ακροατές. Έλειπαν από την ομιλία του Α. Τζήμα οι πολιτικές φλυαρίες, οι πολιτικάντικοι θεατρινισμοί, οι πομπώδεις επιδεικτικές και κούφιες φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι πολιτικάντηδες και οι γραφειοκράτες.

Είχαμε γνωρίσει ως τότε αρκετά δραστήρια και ικανά πολιτικά στελέχη του ΚΚΕ και άλλων Εαμικών κομμάτων. Ο Α. Τζήμας όμως μας έκανε εξαιρετική εντύπωση. Όλοι νοιώσαμε ότι μπροστά μας είχαμε έναν αγωνιστή ανώτερου πολιτικού και πολιτιστικού επιπέδου.

-Δεύτερη φορά τον άκουσα να μιλάει στη Συνδιάσκεψη ανταρτών Δυτικής Μακεδονίας, που έγινε στο Τσοτύλι στις 29 του ίδιου μήνα. Στη Συνδιάσκεψη αυτή εκ μέρους της αγγλικής στρατιωτικής αποστολής μίλησε ο αρχηγός της ταξίαρχος Κρις (Έντυ), ο αρχηγός των παρτιζάνων της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας Μπουκμάνοβιτς (Τέμπο), ο υπαρχηγός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Αλβανίας Κότσε Τζώτζα, ο Δεσπότης Κοζάνης Ιωακείμ, ο στρατηγός Β. Τζώτζος, ο Κώστας Καραγιώργης, αντιπρόσωπος του Αρχηγείου Θεσσαλίας, Βερμίου, Πιερίων και αρκετά πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη.

Η ομιλία του αντιπροσώπου της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ και της Κ.Ε. του ΚΚΕ Ανδρέα Τζήμα με την οποία έκλεισαν οι εργασίες της Συνδιάσκεψης μέσα σε μια ατμόσφαιρα γενικού πατριωτικού ενθουσιασμού ξεσήκωσε τους αντιπροσώπους οι οποίοι όρθιοι χειροκροτούσαν για αρκετή ώρα τον ομιλητή. Ακολούθησαν πολεμικά πατριωτικά τραγούδια, όπως το «Με αρχηγούς τους Βελουχιώτη – Καρατζά – Σαμαρινιώτη» κ.α. Πρέπει να σημειώσω ότι η Συνδιάσκεψη στο Τσοτύλι ήταν η μεγαλύτερη του ΕΛΑΣ και η πιο αντιπροσωπευτική που είχε ως τότε πραγματοποιηθεί.

-Τρίτη φορά συναντηθήκαμε στο Χαλίκι Μετσόβου, όπου είχε έρθει με τον επιτελάρχη του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ συνταγματάρχη Πετρουλάκη για να διευθύνουν τις επιχειρήσεις ενάντια στους Γερμανούς. Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εκμεταλλεύτηκαν τον αδελφοκτόνο πόλεμο ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ και εξαπέλυσαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την κεντρική και Νότια Πίνδο. Είκοσι χιλιάδες περίπου γερμανικός στρατός από την Άρτα, τα Γιάννενα, τα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα στις 18 του Οκτώβρη 1943 άρχισαν ταυτόχρονα επιθετικές επιχειρήσεις ενάντια μας. Δόθηκαν σκληρές μάχες στη διάρκεια περίπου 20 ημερών στη Μπαλντούμα, στο Χαλίκι, στα Πράμαντα, στα Τζουμπερκα, στο Μουργκάνι. Σε αυτές τις επιχειρήσεις οι Γερμανοί ανακατέλαβαν το Μέτσοβο και αποκατέστησαν τη συγκοινωνία Γιάννενα – Καλαμπάκα.

-Τέταρτη φορά συναντηθήκαμε στα τέλη Οκτώβρη στο Γαρδίκι, της Δυτικής Θεσσαλίας και κατευθυνθήκαμε με το απόσπασμα του 27ου Συντάγματος στη Μεσοχώρα. Ήταν δυστυχώς η περίοδος του αδελφοκτόνου πολέμου ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ, περίοδος κατά την οποία εφαρμόζονταν στην κατεχόμενη Ελλάδα η πάγια πολιτική της γηραιάς Αλβιώνος (Αγγλία) του «Διαίρει και βασίλευε». Οι Άγγλοι έκαναν την πρώτη απόπειρα να διαλύσουν τον ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ, εξαπολύοντας τον εμφύλιο πόλεμο.

Στη Μεσοχώρα είχαμε αρκετές συνεργασίες για μερικές μέρες. Σε μια αναγνώριση που είχε η διοίκηση του αποσπάσματος του 27ου Συντάγματος με τον Ανδρέα Τζήμα στα υψώματα Μυρόφυλου, κοντά στον Αχελώο ποταμό, είδαμε με πόση ευχέρεια χειρίζονταν τους τοπογραφικούς χάρτες του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Την άλλη μέρα μας έδωσε εντολή να κινηθούμε προς τα χωριά Μοσχόφυτο, Βαλκάνο, Κοθώνι, Μυρόφυλο κ.α. για να αφοπλίσουμε τις ομάδες Εδεσιτών. Τόνισε ιδιαίτερα ότι η συμπεριφορά μας, προς τους αφοπλισμένους Εδεσίτες και χωρικούς να είναι άψογη, να παίρνουμε τα όπλα και να τους αφήνουμε αμέσως ελεύθερους.



-Πέμπτη φορά και τελευταία τον συνάντησα στο Μπούλκες. Έμεινε στο Μπούλκες για ένα μικρό χρονικό διάστημα στις αρχές που κατέφευγαν εκεί οι πολιτικοί πρόσφυγες το 1945. Εργάστηκε δραστήρια και με σύνεση για την οργάνωση μιας ελεύθερης δημοκρατικής κοινότητας. Υπήρχαν πολλές δυσκολίες προσαρμογής των αγωνιστών στις νέες συνθήκες δουλειάς, παραγωγής και ζωής. Ο Ανδρέας Τζήμας ήταν ο πιο κατάλληλος για τη δουλειά αυτή. Ήξερε πολύ καλά τη ψυχολογία των μαχητών με τους οποίους είχε βρεθεί και αντιμετωπίσει τις πιο δύσκολες πολεμικές συνθήκες. Με την προσπάθεια, την ευγενική συμπεριφορά που τον διέκρινε, την εγκυκλοπαιδική μόρφωση, την εμπειρία και εμβρίθεια του, αιχμαλώτιζε τους συνομιλητές του. Ποτέ δεν προσπαθούσε να επιβληθεί στους συνεργάτες του και στους αγωνιστές με διοικητικά μέτρα. Όσον καιρό έμεινε στο Μπούλκες ο Αν. Τζήμας καθοδηγητής δεν παρατηρήθηκαν επεισόδια, βιαιότητες ή άλλα σοβαρά παρατράγουδα.

Σε συγκεντρώσεις αγωνιστών και σε συσκέψεις στελεχών που οργάνωσε, αναφέρθηκε στην κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα ύστερα από τη Βάρκιζα, τόνισε την παρουσία στο Μπούλκες του Νίκου Ξυνού (Σμόλικα) μέλους της διοίκησης της IX Μεραρχίας και δύο άλλων αξιόλογων στελεχών του ΕΛΑΣ και απάντησε σε πολλές ερωτήσεις αγωνιστών.

Δυστυχώς ο Ανδρέας Τζήμας δεν απόφυγε τους κατατρεγμούς από την ηγετική ομάδα, η οποία τον υπέβαλε σε πολύχρονες δοκιμασίες προσπαθώντας να αποσπάσει μία «ομολογία» για να εξασφαλίσει έτσι ένα άλλοθι για τον ευατό της και για την αποτυχημένη πολιτική της δράση. Τον έστειλε ο Ιωαννίδης στα ψυχιατρεία ενώ οι γιατροί που τον εξέταζαν τον εύρισκαν απόλυτα υγιή.

Το 1947 ο Ανδρέας Τζήμας έστειλε υπόμνημα στην ΚΕ του ΚΚΕ στο οποίο διατύπωνε την άποψη του πως δεν πρέπει το ΚΚΕ να παρασυρθεί σε έναν μάταιο, καταστροφικό για το λαό μας και τις δημοκρατικές εξελίξεις, στη χώρα μας ένοπλο αγώνα. Το υπόμνημα αυτό ουδέποτε γνωστοποιήθηκε στα κομματικά μέλη.

Ο Ανδρέας Τζήμας ήταν ένα από τα μαχητικότερα και αξιόλογα στελέχη της Εθνικής αντίστασης. Ήταν ένα διαμάντι του απελευθερωτικού αγώνα. Ήταν ένα φωτεινό μυαλό όχι μόνο για τη Σαμαρίνα, την Καστοριά, τη Μακεδονία, ήταν για ολόκληρη την Ελλάδα. Ήταν ένας χαρισματικός ηγέτης.

Ο Ανδρέας Τζήμας είναι από τους πρώτους αγωνιστές που έπιασαν το σφυγμό της νέας κατάστασης που δημιουργήθηκε στη χώρα μας με την τριπλή κατοχή δηλ. τη σημασία του μαζικού ένοπλου αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξενικό φασιστικό ζυγό και εργάστηκε ακούραστα για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού.

Ο Τζήμας εκτίμησε σωστά και αξιοποίησε τις ικανότητες του Άρη Βελουχιώτη για τον ένοπλο αγώνα και τον συμπαραστάθηκε όταν η ηγεσία Σιάντου – Ιωαννιδη κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τον απομακρύνει από τον ΕΛΑΣ. Επίσης χειρίστηκε με αριστοτεχνικό τρόπο την υπόθεση Σαράφη. Ο πολιτικός καθοδηγητής του ΕΛΑΣ Ανδρέας Τζήμας, χειρίστηκε με επιτυχία το Μακεδονικό ζήτημα, απέκρουσε με σθένος τις σοβινιστικές προσπάθειες των Γιουγκοσλάβων καθοδηγητών που με διάφορα πολιτικάντικα τεχνάσματα απέβλεπαν την ενσωμάτωση καθαρών ελληνικών εδαφών στη Γιουγκοσλαβία, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Αν ήταν τα πράγματα, όπως εσείς τα τοποθετείται, τότε η Ελλάδα έπρεπε να πάρει τη μισή Αλβανία».

Η πολιτική ακτινοβολία, η αίγλη του Α. Τζήμα, είχε ξεπεράσει τα όρια της Ελλάδας, είχε απλωθεί σε όλες τις Βαλκανικές χώρες, στην Ιταλία και αλλού.

Τον Οκτώβρη του 1943 ήρθαν στο βουνό ο Ιωαννίδης με το Σιάντο και έστειλαν τον Τζήμα σαν αντιπρόσωπο στο Στρατηγείο του Απελευθερωτικού Στρατού της Γιουγκοσλαβίας, στον Τίτο. Γνωρίστηκε με τους Γιουγκοσλάβους καθώς και με τις αντιπροσωπείες των άλλων χωρών που βρίσκονταν στο επιτελείο του Τίτο. Είχε γρήγορα κερδίσει την εκτίμηση όλων. Ο αρχηγός της Στρατιωτικής Σοβιετικής Αποστολής, στρατηγός Κορνέεβ πάντοτε μιλούσε με σεβασμό για τον Τζήμα, τονίζοντας ότι «ο Ανδρέας είναι ο μοντέρνος σοσιαλιστής διπλωμάτης».

Θεωρώ λοιπόν τη σημερινή εκδήλωση σαν το πρώτο σοβαρό θετικό βήμα, για μια γενικότερη έρευνα γύρω από την ηρωική και γενναία πολιτικοστρατιωτική μορφή του Α. Τζήμα. Είναι ένα σοβαρό ζήτημα που δεν αφορά μόνο τον αξέχαστο, χαρισματικό αγωνιστή, αφορά ολόκληρη την Εθνική Αντίσταση, αφορά τη νεότερη ιστορία του έθνους, αφορά ολόκληρη την Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν να γραφεί η Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης χωρίς τους σκληρούς αγώνες, χωρίς τη μεγάλη προσφορά του Ανδρέα Τζήμα, του Άρη Βελουχιώτη και άλλων επιφανών αγωνιστών οι οποίοι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση. Αν ένα τέτοιο πράγμα συνέβαινε, θα αποτελούσε παραχάραξη της περίλαμπρης ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης, θα ήταν κακοποίησή της, θα ήταν πράξη ιεροσυλίας.








[1] Ερευνήτρια του ΕΚΚΕ (Εθνικό κέντρο Κοιννωικών Ερευνών)- Επιστημονική συνεργάτης των ΑΣΚΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου