Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Κριτική στο ''Η εποχή μας και το ζήτημα του έθνους'' του Κ.Μάρκου


Δημοσιεύτηκε στο Kommon.gr το κείμενο του συντρόφου Κ.Μάρκου "O αντικαπιταλιστικός αγώνας για εθνική αυτοδιάθεση'', το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν με τον τίτλο ''Η εποχή μας και το ζήτημα του έθνους). 
Κατά τη γνώμη μου, το κείμενο έχει ενδιαφέρον καθώς προσπαθεί να διερευνήσει το λεγόμενο "εθνικό ζήτημα'' σε συνθήκες ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δηλαδή με σύγχρονο τρόπο. Παρ'όλα αυτά, χαρακτηρίζεται από μια μεθοδολογία που στερείται σημαντικών κριτηρίων και διακρίσεων, με αποτέλεσμα μια, σε τελική ανάλυση, αυτοαναιρούμενη πολιτική τοποθέτηση. 
Βεβαίως, πρόκειται για ένα εκ των πραγμάτων δύσκολο ζήτημα, το οποίο απαιτεί μια ιστορική και λογική προσέγγιση η οποία, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει γίνει ή τουλάχιστον δεν έχει γίνει αρκετά mainstream, ώστε να την γνωρίζω. Στο τέλος του κειμένου παραθέτω σε μορφή σημείων μερικά κριτήρια για το πώς πρέπει να σκεφτούμε πάνω στο ζήτημα, χωρίς να ισχυρίζομαι ασφαλώς ότι απαντώ με οριστικό τρόπο. Αξιώνω, ωστόσο, ότι μόνο με βάση (και) αυτά τα κριτήρια, η έλλειψη των οποίων θα φανεί μέσα από τη κριτική στο κείμενο του συντρόφου, έχουμε τη δυνατότητα να σκεφτούμε όπως αξιώνει το κείμενo, διαλεκτικά και όχι με μη διαλεκτικό και ανιστορικό τρόπο. 
Ξεκινώντας λοιπόν, ένα πρώτο σημαντικό κριτήριο διάκρισης που λείπει από το κείμενο ή τουλάχιστον υποβαθμίζεται έντονα, είναι η διάκριση ανάμεσα σε έθνος και έθνος-κράτος και εθνικό προνόμιο-εθνική μειονότητα, με αποτέλεσμα ό,τι σχετίζεται με το πρόβλημα του "έθνους" να θεωρείται μια ειδική μορφή της γενικής κατηγορίας "εθνικό πρόβλημα". Ενδεικτικό είναι το παρακάτω απόσπασμα (υπογραμμίσεις με έντονα γράμματα δικές μου):
Η ευφορία της «παγκοσμιοποίησης» και της «ευρωπαϊκής ιδέας» κατά την τελευταία 10ετία του προηγούμενου αιώνα έδωσε σταδιακά τη θέση της στους διάφορους «εθνοκεντρισμούς» και «ευρωσκεπτισμούς» για να περάσουμε, ειδικά μετά την τελευταία δομική κρίση, με ορόσημο την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς, τον Σεπτέμβριο του 2008, σε μια όξυνσηόλων των μορφών εθνικού ανταγωνισμού:
"Ανταγωνισμοί μεταξύ εθνών κρατών παρόμοιας δυναμικότητας, όπως ανάμεσα στις λεγόμενες «μεγάλες δυνάμεις» (π.χ. ΗΠΑ – Γερμανία – Ιαπωνία - Κίνα – Ρωσία), στις «μεσαίες» (π.χ. Τουρκία – Ισραήλ – Ιράν – Σαουδική Αραβία), στις «μικρές» (π.χ., Ελλάδας – ΠΓΔΜ), αλλά και με όλους τους συνδυασμούς μεταξύ τους. Ανταγωνισμοί που πήραν διάφορες μορφές (διπλωματικός, νομισματικός κ.λπ. «πόλεμος»), μέχρι και τη βάρβαρη μορφή στρατιωτικών αντιπαραθέσεων (εντός Γιουγκοσλαβίας, «ζώνη πετρελαίων», Ουκρανία κ.α.).
Ενισχύθηκαν και όλες οι οι μορφές εθνικής καταπίεσης: Από την «εποπτεία» (Γερμανία – ΕΕ - ευρωπαϊκός Νότος), μέχρι την στρατιωτική ιμπεριαλιστική επέμβαση, την ανοιχτή ή καλυμμένη κατοχή, διαμελισμό και κατακερματισμό (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβύη, χώρες της Αφρικής) και την επανεμφάνιση προτεκτοράτων (Κόσοβο, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Ιράκ κ.α.)."
Ταυτόχρονα εκτινάχθηκαν όλα τα παλιά άλυτα ή καταπιεσμένα εθνικά προβλήματα (Παλαιστινιακό, Κύπρος, Κουρδικό κ.α.). Εμφανίστηκαν νέα ή με νέα μορφή, προηγούμενα εθνικά κινήματα, ειδικά σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (αποσχιστικές τάσεις σε Σκωτία, Ισπανία, Βέλγιο), ενώ εμφανίστηκαν για πρώτη φορά και τάσεις αυτονόμησης περιφερειών στα πλαίσια ενός έθνους – κράτους (π.χ. Ιταλία - Λομβαρδία, Γερμανία - Βαυαρία κ.α.).
Τέλος, οξύνθηκαν παλιά και εμφανίστηκαν νέα προβλήματα εθνικών μειονοτήτων (Ελλάδα – τουρκική ή μουσουλμανική μειονότητα, Ουκρανία – ρωσική μειονότητα κ.α.). Προβλήματα που περιπλέχθηκαν τόσο με τα αποτελέσματα των μαζικών μεταναστεύσεων όσο και με θρησκευτικές – πολιτισμικές μειονότητες (σιίτες – σουνίτες, Γαλλία, Ινδονησία, Κίνα, ΗΠΑ κ.α.)".
Ειδικά σε σχέση με την ελλάδα και τα χρόνια της πρόσφατης καπιταλιστικής κρίσης, ο συγγραφέας υπονοεί μια διαλεκτική ανάμεσα α) στους έλληνες πολίτες ως ''εθνικά προνομιούχους'' μιας μικροιμπεριαλιστικής χώρας, σε σχέση με τα ευρύτερα Βαλκάνια και άλλες περιοχές στις οποίες επιχειρεί στρατιωτικά το ελληνικό αστικό κράτος μέσω της Ε.Ε του ΝΑΤΟ κ.ο.κ, β) στους έλληνες ως ''εθνική μεινότητα'' σε σχέση με την Ε.Ε και άλλα ισχυρότερα καπιταλιστικά έθνη-κράτη:
''Στην Ελλάδα, το εθνικό ζήτημα γνώρισε νέα έξαρση, αυτή τη φορά όχι με την επιθετική μορφή του μικροϊμπεριαλιστή(εκστρατεία εναντίον της γειτονικής ΠΓΔ Μακεδονίας στις αρχές του ‘90), αλλά με την αμυντική μορφή του καταπιεζόμενου από «μεγαλοϊμπεριαλιστές»: με την ταπεινωτική αντεργατική αντιλαϊκή παρουσία και λειτουργία της τρόικας ΕΕ – ΕΚΤ – ΔΝΤ''
Και συνεχίζει αμέσως παρακάτω:
Και μόνο αυτός ο πρόχειρος κατάλογος είναι ικανός από μόνος του για να πείσει και τον πιο δύσπιστο ότι το εθνικό πρόβλημα, το ζήτημα του αγώνα ενάντια στην εθνική καταπίεση, του αγώνα για εθνική αυτοδιάθεση,απελευθέρωση και ανεξαρτησία είναι παρόν και οξύ και αναζητά νέες απαντήσεις από το μαρξισμό της εποχής μας, νέα στρατηγική και τακτική – πολιτική αντιμετώπιση''.
Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, το ερώτημα όσον αφορά την ελλάδα είναι κυρίως αυτή η διαλεκτική επιθετικού μικροιμπεριαλισμού που καταπιέζει άλλες εθνότητες, και αμυντικής "εθνικής μειονότητας'' που καταπιέζεται η ίδια από Ε.Ε, ΔΝΤ και τα λοιπά. Ορθά ο συγγραφέας προχωρά εντοπίζοντας την ανάγκη να τεθούν ορισμένα γενικά κριτήρια:
''Είναι γνωστό, ότι για τους επαναστάτες κάθε ειδικό ζήτημα (όπως του έθνους, του πολέμου κ.α.) τίθεται με διαφορετικό περιεχόμενο και μορφή, ανάλογα με τα στάδια του καπιταλισμού ή τις εποχές της ταξικής πάλης που γεννιούνται από αυτά. Με διαφορετικό τρόπο ετίθετο το ζήτημα του έθνους και του πολέμου στα στάδια και τις εποχές της πάλης και επικράτησης του κεφαλαίου κατά των φεουδαρχικών, μεσαιωνικών και μοναρχικών σχέσεων και με διαφορετικό στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, στην εποχή του ιμπεριαλισμού.
Ειδικά ο Λένιν (αλλά και η Λούξεμπουργκ κ.α.) επέμεινε σε αυτή τη διαλεκτική υλιστική μέθοδο, επέμεινε στην αναγκαιότητα να μελετηθεί και κατανοηθεί αυτή ηδιαφορά με βάση τις εποχές της ταξικής πάλης, για να χαραχθεί «ορθή» επαναστατική στρατηγική και τακτική γενικά και ειδικά για το εθνικό ή άλλα «επιμέρους» ζητήματα.''
Και στη συνέχεια αναπτύσσει το σκεπτικό του για τη σημασία των σταδίων της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και για τον κομμουνισμό ως αληθινή παγκοσμιοποίηση (παραπέμπω για τα παραπάνω στο ίδιο το κείμενο). Και περνάω στο τελευταίο κομμάτι του κειμένου, το πιο πολιτικά σημαντικό. 
Αρνούμαστε την πάλη για εθνική αυτοδιάθεση;
''Η στρατηγική της διαρκούς κομμουνιστικής επανάστασης προβάλλει εκ νέου το λενινιστικό αίτημα του δικαιώματος για εθνική αυτοδιάθεση, απελευθέρωση και ανεξαρτησία ως όρο για την εθελοντική συνένωση των εθνών. Αντίστροφα, εθελοντική συνένωση των εθνών μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από την αναγνώριση του δικαιώματος για εθνική αυτοδιάθεση. Η στρατηγική της διαρκούς κομμουνιστικής επανάστασης υπερασπίζεται κάθε έθνος, εθνότητα και εθνική μειονότητα ενάντια στην καπιταλιστική – ιμπεριαλιστική καταπίεση, πολέμους, επεμβάσεις κ.λπ.
Γενικότερα, το σύγχρονο εθνικό ζήτημα έχει τη δική του σχετική αυτοτέλεια. Ταυτόχρονα, βασίζεται και συνδέεται για την επίλυσή του, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, με το κοινωνικό – ταξικό ζήτημα, με την εργατική ηγεμονία και την ανύψωση της εργατικής τάξης σε κυρίαρχη εθνικά τάξη (Κομμουνιστικό Μανιφέστο), με την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Σε τελική ανάλυση,πραγματική εθνική ανεξαρτησία σημαίνει επαναστατική εργατική εξουσία και δημοκρατία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι διεθνιστές κομμουνιστές και το συνειδητό εργατικό κίνημα βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή του δημοκρατικού αγώνα για εθνική απελευθέρωση. Δεν είναι ουραγοί του ή πολύ περισσότερο, αρνητές του. Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας και ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση, αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία, στο περιεχόμενό του, δεν μπορεί παρά να είναι εργατικός, διεθνιστικός και αντικαπιταλιστικός αγώνας, αγώνας για την κοινωνική – ταξική – κομμουνιστική απελευθέρωση.
Και από την άλλη, ο εργατικός διεθνιστικός αντικαπιταλιστικός αγώνας, ο αγώνας για κοινωνική – ταξική – κομμουνιστική απελευθέρωση, στη μορφή του, δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται και ως αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, ως αγώνας και για εθνική απελευθέρωση, αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία. Η υποτίμηση της μίας ή της άλλης πλευρά οδηγεί σε τραγικά λάθη και αποτελέσματα (βλ. ΕΑΜ και από τις δυο πλευρές).
Ωστόσο, η σχέση τους δεν είναι «ισότιμη»: καθοριστική είναι η ταξική πλευρά του εθνικού ζητήματος και όχι το αντίθετο. Χωρίς επαναστατική εργατική ηγεμονία, ο αγώνας για εθνική αυτοδιάθεση υποτάσσεται τελικά στον αστικό εθνικό ανταγωνισμό, στο κεφάλαιο (ΕΑΜικη εμπειρία) και ειδικά σήμερα, μπορεί να εκφυλισθεί και να εκβαρβαρισθεί (βλ. εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας κατά της κατοχής στο Ιράκ).
Στη βάση όλων των παραπάνω, η πάλη για εθνική απελευθέρωση – αυτοδιάθεση – ανεξαρτησία αποτελεί στρατηγικό στόχο της επαναστατικής εργατικής εξουσίαςκαι την ίδια στιγμή, δρόμο τακτικής για την προσέγγιση της επανάστασης. Οι εθνικά και πολιτιστικά καταπιεζόμενες μειονότητες αποτελούν τμήμα του αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου για την ανατροπή της επίθεσης κυβερνήσεων, ΕΕ, ΔΝΤ, κεφαλαίου, σε εθνικό επίπεδο. Η υπεράσπιση των εθνών - κρατών που υπόκεινται σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις κ.λπ. αποτελεί μέρος της διεθνιστικής αλληλεγγύης και του διεθνούς εργατικού μετώπου.
Η αντικαπιταλιστική πάλη για εθνική αυτοδιάθεση δεν σημαίνει συμμαχία με κάποιο τμήμα της αστικής τάξης. Δεν υπήρξε ποτέ αμιγώς «εθνική» αστική τάξη και, από την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού, δεν υπάρχει «προοδευτικό» τμήμα της αστικής τάξης (μη μονοπωλιακό κ.α.) στις μη αποικιοκρατούμενες χώρες.
Από αυτή τη σκοπιά, δεν είναι σωστές τόσο οι «θεωρίες της εξάρτησης» (που απολυτοποιούν αντι-ιστορικά τις τάσεις πολιτικής εξάρτησης και προσβλέπουν σε μια «συμμαχία με την εθνική αστική τάξη»), που οδηγούν στις «θεωρίες των σταδίων» (που βλέπουν πρώτα ένα «αντιιμπεριαλιστικό – αντιμονοπωλιακό στάδιο» και μετά ένα «σοσιαλιστικό»).
Δεν είναι σωστές και οι θεωρίες που στο όνομα της «διαρκούς επανάστασης» και του «διεθνισμού», υπερπηδούν δογματικά τις εθνικές ιδιαιτερότητες και, πάνω από όλα, τη διαλεκτική θεωρία του «αδύνατου κρίκου», της επανάστασης σε μια χώρα. Οι θεωρίες αυτές υποτάσσουν τελικά το εργατικό κίνημα στις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις (βλ. δεισιδαιμονία ορισμένων αντικαπιταλιστικών ρευμάτων απέναντι στην ΕΕ, άρνηση του αιτήματος για «αποδέσμευση» στο όνομα του «διεθνισμού» κ.α.).
Και επειδή, όταν αρνείσαι την πραγματικότητα αυτή σε εκδικείται, τα ρεύματα αυτά «εθνικοποιούν» διαρκώς τις «Διεθνείς» τους. Η επανάσταση θα νικήσει ολοκληρωτικά μόνο σε διεθνική – παγκόσμια βάση, αλλά θα ξεκινήσει από ένα έθνος – «αδύναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού».
Στα πλαίσια αυτά και μόνον, μπορεί να γίνει εργατική «αξιοποίηση» των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η οποία όχι μόνο δεν πρέπει να υποτιμάται, αλλά αποτελεί και όρο για τη νίκη των επαναστάσεων και για την επιβολή της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της τρομοκρατικής επιδρομής του κεφαλαίου (βλ. Οκτωβριανή Επανάσταση). Διαφορετικά, έχουμε αστική «αξιοποίηση» των εργατικών και λαϊκών αντιθέσεων και τελικά, υποταγή της εργατικής τάξης στην αστική πολιτική.''
Βλέπουμε ότι, το πολιτικό συμπέρασμα όλης της ανάλυσης που προηγήθηκε, είναι η εκ νέου επαναφορά της αλυσίδας των αιτημάτων ''εθνική αυτοδιάθεση, απελευθέρωση, ανεξαρτησία'', η εκ νέου επαναφορά δηλαδή των αιτημάτων της εποχής του ιμπεριαλισμού, η κριτική αποτίμηση, με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, του ΕΑΜ, κ.ο.κ. Είναι εμφανές, ότι στη πράξη, κανένα ουσιαστικό ρόλο δεν έπαιξε στην εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων η θέση του περάσματος από το ''ιμπεριαλιστικό'' στο ''ολοκληρωτικό'' στάδιο του καπιταλισμού, ή, ακριβέστερα, ελάχιστο ρόλο, με διαπιστώσεις όπως ότι είναι πιο καθοριστική από ποτέ η σύνδεση του εθνικού με την εργατική ηγεμονία.
Επιπλέον, η απάντηση στο ερώτημα αν αρνούμαστε την 'εθνική αυτοδιάθεση, την εθνική απελευθέρωση και την εθνική ανεξαρτησία, είναι, στην κατακλείδα του κειμένου, προφανώς Όχι, δεν την αρνούμαστε, κάθε άλλο, αποδεχόμαστε αυτήν την αιτηματολογία, ανεξάρτητα από τη θέση του κάθε κοινωνικού σχηματισμού στο καπιταλιστικό σύστημα, μολονότι στο πρώτο κομμάτι το κειμένου υπονοήθηκε ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη αυτό το κριτήριο. Απαντώντας λοιπόν στο γενικό ερώτημα αν αρνούμαστε ή όχι το αίτημα εθνικής αυτοδιάθεσης, μπορούμε να θέσουμε, αντί απάντησης, μερικά ερωτήματα:
1. Είναι ίδιο το αίτημα ''εθνικής αυτοδιάθεσης'' στους κούρδους, τους έλληνες, τους γερμανούς, τους αμερικανούς, με βάση τους διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς; Μήπως ούτε αποδεχόμαστε ούτε αρνούμαστε γενικά το αίτημα της ''εθνικής αυτοδιάθεσης'', αλλά απαντάμε θετικά ή αρνητικά ανάλογα με το αν έχουμε ή όχι συγκροτημένο έθνος-κράτος, αν η θέση του είναι ιμπεριαλιστική ή όχι, αν η εκάστοτε εθνική ταυτότητα είναι προνομιακή σε σχέση με άλλες και μέσα σε καθορισμένα εθνοκρατικά σύνορα (βλ. ελληνική ταυτότητα σε σχέση με αλβανική, πακιστανική κ.α);
2. Είναι ίδιο το αίτημα της ''εθνικής αυτοδιάθεσης'' με αυτά της ''εθνικής απελευθέρωσης'' και της ''εθνικής ανεξαρτησίας'';
3. Τί συνέπειες, συγκεκριμένα, έχει ο χαρακτηρισμός της ελλάδας ως μικροιμπεριαλιστικού έθνους-κράτους, για την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα και την υιοθέτηση όλων αυτών των εθνικών αιτημάτων, που δεν μπορεί να είναι η ίδιαμε την απάντηση που δίνουμε αναφορικά με λαούς σε νομαδική κατάσταση (πχ κούρδους), που δεν διαθέτουν καν αναγνωρισμένο και στερεωμένο έθνος-κράτος, πόσο μάλλον ''μικροιμπεριαλιστικό'' έθνος-κράτος; 
4. Ειδικά για το αίτημα της "εθνικής ανεξαρτησίας''. Πώς μπορεί να τίθεται όταν δεν έχουμε ''εξάρτηση''; Πώς είναι δυνατή η κριτική στις ''θεωρίες της εξάρτησης'' και ταυτόχρονα η υιοθέτηση του αιτήματος της εθνικής ανεξαρτησίας; 
5. Πώς οι μορφές ''εποπτείας'' της Ε.Ε επί του ελληνικού αστικού κράτους, δημιουργούν ευθέως ζήτημα εθνικής καταπίεσης,από τη στιγμή που δεν ταυτίζεται το κράτος με το έθνος, ακριβέστερα, δεν ταυτίζεται το κράτος με την κοινωνία; Δεν είναι πιο σωστή μια ανάλυση που λέει, ότι δεν υπάρχει αφηρημένα καταπίεση των ελλήνων, αλλά ταξική καταπίεση πρώτα ελλήνων από έλληνες, η οποία μεταφέρει τα βάρη της κρίσης και των υποχρεώσεων του ελληνικού κράτους στους εκμεταλλευόμενους και όχι στους εκμεταλλευτές; Τί σημαίνει "εθνική ανεξαρτησία'' σε σχέση πχ με το "εθνικό νόμισμα'', όταν το ''εθνικό νόμισμα'' ποτέ δεν ήταν κάτω από κοινωνικό έλεγχο, αλλά κάτω από κρατικό έλεγχο; Τί σημαίνει, επίσης, ''εθνική ανεξαρτησία'', από τη στιγμή που ένα έθνος-κράτος ιδρύεται με διεθνή συμφωνία και νομική αναγνώριση από άλλα κράτη, αποτυπώνοντας συσχετισμούς δυνάμεων;
6. Είναι δυνατή άραγε η νοηματοδότηση του "έθνους'' όπως μας αρέσει και σε κάθε χώρα, τη στιγμή που απέναντι στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση αναγνωρίζεται πως οξύνονται εκ των πραγμάτων αντιδραστικοί και φαντασιακοί εθνικισμοί επιστροφής στη νεωτερική ή προνεωτερική εποχή της ακμαίας προοδευτικής αστικής τάξης; Είναι το ''έθνος'',ειδικά σήμερα, κάτι που μπορεί να ερμηνευτεί εξίσου χειραφετητικά και εξίσου αντιδραστικά, και σε κάθε τόπο; Ή μήπως το εθνικό πρόταγμα έχει αντικειμενικά, κοινωνικοιστορικά, τάσεις υποταγής, που κυριαρχούν ανάλογα με το στάδιο, την εποχή, και τη θέση μιας χώρας ή ενός πληθυσμό στο παγκόσμιο γίγνεσθαι; 
Παραθέτω, όπως είπα εισαγωγικά, σε μορφή σημείων μερικά κριτήρια που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη αντιμετωπίζοντας το (αντ)εθνικό ζήτημα, χωρίς φυσικά να μπορώ να εξαντλήσω το ζήτημα. Όλα τα παρακάτω αποτελούν καταφατικά εκφρασμένη, τη κριτική σε ό,τι θεωρώ μεθοδολογικά αδύναμο, με πολιτικές συνέπειες, στο κείμενο του σφου Μάρκου. 
Ορισμένα Κριτήρια για το (Αντ)εθνικό ζήτημα
1 Το (αντ)εθνικό ζήτημα είναι κοινωνικοιστορικό ζήτημα
1. Ο «εθνικός» και ο «εθνομηδενιστικός» λόγος ως πολιτικές κατευθύνσεις, είναι ιδεολογικές αφαιρέσεις αν δεν λαμβάνουν υπόψη οι ιστορικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Από τη σκοπιά του διαφορετικού ιστορικού χρόνου στον ίδιο κοινωνικό χώρο, ο εθνικολαικός Λόγος του ΕΑΜ και ο εθνικολαικός Λόγος που αρθρώνεται σήμερα, δεν έχουν την ίδια σχέση με την κοινωνική χειραφέτηση, λόγω της διαφορετικότητας των ιστορικών συνθηκών. Από τη σκοπιά του ίδιου ιστορικού χρόνου αλλά σε διαφορετικό κοινωνικό χώρο, ο πατριωτισμός του Αμερικανού πολίτη, του Γερμανού, του Έλληνα και του Κούρδου δεν έχουν την ίδια σχέση με την τάση υποταγής και τάση χειραφέτησης, λόγω, επίσης, της διαφορετικότητας των κοινωνικοιστορικών συνθηκών. Δεν υπάρχει πατριωτικό αίσθημα ανεξάρτητο από συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Άρα μια τοποθέτηση γενικόλογα υπέρ ή κατά του πατριωτικού αισθήματος και της εθνικής ανεξαρτησίας που δεν λαμβάνει υπόψη τις κρίσιμες διαφορές στο χώρο και το χρόνο, εξισώνει διαφορετικές εμπειρικές περιπτώσεις στο όνομα ενός θετικού ή αρνητικού ιδεολογικού προσήμου σε σχέση με την κοινωνική χειραφέτηση.Τα κριτήρια ανάλυσης του «Εθνικού Ζητήματος» και της σχέσης του με την τάση χειραφέτησης και την τάση υποταγής, πρέπει να είναι κοινωνικοιστορικά. Κάθε φορά οι δύο τάσεις συνυπάρχουν στο «έθνος», όπως η υπερίσχυση της μίας έναντι της άλλης σημαίνει την, σε τελική ανάλυση,αντιδραστική ή χειραφετητική πολιτική.
2. Το αντικειμενικό χειραφετητικό ή αντιδραστικό πρόσημο του «Έθνους» δεν ζήτημα υποκειμενικής ερμηνείας. 
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι πάντα δυνατή, από τη σκοπιά της επανάστασης, μια «κακή χρήση» της έννοιας του Έθνους, που οδηγεί σε εθνικισμό, και μια «καλή χρήση» της έννοιας του Έθνους, που οδηγεί σε πατριωτισμό, συνδέοντας το Έθνος με τα ευρύτερα συμφέροντα του λαού και των εργαζομένων. Με βάση τη θέση 1, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αδύνατη έξω από το αντικειμενικό κοινωνικοιστορικό πλαίσιο της ερμηνείας. Μέσα στα εκάστοτε κοινωνικοιστορικά πλαίσια, παρά τη θέληση του πολιτικώς δρώντα και την ερμηνεία που ο ίδιος δίνει στο Έθνος, το Έθνος αποκτά μια ορισμένη κοινωνική σημασία, που ξεφεύγει από τις προθέσεις του πολιτικώς δρώντα. Επομένως, το ζήτημα δεν είναι απλά το αν κανείς συνδέει στο μυαλό του και στο λόγο του το εθνικό συμφέρον με τη ποιοτική βελτίωση της ζωής των καταπιεσμένων, αλλά το αν αυτή η σύνδεση είναι κοινωνικοιστορικά δυνατή. Στο μυαλό των μελών της κοινωνίας και σύμφωνα με τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και πρακτικές, το σημαίνον του Έθνους έχει ένα φάσμα δυνατών κοινωνικών ερμηνειών, από τις οποίες κάποια τείνει αντικειμενικά να υπερισχύει, γεγονός δεν μπορεί να το υπερβεί κανείς βολονταριστικά. Το φάσμα αυτών των δυνατών ερμηνειών, υπερκαθορίζεται από την εκάστοτε συγκυρία μέσα στην οποία υπάρχει η κοινωνική δομή, η κοινωνική δομή ωστόσο, και όχι η συγκυρία, είναι το πρωταρχικό στοιχείο για την επιστημονική διακρίβωση του φάσματος αυτών των ερμηνειών σε συνάρτηση με το φάσμα των συγκυριών.
3. Η περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας, το Έθνος, η κοινωνική δομή, η συγκυρία
Ανάμεσα στο σημαίνον του Έθνους και την συγκεκριμένη συγκυρία, υπάρχουν διάφορα επίπεδα αφαίρεσης, που καθορίζουν την αντικειμενική διάσταση της ερμηνείας του. Η περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας κατά ιδεοτυπικά στάδια, σημαίνει και μια περιοδολόγηση των κοινωνικοιστορικών ερμηνειών του Έθνους σε σχέση με το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, άρα και μια περιοδολόγηση του θετικού ή αρνητικού προσήμου του Έθνους σε σχέση με την τάση χειραφέτησης. Η περιοδολόγηση κεφαλαιοκρατίας και Έθνους ως πρώτο επίπεδο ανάλυσης, που μας δείχνει τη γενική τάση που έλκει κάθε κοινωνικό σχηματισμό, είναι αναγκαία προϋπόθεση για να περάσουμε στοδεύτερο επίπεδο ανάλυσης, τη γενική δομή ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού υπό το πρίσμα τηςανισόμετρης ανάπτυξής του σε σχέση με το εκάστοτε στάδιο της κεφαλαιοκρατίας. Σε ένα τρίτο επίπεδο ανάλυσης, μπορούμε να διακρίνουμε την εκάστοτε εποχή του σταδίου της κεφαλαιοκρατίας (ανάπτυξη ή κάμψη της κερδοφορίας),τη γενική συγκυρία ή περίοδο (κρισιακή συγκυρία/περίοδος ή περίοδος ομαλής κοινωνικής αναπαραγωγής) του σταδίου και την ειδική πολιτική συγκυρία. Αντίστοιχα την εποχή, τη γενική και την ειδική συγκυρία της καπιταλιστικής κοινωνικής δομής. Τα επίπεδα ανάλυσης κλιμακώνονται από το πιο στρατηγικά πρωταρχικό, στο πιο τακτικά καθοριστικό. Η ανάλυση λοιπόν πρέπει να ξεκινά α) από το στάδιο της κεφαλαιοκρατίας και το Έθνος μέσα σε αυτό, έπειτα να περνά β) στη καπιταλιστική θέση και τη δομή του κοινωνικού σχηματισμού, ύστερα να προχωρά γ) στην εξέταση του ειδικότερου ιστορικού χρόνου σε σχέση με την εποχή, την γενική συγκυρία και την ειδική συγκυρία του κεφαλαιοκρατικού σταδίου και του κοινωνικού σχηματισμού.
Άρα τα κριτήρια που έχουμε για την ανάλυση του Έθνους είναι: α) στάδιο της κεφαλαιοκρατίας και Έθνος β) θέση και δομή του κοινωνικού σχηματισμού σε σχέση με το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, με βάση το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης στο χώρο και το χρόνο γ) εποχή, γενική και ειδική (πολιτική) συγκυρία.
4. Κεφαλαιοκρατικά στάδια, θέση του κοινωνικού σχηματισμού και Έθνος
Πρώτο στάδιο (από τον προβιομηχανικό στον βιομηχανικό καπιταλισμό): Πέρασμα, από την καταπιεσμένη εθνοτική ομάδα απέναντι σε ένα αγροτικό απολυταρχικό κράτος ή την αποικιοκρατία, στη δημιουργία εθνών-κρατών και τη διαδικασία εκβιομηχάνισης. Ιστορικά υπερισχύει η τάση χειραφέτησης του «εθνικού» έναντι της τάσης υποταγής. Ένας λαικός εθνικισμός συγκρούεται με απολυταρχικές δομές με ηγέτιδα την προοδευτική ιστορικά αστική τάξη και ατμομηχανή τις λαικές μάζες. Περνάμε από τη νομαδική εθνοτική ομάδα ενάντια στην απολυταρχία, στην ίδρυση έθνους-κράτους και την εκβιομηχάνιση. Ωστόσο, όπως φάνηκε στις μεγάλες αστικές επαναστάσεις, με κορυφαίο παράδειγμα τη Γαλλική Επανάσταση, κάθε εδραίωση της αστικής εξουσίας μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία περάσματος, σήμαινε την υποταγή της εργατικής τάξης και των συμφερόντων της στα αστικά συμφέροντα που προβάλλονταν ως εθνικά.
Ο Benedict Anderson διακρίνει εδώ, με κύριο άξονα τον ευρωπαικό χώρο, το πρώτο κύμα εθνικισμού στο «μοντέλο», των «λαικών εθνικισμών» ενάντια σε απολυταρχίες, από το δεύτερο μισό 18ου αιώνα μέχρι πρώτο μισό 19ου. Για τον Eric Hobsbawm, η αντίστοιχη περίοδος είναι από το 1789 μέχρι το 1848. To oνομάζουμε μοντέλο Α, στο πρώτο στάδιο εδραίωσης της κεφαλαιοκρατίας.
Δεύτερο στάδιο (βιομηχανικός-μονοπωλιακός καπιταλισμός). Με την μορφή του έθνους-κράτους, εδραιώνεται η αστική τάξη και προχωρά η εκβιομηχάνιση. Μεγαλώνει η τάση υποταγής εντός του εθνικού (αυτό)προσδιορισμού, αμέσως μόλις η αστική τάξη εδραιώνεται στην εξουσία και, στο όνομα της εθνικής ενότητας, επιτίθεται σε προλετάριους και εθνικές μειονότητες, ταυτίζοντας μέσω ιδεολογικών μηχανισμών και ελεγχόμενων πολιτισμικών πρακτικών το έθνος με το κράτος. Τη πρώτη περίοδο βιομηχανικής ανάπτυξης και εξάλειψης των φεουδαρχικών-απολυταρχικών κατάλοιπων, η τάση χειραφέτησης απέναντι στον παλιό δεσποτισμό συνυπάρχει με την τάση υποταγής στον νέο δεσποτισμό, και όσο προχωρά η διαδικασία εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης τόσο το χειραφετητικό ‘’σε τελική ανάλυση’’ πρόσημο του έθνους γίνεται από θετικό αρνητικό. H τάση χειραφέτησης του Έθνους στο Έθνος-Κράτος, αφορά μόνο τους ομοεθνείς των οποίων αυξάνεται ποιοτικά και ποσοτικά το βιοτικό επίπεδο, αφού το Έθνος-Κράτος συνεπάγεται πάντα την υποταγή εθνοτικών μειονοτήτων. Η τάση υποταγής στο εσωτερικό των ομοεθνών μελών εργατικής και αγροτικής τάξης σε σχέση με την ομοεθνή αστική, οξύνεται καθαρά την περίοδο της κρίσης του βιομηχανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού (περίοδος του «ιμπεριαλισμού») στους συγκριτικά ανεπτυγμένους, από άποψη θέσης στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Αντίθετα, στις αποικιοκρατούμενες περιοχές στο στάδιο του βιομηχανικού-ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού, καθώς και σε εκείνες στις οποίες επιβιώνει το παλαιό απολυταρχικό καθεστώς, ο εθνικός προσδιορισμός τείνει να έχει το χειραφετητικό πρόσημο που είδαμε στο πρώτο στάδιο, ως αγώνας ενάντια στην αποικιοκρατία και τον απολυταρχισμό για εθνική αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία, αλλά τώρα μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, όταν λέμε ότι «τείνει να έχει», εννοούμε ότι αυτό το χειραφετητικό πρόσημο σε συνθήκες ιμπεριαλισμού όπου η αστική τάξη έχει γίνει ιστορικά και στρατηγικά αντιδραστική, γρήγορα μετατρέπεται στο αντίθετό του, σε αντιδραστικό πρόσημο σε σχέση με την κοινωνική χειραφέτηση και την πάλη των αγροτών και της εργατικής τάξης.
Τα παραπάνω μπορούμε να τα δούμε με ανάγλυφο τρόπο αν συγκρίνουμε την αντικειμενική νοηματοδότηση του «Έθνους» στη Γερμανία της κλασικής ιμπεριαλιστικής εποχής, και στη Ρωσία της εποχής, λίγο πριν το ξέσπασμα των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Η αντιφατικότητα της θέσης του ρωσικού απολυταρχικό κράτος που το καθιστούσε από τη μία ''καθυστερημένο'' παραγωγικά και πολιτικά κοινωνικό σχηματισμό, ημιφεουδαρχικό αλλά από την άλλη μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, σύμφωνα με την ανάλυση του Λένιν, σήμαινε και μιαδιαρκή ιστορική αντίφαση ανάμεσα στην αντιδραστική και την επαναστατική χρήση του «Έθνους». Το «Έθνος» δηλαδή είχε χειραφετητικό πρόσημο απέναντι στον ρωσικό απολυταρχισμό, αλλά αντιδραστικό σε σχέση με τη διεθνή ιμπεριαλιστική αστική τάξη και με τη ρεαλιστική προοπτική μιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορεί να βρει κανείς διαφορετικές διατυπώσεις στα λενινιστικά γραπτά (που πάντα όμως ήταν ξεκάθαρα ως προς την υπεροχή του ταξικού πάνω στο εθνικό), και αυτός είναι, επίσης, ο λόγος που προκρίθηκε μια σύνδεση του εθνικού με το ταξικό. Πρόκειται για μια παραλλαγή του ερωτήματος της «αστικής προοδευτικής τάξης» σε συνθήκες ιμπεριαλισμού αλλά σε καθυστερημένους κοινωνικούς σχηματισμούς με προκαπιταλιστικά κατάλοιπα, και για το αν πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση έπρεπε να γίνει η αστική επανάσταση, άποψη με την οποία συγκρούστηκε ο Λένιν. Με ανάλογο τρόπο, το ερώτημα που τέθηκε είναι, αν το εθνικό όραμα στις καθυστερημένες ημιφεουδαρχικές κοινωνίες ήταν ιστορικά προοδευτικό σε σχέση με το «παλαιό καθεστώς», ή ιστορικά αντιδραστικό, σε σχέση με τη προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης που ωρίμαζε στον ιμπεριαλισμό. Ήταν, ουσιαστικά, το ερώτημα για το αν έπρεπε να υπερισχύει, στην θετική ή αρνητική αξιολόγηση του εθνικού, ως κριτήριοτο στάδιο του ιμπεριαλισμού ή η θέση του κοινωνικού σχηματισμού μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Το επαναστατικό σκεπτικό προέκρινε τη προσπάθεια πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού του εθνικού σε σοσιαλιστικό-λαικό, στους παραγωγικά και πολιτικά ''καθυστερημένους'' (χρησιμοποιώντας το κλασικό μαρξιστικό λεξιλόγιο) κοινωνικούς σχηματισμούς. Αυτή η πολιτική τακτική, ωστόσο, δεν αναίρεσε την τάση υποταγής που επιφέρει το έθνος-κράτος. Σε όλη αυτή την περίοδο κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και κρίσης, το Έθνος σταδιακά ταυτίζεται με το Κράτος σε ένα Έθνος-Κράτος, και αποκτά παγιωμένο περιεχόμενο υπέρ της άρχουσας τάξης, με την οργανωμένη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών που κατασκευάζουν την ιστορία του Έθνους-Κράτους ως φυσικό πεπρωμένο και διαχέουν στην κοινωνία την αντίληψη πως το συμφέρον της άρχουσας τάξης ταυτίζεται με το αγροτικό, το εργατικό και ευρύτερα το γενικό συμφέρον.
Για τον Benedict Anderson, τη περίοδος αυτή, με κύριο άξονα τον ευρωπαϊκό χώρο, ηγεμονεύει το δεύτερο κύμα εθνικισμού, στο μοντέλο του επίσημου εθνικισμού, από τα μέσα 19ου μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Το ονομάζουμε μοντέλο Β, περίπου στο δεύτερο στάδιο εδραίωσης της κεφαλαιοκρατίας.
Τρίτο Στάδιο (τριτογενοποίηση της παραγωγής και ολοκληρωτικός καπιταλισμός). Σε αυτό το στάδιο, έχει γενικά ολοκληρωθεί στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ο μετασχηματισμός του έθνους σε έθνος-κράτος, η ταύτιση δηλαδή του εθνικού συμφέροντος με τα αστικά συμφέροντα στο πλαίσιο του αστικού έθνους-κράτους. Ιστορικά υπερισχύει η τάση υποταγής του «εθνικού» έναντι της τάσης χειραφέτησης. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, πιο πολύ από ποτέ ο «πατριωτισμός» είναι εκ των πραγμάτων «εθνικισμός», και το εθνικό συναίσθημα σημαίνει τη συναισθηματική προσκόλληση με τα συμφέροντα μιας εθνικής αστικής τάξης. Αυτό συχνά εκφράζεται ωςαναπόληση μιας εθνικής, βιομηχανικής αστικής τάξης έναντι της πολυεθνικής χρηματοπιστωτικής αστικής ηγεμονίας που χαρακτηρίζει το στάδιο αυτό. Εμφανίζεται έτσι ένας νέος πατριωτισμός που προβάλλει την ανάγκη ανάπτυξης του «παραγωγικού εθνικού βιομηχανικού» έναντι του «παρασιτικού χρηματοπιστωτικού» και του νομαδικού πολυεθνικού κεφάλαιου. Πρόκειται για μια τάση υποταγής στο ένδοξο καπιταλιστικό παρελθόν, που προβάλλεται ως τάση χειραφέτησης σε σχέση με το καπιταλιστικό παρόν. Μια τάση, δηλαδή, επιστροφής στο πρώτο μοντέλο, του λαικού εθνικισμού ενάντια σε απολυταρχίες, και στο δεύτερο μοντέλο κατά την αρχή εθνοκρατικής εκβιομηχάνισης. Κατά τον ίδιο τρόπο, αυτή η εθνικιστική αναδίπλωση στο εγχώριο βιομηχανικό κεφάλαιο έναντι του διεθνικού χρηματοπιστωτικού, αποτελεί αντίδραση στη μείωση των βαθμών ελευθερίας των εθνών-κράτων στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, και νοσταλγεί τη προηγούμενη περίοδο της εθνικά-εδαφικά προσδιορισμένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του βιομηχανικού καπιταλισμού, που εξαρτιόταν λιγότερο από υπερεθνικά κέντρα λήψης αποφάσεων, με κύρια πηγή αναπόλησης την περίοδο 1945-1970, περίοδο ολοκλήρωσης της εκβιομηχάνισης στο δυτικό κόσμο και ταξικού συμβιβασμού, με κοινωνικές παροχές στα κατώτερα στρώματα και αντίπαλο δέος την ΕΣΣΔ.
Το ερώτημα που τίθεται έντονα, είναι τί χειραφετητικό πρόσημο έχει το Έθνος σε χώρες της ημιπεριφέρειας του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, σε συνθήκες ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Σε τέτοιες χώρες, όπως η Ελλάδα, που ανήκει στην περιφέρεια του πυρήνα της κεφαλαιοκρατίας (Ε.Ε, ανεπτυγμένος δυτικός καπιταλισμός), έχουμε τριτογενοποίηση της παραγωγής χωρίς αυτό να έχει συμβεί με την οργανική μετάβαση από το δευτερογενή στον τριτογενή τομέα μέσω αυτοματοποίησης του πρώτου, χωρίς αυτό να σημαίνει δηλαδή υπεροχή σε σχέση με τις χώρες του «πυρήνα» στους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Στις χώρες αυτές, επικρατεί σε τελική ανάλυση το αντιδραστικό πρόσημο του εθνικού προσδιορισμού, το πρόσημο δηλαδή που χαρακτηρίζει συνολικά το έθνος-κράτος στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Η πάλη για εθνικό παραγωγικό βιομηχανικό κεφάλαιο έναντι του ευρωπαικού και διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, εκφράζει τα συμφέροντα μερίδων της εγχώριας αστικής τάξης που προβάλλονται ως εθνικά-γενικά συμφέροντα των Ελλήνων, όχι όμως και τα συμφέροντα συνολικά της ελληνικής σύγχρονης αστικής τάξης, άρα και του σύγχρονου αστικού ελληνικού-έθνους κράτους. Για το λόγο αυτό το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και το βιομηχανικό, παρά την αντίθεσή τους, πρέπει να καταλήξουν σε έναν «συμβιβασμό». Ο εθνικός προσδιορισμός δεν έχει καν τον αντιφατικό χειραφετητικό χαρακτήρα του έθνους την περίοδο της εκβιομηχάνισης, γιατί δεν υπάρχει κάποια κυρίαρχα προοδευτική, σε σχέση με ημιφεουδαρχικά κατάλοιπα και απολυταρχικές δομές, βιομηχανική ελληνική αστική τάξη που προτάσσει μια κοινοβουλευτική-δημοκρατική πολιτική. Ο πατριωτικός λόγος, σε όλες τις χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα και στις χώρες της ημιπεριφέρειας, δεν μπορεί να «συνδεθεί» με μια ταξική στρατηγική, όσο και αν προσπαθούν κάτι τέτοιο οι πολιτικά δρώντες, και τείνει να επικαλυφθεί, καθώς φτάνει κοντά στην κατάκτηση της (κυβερνητικής) εξουσίας, από τον εθνικισμό.
Με βάση, όμως, όλα τα επίπεδα ανάλυσης που προαναφέραμε, υπάρχουν και ιδιαίτερες, εξαιρετικές περιπτώσεις. Σε περιπτώσεις εθνοτικών ομάδων που παλεύουν για την ίδρυση ενός έθνους-Κράτους, όπως οι Κούρδοι, ή σε περιπτώσεις εθνοτικών ομάδων που ζουν μια δικτατορικά επιβαλλόμενη πολιτική εξουσία, με ή χωρίς ναζιστικό χαρακτήρα, όπως στην Ουκρανία, ακόμα και σήμερα δύναται να μπορεί να συνδεθεί το εθνικό με το ταξικό. Στην περίπτωση των Κούρδων, φαίνεται να επιβιώνει το πρώτο μοντέλο του «λαικού πατριωτισμού», ωστόσο, σε σημερινές συνθήκες, αυτό θα σημαίνει και ηγεμόνευση του πατριωτικού από το διεθνοποιημένο αστικό (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ), αν το πατριωτικό δεν προσλαμβάνει εξ αρχής ταξικό πρόσημο. Η ομοιότητα λοιπόν με το πρώτο μοντέλο του λαικού εθνικισμού είναι αναλυτικά χρήσιμη, αλλά αναχρονιστική, αν δεν λάβει κανείς υπόψη την ηγεμονία του σύγχρονου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας.. Όσον αφορά τη σύγκριση της ουκρανικής περίπτωσης με το δεύτερο στάδιο κεφαλαιοκρατικής περιοδολόγησης, δεν είναι τυχαίο που η ανατολική Ουκρανία, πηγή της αντίστασης στην υπάρχουσα πολιτική εξουσία, έχει τις πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικές ζώνες στη χώρα. Σίγουρα, στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού, και με δεδομένη στην Ουκρανία την προΰπαρξη μιας διαδικασίας ταύτισης του έθνους με το Κράτος, το ταξικό στοιχείο ασφυκτιά κάτω από τη σημαία του Έθνους της «Νέας Ρωσίας». Η μοναδική ιστορική ιδιαιτερότητα της ουκρανικής περίπτωσης, είναι οι παραδοσιακές εθνοτικές διαιρέσεις και το σοβιετικό παρελθόν, δύοπαράγοντες που έχουν ιστορικά εμποδίσει τη ταύτιση του Έθνους με το ουκρανικό κράτος σε ένα κλασικό αστικό έθνος-κράτος-και όπως είδαμε, η διαδικασία αυτή ταύτισης είναι καθοριστική ώστε να αποκτήσει το Έθνοςκυρίαρχα αντιδραστικό πρόσημο.
5. Το αίτημα της «Εθνικής Ανεξαρτησίας»
Το αίτημα της «εθνικής ανεξαρτησίας» είναι πάντα ψευδές όταν έχει εγκαθιδρυθεί έθνος-κράτος. Γιατί κάθε έθνος-κράτος αναγνωρίζεται με διεθνή συμφωνία σε σχέση με το σύστημα εθνών-κρατών, και εκφράζει τα συμφέροντα διαφόρων αστικών τάξεων σε ένα σημείο ισορροπίας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χάραξη των συνόρων, που είναι πάντα σχεσιακή, σε σχέση με άλλα έθνη-κράτη. Σχεσιακές είναι και οι οικονομικές και πολιτικές αλλά και οι πολιτισμικές σχέσεις. Δεν υπάρχει λοιπόν «εθνικά ανεξάρτητο» κράτος, ούτε δυνατότητα αυτού. Η μόνη περίπτωση που το αίτημα της «εθνικής ανεξαρτησίας» έχει νόημα, είναι η περίπτωση κατά την οποία μια εθνοτική ομάδα δίχως κράτος συγκρούεται και διεκδικεί την ίδρυση ενός έθνους-κράτους (περιπτώσεις απολυταρχίας, ξένης κατοχής-αποικιοκρατίας). Τότε αναγνωρίζεται πράγματι μια «εθνική ανεξαρτησία» της εθνοτικής αυτής ομάδας ως διακριτής εθνοκρατικής μονάδας, μια εθνική κυριαρχία που είναι όμως στη πραγματικότητα σχετική, μέσα σε ένα εθνοκρατικό σύστημα. Και αυτό γιατί «εθνική υποτέλεια», δηλαδή εξάρτηση, σε σχέση με την οποία νοείται η εθνική ανεξαρτησία, συμβαίνει μόνο όταν ένα Κράτος καταπιέζει μια μη κρατική εθνοτική ομάδα, η οποία διεκδικεί την ίδρυση ενός «δικού της» κράτους. Με βάση τα παραπάνω, ένα έθνος-κράτος δεν μπορεί να κερδίσει «εθνική ανεξαρτησία», σε αντίθεση με μια εθνοτική ομάδα, που μπορεί να κερδίσει μια «εθνική ανεξαρτησία» ή «εθνική κυριαρχία» με την ίδρυση κράτους και την απόφαση διακριτών συνόρων και πολιτικών οργάνων, η οποία αμέσως, με την ίδρυση του έθνους-κράτους, είναι σχεσιακή, σχετική με άλλες εθνικές μονάδες-κυριαρχίες μέσα σε ένα σύστημα εθνών-κρατών.
Μπορεί να μιλήσει κανείς για «μικρότερους» και «μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας» ενός έθνος-κράτους, αντί για εθνική εξάρτηση/υποτέλεια και εθνική ανεξαρτησία όταν υπάρχει έθνος-κράτος. Όχι όμως για μικρότερους ή μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας του «Έθνους», αντί του Έθνους-Κράτους. Γιατί, όπως είδαμε, η μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία-ανεξαρτησία ενός «έθνους», δηλαδή μιας εθνοτικής ομάδας πολιτισμικά ενοποιημένης (και «αιματοσυγγενικά», κατά την κυρίαρχη ιδεολογία της), είναι η ίδρυση ενός έθνους-κράτους. Όταν ένα έθνος-κράτος, πχ το ελληνικό, πρέπει να εκπληρώνει διεθνείς υποχρεώσεις μέσα σε ένα ευρύτερο σύστημα εθνών-κρατών (πχ. Ευρωπαική Ένωση), ή είναι δέσμιο οικονομικών σχέσεων ανισόμετρης ισχύος σε σχέση με άλλα καπιταλιστικά έθνη-κράτη, τότε δεν μιλάμε για «εθνική εξάρτηση» ούτε για «κατάλυση εθνικής κυριαρχίας», για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί η εθνική κυριαρχία είναι πάντα σχεσιακή μέσα στη διακριτότητά της, και στο βαθμό που το έθνος-κράτος υπάρχει, διενεργεί εκλογές κλπ, υπάρχει και «εθνική κυριαρχία», με την έννοια της σχεσιακής πάντα ύπαρξης μιας διακριτής εθνοκρατικής μονάδας σε ένα σύστημα κρατών. Μέσα στην Ε.Ε εκείνο που «χάνεται» για το ελληνικό κράτος και την κυβέρνηση είναι βαθμοί ελευθερίας-άσκησης εθνοκρατικής πολιτικής.
Δεύτερον, ακόμα και αν λανθασμένα ταυτίζαμε την απώλεια βαθμών ελευθερίας εθνοκρατικής πολιτικής με τηναπώλεια/κατάργηση εθνικής ανεξαρτησίας/κυριαρχίας, προβάλλοντας το αίτημα της «εθνικής ανεξαρτησίας» ενάντια σε κάθε «οικονομικό εκβιασμό» μηχανισμών όπως η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση, θα ταυτίζαμε έτσι το εθνικό κράτος και την κυβέρνηση με την κοινωνία. Γιατί, μιλώντας για «Εθνική Ανεξαρτησία», θεωρούμε το κράτος και την κοινωνία από κοινού ένα Έθνος, που ως ενιαία οντότητα υπάρχει στο διεθνές σύστημα. Στις ακρατικές εθνοτικές ομάδες που βρίσκονται σε νομαδική κατάσταση, μπορούμε να μιλάμε για «εθνική ανεξαρτησία» με το σχεσιακό όρο για τον οποίο έχουμε μιλήσει και υπό τη προοπτική της ίδρυσης έθνους-κράτους, αφού ακριβώς επειδή δεν υπάρχει έθνος-κράτος παρά μόνο ακρατική εθνοτική ομάδα, δεν υπάρχει η διάκριση κράτους-κοινωνίας, κρατικής κυβέρνησης-κυβερνώμενων.Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούμε να μιλάμε για «ανάκτηση της νομισματικής πολιτικής» στα χέρια του Έθνους, με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Γιατί έτσι πάλι παραβλέπουμε ότι, αυτός που «ανακτά» τη νομισματική πολιτική δεν είναι το «Έθνος» αλλά το έθνος-κράτος (και η κυρίαρχη τάξη μέσω των εκπροσώπων της), σε διάκριση από την κοινωνία, που δεν καθορίζει σε τίποτα τη νομισματική πολιτική. 
Τη δεύτερη αντίρρηση στο αίτημα της «εθνικής ανεξαρτησίας» την υπερβαίνει το αίτημα της πολιτικής ανεξαρτησίας ή πολιτικής αυτονομίας της κοινωνίας, των υποτελών, των καταπιεσμένων, της εργατικής τάξης. Δεν υπάρχει καμιά «εθνική υποτέλεια» και εξάρτηση του ελληνικού κράτους απέναντι στην Ε.Ε, μόνο πολιτική εξάρτηση του ελληνικού κράτους σε κάποια ζητήματα από την Ε.Ε, η οποία προυποθέτει την πολιτική εξάρτηση και υποτέλεια των κυβερνώμενων στους κυβερνώντες εντός της ελληνικής κοινωνίας με την «εθνική αφομοίωση» των συμφερόντων των πρώτων στις αποφάσεις των δεύτερων, υποτέλεια που αποτελεί πολιτική έκφραση της ταξικής υποτέλειας και εξάρτησης στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Όσον αφορά τη πρώτη αντίρρηση στο αίτημα της «εθνικής ανεξαρτησία», κάθε αίτημα πολιτικής αυτονομίας-ανεξαρτησίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη δεν υπάρχει «απόλυτη αυτονομία» ή «απόλυτη κυριαρχία» μιας κοινωνίας, παρά μόνο σχετική κυριαρχία λήψης αποφάσεων σε ένα πλαίσιο συνύπαρξης με άλλες κοινωνίες και σε ορισμένους τομείς, έναντι άλλων που απαιτούν αναγκαστικά σύμπραξη των κοινωνιών (βλ. για παράδειγμα της ανταλλαγές αγαθών
6. Λαός και Έθνος 
1. Είναι προφανές ότι "λαοί" υπήρχαν πριν τα σύγχρονα έθνη, ότι το όνομα λαός και τα παράγωγά του (λαϊκός, κλπ) προηγούνται ιστορικά του ονόματος έθνος με την σύγχρονή του έννοια, αυτή που απέκτησε μετά, κυρίως, τον 18ο αιώνα.
2. Είναι επίσης προφανές ότι, άμα τη εμφανίσει του, το σύγχρονο έθνος προσπάθησε να προσαρτήσει την έννοια του λαού, περιορίζοντάς τη στα πλαίσιά του: ο "λαός" έγινε κάτι που δεν ήταν παλιότερα, δηλαδή ένα υποτίθεται εθνοτικά, γλωσσικά, και θρησκευτικά ομοιογενές μόρφωμα.
3. Το κριτήριο συγκρότησης του λαού ως λαού όμως δεν ήταν η διαφορά του από άλλους λαούς. Ήταν η διαφορά του από την πιο ολιγάριθμη τάξη των ευγενών, των κληρικών, των τοπικών ή κεντρικών αρχόντων. Η λαϊκή κουλτούρα ήταν η ημι-αυτόνομη κουλτούρα ενός χώρου που βρισκόταν σε αντίστιξη με την υψηλή κουλτούρα των μη λαϊκών στρωμάτων. Μέχρι τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 17ου αιώνα η αντίστιξη είχε επίσημο χαρακτήρα, μιας και σηματοδοτούνταν από την αντίστιξη γλωσσών: Λατινικά για την κρατική και κληρική εξουσία, λαϊκά ιδιώματα (vernaculars) για το λαό. Στην Ελλάδα, η κατοπινή αντίστιξη καθαρεύουσας και δημοτικής διατύπωσε (αν και όχι πλήρως ή με απόλυτη σαφήνεια) μια αντίστοιχη διαφοροποίηση.
4. Η διαφορά του λαού από άλλους λαούς, η μετατόπιση δηλαδή του κριτηρίου συγκρότησης του λαού από την "εσωτερική" διαφορά του από τις υψηλόβαθμες κάστες και τον κλήρο στην "εξωτερική" διαφορά του από τους λαούς άλλων χωρών, είναι φυσικά δημιούργημα του εθνικισμού, και όχι του εθνικισμού tout court, αλλά του εθνικισμού ως έκφρασης της αστικής ιδεολογίας. Ο "λαός" του Ρήγα Φεραίου δεν είναι ο ίδιος με τον "λαό" του Ιωάννη Πολέμη.
5. Η προσάρτηση του λαού από το έθνος και την εθνική ιδεολογία δηλώνεται ξεκάθαρα από την προσάρτηση του ουσιαστικού "λαός" από το εθνικό επίθετο: "ελληνικός λαός", σε αντίστιξη με τον "γερμανικό", τον "γαλλικό", κλπ, και όχι απλώς "λαός", σε αντίστιξη με την κοινωνική ελίτ που ζει σε μία χώρα (αξιωματούχοι, "τζάκια", "προύχοντες" κλπ).
6. Μέρος της ιδεολογικής αντίληψης περί έθνους είναι ότι αποτελεί μια υπερβατική έννοια στον βαθμό που δεν περιορίζεται από τον χρόνο (το έθνος παρουσιάζει τον εαυτό του ως προαιώνιο) ή τον χώρο (το έθνος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως υπερβαίνον τα σύνορα του κράτους, είτε αλυτρωτικά, είτε μέσω αναφοράς στους εθνικούς πληθυσμούς που ζουν ως μετανάστες εκτός κράτους).
7. Ο "λαός" είναι επίσης μια κατηγορία που, στον δικό του νου, υπερβαίνει τον χρόνο: υπήρχε πάντα λαός, και τα ονόματά του είναι πολλά: πληβείοι, sans culottes, δήμος, πλήθος, Third Estate.
8. Δεν είναι όμως μια κατηγορία που θεωρεί ότι υπερβαίνει τον τόπο: ο λαός ζει σε ένα κράτος και μια συγκεκριμένη γεωγραφική έκταση την οποία το κράτος αυτό νέμεται. Δεν έχει νόημα η συμπερίληψη στον λαό που ζει στην Ελλάδα, στο κράτος της Ελλάδας, λαών που ζουν αλλού.
9. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ασυμμετρία μεταξύ έθνους και λαού, συνεπώς. Το έθνος είναι δυνάμει υπερκρατική ιδέα --αλυτρωτικά, λόγω "ομογένειας", κλπ-- αλλά είναι επίσης αναγκαστικά μια ιδέα για την ομοιότητα (γλωσσική, θρησκευτική, εθνοτική). Ο λαός είναι πάντα εγκλωβισμένος στο κράτος, είναι αυτός που εγκλωβίζεται από την ισχύ του κράτους στο ρόλο της παραγωγικής μάζας, αλλά είναι ταυτόχρονα ανομοιογενής, ετερογενής, πολύγλωσσος, πολύθρησκος, πολυ-εθνοτικός.
10. Οι λέξεις έχουν σημασία. Μια αντιμετάθεση επιθέτου και ουσιαστικού και όλα αλλάζουν: ο "ελληνικός λαός" δεν είναι "ο λαός της Ελλάδας". Ο πρώτος είναι παράγωγο του έθνους, επικαθορίζεται από το έθνος, συγκροτείται με βάση την εθνική ταυτότητα με όλες της τις υπερβατικές, οιωνεί μεταφυσικές διαστάσεις. Ο δεύτερος είναι απλώς ο λαός που συμβαίνει να ζει στο κράτος που λέγεται Ελλάδα. Ο "λαός της Ελλάδας" είναι ένα σύνολο που περιλαμβάνει τα υποσύνολα "Αλβανός", "Νιγηριανός", "σλαβόφωνος", "μουσουλμάνος". Ο "ελληνικός λαός" είναι ένα σύνολο που τα αποβάλλει υπόρρητα ή τα καταστέλλει ρητά.
11. Ως σημαίνον, η λέξη "λαός" δεν έχει κατηγορικό περιεχόμενο. Είναι ένα άδειο σημαίνον. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει νόημα. Το νόημα της λέξης "λαός/λαϊκός" είναι εξ ολοκλήρου αρνητικό: μέλος του είναι αυτός που δεν είναι ούτε ευγενής, ούτε κληρικός, ούτε αξιωματούχος του κράτους. Ο "λαός" είναι το σημαίνον ενός απορρίματος, ενός άνευ διάκρισης και αξίας "περισσεύματος", το οποίο ταυτόχρονα αποτελεί τον πυρήνα της (ανα)παραγωγής της υλικής ζωής ενός τόπου.
Δημοσιεύτηκε 11th March 2015 από τον χρήστη Ονειρμός
http://bestimmung.blogspot.gr/2015/03/blog-post_11.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου