Τα ζητήματα της ιστορικής μνήμης αλλά της ανάδειξης της διεκδίκησης των γερμανικών κατοχικών οφειλών προς την Ελλάδα, απασχόλησαν πριν λίγες μέρες την ελληνική Βουλή.
Πιο συγκεκριμένα, η Διακομματική Επιτροπή για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών, οργάνωσε στο ελληνικό Κοινοβούλιο εκδήλωση με θέμα«Ιστορική μνήμη και χρέος», κατά την οποία παρουσιάστηκαν βιβλία και έρευνες για τα εγκλήματα πολέμου από τις κατοχικές δυνάμεις των ναζί και τις οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα.
Η δική μου έρευνα αφορά στην πόλη της Αθήνας την περίοδο της κατοχής, οπότε θα περιοριστεί στο κομμάτι, που έχει να κάνει με την αποτύπωση κάποιων στοιχείων γύρω απ’ την καθημερινότητα των ανθρώπων, δηλαδή τις συνέπειες που είχε η γερμανική κατοχή στην καθημερινότητα των Αθηναίων, κάτι που λίγο πολύ σε κάποιες αναλογίες παρατηρούμε και σε άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις και με έντονες, βέβαια, διαφοροποιήσεις ανά περιοχή.
Αυτό, νομίζω, που θα μας βοηθούσε, να καταλάβουμε καλύτερα την περίοδο της κατοχής, θα ήταν, εάν την βλέπαμε ως μια πολύπλευρη, βαθύτατη, πολιτική, ανθρωπιστική, οικονομική και ηθική κρίση, γιατί πραγματικά αυτό ήταν η κατοχή για την Ελλάδα.
Ως το πολιτικό σκέλος αυτής της κρίσης η στρατιωτική κατοχή, η γερμανική επέκταση και η κατοχή της Ευρώπης, ουσιαστικά, από τις δυνάμεις του Άξονα δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο πολιτικό κενό, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες. Έχουμε την αυτοεξορία των προκατοχικών Κυβερνήσεων των ευρωπαϊκών. Οι περισσότερες θα πάνε στο Λονδίνο, οι βαλκανικές θα πάνε στο Κάιρο και στην Ελλάδα έχουμε την αναχώρησή της Ελληνικής Κυβέρνησης και του βασιλιά αρχικά στην Κρήτη και μετά στο Κάιρο.
Ουσιαστικά, οι κατεχόμενοι λαοί βρίσκονται μόνοι τους απέναντι σ' αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση. Να έχουμε στο μυαλό μας ότι η Ελλάδα το Μάιο του 1941, όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψή της απ’ τους Γερμανούς, βρίσκεται για πρώτη φορά στη νεότερη ελληνική ιστορία υπό ξένη στρατιωτική κατοχή. Στο πολιτικό αυτό κενό θ’ αναδύθηκε στην Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη μια νέα δύναμη, που θα διεκδικήσει στο κρίσιμο διάστημα της απελευθέρωσης, μέχρι να μπει η διαδικασία σε μια πολιτική ομαλότητα μετά τον πόλεμο. Η νέα ανερχόμενη δύναμη είναι τα αντιστασιακά κινήματα, που αναπτύχθηκαν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη σ' αυτό το πολιτικό κενό, που προκλήθηκε απ’ την κατάρρευσή του πολιτικού συστήματος. Καταλαβαίνουμε, βέβαια, ότι οι δωσιλογικές κατοχικές κυβερνήσεις δεν εξέφραζαν σε καμία περίπτωση τον ελληνικό λαό.
Εδώ, λοιπόν, έχουμε το ζήτημα, που θα προκύψει γύρω απ’ τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της πολιτικής εξουσίας και στην Ελλάδα, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα θα λάβει οξύτατη μορφή αυτή η πολιτική κρίση. Θα οδηγήσει στα Δεκεμβριανά αμέσως μετά την απελευθέρωση και στην εξέλιξη αυτής της διαδικασίας στον εμφύλιο πόλεμο του 1946-1949.
Ουσιαστικά, λοιπόν, έχουμε την κατάρρευση των προπολεμικών πολιτικών συστημάτων και μια κοινωνική αναδιάταξη που γίνεται μέσα στα χρόνια της Κατοχής απ’ την ανάδειξη καινούργιων κοινωνικών δυνάμεων, που εκφράστηκαν μέσα από την αντίσταση. Αυτή η πολιτική κατάρρευση δίχασε βαθιά την ελληνική κοινωνία χρονίζοντάς την ανάμεσα σ' αυτούς που αντιστάθηκαν και σ' αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές.
Ανθρωπιστική κρίση
Η κατοχή, βέβαια, ήταν και μια ανθρωπιστική κρίση. Έχουμε τη λεηλασία της ελληνικής οικονομίας, το διοικητικό κατακερματισμό σε τρεις ζώνες κατοχής - βουλγαρική, ιταλική και γερμανική -, τον βρετανικό ναυτικό αποκλεισμό που ουσιαστικά έθετε ένα «stop» σε οποιαδήποτε εισαγωγή ανθρωπιστικής βοήθειας απ’ το εξωτερικό, τις τεράστιες ελλείψεις σε μεταφορικά μέσα και καύσιμα λόγω των γερμανικών επιτάξεων.
Όλ’ αυτά οδήγησαν σύντομα στο ξέσπασμα του χειρότερου λιμού στην κατεχόμενη Ευρώπη. Το χειμώνα του 1941-1942 πέθαναν μόνο στην Αθήνα λόγω του λιμού περίπου 45.000 άνθρωποι. Η βιολογική εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού εξυπηρετούσε, βέβαια, το έργο των κατακτητών, καθώς ένας λαός που πεθαίνει απ’ την πείνα, δεν μπορεί, ν’ αντισταθεί.
Όπως έγραφε το υψηλόβαθμο στέλεχος του ναζιστικού Κόμματος, ο Joseph Goebbels, στο ημερολόγιό του τον Φεβρουάριο του 1942, τις ημέρες δηλαδή που στην Αθήνα πέθαιναν, επειδή είχαμε την κορύφωση του λιμού, «οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών είναι βουτηγμένοι στις υλικές έγνοιες. Η πείνα και το κρύο είναι στην ημερήσια διάταξη. Άνθρωποι που η μοίρα τους έχει χτυπήσει τόσο σκληρά σε γενικές γραμμές, δεν κάνουν επαναστάσεις».
Στην Αθήνα του χειμώνα του ’41 και ‘42, εικόνας σαν αυτή που περιγράφει δημοσιογράφος του περιοδικού «Realites» το οποίο εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη ήταν καθημερινές. Αυτός ο δημοσιογράφος βρέθηκε στο συνοικισμό Δουργούτι, στο σημερινό Νέο Κόσμο και αναφέρει τα εξής: «Στον ίδιο συνοικισμό, στο Δουργούτι δώσαμε λίγα γραμμάρια λάδι στην Ε. Σωτηρίου, 35 ετών που κάποτε ήταν όμορφη. Αγνώριστη και κουρελιασμένη άνοιξε την εξώπορτα. Αναγκάστηκε να δώσει όλα τα τις τα έπιπλα στη μαύρη αγορά για λίγα τρόφιμα. Για να μπορέσει να ζεσταθεί λίγο αναγκάστηκε να κάψει τα σανίδια του πατώματος. Σε μια γωνιά στέκονται κλαίγοντας τα τρία της παιδιά. Την περασμένη εβδομάδα πέθανε ο άντρας της και το ένας της παιδί και οι οποίοι χρειάστηκε να μείνουν πεθαμένοι μέσα στο σπίτι αρκετές ημέρες ώσπου να μπορέσουν να τους μεταφέρουν σε κάποιο τόπο ταφής».
Οικονομική αφαίμαξη
Όσον αφορά στο τρίτο σκέλος, θα αναφερθώ στην οικονομική κρίση. Γιατί η αφαίμαξη της ελληνικής οικονομίας από τους κατακτητές οδήγησε στην άμεση και απόλυτη κατάρρευση της οικονομίας. Οι κύριοι παράγοντες προκάλεσαν ανεπανόρθωτο πλήγμα στην ελληνική οικονομία και ήταν το πρωτοφανές πλιάτσικο των κατακτητών σε όλα τα αποθέματα. Η εκμετάλλευση των κύριων πλουτοπαραγωγικών πηγών και παραγωγικών μονάδων, η δέσμευση της αγροτικής παραγωγής και τα υπέρογκα έξοδα κατοχής που επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι την περίοδο ’41 και ’42 η Ελλάδα κατέβαλε ως έξοδα κατοχής ποσά που αντιστοιχούσαν στο 113,7 του ετήσιου εθνικού εισοδήματος ενώ την ίδια περίοδο χώρες όπως η Νορβηγία, το Βέλγιο και η Ολλανδία κατέβαλαν αντίστοιχα το 69%, 24% και 18% του δικού τους εθνικού εισοδήματος. Όλα αυτά οδήγησαν σε τεράστιες ελλείψεις προϊόντων και στην κατακόρυφη πτώση της αξίας του νομίσματος. Την πραγματικότητα αυτή αποδίδει με το μοναδικό του τρόπο ο Χρύσανθος Μποστατζόγλου, γνωστός και ως «Μποστ», αναδεικνύοντας τις άμεσες επιπτώσεις που είχε στην καθημερινότητα των Αθηναίων η εξέλιξη των επιχειρήσεων στα μεγάλα μέτωπα του πολέμου χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Πόλη. Αναφέρει, λοιπόν, χιουμοριστικά ο Μποστ:
«Λόγω της μεγάλης πεζοπορίας τα παπούτσια μου συνεχώς ήσαν εις φρικτήν κατάσταση. Παρά τα δισεκατομμύρια που έπαιρνα ως μισθόν ήταν αδύνατον να συγκεντρώσω τα τρισεκατομμύρια που χρειαζόμουν δια ένα ζεύγος νέων υποδημάτων. Μόλις με τα κόπον και μόχθον επλησιάζα να συγκεντρώσω το ποσόν, μία οπισθοχώρηση των συμμάχων στο αφρικανικό μέτωπον που απομάκρυνεν την κατοχή των υποδημάτων. Αντιθέτως, όταν καταδιώκεται ο Ρόμελ η απόκτηση αυτών δεν μου φαινόταν απίθανον. Παρακολουθούσα τις αψιμαχίες της ερήμου με ενδιαφέρον Στρατάρχου και έβλεπα τα υποδήματά μου αναλόγως των οπισθοχωρήσεων και προελάσεων πότε να καθρεφτίζονται στα ύδατα του Νείλου και πότε να αντικατοπτρίζονται εις τις οάσεις του Ελ Αλαμέιν και της Τριπολίτιδος».
Ηθική κρίση
Όσον αφορά στην ηθική κρίση. Η ηθική κρίση, διότι η κατοχή που για πολλούς ήταν αγώνας επιβίωσης, για κάποιους ήταν ευκαιρία πλουτισμού. Η κατάρρευση της οικονομίας και το ξέσπασμα του λοιμού έφεραν πολύ σύντομα τους ανυπεράσπιστους Αθηναίους αντιμέτωπους με τη μάστιγα της μαύρης αγοράς. Απέναντι σε αυτούς που πέθαιναν από την πείνα στους δρόμους της Αθήνας στάθηκαν αυτοί που εκμεταλλεύτηκαν τις έκτακτες περιστάσεις και αυτοί που αποφάσισαν να πλουτίσουν μέσα από τη συνεργασία τους με τους κατακτητές. Ήδη από τον πρώτο μήνα της κατοχής εμφανίστηκε η τακτική της τεχνικής αύξηση των τιμών εκ μέρους των εμπόρων μέσω της απόκρυψης της παραγωγής σε παράνομους αποθηκευτικούς χώρους.
Θα σας αναφέρω ένα απόσπασμα αναφοράς του Σωματείου Ζυγιστών της Κεντρικής Λαχαναγοράς, το Μάιο του 1941, δηλαδή λίγες ημέρες μετά την είσοδο των Γερμανών, πριν ακόμη ξεκινήσει ο λοιμός, κάτι που μας δείχνει ότι η πρακτική του μαυραγοριτισμού αναπτύσσεται πολύ πριν εμφανιστεί ο κατοχικός λοιμός και, άρα, έχουμε μια ανοιχτή από την πρώτη στιγμή συνεργασία πολλών ανθρώπων που εμπλέκονταν στο δίκτυο της αγοράς με τις γερμανικές δυνάμεις στην μεταφοράν και απόκρυψην προϊόντων. Αναφέρομαι, λοιπόν, στην καταγγελία τους: «Μερικοί καταστηγματάρχε και λαχανοπώλε των Αθηνών διαθέτοντας μεγαλυτέρας σχετικώς κεφάλαια, έκλεισαν αγοράν δια αποκλειστικόν λογαριασμό των κηπουρικών προϊόντων πολλών λαχανοκήπων της Αττικής, ούτως ώστε κανείς από τους μικροκαταστηματάρχας και μικροπωλητάς να μη ημπορεί να προμηθευτεί ουδέ οκά εκ των κηπουρικών αυτών ειδών.
«Τα προαγορασθέντα προϊόντα διά ευνόητους λόγους δεν παραλαμβάνονται, από την Δημοτικήν Λαχαναγοράν, αλλά μεταφέρονται δια διαφόρων διόδων και παρόδων κατευθείαν εις τα καταστήματα των προαγοραστών». Εδώ, λοιπόν, έχουμε ουσιαστικά την εμφάνιση της «μαύρης αγοράς», της λογικής της «μαύρης αγοράς» ήδη από τις πρώτες ημέρες, μέσω αυτής της διαδικασίας της απόκρυψης των εμπορευμάτων, της δέσμευσης, δηλαδή, της παραγωγής και της απόκρυψης των εμπορευμάτων που προκαλούσε τεχνητή άνοδο- γιατί η ζήτηση, βέβαια, για τρόφιμα αυξανόταν διαρκώς- των τιμών και ανάλογα με τις εξελίξεις- όπως είπε και πριν ο Μποστ, στο χιουμοριστικό αυτό απόσπασμα- στα Μέτωπα του Πολέμου οι μεγαλομαυραγορήτες αποφάσιζαν ποτέ βγάλουν στην αγορά τα εμπορεύματά τους για να αποκομίσουν τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη.
Όλα αυτά, βέβαια, συνέβαιναν σε ένα πολλαπλά επιβαρυμένο περιβάλλον σε ένα καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Η επιτάξεις των μεταφορικών μέσων ανάγκαζαν τους Αθηναίους να διανύουν τεράστιες αποστάσεις με τα πόδια για να πάνε στη δουλειά τους ή να πάνε αναζητώντας να βρουν τρόφιμα σε απομακρυσμένες περιοχές της Αθήνας, της Αττικής συνήθως στην Μεταμόρφωση, στην Παιανία και στο Μαρκόπουλο που είχαμε πολλούς λαχανόκηπους. Οι απαγορεύσεις στην κυκλοφορία ανάγκαζαν τους κατοίκους να προσαρμόσουν την καθημερινότητά τους στο κατοχικό ωράριο, γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τη ζωή τους.
Οι τεράστιες ελλείψεις σε καύσιμες ύλες, πετρέλαιο, βενζίνη και ξύλο ανάγκαζε τους Αθηναίους να αναζητούν διαρκώς ξύλα για θέρμανση και μαγείρεμα, αυτός ο αγώνας δρόμου είχε ως συνέπεια την πλήρη αποψίλωση των γύρω βουνών και κυρίως, του Υμηττού, παράλληλα μην ξεχνάμε το δριμύ ψύχος του συγκεκριμένου χειμώνα ’41-‘42.
Επίσης, οι μαζικές επιτάξεις σε πρώτες ύλες προϊόντα, ενεργεία, οδήγησαν σε κλείσιμο εκατοντάδες εμπορικές, βιοτεχνικές και βιομηχανικές μονάδες οι οποίες παρήγαγαν προϊόντα που δεν ενδιέφεραν τον Γερμανικό Στρατό Κατοχής. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα την απότομη αύξηση της ανεργίας τους πρώτους μήνες της Κατοχής στην Αθήνα. Αυτό το άνεργο εργατικό δυναμικό θα αξιοποιήσουν οι Γερμανοί στις επιταγμένες μονάδες παραγωγής επιβαρύνοντας, βέβαια, τον ελληνικό προϋπολογισμό. Επιταγμένες μονάδες παραγωγής, μιλάμε για αεροδρόμια, λιμάνια, ναυπηγεία, μηχανουργεία, μονάδες πολεμικής βιομηχανικής παραγωγής, όπου εκεί απασχολήθηκαν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες εργάτες. Παρήγαγαν για τον Γερμανικό Στρατό Κατοχής αλλά αμείβονταν από τον ελληνικό προϋπολογισμό.
Η τρομοκρατία των κατακτητών που έλαβε όλες τις προαναφερόμενες μορφές, είχε άμεσο αντίκτυπο στην συλλογική ψυχολογία των κατακτημένων.Όπως αναφέρεται στην εξαιρετική μελέτη τεσσάρων Ελλήνων Νευρολόγων- Ψυχιάτρων, οι οποίοι μελέτησαν κλινικές περιπτώσεις την περίοδο της κατοχής στην Αθήνα, εξέδωσαν το έργο τους το 1947- ανατυπώθηκε το ‘91, δυστυχώς, είναι εξαντλημένο- «η τρομοκρατία των κατακτητών οδηγούσε σε όλο και πιο πρωτόγονες συμπεριφορές, σε μια ατομική αναμέτρηση με τις συνέπειες της κατοχής που δεν είχε βέβαια καμία τύχη». Αναφέρω ένα μικρό απόσπασμα από αυτή την εξαίρετη μελέτη. «Κάτω από τις συνθήκες αυτές, πείνα-τρομοκρατία με την έντονη θυμική φόρτιση και την ελλαττωματική λειτουργία του γνωστικού ρόλου της συνείδησης, η προσωπικότητα οπισθοδρομούσε. Η θυμική και η ενστικτώδικη ζωή έβγαινε στην επιφάνεια και κυριαρχούσε. Η σκέψη σαν σύνθεση των πιο εξελιγμένων διανοητικών στοιχείων, υποχωρούσε μπροστά στην σε μια πρωτόγονη σκέψη, σε μια δράση που βασίζονταν στην άμεση ικανοποίηση των αναγκών. Έτσι είδαμε να ξαναφαίνονται οι πιο χαμηλές με μυστικές τάσεις».
Αυτό που κατάφερε η Αντίσταση, ήταν να αναστρέψει αυτή την διαδικασία διαρκούς ηθικής, βιολογικής και ψυχολογικής εξαθλίωσης. Με αφετηρία τον λιμό, το ΕΑΜ, η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, κατάφερε να μετατρέψει την καταδικασμένη σε αποτυχία ατομική αντιμετώπιση του προβλήματος και συλλογική. Οι Λαϊκές Επιτροπές που δημιουργήθηκαν σε κάθε συνοικία, τόπο εργασίας και εκπαίδευσης, πρόσφεραν την ευκαιρία στους υποσιτιζόμενους Αθηναίους να διεκδικήσουν την δημιουργία συσσιτίων, την διανομή φαρμάκων και ρούχων ή την παροχή μαζικών αδειών μετακίνησης στην επαρχία με στόχο τη μεταφορά τροφίμων.
Ενσωματώνοντας στα πολυάνθρωπα δίκτυα τη δράση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, της Εκκλησίας, των Προσκόπων, των προμηθευτικών συνεταιρισμών και άλλων συλλογικοτήτων το ΕΑΜ κατάφερε να συντονίσει τον αγώνα για την επιβίωση δίνοντάς του σταδιακά σαφές πολιτικό πρόσημο.
Στο προαναφερόμενο σπουδαίο τους έργο οι Έλληνες νευρολόγοι – ψυχίατροι αντιπαρέθεταν στην ψυχολογία της παραίτησης την ψυχολογία της αντίστασης αναφέροντας χαρακτηριστικά. «Έτσι πρέπει να νοηθεί ο ψυχολογικός ρόλος της αντίστασης. Η προσωπικότητα διέγραφε ένα μέλλον ξεφεύγοντας από το δεσποτισμό του αγνώστου και την περίσφιξη του άγχους. Αν στην οπισθοδρόμηση βλέπουμε μια πορεία απώλειας του ανθρώπινου, στην αντίσταση αντίθετα πιστοποιούμε μια αντίθετη κίνηση, έναν προοδευτικό εξανθρωπισμό. Με την ψυχολογία της αντίστασης ξεπερνιόταν η ψυχολογική τυραννία του άγχους και η ανήκουστη οπισθοδρόμηση της προσωπικότητας από την αδυσώπητη δράση της τρομοκρατίας και της πείνας. Ήταν μια πηγή ανακούφισης, ελπίδας και ανασύνταξης που επέτρεπε στην ανθιστάμενη προσωπικότητα να ανταπεξέρχεται στη διαλυτική δράση του άγχους. Η δυσάρεστη, αγχώδης συναισθηματική τάση ελαττωνόταν όσο μεταμορφωνόταν σε συνειδητοποιημένη δράση».
Θα κλείσω με κάποιες σκέψεις που ίσως βοηθήσουν στο έργο της Επιτροπής. Μακάρι! Για εμένα το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανάδειξη του αντιστασιακού αγώνα του ελληνικού λαού και των εγκλημάτων που συντελέστηκαν εναντίον του κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ανάδειξη τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο κυρίως σε διεθνές. Όταν μετά τον πόλεμο οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί λαοί πρόβαλλαν τον αντιστασιακό τους αγώνα εδραιώνοντας επάνω σε αυτόν τη θέση τους στην μεταπολεμική Ευρώπη, η Ελλάδα λόγω του εμφυλίου απαξίωνε, όχι μόνο το ΕΑΜικό, αλλά κάθε σκέλος της ελληνικής αντίστασης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική αντίσταση βέβαια, να μην καταγραφεί στις συνειδήσεις των ευρωπαίων πολιτών, γεγονός που υπονομεύει τις προσπάθειες Διεκδίκησης των Γερμανικών Πολεμικών Επανορθώσεων.
Εάν η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και ιδιαιτέρως η γερμανική δεν γνωρίζει τον αντιστασιακό αγώνα του ελληνικού λαού και τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε βάρος του από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, τότε είναι πολύ εύκολη η επικοινωνιακού τύπου διαχείριση και απαξίωση του όλου ζητήματος. «Οι Έλληνες θυμήθηκαν μετά από 70 χρόνια τις πολεμικές αποζημιώσεις, γιατί προσπαθούν μέσω αυτών να συμψηφίσουν το τεράστιο δημόσιο χρέος τους».
Εδώ θα ήθελα, απλώς, να κάνω μια αναφορά. Έχω κάνει ιστορικές περιηγήσεις στο κέντρο της Αθήνας, βέβαια για την κατοχική περίοδο, σε περίπου 10 γκρουπ Γερμανών πολιτών, αναγνωστών μιας γερμανικής εφημερίδας, η οποία τους προσφέρει αυτά τα ταξίδια στην Ελλάδα και σε όλα τα γκρουπ υπήρχε αυτή η ερώτηση: «Γιατί ζητάτε σήμερα είτε το κατοχικό δάνειο είτε τις επανορθώσεις; Μήπως αυτό είναι μια προσπάθεια να ξεχρεώσετε με το χρέος που έχετε σήμερα;»
Κατά τη γνώμη μου βέβαια, δεν πρέπει να υπάρχει καμιά συσχέτιση του ενός με το άλλο. Δεν μπορούμε στο αίμα των ανθρώπων που σκοτώθηκαν να συμψηφίσουμε τη σημερινή οικονομική κατάσταση.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σας πω, τί πρέπει να κάνουμε κατά τη γνώμη μου, για να προβάλλουμε κυρίως στο εξωτερικό αυτό το μεγάλο ζήτημα, δηλαδή την αντίσταση του ελληνικού λαού κατά των ναζί και τα εγκλήματα που υπέστη. Σε μεγάλο βαθμό αυτό το έθνος που το κατάφερε καλύτερα από όλους είναι το γαλλικό, ήδη αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, όπου καθιέρωσε τον όρο «resistance», δηλαδή η «αντίσταση» προέρχεται από εκεί, και ουσιαστικά έγινε ο κύριος θεματοφύλακας της αντίστασης στην Ευρώπη.
Πρώτον, μεταφράσεις σε αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά επιστημονικών συγγραμμάτων Ελλήνων και ξένων ιστορικών για την περίοδο της Κατοχής. Έχουμε πλέον πληθώρα έργων, δεν είμαστε στη φτώχια που ήμασταν πριν 20 χρόνια ή και παραπάνω, όπου κάποιοι λίγοι πρωτοπόροι είχαν ανοίξει το δρόμο. Πλέον υπάρχουν πολλοί Έλληνες επιστήμονες οι οποίοι μπορούν να στηρίξουν ένα τέτοιο εγχείρημα.
Δεύτερον, προώθηση ιστορικών και λογοτεχνικών έργων που αφορούν την περίοδο αυτή σε μεγάλες ευρωπαϊκές εκθέσεις βιβλίου, όπως αυτή της Φρανκφούρτης, στη λογική των θεματικών αφιερωμάτων.
Τρίτον, παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών και ντοκιμαντέρ, με στόχο την προβολή τους στα διεθνή φεστιβάλ. Μπορούμε να δούμε τις τελευταίες δυο δεκαετίες και ιδίως την τελευταία δεκαετία, έχουμε μια διαρκώς ογκώμενη παραγωγή ταινιών για το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και για την Αντίσταση. Υπάρχουν εξαιρετικές δανέζικες ταινίες για την δανέζικη αντίσταση, για την ολλανδική αντίσταση, για την βελγική αντίσταση, πέρα βέβαια, από τις βρετανικές και τις γαλλικές που η παραγωγή τους ξεκινά ήδη από το 1945.
Τέταρτον, δημιουργία κεντρικού μουσείου εθνικής αντίστασης, το οποίο θα ενταχθεί σε όλα τα τουριστικά προγράμματα που αφορούν την Αθήνα. Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να ενταχθούν και κινήσεις, σαν αυτήν που σας προανέφερα, ιστορικών περιηγήσεων ξένων τουριστών, σ' αυτό το κομμάτι της ιστορίας έχει να κάνει με την ιστορία της Αθήνας.
Πέμπτον, δημιουργία ενός δικτύου μνημείων στην πόλη, μέσα από τα οποία θα αναδεικνύονται στο δημόσιο χώρο οι τραγικές συνέπειες της γερμανικής κατοχής, τόποι μαρτυρίου, όπως τα γραφεία της γκεστάπο, το σκοπευτήριο της Καισαριανής, το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, τόποι των κατοχικών μπλόκων Βύρωνα, Καισαριανή, Νέο Κόσμο, Δάφνη, Νέα Σμύρνη, είναι ατέλειωτος ο κατάλογος, οι δεκάδες χιλιάδες, βέβαια, νεκροί του λιμού που δεν υπάρχει ένα μνημείο, οι νεκροί των αντιστασιακών ενεργειών κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, μαχών στην Αθήνα.
Αναφέρομαι στην Αθήνα, αλλά αυτό αφορά ολόκληρη την Ελλάδα. Είναι πολύ λυπηρό, να περπατάει κάποιος στο Παρίσι ή στο Άμστερνταμ ή στις Βρυξέλλες και να βλέπει παντού πλάκες, που έχουν να κάνουν με την αντιστασιακή δράση, ακόμη και μεμονωμένων προσώπων ή που ήταν το εβραϊκό σχολείο, στο οποίο μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά ή που τέλος πάντων έχει γίνει κάποια αντιστασιακή δράση. Στην Αθήνα, δυστυχώς, παρά την σπουδαία αντιστασιακή δράση που είχαμε, δεν έχουμε μια αντίστοιχη απεικόνιση στο δημόσιο χώρο, αυτού του κορυφαίου γεγονότος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
* Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου