Η σχετικά πρόσφατη αρθρογραφία
του Αλέξη Ηρακλείδη, πανεπιστημιακού, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και
Ανάλυσης-Επίλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του
Παντείου Πανεπιστημίου, που για μεγάλο διάστημα ταυτίστηκε πολιτικά με
την απόπειρα επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών από τις κυβερνήσεις Κ.Σημίτη
και τον ΥΠΕΞ Γ.Παπανδρέου –χαρακτηριστική η προσωπική του στάση υπέρ του
Σχεδίου Ανάν!
Μας βοηθά να κατανοήσουμε μέρος από τα πραγματικά επίδικα του
ελληνοτουρκικού ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, των όρων και του περιεχομένου της
Μυστικής Διπλωματίας που αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μεταξύ των δύο αστικών
τάξεων ερήμην των λαών. Να συνειδητοποιήσουμε τη διγλωσσία της αστικής πολιτικής που αφενός εξάπτει τον εθνικισμό (βλέπε Μακεδονικό λεγόμενο ζήτημα) όταν το απαιτούν τα συμφέροντα της, αφετέρου καταγγέλλει τον λαϊκισμό όταν αλλάζει πολιτική. Ενίοτε άλλα λέγονται στις κρατικές διαβουλεύσεις, με τις δηλώσεις που ακολουθούν τις επίσημες επαφές να βρίσκονται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση.
Συμβάλλει επίσης στη διαπίστωση όχι μόνο των λόγων
εκδήλωσης της τουρκικής πολιτικής με πρωταγωνιστή τον Ερντογάν, αλλά και στη συνειδητοποίηση
κάποιων μεταβολών της εξωτερικής πολιτικής από το δίδυμο Τσίπρα-Καμμένου.
Αξίζει όμως να επισημάνουμε ότι η
πολιτική που υπερασπίζεται ο Αλέξης Ηρακλείδης δεν επιδιώκει την αναγνώριση του
φιλολαϊκού της χαρακτήρα. Υπερασπίζεται ο καθηγητής όλες τις επιλογές των
αστικών κυβερνήσεων –είναι εύκολο να αναγνωριστεί η θετική στάση απέναντι στην κοινή
απάνθρωπη συνεργασία των δύο κρατών για την επίλυση του προσφυγικού ζητήματος,
Η ελληνοτουρκική διένεξη του Αιγαίου
ζητά επίλυση Αλέξης
Ηρακλείδης
Η συνάντηση κορυφής Αλέξη Τσίπρα και Αχμέτ Νταβούτογλου στη Σμύρνη (8
Μαρτίου) διεξήχθη, απ’ ότι φαίνεται, σε εποικοδομητικό κλίμα που γεννάει
ελπίδες για την αντιμετώπιση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος. Εκτός
από το προσφυγικό έγινε αναφορά και στη χρονίζουσα διένεξη του Αιγαίου και
γενικότερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που βρίσκονται σε καμπή από την ύφεση
που εγκαινιάστηκε το 1999 (με τις συμφωνίες χαμηλής πολιτικής Γιώργου
Παπανδρέου - Ισμαήλ Τζεμ, τη «σεισμική διπλωματία» και την Απόφαση της ΕΕ στο
Ελσίνκι). Το προσφυγικό και η ανάγκη συνεχούς συνεργασίας και σύμπλευσης των
δύο χωρών στο θέμα αυτό, καθώς και η κινητικότητα στο Κυπριακό και στο
ενεργειακό, ίσως εγκαινιάσουν και μία νέα ειλικρινή προσπάθεια επίλυσης των
διαφορών του Αιγαίου και των άλλων ελληνοτουρκικών διαφορών (μειονότητες,
Πατριαρχείο), επιλύσεις που θα ήταν προς όφελος και των δύο κρατών και των λαών
τους. Το βέβαιο είναι ότι χωρίς επίλυση των διαφορών του Αιγαίου η ελληνοτουρκική
ύφεση που ξεκίνησε το 1999 θα παραμείνει εύθραυστη. Δεν θα εξαφανιστούν ως διά
μαγείας η αμοιβαία καχυποψία, τα φοβικά σύνδρομα, οι αγκυλώσεις και από τις δύο
πλευρές, η γνωστή τροφή των εκατέρωθεν εθνικιστών και ιέρακων που επιθυμούν την
επιστροφή στην ελληνοτουρκική αντιπαλότητα.
Τον τελευταίο χρόνο έχουν λάβει χώρα διάφορα επεισόδια στο Αιγαίο που δεν
αφορούν το μεταναστευτικό-προσφυγικό, αλλά προκύπτουν ακριβώς επειδή λιμνάζουν
οι διαφορές στο Αιγαίο, που συμπληρώνουν σήμερα 43 χρόνια. Σταχυολογώ την πρόσφατη έμμεση αναφορά σε γκρίζες ζώνες, του Τούρκου
υπουργού εξωτερικών στην Αθήνα στη συνομιλία του με τον Έλληνα ομόλογο του Νίκο
Κοτζιά, την άκομψη μη αποδοχή του σχεδίου πτήσης για το αεροπλάνο με το οποίο
μετέβαινε ο Έλληνας πρωθυπουργός στο Ιράν, με αναφορά από πλευρά Τουρκίας στο
καθεστώς αποστρατικοποίησης των Δωδεκανήσων, το τουρκικό πολεμικό ελικόπτερο
που έκανε πτήση πάνω από την ελληνική βραχονησίδα Ζουράφα πλησίον της
Σαμοθράκης, το πλοίο Τσανταρλή στην περιοχή του πεδίου βολής της Άνδρου, το
ζήτημα της έρευνας και διάσωσης στη νήσο Κίναρο, κ.ά. Και βέβαια το χαριτωμένα
αιχμηρό μήνυμα στο twitter του Αλέξη Τσίπρα, όταν οι Τούρκοι κατέρριψαν το
ρωσικό πολεμικό, ότι οι Έλληνες πιλότοι είναι «λιγότερο νευρικοί», όπως
αποδόθηκε στα ελληνικά μίντια1 από τους Τούρκους (εννοούσε όταν
αναχαιτίζουν τουρκικά αεροσκάφη στο Αιγαίο). Και το κυριότερο που δημιουργεί
αλγεινή εντύπωση στους Έλληνες είναι βέβαια η πληθώρα «παραβάσεων του FIR» και
των «παραβιάσεων του εθνικού ελληνικού εναέριου» από τουρκικά πολεμικά.
Σημειωτέον η Τουρκία δεν θεωρεί τις υπερπτήσεις αυτές ως παραβάσεις ή
παραβιάσεις και προβαίνει σε αυτές ακριβώς για να τονίσει ότι δεν αποδέχεται το
καθεστώς στο οποίο επιμένει η Ελλάδα, δηλαδή (α) να της δίδονται τα σχέδια
πτήσης των τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών (ενώ αυτό δεν είναι υποχρεωτικό στη
βάση του διεθνούς δικαίου για κρατικά αεροσκάφη, όπως είναι τα πολεμικά) και
(β) να είναι η Ελλάδα η μόνη παράκτια χώρα στον κόσμο που έχει εθνικό εναέριο
χώρο ευρύτερο από το εύρος των χωρικών της υδάτων (στο διεθνές δίκαιο της
θάλασσας και του αέρα πρέπει να υπάρχει εναρμόνιση των δύο κυριαρχιών, με τα
θαλάσσια σύνορα να καθορίζουν τα εναέρια και όχι το αντίθετο).
Ας δούμε λοιπόν εν συντομία πώς έχουν τα πράγματα στην άλυτη διένεξη του
Αιγαίου που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1973.
Καταρχήν οι διαφορές στο Αιγαίο
είναι μέχρι σήμερα επτά, τρεις κύριες, δύο άλλες αρκετά σοβαρές και δύο
παρεπόμενες. Οι κύριες διαφορές και οι πλέον δυσεπίλυτες είναι (1) τα
κυριαρχικά δικαιώματα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, (2) το θέμα των ορίων της
αιγιαλίτιδας ζώνης (χωρικών υδάτων) και (3) τα όρια του ελληνικού εθνικού
εναέριου χώρου. Οι άλλες δυο σοβαρές είναι (4) το θέμα της αποστρατικοποίησης
των ελληνικών νήσων του ανατολικού Αιγαίου και (5) τα Ίμια/Καρντάκ και, κατά
την Τουρκία και άλλες «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο. Οι δύο παρεπόμενες διαφορές
που είναι πιο εύκολα επιλύσιμες αν λυθούν οι κύριες διαφορές, είναι (6) ο
έλεγχος της εναερίου κυκλοφορίας από το FIR (Flight Information Region) και (7)
ο επιχειρησιακός έλεγχος του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο.
Στο μέχρι σήμερα ελληνοτουρκικό διάλογο για το Αιγαίο, που έχει μακρά
ιστορία, ξεχωρίζουν οι ουσιαστικές και σε βάθος συνομιλίες του έλαβαν χώρα το
1976-81, το 2002-3 και το 2009-10.
Ο πρώτος ουσιαστικός διάλογος του 1976-1981 έγινε σε τέσσερα επίπεδα2 και
σε αυτόν υπήρχαν, κατά την εκτίμηση μου (με βάση τα σχετικά απόρρητα αρχεία και
τα απομνημονεύματα των Ελλήνων και Τούρκων διπλωματών), 12 σημεία σύγκλησης,3 εν
είδει κατευθυντηρίων γραμμών, στη λογική ενός, θα έλεγα, «μεγάλου πακέτου»,
δηλαδή μίας συνολικής λύσης σε όλα τα θέματα του Αιγαίου. Σημειώνω τις
κυριότερες συγκλήσεις:
1. Το Αιγαίο Πέλαγος δεν αποτελεί «ελληνική λίμνη» (δήλωση στην οποία
προέβη επανειλημμένα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής).
2. Η επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας με διαπραγματεύσεις ή παραπομπή σε διεθνές δικαστήριο.
3. Η τουρκική υφαλοκρηπίδα που θα προκύψει από την οριοθέτηση δεν θα πρέπει να περικυκλώνει τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
2. Η επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας με διαπραγματεύσεις ή παραπομπή σε διεθνές δικαστήριο.
3. Η τουρκική υφαλοκρηπίδα που θα προκύψει από την οριοθέτηση δεν θα πρέπει να περικυκλώνει τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
4. Η ελληνική υφαλοκρηπίδα που θα προκύψει από την οριοθέτηση δεν θα πρέπει
να κλείνει τις υπάρχουσες τέσσερις πολύτιμες εξόδους της Τουρκίας στην ανοικτή
θάλασσα του Αιγαίου.
5. Η Ελλάδα δεν θα επεκτείνει μονομερώς την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12
μίλια, φιμώνοντας την Τουρκία και περιορίζοντας την ελευθερία της ναυσιπλοΐας
στο Αιγαίο Πέλαγος που αποτελεί σημαντικότατο διεθνή ναυτικό δίαυλο.
6. Η ανάγκη εναρμονισμού του τελικού ελληνικού εναέριου χώρου με την αιγιαλίτιδα ζώνη, όπως συμβαίνει με όλες τις άλλες παράκτιες χώρες.
7. Η επίλυση του ζητήματος της αποστρατικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου στη βάση της αίσθησης ασφάλειας για τις δύο χώρες.
8. Οι δύο χώρες δεν θα καθιέρωναν ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) για να μην επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο.
6. Η ανάγκη εναρμονισμού του τελικού ελληνικού εναέριου χώρου με την αιγιαλίτιδα ζώνη, όπως συμβαίνει με όλες τις άλλες παράκτιες χώρες.
7. Η επίλυση του ζητήματος της αποστρατικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου στη βάση της αίσθησης ασφάλειας για τις δύο χώρες.
8. Οι δύο χώρες δεν θα καθιέρωναν ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) για να μην επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο.
Ο δεύτερος διάλογος (γνωστός ως διερευνητικές επαφές) ξεκίνησε τον Μάρτιο
του 2002 σε συνέχεια της Απόφασης της Συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι (Δεκέμβριος
1999). Η Τουρκία έγινε υποψήφια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως γνωστόν, υπό τον
όρο –κατόπιν απαίτησης του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη– ότι θα επιλύονταν οι
συνοριακές διαφορές της με την Ελλάδα (βλέπε Αιγαίο) εντός ευλόγου χρονικού
διαστήματος. Αν αυτό δεν καθίστατο δυνατό σε μία διαδικασία διαλόγου και
διαπραγματεύσεων μέχρι το Δεκέμβριο του 2004, τα ζητήματα αυτά θα παραπέμπονταν
προς επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ουσιαστικές συνομιλίες έλαβαν
χώρα το 2002-3. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή εγκατέλειψε το
ορόσημο του Δεκεμβρίου του 2004, ευλόγως από την πλευρά της, μια και η ίδια έσερνε
τα πόδια της στις διερευνητικές επαφές και ούτε καν ήθελε την προσφυγή στη Χάγη
(σχολή Πέτρου Μολυβιάτη).
Στις ουσιαστικές συνομιλίες του 2002-34 υπήρξε σύγκλιση στα
εξής σημεία, σε ένα θα έλεγα «μικρό πακέτο» λύσης (δηλαδή επικεντρώνοντας την
προσοχή στις τρεις κύριες διαφορές στο Αιγαίο): (1) Παραπομπή του θέματος της
υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο, μετά εννοείται από διαπραγματεύσεις για τη
σύνταξη κατάλληλου συνυποσχετικού, για από κοινού προσφυγή στην Χάγη. (2)
Μερική επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 στα 8 ή 9 μίλια για
την ελληνική ηπειρωτική χώρα και για τα νησιά που βρίσκονται πλησίον της
Ελλάδας, εφόσον η επέκταση αυτή δεν κλείνει την ανοικτή θάλασσα του Αιγαίου.
(3) Ταυτόχρονη εναρμόνιση του εναερίου χώρου με την αιγιαλίτιδα ζώνη που θα
προέκυπτε.
Οι διερευνητικές συνομιλίες συνεχίστηκαν και μετά την έλευση της Κυβέρνησης
του Κώστα Καραμανλή, όμως είχαν τεθεί στις ελληνικές καλένδες από τον υπουργό
εξωτερικών Πέτρο Μολυβιάτη, ο οποίος δεν πίστευε στην επίλυση των διαφορών στο
Αιγαίο με διαπραγματεύσεις και ούτε καν με παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο
(αντίθετα από τον μέντορά του Κωνσταντίνο Καραμανλή). Όταν ανέλαβε υπουργός
εξωτερικών η Ντόρα Μπακογιάννη φάνηκε να έχει διάθεση να «ξεπαγώσει» τις
διερευνητικές συνομιλίες, αλλά αυτό δεν της το επέτρεψαν οι
Καραμανλής-Μολυβιάτης. Νέο impetus εμφανίστηκε με την άνοδο της κυβέρνησης του
Γιώργου Παπανδρέου, όταν ανατέθηκαν οι συνομιλίες στον τέως πρέσβη Παύλο
Αποστολίδη, αλλά η προσπάθεια αυτή έπεσε στο κενό με την πτώση της κυβέρνησης
εκείνης, με τις συνομιλίες πάλι σε πάγο επί κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά, με τη
δραματική οικονομική κρίση στην Ελλάδα να μην αφήνει περιθώρια για τολμηρά
βήματα για αμοιβαία αποδεκτή επίλυση των διαφορών του Αιγαίου. Μάλιστα επί της
κυβέρνησης Σαμαρά (ο οποίος στα θέματα εξωτερικής πολιτικής περιστοιχιζόταν από
γνωστούς ιέρακες και υπερεθνικιστές, μέλη του Δικτύου 21, με προεξάρχοντα τον
Χ. Λαζαρίδη) φάνηκε μία ακόμη εν δυνάμει διαφορά στο Αιγαίο, η Αποκλειστική
Οικονομική Ζώνη, με ορισμένους μάλιστα που αγνοούν το διεθνές δίκαιο να
επιμένουν σε μονομερή ανακήρυξη ΑΟΖ εκ μέρους της Ελλάδας.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο σήμερα, στην πρόσφατη συνάντηση στη Σμύρνη.
Στη συνάντηση αυτή, μια θετική εξέλιξη ως προς τις διαφορές στο Αιγαίο
είναι η διαφαινόμενη διάθεση των δύο ηγετών να προχωρήσουν στην επίλυση με
διάλογο, με στόχο την ανεύρεση λύσης, την αποκήρυξη κάθε στρατηγικής χρήσης
ένοπλης βίας (Νταβούτογλου), το Αιγαίο να είναι περιοχή ειρήνης και
σταθερότητας (Τσίπρας) και την ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης των ελληνοτουρκικών
σχέσεων. Επίσης δεν αποκλείεται, ως συνέπεια των συνεχών επαφών μεταξύ τους, να
έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μία στοιχειώδης ανθρώπινη επαφή και αλληλοεκτίμηση
μεταξύ των δύο πρωθυπουργών, πράγμα που αν όντως ισχύει δεν είναι διόλου
αμελητέο.
Στα αρνητικά στοιχεία, φάνηκε –τουλάχιστον κατά την κοινή συνέντευξη– και
οι δύο πρωθυπουργοί να εμμένουν σε παραδοσιακές θέσεις που δεν βοηθούν στην
επίλυση, με τον μεν Τσίπρα να αναφέρεται στην υφαλοκρηπίδα σαν να είναι η μόνη
ελληνοτουρκική διαφορά στο Αιγαίο και στο νομικό δικαίωμα επέκτασης των χωρικών
υδάτων στα 12 μίλια, τονδε Νταβούτογλου να εμμένει στο casus belli ως
δικαιολογημένη αντίδραση στην ελληνική απειλή για επέκταση των χωρικών υδάτων
και να φαίνεται να δικαιολογεί την υπερβολική τουρκική αντίδραση με τις πολλές
παραβιάσεις (ελληνικός εναέριος χώρος) και παραβάσεις (εναέρια κυκλοφορία) σαν
να ήταν οι δύο χώρες εχθρικές. Η δημόσια στάση των δύο ηγετών ενδέχεται να
έγινε για εσωτερική κατανάλωση ή να αποτελεί αρχική «σκληρή» τοποθέτηση για
λόγους διαπραγματευτικής στρατηγικής αν όντως ακολουθήσουν στο μέλλον
ουσιαστικές συνομιλίες. Δεν θα απέκλεια τελείως το ενδεχόμενο να προέρχεται και
από σχετική ελλιπή γνώση για τα ζητήματα αυτά (π.χ. ο Τσίπρας είπε ότι το casus
belli είναι προϊόν της δεκαετίας του 1960!). Ενδέχεται όμως στην κατ’ ιδίαν
συζήτησή τους για τις διαφορές του Αιγαίου οι δύο πρωθυπουργοί να ήταν πιο
εποικοδομητικοί.
Για να έχουν μέλλον τυχόν ουσιαστικές ελληνοτουρκικές συνομιλίες για το
Αιγαίο, θα πρέπει, από την ελληνική πλευρά να τεθούν κατά μέρος (εννοείται μόνο
αν υπάρχει θετικό κλίμα και ανταπόκριση από την άλλη πλευρά) οι ακόλουθες
ανεδαφικές παραδοσιακές επίσημες ελληνικές θέσεις, που διαμορφώθηκαν από την
εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, στη δεκαετία του 1980.
- Ότι οι διαφορές του Αιγαίου είναι μόνο μία, η υφαλοκρηπίδα, κάτι που
εμφανίζει την Αθήνα αδιάλλακτη και εκτός πραγματικότητας.
- Ότι η προς οριοθέτηση υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο αφορά μόνο τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου και τουρκικών παραλίων.
- Ότι η Ελλάδα μπορεί μονομερώς να επεκταθεί στα 12 μίλια στο Αιγαίο. Όταν υπάρχουν αντικριστές χώρες και όταν ισχύουν «ειδικές περιστάσεις», όπως πολλά νησιά, περίπλοκη ακτογραμμή, κλπ., όπως κατεξοχήν συμβαίνει στο Αιγαίο, τότε δεν συνιστάται μονομερής οριοθέτηση των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 μίλια από τη μία χώρα, αλλά συμφωνία μεταξύ των δύο παρακτίων χωρών ή προσφυγή σε διεθνές δικαστικό όργανο.
- Ότι ο ελληνικός εναέριος χώρος μπορεί να παραμείνει εσαεί ως έχει, στα 10 μίλια αντί 6 μίλια που θα έπρεπε να είναι.
- Ότι μπορεί η Ελλάδα μονομερώς να ορίζει την ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) της αρεσκείας της. Αυτό δεν γίνεται. Όπως και με την υφαλοκρηπίδα απαιτείται ελληνοτουρκική συμφωνία ή παραπομπή σε διεθνές δικαστήριο για την οριοθέτηση.5
- Ότι η προς οριοθέτηση υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο αφορά μόνο τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου και τουρκικών παραλίων.
- Ότι η Ελλάδα μπορεί μονομερώς να επεκταθεί στα 12 μίλια στο Αιγαίο. Όταν υπάρχουν αντικριστές χώρες και όταν ισχύουν «ειδικές περιστάσεις», όπως πολλά νησιά, περίπλοκη ακτογραμμή, κλπ., όπως κατεξοχήν συμβαίνει στο Αιγαίο, τότε δεν συνιστάται μονομερής οριοθέτηση των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 μίλια από τη μία χώρα, αλλά συμφωνία μεταξύ των δύο παρακτίων χωρών ή προσφυγή σε διεθνές δικαστικό όργανο.
- Ότι ο ελληνικός εναέριος χώρος μπορεί να παραμείνει εσαεί ως έχει, στα 10 μίλια αντί 6 μίλια που θα έπρεπε να είναι.
- Ότι μπορεί η Ελλάδα μονομερώς να ορίζει την ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη) της αρεσκείας της. Αυτό δεν γίνεται. Όπως και με την υφαλοκρηπίδα απαιτείται ελληνοτουρκική συμφωνία ή παραπομπή σε διεθνές δικαστήριο για την οριοθέτηση.5
Ειδικότερα σε ότι αφορά τον εθνικό εναέριο χώρο και το FIR θα μπορούσε να
λειτουργήσει μορατόριουμ, κάτι που έχει ξαναγίνει στο παρελθόν ή/και οι Τούρκοι
να περιορίσουν τις πτήσεις σε έναν minimum αριθμό, προκειμένου να μην φανεί ότι
υποχωρούν στα θέματα αυτά, και παράλληλα να προβαίνουν σε διπλωματικές
ενέργειες, π.χ. συνεχή διαβήματα στην Ελλάδα, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ, τον
ICAO, κ.λπ. Με τις συνεχείς υπερπτήσεις στις οποίες προβαίνουν οι Τούρκοι
κάνουν έξαλλους τους Έλληνες και ενισχύουν τους εδώ εθνικιστές, που δεν θέλουν
καμία συνεννόηση με την Τουρκία στις διαφορές του Αιγαίου, και το Αιγαίο
«ελληνική λίμνη» (όπως ήθελε αρχικά και ο Ανδρέας Παπανδρέου μέχρις ότου μπει
στον κόπο να μάθει λίγο διεθνές δίκαιο).
Η διένεξη στο Αιγαίο άπτεται των εθνικών συμφερόντων των δύο κρατών και
πάντως γι’ αυτό είναι απόλυτα πεπεισμένες οι δύο πλευρές. Κατά συνέπεια η
επίλυση –συνολική και για κάθε διαφορά– δεν είναι εύκολη υπόθεση, λόγω της
έλλειψης έγκυρης σχετικής πληροφόρησης από το ελληνικό και τουρκικό κοινό (για
το τιισχύει στο διεθνές δίκαιο και τις σχετικές διεθνείς δικαστικές αποφάσεις),
με αποτέλεσμα να έχουν υπερβολικές και εξωπραγματικές προσδοκίες σε σχέση με το
τι δικαιούται κάθε πλευρά στο Αιγαίο ή το τι πρέπει να της ανήκει. Πάντως όλες
οι σοβαρές αναλύσεις (π.χ. από ελληνικής πλευράς του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου, του
Ιωάννη Τζούνη ή του Θεόδωρου Κουλουμπή, για να περιοριστώ στους παλαιότερους)6 αποδίδουν
τη μη επίλυση των διαφορών του Αιγαίου και την ελληνοτουρκική διένεξη
γενικότερα, όχι στις διαφορές καθαυτές (δηλαδή ότι δεν επιδέχονται λογικών
λύσεων) αλλά σε άλλους παράγοντες κοινωνικο-ψυχολογικού χαρακτήρα (βλέπε ειδικά
το έργο του Ηρακλή Μήλλα),7 κυρίως στους αμοιβαίους φόβους,
στην εχθρότητα και στην παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης για τις προθέσεις του
Άλλου.8 Επίσης, όλοι οι σοβαροί αναλυτές προσάπτουν μεγάλο
μέρος της συνεχιζόμενης εκκρεμότητας στις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες των χωρών
και στον τρόμο της κατακραυγής εσωτερικά (το εσωτερικό κόστος), με κύριο
υπαίτιο, από ελληνικής πλευράς, τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Η καρδιά της διένεξης του Αιγαίου
είναι οι φόβοι για τις προθέσεις του άλλου. Από τη μία υπάρχει η αίσθηση ενός
αναδυόμενου τουρκικού «νεο-οθωμανικού» κράτους, που θέλει να ελέγχει το Αιγαίο
και την Κύπρο (ίσως και την ελληνική Θράκη), και από την άλλη ο φόβος το Αιγαίο
να γίνει «ελληνική λίμνη» που εκλαμβάνεται, μαζί με την Κύπρο (Ένωση χθες,
σήμερα έμμεση ένωση μέσω της ΕΕ) ως αναζωπύρωση της Μεγάλης Ιδέας.
Για την Ελλάδα, εκ των ουκ άνευ
στο Αιγαίο είναι, σε ότι αφορά την υφαλοκρηπίδα, η μη υιοθέτηση μίας μέσης
γραμμής που να διχοτομεί το Αιγαίο στα δύο και να εγκλωβίζονται ελληνικά νησιά
από τουρκική υφαλοκρηπίδα. Για την Τουρκία πάλι δεν θα ήταν ανεκτό το Αιγαίο να
αποβεί νομικά ή πρακτικά ελληνικό, κάτι που θα συμβεί αν η Ελλάδα επεκτείνει τα
χωρικά ύδατά της στα 12 ή και στα 10 μίλια. Αν σε ένα διάλογο και οι δύο
πλευρές εγκαταλείψουν τις μαξιμαλιστικές τους τοποθετήσεις (που προτάσσουν κατά
καιρούς για λόγους διαπραγματευτικούς ή για εσωτερική κατανάλωση), τότε η
επίλυση των διαφορών του Αιγαίου θα ήταν δυνατή όταν η στιγμή θα είναι
κατάλληλη: όταν υπάρχουν εκατέρωθεν ισχυρές κυβερνήσεις, νηφάλιες και δυναμικές
ηγεσίες και ευνοϊκό διεθνές κλίμα.
Αν και οι καιροί έχουν αλλάξει από το 1999 και μετά, εντούτοις η
πλειονότητα των Ελλήνων, σε ένα ποσοστό 70-80% συνεχίζει να πιστεύει στον «εξ
ανατολών κίνδυνο» από την Τουρκία, όπως προκύπτει και από σχετικές
δειγματοληπτικές έρευνες της κοινής γνώμης. Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου τα
πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Όπως προκύπτει πάλι από έρευνες της κοινής
γνώμης, η πλειονότητα των Τούρκων (70-80%) συνεχίζει, και μετά το 1999, να
θεωρεί την Ελλάδα και τους Έλληνες τον υπ’ αριθμόν ένα εχθρό και απειλή για την
Τουρκία, μαζί με τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι έχουν μια τρομερή εμμονή με τη
Μεγάλη Ιδέα, που θεωρούν ότι έχει αναβιώσει από τη δεκαετία του 1950 και ισχύει
μέχρι και σήμερα. Ευρέως διαδεδομένο είναι και το γνωστό ως «σύνδρομο των
Σεβρών» (η φοβία των Σεβρών), δηλαδή ο τρόμος της επανεμφάνισης μίας συμφωνίας
όπως εκείνη που είχε διαμελίσει ακόμη και την ίδια την Ανατολία, τη σύγχρονη
πατρίδα τους.
Καταλήγοντας, η συνεχιζόμενη ελληνοτουρκική διένεξη στο Αιγαίο είναι
αναχρονιστική και δεν συμβαδίζει με την ύφεση και τις προσπάθειες προσέγγισης
από το 1999 μέχρι σήμερα. Η συνεχιζόμενη μη επίλυση είναι το αξιοπερίεργο και
το αφύσικο και όχι το αντίθετο, όπως νομίζουν πολλοί Έλληνες και Τούρκοι,
εθνικιστές και μη εθνικιστές. Αποτελεί παράδοξο, αφού τα σύνορα μεταξύ των δύο
κρατών έχουν οριστεί, με επάρκεια, στις συνθήκες ειρήνης της Λωζάννης (1923)
και των Παρισίων (1946). Οι όποιες μικρές ασάφειες ειδικά στα θαλάσσια σύνορα
(μεταξύ της εκβολής του Εύρου και βόρεια των Δωδεκανήσων), είναι δευτερεύουσας
σημασίας και εύκολα θα μπορούσαν να επιλυθούν διμερώς ή και σε ένα διεθνές
δικαστήριο. Όλες ανεξαιρέτως οι διαφορές στο Αιγαίο υπόκεινται σε λογικές
λύσεις, με το συνολικό αποτέλεσμα «θετικού αθροίσματος» και για τις δύο πλευρές
και όχι «μηδενικού αθροίσματος», με κερδισμένο και χαμένο. Επίσης οι δύο
πλευρές έχουν δηλώσει, κατ’ επανάληψη σε επίσημο επίπεδο, από το 1975 μέχρι
σήμερα ότι δεν τρέφουν καμία απολύτως επεκτατική βλέψη σε βάρος της άλλης
πλευράς στο Αιγαίο ή αλλού. Πιστεύουν ότι είναι κράτη ταγμένα στο εδαφικόstatus
quo, το οποίο και θεωρούν ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής τους πολιτικής
και συνυφασμένο με την προαγωγή του εθνικού συμφέροντος. Επιπλέον υπάρχουν
μέχρι σήμερα στιγμές σχετικά καλών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών και
ειλικρινούς και ουσιαστικού διαλόγου, ειδικά για τα θέματα του Αιγαίου, κάτι
που δείχνει ότι η ύφεση και η πλήρης ομαλοποίηση των σχέσεων, που βέβαια
προϋποθέτει επίλυση των διαφορών στο Αιγαίο, δεν είναι αδιανόητη, αλλά εφικτός
εναλλακτικός στόχος (cognitive alternative).
Τέλος, η μη επίλυση των διαφορών του Αιγαίου έχει τεράστιο κόστος,
διπλωματικό (ξόδεμα διπλωματικού κεφαλαίου που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί
πιο παραγωγικά και εποικοδομητικά αλλού), οικονομικό (τεράστιο οικονομικό
κόστος των εξοπλισμών και των πτήσεων-αναχαιτίσεων), πολιτικό (με την ανάδειξη
κατά καιρούς λαϊκιστών ή εθνικιστών ηγετών, υπουργών, βουλευτών και κομμάτων)
και ψυχολογικό (το συνεχιζόμενο Angst και η αίσθηση απειλής και από τις δύο
πλευρές του Αιγαίου). Η μη επίλυση δεν εξασφαλίζει την ασφάλεια και την ειρήνη
στο Αιγαίο (το κύριο ζητούμενο κατά τονΈλληνα Πρωθυπουργό στην κοινή συνέντευξή
του με τον Τούρκο ομόλογο του στη Σμύρνη). Όσο δεν επιλύονται οι διαφορές τόσο
επισωρεύονται και άλλα σημεία τριβής –στα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα Ίμια
και οι «γκρίζες ζώνες», πιο πρόσφατα η ΑΟΖ–, που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο
την ελληνοτουρκική ατζέντα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Για την ακρίβεια ο όρος στο twitter του Αλέξη
Τσίπρα ήταν mercurial που δεν σημαίνει νευρικός, αλλά άστατος ή ευμετάβλητος
(όπως το mercury, o υδράργυρος).
2. (α) Σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, για δύο θέματα
παραλλήλως (1976-1981): για την υφαλοκρηπίδα (πρέσβης Ιωάννης Τζούνης από
ελληνικής πλευράς) και για τον εναέριο χώρο (συγκεκριμένα για την εναέρια
κυκλοφορία, το FIR), (β) σε επίπεδο πρωθυπουργών, με τη συνάντηση κορυφής
Καραμανλή-Ετζεβίτ στο Μοντρέ (Μάρτιος 1978), (γ) σε επίπεδο γενικών γραμματέων
των δύο υπουργείων εξωτερικών (1978-1981) (από ελληνικής πλευράς ο πρέσβης
Βύρων Θεοδωρόπουλος το 1978-80 και ο πρέσβης Σταύρος Ρούσσος το 1981) και (δ)
στις άτυπες συναντήσεις Ετζεβίτ-τέως πρέσβη Δημήτρη Κοσμαδόπουλου στην οικία
του πρώτου και αλλού (Οκτώβριος 1978-Φεβρουάριος 1979).
3. Βλ. Alexis Heraclides, The Greek-Turkish
Conflict in the Aegean: Imagined Enemies (Basingstoke: Palgrave
Macmillan, 2010), σελ.95-107 και σχετικό πίνακα με 12 σημεία σε σελ.108.
4. Από ελληνικής πλευράς με τον πρέσβη Αναστάσιο
Σκοπελίτη και τον καθηγητή Αργύρη Φατούρο, πίσω από τον οποίο βρισκόταν ο
κατεξοχήν Έλληνας ειδικός στα θέματα του δικαίου της θάλασσας, καθηγητής
Χρήστος Ροζάκης, στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη.
5. Βλέπε Χρήστος Λ. Ροζάκης, H Αποκλειστική
Οικονομική Ζώνη και το διεθνές δίκαιο (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση,
2013).
6. Βλέπε τις θέσεις δέκα έγκυρων αναλυτών στο Αλέξης
Ηρακλείδης, Άσπονδοι γείτονες: Ελλάδα-Τουρκία. Η διένεξη του Αιγαίου (Αθήνα:
Ι. Σιδέρης, 2007), σελ. 385-95.
7. Βλέπε π.χ. Ηρακλής Μήλλας, Εικόνες
Ελλήνων και Τούρκων (Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2001), Hercules
Millas, The Imagined ‘Other’ as National Identity: Greeks and Turks (Άγκυρα,
2005).
8. Εξυπακούεται ότι αυτό είναι και το δικό μου
συνολικό συμπέρασμα. Βλέπε π.χ. Heraclides, ο.π., Ηρακλείδης, ο.π. και Αλέξης
Ηρακλείδης, Η Ελλάδα και ο «εξ ανατολών κίνδυνος» (Αθήνα:
Πόλις, 2001).
http://www.chronosmag.eu
http://www.chronosmag.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου