Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες Τχης (ΥΝ) Αθανασιάδου Φωτεινή , Msc, cPHD, RN, HA

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Καραμανώλη Βασιλική (PhD)
Λέκτορας Ψυχολογίας ΣΣΕ
1. Ορίζοντας τη διαταραχή μετατραυματικού στρες
Η διαταραχή μετατραυματικού στρες αποτελεί μια ψυχική διαταραχή που εμφανίζεται όταν το άτομο έχει εκτεθεί (ως θύμα ή ως μάρτυρας) σε ένα ψυχοτραυματικό γεγονός κατά το οποίο υπήρξε πραγματικός ή επαπειλούμενος θάνατος, βαρύς τραυματισμός ή απειλή της σωματικής ακεραιότητας και το άτομο είχε αίσθημα αβοηθησίας, φρίκης και αντέδρασε με έντονο φόβο. Κατά τη διαταραχή μετατραυματικού στρες το γεγονός μπορεί να αναβιώνεται μέσω παρείσακτων οδυνηρών σκέψεων, ενοχλητικών ονείρων, ψευδαισθήσεων καθώς και με έντονη δυσφορία ή σωματική αντίδραση σε ερεθίσματα που θυμίζουν την εμπειρία.
Ως συνέπεια εμφανίζονται συμπτώματα υπερεγρήγορσης που δεν υπήρχαν πριν το τραυματικό γεγονός όπως η δυσκολία επέλευσης ή διατήρησης ύπνου, εκρήξεις οργής, δυσχέρεια συγκέντρωσης, υπερεπαγρύπνηση και υπερβολική αντίδραση στο ξάφνιασμα (APA, 2013∙ Brewin & Holmes, 2003). Παράλληλα είναι δυνατόν να εμφανιστούν σωματικά προβλήματα όπως υπέρταση, άσθμα και σύνδρομο χρόνιου πόνου (Boscarino, 1996∙ Zatzick, Weiss, Marmar, Metzler, Wells, Golding, Stewart, Schlenger & Browner, 1997). Το άτομο με διαταραχή μετατραυματικού στρες επιδιώκει συστηματικά την αποφυγή ερεθισμάτων που συνδέονται με το τραυματικό γεγονός αποφεύγοντας σκέψεις συναισθήματα ή δραστηριότητες που σχετίζονται με το γεγονός. Σε συνάρτηση των παραπάνω το άτομο αποξενώνεται από τον κοινωνικό του περίγυρο, περιορίζει τη σκέψη του για το μέλλον, μειώνεται το εύρος των βιωμένων συναισθημάτων ενώ παρατηρείται κενό μνήμης σε μέρη ή άτομα σχετιζόμενα με το γεγονός. Η διαταραχή μετατραυματικού στρες μπορεί να είναι οξεία, με συμπτώματα λιγότερα των τριών μηνών, χρόνια με την διάρκεια των συμπτωμάτων να υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή με καθυστερημένη έναρξη όπου τα συμπτώματα εκκινούν τουλάχιστον έξι μήνες μετά την παρέλευση του τραυματικού γεγονότος (APA, 2013∙ Brewin & Holmes, 2003).

Παρά το γεγονός ότι η παρουσία ενός οξέου τραυματικού γεγονότος αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης της διαταραχής μετατραυματικού στρες, το άτομο που εκτίθεται σε τέτοια γεγονότα (Harvey & Bryant, 1998) είναι δυνατόν να μην εμφανίσει ψυχική διαταραχή, είτε να εμφανίσει διαταραχή μείζονος κατάθλιψης, διαταραχή κρίσεων πανικού, διαταραχή γενικευμένου άγχους, διαταραχή ακραίου στρες μη άλλως προσδιοριζόμενου ή κατάχρηση ουσιών (Kessler, Sonnega, Bromet, Hughes & Nelson, 1995∙ Luxenberg, Spinazzola & VanderKolk, 2001). Κρίνεται λοιπόν σκόπιμη η διαφοροδιάγνωση από αυτές τις ψυχικές διαταραχές.

Επιδημιολογικά, οι γυναίκες φαίνεται να εμφανίζουν συχνότερα διαταραχή μετατραυματικού στρες σε σχέση με τους άνδρες (Breslau, Davis, Andreski & Peterson, 1991∙Breslau, Davis, Peterson & Schultz, 1997∙ Kessler, Sonnega, Bromet, Hughes & Nelson, 1995∙ Yehuda, 2002). Συγκεκριμένα, το 5-6% των ανδρών και το 10-14% των γυναικών εμφάνισαν κάποια στιγμή της ζωής τους τη διαταραχή μετατραυματικού στρες. Αυτή όμως η διαφοροποίηση ενδεχομένως να οφείλεται στην πιθανότητα εμφάνισης συγκεκριμένων τραυματικών γεγονότων των γυναικών. Για να γίνουμε λίγο περισσότερο σαφείς, σύμφωνα με τους Kessler, Sonnega, Bromet, Hughes και Nelson(1995) το 55% των ατόμων που έχουν πέσει θύματα βιασμού εμφανίζουν διαταραχή μετατραυματικού στρες. Αντίστοιχα, τα θύματα τροχαίων ατυχημάτων εμφανίζουν μετατραυματικό στρες σε ποσοστό 7,5%. Η ανισότιμη κατανομή στην εμφάνιση του βιασμού στα δύο φύλα (Finkelhor, Hotaling, Lewis & Smith, 1990∙ Kessler, Sonnega, Bromet, Hughes & Nelson, 1995), με τις γυναίκες να είναι πιθανότερο να πέσουν θύμα βιασμού, είναι πιθανό να επιδρά στην διαφοροποίηση αυτή σε επίπεδο εμφάνισης της διαταραχής μετατραυματικού στρες μεταξύ ανδρών και γυναικών. ‘Ομως το φύλο φαίνεται να επιδρά και στην έκφραση της διαταραχής (Hourani, Williams, Bray&Kandel 2015). Συγκεκριμένα, οι γυναίκες φαίνεται να εμφανίζουν περισσότερο εκδηλώσεις άγχους και καταθλιπτικό συναίσθημα ενώ οι άνδρες, ως απόρροια του τραυματικού γεγονότος, κάνουν χρήση ουσιών (αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών) (Green, Kramer, Grace, Gleser, Leonard, Vary&Lindy, 1997∙ Kessler, Sonnega, Bromet, Hughes, &Nelson, 1995). Ως εκ τούτου, τα κριτήρια της Αμερικάνικης Ψυχολογικής Εταιρίας, καθρεφτίζουν περισσότερο μια «γυναικεία» απόκριση στο τραύμα παρά μια «ανδρική» (Hourani, Williams, Bray & Kandel 2015).

Τα δεδομένα όμως αυτά εξαρτώνται και επηρεάζονται άμεσα από τις γεωπολιτικές εξελίξεις της υπό μελέτης περιοχής. Έτσι, ενώ σε συνθήκες ειρήνης τα ποσοστά εμφάνισης είναι χαμηλά, στις ένοπλες δυνάμεις κυμαίνονται γύρω στο 15% (Erickson, Wolfe, King, King & Sharkansky, 2001∙ Hoge, Castro, Messer, McGurk, Cotting & Koffman, 2004) ενώ σε συνθήκες πολέμου ή τρομοκρατικών επιθέσεων η διαταραχή μετατραυματικού στρες εμφανίζεται σε περισσότερο από το 1/3 του πληθυσμού (North, Nixon, Shariat, Mallonee, McMillen, Spitznagel&Smith, 1999).
2. Προσδιορίζοντας ιστορικά τη διαταραχή μετατραυματικού στρες

Κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο[1], οι βρετανοί ιατροί προσπαθώντας να περιγράψουν την νευρική διαταραχή (η οποία περιελάμβανε έντονες συμπεριφορικές, νευρολογικές και συναισθηματικές αντιδράσεις) που εμφάνιζαν οι στρατιώτες που συμμετείχαν στον πόλεμο εισήγαγαν τον όρο shellshock(=συγκλονισμός από την οβίδα) (Jones & Wessely, 2005∙ Scott, 1990). Ο όρος αυτός όμως απαγορεύτηκε για να μην παρουσιαστούν κύματα διαρροής από το στρατό και δεδομένου ότι είχε ξεκινήσει ήδη ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και αντικαταστάθηκε από τον όρο μεταδιασεισιακό σύνδρομο (Jones, Fear, &Wessely, 2007).Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο όρος ‘μεταδιασεισιακό σύνδρομο’ αντικαταστάθηκε από τον όρο νεύρωση πολέμου(warneurosis). Με αυτόν τον όρο εμφανίζεται στο διαγνωστικό εγχειρίδιο της Αμερικάνικης Ψυχολογικής Εταιρίας DSM-Iκαι DSM-II (Jones & Wessely, 2005∙Scott, 1990). Μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τις γενικότερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συνόδευσαν το τέλος του πολέμου αλλά και τις αλλαγές που είχαν ήδη συντελεστεί σε επιστημονικό επίπεδο, ο όρος νεύρωση πολέμου, αντικαταστάθηκε στο τρίτο εγχειρίδιο (DSM-III) με τον όρο διαταραχή μετατραυματικού στρες. Το περιεχόμενο όμως της διαταραχής αφορούσε κυρίως ενήλικες άνδρες που είχαν εμπλακεί σε εμπειρία μάχης ή είχαν επιβιώσει από ολοκαύτωμα. Το περιεχόμενο της διαταραχής διευρύνθηκε κατά την αναθεώρηση του τρίτου εγχειριδίου (DSM-IIIR) συμπεριλαμβάνοντας και άλλες τραυματικές εμπειρίες και ουσιαστικά διευρύνοντας το εύρος και διαφυλικά των ατόμων που εμφανίζουν την διαταραχή. Με μικρές αλλαγές το περιεχόμενο αυτό διατηρήθηκε στα επόμενα τεύχη του εγχειριδίου (DSM-IV, DSM-IVTR, DSM-V). Η κριτική που ασκείται αφορά ουσιαστικά αυτόν τον περιορισμό που προκύπτει από την γενίκευση μιας ψυχοπαθολογικής οντότητας που δημιουργήθηκε για να περιγράψει συγκεκριμένες επιπτώσεις πολέμου σε συνθήκες ειρήνης. Φαίνεται λοιπόν πως τα σημεία και τα συμπτώματα της νόσου διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος του τραυματικού γεγονότος, έτσι ώστε οι συγκεκριμένες περιγραφές και εκφράσεις της διαταραχής να αφορούν ένα μικρό μέρος μόνο των εκφράσεων που έρχονται ως απάντηση-αντίδραση σε ένα τραυματικό γεγονός (Luxenberg, Spinazzola, Hidalgo, Hunt & VanderKolk, 2001∙ Luxenberg, Spinazzola & VanderKolk, 2001).
3. Ένοπλες Δυνάμεις και Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες

Όπως γίνεται φανερό λοιπόν η διαταραχή μετατραυματικού στρες είναι στενά συνδεδεμένη με τις ένοπλες δυνάμεις. Όμως η διάσταση του πολέμου εισάγει ακόμα ένα πρόβλημα στη μελέτη της διαταραχής του μετατραυματικού στρες. Το πρόβλημα αυτό, που σχετίζεται με τον γενικότερο προβληματισμό πάνω στη φύση του τραυματικού γεγονότος (Luxenberg, Spinazzola, Hidalgo, Hunt & VanderKolk, 2001∙ Luxenberg, Spinazzola & VanderKolk, 2001), έχει να κάνει με το είδος του πολέμου και τη δομή των στρατιωτικών μονάδων σε κάθε πολεμική επιχείρηση (Yehuda, Vermetten, McFarlane & Lehrner, 2014).Υπ’ αυτή την έννοια διαφορές που έχουν βρεθεί σε διαπολιτισμικές έρευνες, θα μπορούσαν να μην αφορούν τις διαφορές σε εθνικό-πολιτισμικό επίπεδο που διευκολύνουν ή παρεμποδίζουν την ανάπτυξη του μετατραυματικού στρες, αλλά την ίδια τη «φύση» του συγκεκριμένου πολέμου και τις συνθήκες που επικρατούσαν και τη στρατιωτική δομή σε επίπεδο μάχης. Στο πρόβλημα αυτό διεισδύουν και προβλήματα μεθοδολογίας. Το ποσοστό των ατόμων με υψηλό δείκτη διαταραχής μετατραυματικού στρες είναι υψηλότερο όταν για την άντληση των δεδομένων χρησιμοποιούνται κλειστά δομημένα ερωτηματολόγια ενώ είναι μικρότερο όταν αντλούνται τα δεδομένα μέσω ημι-δομημένων ή δομημένων συνεντεύξεων (Hoge, Castro, Messer, McGurk, Cotting&Koffman, 2004∙ Yehuda, Vermetten, McFarlane & Lehrner, 2014).

Για την οικονομία του χώρου και προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της περιληπτικής παρουσίασης του θέματος επιλέχθηκε η ανάπτυξη λίγων μόνο ερευνών που διερευνούν τον ρόλο του φύλου στην εμφάνιση διαταραχής μετατραυματικού στρες μεταξύ στελεχών των ενόπλων δυνάμεων.

Οι Sayer, Friedemann-Sanchez, Spoont, Murdoch, Parker, Chiros και Rosenheck (2009) σχεδίασαν μια ποιοτικής μεθοδολογίας έρευνα προκειμένου να διερευνήσουν τους παράγοντες που συνδέονται με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες μεταξύ βετεράνων από τον πόλεμο του Βιετνάμ και των Ιρακ/Αφγανιστάν. Στην έρευνα αυτή συμμετείχαν 44 βετεράνοι (30 άνδρες και 14 γυναίκες) στους οποίους είχε διαγνωστεί διαταραχή μετατραυματικού στρες και ήταν σε θέση να δώσουν συνέντευξη στους ερευνητές. Από τα αποτελέσματα διαφάνηκε πως το φύλο δεν φαίνεται να επιδρά στη διαχείριση του μετατραυματού στρες. Αντίθετα κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες καθώς και το υποστηρικτικό πλαίσιο διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην θεραπεία.

Σε μια έρευνα των Haskell, Gordon, Mattocks, Duggal, Erdos, Justice, καιBrandt (2010) επιχειρήθηκε να ελεγχθεί ο ρόλος του φύλου σε σχέση με την εμφάνιση διαταραχής μετατραυματικού στρες, σεξουαλικού τραύματος στο στρατό, κατάθλιψης, υποκειμενικού αισθήματος πόνου και παχυσαρκίας μεταξύ στελεχών του στρατού ξηράς που συμμετείχαν στην Επιχείρηση Διαρκούς Ελευθερίας (Αφγανιστάν) και στην Επιχείρηση Ιρακινής Ελευθερίας (Ιρακ). Στην έρευνα συμμετείχαν 1129 υποκείμενα εκ των οποίων οι 1032 ήταν άνδρες και οι 197, γυναίκες. Οι ερευνητές, για τη διεξαγωγή της έρευνας, χρησιμοποίησαν τα ηλεκτρονικά αρχεία, από τα Ιατρεία Πρωτοβάθμιας Φροντίδας και την Γυναικεία Κλινική, της περιόδου 1/10/2001-7/5/2007. Για την μέτρηση της διαταραχής μετατραυματικού στρες, σεξουαλικού τραύματος στο στρατό και κατάθλιψης, δεν χρησιμοποιήθηκαν κάποια ήδη σταθμισμένα εργαλεία, αλλά κατασκευάστηκαν κάποια ερωτήματα για την εξυπηρέτηση των σκοπών της έρευνας τα οποία και σταθμίστηκαν σε δείγμα 50 υποκειμένων (25 ανδρών και 25 γυναικών). Στα χαρακτηριστικά του δείγματος που δύναται να παρεμβάλλονται στα αποτελέσματα και αφορούν το φύλο, θα πρέπει να αναφερθεί πως οι γυναίκες, σε σχέση με τους άνδρες, ήταν κατά στατιστικά σημαντικό βαθμό νεότερες, ελεύθερες και μη λευκές. Από τα αποτελέσματα λοιπόν αναδύθηκε πως οι γυναίκες ήταν περισσότερο πιθανό να έχουν εμπειρία σεξουαλικού τραύματος στο στρατό σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους (14% έναντι 1%), ενώ ήταν λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν διαταραχή μετατραυματικού στρες (22% έναντι 33%). Παρά τα όποια προβλήματα της έρευνας αυτής (τα οποία θα μπορούσαν να συνοψιστούν: α. στην επίδραση άλλων παραγόντων στα δεδομένα της έρευνας όπως: φυλή, ηλικία & οικογενειακή κατάσταση, β. στη μη διάκριση ανάλογα με τον τόπο ή/και το είδος πολέμου (Αφγανιστάν/Ιράκ), γ. στις ελλιπείς πληροφορίες για το βαθμό εμπλοκής των συμμετεχόντωνστον πόλεμο, και τη μεθοδολογική αδυναμία μιας μη ορθά σταθμισμένης κλίμακας) εντούτοις παρουσιάζει κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία. Η έρευνα αυτή εισάγει δυναμικά το διπλό τραύμα που είναι δυνατόν να βιώνει μια γυναίκα κατά την εμπλοκή της στη μάχη. Συγκεκριμένα, μελετάται με κάπως συστηματικό τρόπο, η δυναμική της σεξουαλικής επίθεσης παράλληλα με την τραυματική εμπειρία πολέμου. Αυτό και μόνο του έχει κάποια αξία καθώς αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη στη διερεύνηση όχι μόνο του πλαισίου μέσα στο οποίο έλαβε χώρα το τραυματικό γεγονός αλλά και το είδος του τραυματικού αυτού γεγονότος.

Τέλος, μια αξιοσημείωτη έρευνα είναι αυτή των Hourani, Williams, Bray & Kandel (2015), επίσης πάνω στην επίδραση του φύλου στην εμφάνιση διαταραχής μετατραυματικού στρες. Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν δεδομένα της «Έρευνας συμπεριφορών σχετιζόμενων με την Υγεία» του Υπουργείου Αμύνης των Η.Π.Α.. Στην έρευνα συμμετείχαν 24.690 (17.939 άνδρες και 6.751 γυναίκες) εν ενεργεία στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων. Στην έρευνα για την άντληση των δεδομένων σχετικά με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα PCL-Cτων Weathers, Litz, Herman, Huskaκαι Keane (1994). Στην έρευνα επίσης λήφθηκαν υπόψη οι απαντήσεις των συμμετεχόντων σε σταθμισμένες κλίμακες ανίχνευσης διαταραχής γενικευμένου άγχους, χρήσης αλκοόλ, χρήσης ναρκωτικών ουσιών, σεξουαλικής κακοποίησης και έκθεσης σε μάχη. Και στην έρευνα αυτή οι γυναίκες έτειναν να είναι νεότερες (Μ.Ο. γυναικών: 27,6 έτη, ανδρών: 28,6 έτη), μη λευκές (66% νέγρες έναντι 51,9% νέγρων), ελεύθερες (56,8% έναντι 43,8%) και με εκπαίδευση ανώτερη της λυκειακής (76,1% έναντι 65,8%). Επίσης, ήταν πιο πιθανό να εμφανίζουν κατάθλιψη (36% έναντι 29,7%), διαταραχή γενικευμένου άγχους (19,3% έναντι 13,3%), ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης (39,2% έναντι 9,6%) ενώ ήταν μειωμένη η πιθανότητα χρήσης ναρκωτικών ουσιών (11,2% έναντι 12,9%), αλκοόλ (13,1% έναντι 28,3%) και έκθεσης σε μάχη (9,4% έναντι 26,3%).

Στη διαταραχή μετατραυματικού στρες, το φύλο φάνηκε να προβλέπει μόνο τη διάσταση της συναισθηματικής άμβλυνσης (ανηδονία, συναισθηματική άμβλυνση, αίσθημα αποσύνδεσης, μειωμένη προοπτική, κενά μνήμης) σε ποσοστό 35-50%, με τους άνδρες να είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν συναισθηματική άμβλυνση σε σχέση με τις γυναίκες. Βέβαια, η συναισθηματική άμβλυνες σχετίζεται και με τη χρήση αλκοόλ (McDevitt-Murphy, Murphy, Monahan, Flood&Weathers, 2010) και δεδομένης και της αυξημένης χρήσης αλκοόλ από τους άνδρες συμμετέχοντες, πιθανά η μεταβλητή της κατάχρησης αλκοόλ να λειτουργεί ως παρασιτική μεταβλητή.

Στην υποκατηγορία των συμμετεχόντων που είχαν τραυματιστεί κατά τη έκθεσή τους στη μάχη, το φύλο επιδρά στην εμφάνιση της διαταραχής μετατραυματικού στρες με τις γυναίκες να σημειώνουν στατιστικά σημαντικά υψηλότερες τιμές σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους σε όλες τις διαστάσεις της διαταραχής μετατραυματικού στρες (αναβίωση εμπειριών, αποφευκτική συμπεριφορά, συναισθηματική άμβλυνση, υπερδιέγερση). Τέλος, το φύλο φαίνεται να επιδρά στην έκφραση της σεξουαλικής κακοποίησης. Συγκεκριμένα οι άνδρες βιώνουν περισσότερες συνέπειες στη σεξουαλική κακοποίηση τόσο πριν την κατάταξη τους στο στρατό όσο και μετά από αυτήν.
4. Συζήτηση

Η διαταραχή μετατραυματικού στρες αποτελεί ένα μείζον θέμα τόσο για την ευρύτερη κοινωνία, όσο και για τις ένοπλες δυνάμεις. Θα μπορούσε δε να θεωρηθεί ως μία «κοινωνική» ψυχική διαταραχή, καθώς τόσο ως προς τα αίτια της διαταραχής όσο και ως προς τις συνέπειές της, ο κοινωνικός-περιβαλλοντολογικός παράγοντας διαδραματίζει ένα μείζονα ρόλο. Όμως η στενή σύνδεση της διαταραχής με την εμπειρία του πολέμου κατέστησε κάπως «αταίριαστη» την αυτούσια μεταφορά της διαταραχής στο μη στρατιωτικό πεδίο προκειμένου να περιγράψει και την αντίδραση σε τραυματικές εμπειρίες που δεν σχετίζονται με τον πόλεμο. Η μεταφορά αυτή εγείρει ζητήματα εννοιολογικής εγκυρότητας, που εμπλέκει τόσο τα διαγνωστικά εγχειρίδια όσο και τις ψυχομετρικές κλίμακες. Η διάσταση του φύλου εμπλέκεται ακριβώς αυτό το ζήτημα. Το είδος τραυματικών γεγονότων αλλά και η ποικιλία απάντησης στις τραυματικές εμπειρίες μας εγκαλούν να εστιάσουμε περισσότερο στο μείζον ζήτημα της διαταραχής μετατραυματικού στρες. Διευρυμένες έρευνες κατά τις οποίες θα συλλέγονταν δεδομένα ανοικτών συνεντεύξεων από ανθρώπους που έχουν βιώσει έντονα τραυματικά γεγονότα, αλλά και μία διεθνής διεπιστημονική συζήτηση σχετικά με το ζήτημα της διαταραχής μετατραυματικού στρες πιθανά θα βοηθούσε να τεθεί και να οριστεί η ψυχοπαθολογική οντότητα σε μια περισσότερο στέρεη και επικαιροποιημένη βάση.



Βιβλιογραφία

American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders(5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.

Boscarino, J. A. (1996). Posttraumatic stress disorder, exposure to combat, and lower plasma cortisol among Vietnam veterans: findings and clinical implications. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 64(1), 191.

Breslau, N., Davis, G. C., Andreski, P., & Peterson, E. (1991). Traumatic events and posttraumatic stress disorder in an urban population of young adults. Archives of general psychiatry, 48(3), 216-222.

Breslau, N., Davis, G. C., Peterson, E. L., & Schultz, L. (1997). Psychiatric sequelae of posttraumatic stress disorder in women. Archives of General Psychiatry, 54(1), 81-87.

Brewin, C. R., & Holmes, E. A. (2003). Psychological theories of posttraumatic stress disorder.Clinical psychology review, 23(3), 339-376.

ΓΕΕΘΑ-ΔΥΓ (2008). Εγχειρίδιο επί θεμάτων Ψυχοκοινωνικής Μέριμνας Προσωπικού. Αθήνα: Τυπογραφείο Ελληνικού Στρατού.

Erickson, D., Wolfe, J., King, D., King, L., & Sharkansky, E. (2001). Posttraumatic stress disorder and depression symptomology in a sample of Gulf War veterans: A prospective analysis. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 69, 41-49.

Finkelhor, D., Hotaling, G., Lewis, I., & Smith, C. (1990). Sexual abuse in a national survey of adult men and women: Prevalence, characteristics, and risk factors. Child abuse & neglect,14(1), 19-28.

Green, B. L., Kramer, T. L., Grace, M. C., Gleser, G. C., Leonard, A. C., Vary, M. G., & Lindy, J. D. (1997). Traumatic events over the life span: Survivors of the Buffalo Creek disaster. Journal of the American Academy of Child & Adolescent Psychiatry, 33, 71–79.

Harvey, A. G., & Bryant, R. A. (1998). The relationship between acute stress disorder and posttraumatic stress disorder: a prospective evaluation of motor vehicle accident survivors.Journal of consulting and clinical psychology, 66(3), 507-512.

Haskell, S. G., Gordon, K. S., Mattocks, K., Duggal, M., Erdos, J., Justice, A., & Brandt, C. A. (2010). Gender differences in rates of depression, PTSD, pain, obesity, and military sexual trauma among Connecticut war veterans of Iraq and Afghanistan. Journal of Women’s Health,19(2), 267-271.

Hoge, C. W., Castro, C. A., Messer, S. C., McGurk, D., Cotting, D. I., & Koffman, R. L. (2004). Combat duty in Iraq and Afghanistan, mental health problems, and barriers to care. New England Journal of Medicine, 351(1), 13-22.

Hourani, L., Williams, J., Bray, R., & Kandel, D. (2015). Gender differences in the expression of PTSD symptoms among active duty military personnel. Journal of anxiety disorders, 29, 101-108.

Jones, E., Fear, N. T., & Wessely, S. (2007). Shell shock and mild traumatic brain injury: a historical review. American Journal of Psychiatry, 164, 1641–1645.

Jones, E., & Wessely, S. (2005). Shell shock to PTSD: Military psychiatry from 1900 to the Gulf War. Hove: Psychology Press.

Kessler, R. C., Sonnega, A., Bromet, E., Hughes, M., & Nelson, C. B. (1995). Posttraumatic stress disorder in the National Comorbidity Survey. Archives of general psychiatry, 52(12), 1048-1060.

Luxenberg, T., Spinazzola, J., Hidalgo, J., Hunt, C. & Van der Kolk, B. A. (2001). Complex trauma and disorders of extreme stress (DESNOS) diagnosis, part two: treatment. Directions in Psychiatry, 21(25), 395-414.

Luxenberg, T., Spinazzola, J. & Van der Kolk, B. A. (2001). Complex trauma and disorders of extreme stress (DESNOS) diagnosis, part one: Assessment. Directions in Psychiatry, 21(25), 373-392.

McDevitt-Murphy, M. E., Murphy, J. G., Monahan, C. J., Flood, A. M., & Weathers, F. W. (2010). Unique patterns of substance misuse associated with PTSD, depression, and social phobia.Journal of dual diagnosis, 6(2), 94-110.

North, C. S., Nixon, S. J., Shariat, S., Mallonee, S., McMillen, J. C., Spitznagel, E. L., & Smith, E. M. (1999). Psychiatric disorders among survivors of the Oklahoma City bombing. Jama,282(8), 755-762.

Sayer, N. A., Friedemann-Sanchez, G., Spoont, M., Murdoch, M., Parker, L. E., Chiros, C., & Rosenheck, R. (2009). A qualitative study of determinants of PTSD treatment initiation in veterans. Psychiatry, 72(3), 238-255.

Scott, W. J. (1990). PTSD in DSM-III: A case in the politics of diagnosis and disease. Social problems, 294-310.

Weathers, F. W., Litz, B. T., Herman, D., Huska, J., & Keane, T. (1994). The PTSD checklist-civilian version (PCL-C). Boston, MA: National Center for PTSD.

Yehuda, R. (2002). Post-traumatic stress disorder. New England Journal of Medicine, 346(2), 108-114.

Yehuda, R., Vermetten, E., McFarlane, A. C., & Lehrner, A. (2014). PTSD in the military: Special considerations for understanding prevalence, pathophysiology and treatment following deployment. European journal of psychotraumatology, 5, 1-7.

Zatzick, D., Weiss, D. S., Marmar, C. R., Metzler, T. J., Wells, K., Golding, J. M., Stewart, A., Schlenger, W. E. & Browner, W. S. (1997). Post–traumatic stress disorder and functioning and quality of life outcomes in female Vietnam veterans. Military Medicine, 162(10), 661-665.



[1]Παρά την αναφορά για τις συναισθηματικές επιπτώσεις του πολέμου ήδη από τα Ομηρικά Έπη, και τις σποραδικές αναφορές στη διάρκεια των αιώνων (ενδεικτικά αναφέρουμε τους όρους Νοσταλγία, Καρδιά του Στρατιώτη) (ΓΓΕΘΑ-ΔΥΓ, 2008), συστηματική μελέτη του φαινομένου έχουμε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου