Η γαλλική κοινωνία «βράζει» από τις όλο και μεγαλύτερες ανισότητες, από την αστυνομοκρατία, τη βίαιη καταστολή των κινημάτων. | AP PHOTO
Συντάκτης: François Bonnet-συντακτική ομάδα του Mediapart**
Γιατί ξαναβγήκαν οι Γάλλοι στους δρόμους
Ποια είναι τα πραγματικά αίτια του πρωτοφανούς λαϊκού ξεσηκωμού στη Γαλλία - της εμφάνισης ενός ετερόκλητου πλην μαζικού κινήματος, που τραντάζει συθέμελα όχι μόνο το εγχώριο αλλά και ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα του νεοφιλελευθερισμού και της αέναης λιτότητας για τους πολλούς;
Αναμφίβολα, η αδιάλλακτη στάση της «σοσιαλιστικής» -λέμε τώρα- κυβέρνησης στο ζήτημα της εργασιακής (διάβαζε: αντεργατικής ή, σωστότερα, φιλοεργοδοτικής) μεταρρύθμισης, που σε πολλά σημεία της αντιγράφει την αλήστου μνήμης γερμανική «Ατζέντα 2010», και η βαθύτατα αντιδημοκρατική επιλογή των Ολάντ και Βαλς να την «περάσουν» νύχτα με... βασιλικό διάταγμα, φοβούμενοι τις αντιδράσεις των ίδιων των βουλευτών τους, αποτέλεσαν τη βασική «κόλλα» που αφύπνισε τα ταξικά ανακλαστικά τής εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες κοιμισμένης γαλλικής εργατιάς και την ένωσε στους δρόμους με την πάντα ανήσυχη νεολαία - τους μαθητές και τους φοιτητές, που νιώθουν πως η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση-απορρύθμιση υπονομεύει το ήδη ανασφαλές εργασιακό τους μέλλον.
Ομως ο διαβόητος «νόμος Κομρί» είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου: η γαλλική κοινωνία «βράζει» από τις όλο και μεγαλύτερες ανισότητες, από την αστυνομοκρατία, τη βίαιη καταστολή των κινημάτων και το συνεχιζόμενο καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που τείνει πλέον να μονιμοποιηθεί, αλλά και από ένα γενικότερο αίσθημα απογοήτευσης που επικρατεί στην εκλογική βάση του κυβερνώντος κόμματος, η ηγεσία του οποίου κατηγορείται πλέον ανοιχτά –πρωτίστως από τους «αντάρτες» βουλευτές του– πως έχει μετατραπεί σε καθαρή Δεξιά, προδίδοντας τις θεμελιώδεις αρχές της Σοσιαλδημοκρατίας.
Στο σημερινό μας αφιέρωμα, καταφεύγουμε σε τρία πολύ διαφορετικά, αλλά εν τέλει αλληλοσυμπληρούμενα κείμενα από την «πηγή» των γεγονότων, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί ο απεργιακός Μάης του 2016 όχι μόνο ξύπνησε μνήμες ενός άλλου θρυλικού Μάη, εκείνου του 1968, αλλά και συνεχίζεται τον Ιούνη, υποσχόμενος ένα καυτό θέρος για τους Γάλλους -και όχι μόνο- κυβερνώντες...
Γιώργος Τσιάρας
⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱⊰⊱
Δεκάδες διαδηλωτές έχουν τραυματιστεί στις διαδηλώσεις κατά του εργασιακού νόμου.
Η κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή μια στρατηγική έντασης, συνέπεια πολλών ετών κλιμάκωσης.
Είναι πια καιρός να καταπιαστεί μια ερευνητική επιτροπή με αυτό το φλέγον ζήτημα.
Ενας νέος 28 χρόνων βρίσκεται σε τεχνητό κώμα από τις 26 Μαΐου, με εγκεφαλικό οίδημα και κρανιακό κάταγμα, θύμα μιας χειροβομβίδας κρότου-λάμψης.
*François Bonnet, MEDIAPART
Ενα μήνα νωρίτερα, στις 28 Απριλίου, ένας 20χρονος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Ρεν έχανε το μάτι του από βολή με πλαστική σφαίρα (LBD40), ένα όπλο πιο ισχυρό ακόμα και από τις κρότου-λάμψης.
Δεκάδες διαδηλωτές έχουν τραυματιστεί σοβαρά τους τελευταίους δυόμισι μήνες, αφότου ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις κατά του νόμου για τα εργασιακά.
Είναι αδύνατον να κάνει κάποιος ακριβή απολογισμό.
Ομως το πλήθος των μαρτυριών που λάβαμε, καθώς και οι φωτογραφίες και τα βίντεο που κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας επιτρέπουν να υπολογίσουμε σε πολλές δεκάδες τον αριθμό των ατόμων που υπέστησαν σοβαρούς τραυματισμούς.
Ενα απλό παράδειγμα: 49 άτομα τραυματίστηκαν, τα 10 εξ αυτών σοβαρά, στις 28 Απριλίου στη Ρεν, σύμφωνα με μια ομάδα νοσηλευτών που ήταν παρόντες στη διαδήλωση εκείνη την ημέρα.
Αιματώματα, σπασμένες μύτες, κατάγματα, εξαρθρωμένα σαγόνια, λιποθυμίες...
Τώρα πια, όσοι είναι αντίθετοι με τον νόμο για τα εργασιακά το ξέρουν: η διαμαρτυρία έχει εξελιχθεί σε ρίσκο, επικίνδυνο να παραμένεις στις γραμμές σου ώσπου να διαλυθούν, απερισκεψία να «πηγαίνεις στη διαδήλωση» χωρίς βασικό εξοπλισμό προστασίας.
Πέρα από αυτούς τους νέους που θα μείνουν για πάντα σημαδεμένοι, αυτούς τους δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες ανθρώπους που τραυματίστηκαν ή δέχτηκαν επίθεση, αυτούς τους χιλιάδες διαδηλωτές που διαμαρτύρονται με τον φόβο ριζωμένο -τον φόβο μήπως βρεθούν ξαφνικά απέναντι σε ένα ξέσπασμα των CRS (*Compagnies Républicaines de Sécurité: τα γαλλικά ΜΑΤ)- αυτή η οργανωμένη κλιμάκωση της βίας και η στοχοποίηση ενός κοινωνικού κινήματος θα έπρεπε να προκαλέσουν μια τεράστια δημόσια συζήτηση.
Θα έπρεπε να προκαλέσουν -στο όνομα του σεβασμού απέναντι στις θεμελιώδεις ελευθερίες μας- μια κινητοποίηση βουλευτών και γερουσιαστών.
Θα έπρεπε να οδηγήσουν στην έναρξη μιας κοινοβουλευτικής ερευνητικής επιτροπής ως προς τις στρατηγικές για την τήρηση της τάξης, τη λειτουργία της ιεραρχίας της διοίκησης και τις λεπτομέρειες των οδηγιών που δίνονται.
Αυτό που συμβαίνει είναι το ακριβώς αντίθετο. Τα ανησυχητικά σημάδια πολλαπλασιάζονται.
Τίποτε άλλο δεν γίνεται, εκτός από την τυφλή νομιμοποίηση της αστυνομικής βίας από αυτή την κυβέρνηση.
Σοβαρά επεισόδια λαμβάνουν χώρα. Καμία κουβέντα δεν ακούγεται πέρα από την άνευ όρων στήριξη στη δράση των δυνάμεων ασφαλείας.
Καμία απάντηση δεν δίνεται στις προειδοποιήσεις που προέρχονται μέσα από τον ίδιο τον θεσμό της αστυνομίας, από συνδικαλιστές που ανησυχούν για την ακραία επιδείνωση της κατάστασης.
Τι λένε αυτοί οι συνδικαλιστές; Οτι η κυβέρνηση δεν διδάχτηκε τίποτα από τον θάνατο του Ρεμί Φρες, εκείνου του νεαρού ειρηνικού διαδηλωτή ο οποίος σκοτώθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2014 στo φράγμα του Σιβάν στη Νότια Γαλλία.
Εκτοτε, το δόγμα για τήρηση της τάξης δεν έχει αλλάξει, εκτιμά ο Αλεξάντρ Λανγκλουά, γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Αστυνομικών (CGT-Police):
«Αυτό που έχει αλλάξει είναι η αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης μέσω της καταστολής. Ευνοείται η κλιμάκωση της βίας. Ολα είναι έτσι φτιαγμένα ώστε τα πράγματα να πάνε στραβά!». Οι συνάδελφοί του στα CRS, προσθέτει, του αναφέρουν ότι τους χρησιμοποιούν «με πολύ επιθετικές διαθέσεις. Ο στόχος δεν είναι ο κατευνασμός, αλλά η αντιπαράθεση».
Ο Φιλίπ Καπόν, από το Ενιαίο Συνδικάτο Αστυνομικών (Unsa-Police), πρώην CRS και ο ίδιος, επιμένει ότι υπάρχουν «άριστα οργανωμένα εξτρεμιστικά γκρουπούσκουλα με έντονη παρουσία, τα οποία μας υποχρεώνουν σε αναδιοργάνωση».
Θέλει όμως κι αυτός να προβάλει το επιχείρημα περί απειρίας των δυνάμεων που αναλαμβάνουν δράση:
«Η κατάσταση είναι τρομερά τεταμένη και με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης είμαστε στα όριά μας. Ζητούν από συναδέλφους να επιβάλουν την τάξη ενώ δεν είναι δική τους δουλειά. Κάποιοι πηγαίνουν στο Τμήμα του πρωί και τους λένε: “Φόρα κράνος, πάρε κι ένα γκλομπ και πήγαινε να καλύψεις τη διαδήλωση!’’ Αλλά η τήρηση της τάξης είναι κάτι που μαθαίνεται. Αποτελεί ξεχωριστή δουλειά».
Η κυβέρνηση απορρίπτει αυτούς τους προβληματισμούς και σε ό,τι την αφορά, εμμένει στη μία και μόνη εκδοχή που της επιτρέπει να δικαιολογήσει αυτή την κλιμάκωση της βίας: τους «μπαχαλάκηδες».
«Μπαχαλάκιας», αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κατά κόρον από όλες τις κυβερνήσεις τα τελευταία 50 χρόνια προκειμένου να δικαιολογήσουν τις δικές τους πομπές.
Τόσο ο υπουργός Εσωτερικών Μπερνάρ Καζνέβ, όσο και ο πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς βεβαιώνουν ότι έχουν ταυτοποιήσει μια νέα γενιά «μπαχαλάκηδων».
Πρόκειται, θεωρητικά, για «εξτρεμιστές», οπαδούς της «ακραίας βίας», «οι οποίοι θέλουν να σκοτώνουν αστυνομικούς» και πολεμούν «ενάντια στο κράτος και τις αξίες της Δημοκρατίας».
Μια εξτρεμιστική φράξια ενός κοινωνικού κινήματος το οποίο, επιπλέον, «κρατά σε ομηρεία» τη χώρα με τις απεργίες και τα μπλοκ του...
Σε μια Γαλλία σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, το οποίο πήρε παράταση δυο φορές, το λεξιλόγιο αυτό δεν μπορεί να είναι ουδέτερο: το μόνο που λείπει είναι η λέξη «τρομοκράτης», δηλαδή «κοινωνικός τζιχαντιστής», για να συμπληρωθεί ο εννοιολογικός εξοπλισμός μιας κυβέρνησης αποφασισμένης να φτάσει μέχρι τέλους.
Το άλμα, εξάλλου, το έκανε πολύ πρόσφατα ο πρόεδρος της Medef, της ένωσης εργοδοτών, Πιερ Γκατάζ, ο οποίος απηύθυνε έκκληση μέσω της «Le Monde» να τσακίσουν «αυτές τις μειονότητες που φέρονται σαν αλήτες, σαν τρομοκράτες».
Η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να ξετυλίγει αυτόν τον εντυπωσιακό τρόπο αφήγησης, από τη στιγμή που το μόνο πράγμα που λατρεύουν και προβάλλουν διαρκώς στην πρώτη γραμμή τα οπτικοακουστικά μέσα και τα τηλεοπτικά δελτία είναι οι «μπαχαλάκηδες» και οι εικόνες συγκρούσεων και βανδαλισμών.
Η «υπόθεση» του φλεγόμενου περιπολικού βρέθηκε στην κορυφή της τηλεοπτικής σκηνοθεσίας αυτών των συγκρούσεων.
Οπως και το σκισμένο πουκάμισο του στελέχους της Air France, οι εικόνες αυτές κόβουν την ανάσα, εμποδίζουν κάθε σοβαρή σκέψη και ανοίγουν τον δρόμο στις πολεμικές δηλώσεις του Μανουέλ Βαλς οι οποίες, εν συνεχεία, διαψεύσθηκαν από τα γεγονότα.
Τρία από τα πέντε άτομα τα οποία προσήχθησαν και τέθηκαν σε προσωρινή κράτηση αφέθηκαν πολύ σύντομα ελεύθερα, καθώς οι κατηγορίες εναντίον τους ήταν πολύ ελαφρύτερες από ό,τι είχε αναγγελθεί αρχικά.
Τα ΜΜΕ έχουν ασθενική μνήμη. Μάλλον γιατί καλύπτουν για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες τέτοια γεγονότα, οι λεηλασίες καταστημάτων είναι σπανιότατες, το ίδιο και οι παράπλευρες απώλειες (καμένα αυτοκίνητα, βανδαλισμοί παντός τύπου) που παραδοσιακά συνοδεύουν τις μεγάλες διαδηλώσεις.
Εχουν ξεχάσει ότι το τοπικό Κοινοβούλιο της Βρετάνης στη Ρεν κάηκε το 1994 στο πλαίσιο μιας διαδήλωσης των αλιέων.
Ή τη συστηματική λεηλασία που προκάλεσαν οι σιδηρουργοί το 1971 στη συνοικία της Οπερας, αφού προηγουμένως έτρεψαν σε φυγή τις δυνάμεις της τάξης με μια βροχή από μπουλόνια και σιδηρόβεργες και ύψωσαν οδοφράγματα στις μεγάλες λεωφόρους...
Η πραγματικότητα δεν αλλάζει: υπάρχουν μερικές εκατοντάδες, ενίοτε χιλιάδες άνθρωποι που με μεγάλη χαρά φωνάζουν «όλοι μισούν την αστυνομία» (τον Μάη του ‘68 το σύνθημα ήταν «CRS-SS»!) και είναι έτοιμοι να προκαλέσουν ή να συμμετάσχουν σε συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας.
Απέναντι σε αυτό, ο εκάστοτε κυβερνών έχει ένα μόνο καθήκον: να εκτονώσει την ένταση, να οργανώσει την εκκένωση του χώρου, να λάβει εξ αρχής προληπτικά μέτρα, να ελέγξει αυστηρά τη χρήση όπλων και δακρυγόνων από τις δυνάμεις ασφαλείας και να αποφύγει τις προκλήσεις.
Ο Μπερνάρ Καζνέβ και ο Μανουέλ Βαλς αποφάσισαν να κάνουν ακριβώς το αντίθετο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της βίαιης ριζοσπαστικοποίησης των διαδηλώσεων.
Την ανέλαβαν αφήνοντας στην άκρη τους όποιους ενδοιασμούς, ώστε να δώσουν με μεγαλύτερη άνεση το άνευ όρων πράσινο φως στις δυνάμεις ασφαλείας.
Ετσι, ο Μανουέλ Βαλς τόλμησε να δηλώσει στις 19 Μαΐου στο RTL:
«Δεν υπάρχει καμία εντολή για αυτοσυγκράτηση, καμία εντολή να μη γίνονται συλλήψεις, καμία εντολή για να μη φτάνει ο αστυνομικός μέχρι τέλους προκειμένου να πιάσει τους μπαχαλάκηδες».
«Καμία εντολή για αυτοσυγκράτηση»: άραγε, ο πρωθυπουργός (ο οποίος διετέλεσε και υπουργός Εσωτερικών) συνειδητοποίησε ποτέ πόσο ανεύθυνα μίλησε, από τη στιγμή που λόγω της θέσης του θα έπρεπε να πει τα αντίθετα, να υπενθυμίσει δηλαδή στις δυνάμεις ασφαλείας ότι το καθήκον τους είναι να ανταποκρίνονται με μέτρο και ανάλογα με το μέγεθος του κινδύνου;
Στο αποκορύφωμα των συγκρούσεων τον Μάη του ‘68, ο διοικητής της αστυνομίας του Παρισιού, Μορίς Γκριμό, έγραψε μια επιστολή προς όλους τους αστυνομικούς:
«Απευθύνομαι σήμερα σε όλο το Σώμα [...] και θέλω να μιλήσω για ένα ζήτημα το οποίο δεν δικαιούμαστε να προσπεράσουμε σιωπηλά: είναι το ζήτημα της υπερβολικής χρήσης βίας [...] Οταν χτυπάμε ένα διαδηλωτή πεσμένο στο έδαφος είναι σαν να χτυπάμε τους εαυτούς μας. Είναι κάτι που πλήττει τη δράση ολόκληρης της αστυνομίας. Το ακόμα πιο σοβαρό είναι να χτυπάμε διαδηλωτές αφού έχουν συλληφθεί και οδηγούνται στο τμήμα για ανάκριση», έγραφε.
«Καμία εντολή για αυτοσυγκράτηση»: να με ποιο τρόπο ακολουθεί ο Μανουέλ Βαλς τις παραινέσεις του διοικητή Γκριμό.
Αυτή η αυταρχική στάση, η οποία έγινε έκδηλη από την αρχή κιόλας αυτής της κυβερνητικής θητείας, όταν ο Μανουέλ Βαλς διακήρυξε ως προτεραιότητα τον αγώνα κατά του «εσωτερικού εχθρού», είναι η ίδια με εκείνη που τηρήθηκε μετά τα γεγονότα στο Σιβάν.
Τις εβδομάδες που προηγήθηκαν του θανάτου του Ρεμί Φρες, ο υπουργός Εσωτερικών Μπερνάρ Καζνέβ επέτρεψε στην πολιτοφυλακή και στη χωροφυλακή να απαντήσουν με βία στους οικολόγους ακτιβιστές που ήταν αντίθετοι με την κατασκευή του φράγματος.
Στις 7 Οκτωβρίου του 2014, τρεις εβδομάδες πριν από τον θάνατο του Ρεμί Φρες, μια κοπέλα 25 χρόνων τραυματίστηκε σοβαρά στο χέρι από χειροβομβίδα κρότου-λάμψης που πέταξε ένας χωροφύλακας στο τροχόσπιτό της.
Η σκηνή απαθανατίστηκε σε βίντεο. Η δικαστική έρευνα έχει βαλτώσει. [...]
Δύο από τους κορυφαίους ειδικούς σε θέματα ασφάλειας, ο Ολιβιέ Φιγέλ και ο Φαμπιάν Ζοπάρ, στο άρθρο τους με τίτλο «Μια εξαίσια απομόνωση» υπογραμμίζουν πόσο απαρχαιωμένη και αδιέξοδη είναι η τήρηση της τάξης «α λα γαλλικά».
Διότι, για λίγα χρόνια, αυτή η τήρηση της τάξης «α λα γαλλικά» που είχε ως κύριο μέλημα την αποφυγή θανάτων ή σοβαρών τραυματισμών μεταξύ των διαδηλωτών μπόρεσε να προβληθεί ως προωθημένο και εξαγώγιμο πρότυπο.
Τη διαπίστωση αυτή συμμερίζονταν τα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής και αστυνομικής ιεραρχίας, σε σημείο μάλιστα η Μισέλ Αλιό-Μαρί, η τότε υπουργός Εσωτερικών, να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην Τυνησία ενός Μπεν Αλι που αντιμετώπιζε άγριες διαδηλώσεις, οι οποίες τελικά τον απομάκρυναν από την εξουσία, με το επιχείρημα ότι «η τεχνογνωσία των δικών μας οργάνων της τάξης, η οποία τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης, επιτρέπει την επίλυση τέτοιου είδους ζητημάτων ασφαλείας».
Ωστόσο, υπογραμμίζουν οι Φαμπιάν Ζομπάρ και Ολιβιέ Φιγέλ, «αυτό μπορεί να ήταν αλήθεια στο παρελθόν, δεν ισχύει όμως πια».
Αντίθετα, σύμφωνα με τους δύο ειδικούς, ο τρόπος της τήρησης της τάξης στη Γαλλία έχει γίνει «παρωχημένος» και μαρτυρά μια «μοναδικότητα» και μια ανησυχητική«δογματική θωράκιση» συγκριτικά με ό,τι εφαρμόζουν οι Ευρωπαίοι γείτονές μας.
Οι συγγραφείς δείχνουν κυρίως με ποιους τρόπους εφαρμόστηκε σε διάφορες χώρες, αρχής γενομένης από τη Γερμανία, μια «πολιτική αποκλιμάκωση» η οποία στοχεύει στην αποφυγή πάσης φύσεως αντιπαραθέσεων. [...]
Ο Μανουέλ Βαλς και ο Μπερνάρ Καζνέβ, αντί να ενδύονται τον ρόλο του μπάτσου του τμήματος, καλά θα έκαναν να δώσουν βάση στις ομιλίες που ακούστηκαν στη Βουλή μετά τον θάνατο του νεαρού φοιτητή Μαλίκ Ουσκίν τη νύχτα της 5ης προς 6η Δεκεμβρίου του 1986, σε μια από τις διαδηλώσεις κατά του νομοσχεδίου Ντεβακέ για τη μεταρρύθμιση στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ηδη στις 6 Δεκεμβρίου, ο Πιερ Ζοξ, εκπροσωπώντας την ομάδα των Σοσιαλιστών, ζητούσε «τη δημιουργία μιας επιτροπής η οποία θα διερευνήσει τις οδηγίες που έδωσε ο υπουργός Εσωτερικών στις δυνάμεις ασφαλείας», ενώ ο Φιλίπ Σεγκέν από το γκολικό κόμμα RPR έκανε λόγο για τη δράση «μικρών ανεξέλεγκτων ομάδων».
Δύο μέρες αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου, ο βουλευτής των Σοσιαλιστών Μισέλ Σαπένεγκαλούσε τον αντίπαλό του από το RPR Ζακ Τουμπόν ζητώντας του να αποσύρει του νομοσχέδιο Ντεβακέ, ώστε να συνεισφέρει στην «απαραίτητη εκτόνωση».
Και στις 10 Δεκεμβρίου, ήταν η σειρά του Λιονέλ Ζοσπέν να εξαπολύσει «κατηγορώ» ενάντια στην κυβερνητική δράση, ένα «κατηγορώ» που σήμερα ηχεί παραδόξως επίκαιρο.
Εξαπολύοντας επίθεση σε μια κυβέρνηση «σίγουρη για τον εαυτό της, κατηγορηματική, αυτάρεσκη ως προς τις ιδεολογικές αναφορές της, που κωφεύει στη γνώμη των άλλων», συνέχιζε με αυτά τα λόγια:
«Ανοίξατε την κρίση με ένα κακό νομοσχέδιο, προσπαθείτε να τη διαγράψετε με μια κακή αγόρευση, κυρίως όμως τη χειριστήκατε με μια απεχθή μέθοδο: αρνηθήκατε τη συζήτηση, υποτιμήσατε το κίνημα, κάνατε χρήση βίας και συγχρόνως παθητικότητας απέναντι στη βία!».
Τις ίδιες εκείνες μέρες, ο Μπερνάρ Ντελπλάς, εκ μέρους της Αυτόνομης Ομοσπονδίας Αστυνομικών Συνδικάτων (FASP), του ισχυρότερου συνδικάτου εκείνη την εποχή στους κόλπους της αστυνομίας, μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος κι ένας από τους ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά στον Φρανσουά Μιτεράν, υπενθύμιζε με τη σειρά του στην πολιτική εξουσία τα καθήκοντά της και τις ευθύνες της με την ακόλουθη δήλωση:
«Σε αυτούς που μας κυβερνούν, λέω ότι η ευθύνη είναι και δική τους και είναι πολιτική ευθύνη [...] Οταν έχεις θέση ευθύνης, δεν μπορείς να λες “άντε, ορμάτε, σας καλύπτω εγώ” κι ύστερα να εκπλήσσεσαι για τις ζημιές, να εκπλήσσεσαι επειδή κάποιοι συνάδελφοί σου ερμήνευσαν εκείνες τις παροτρύνσεις κατά λέξη. Η δουλειά μας είναι αρκετά δύσκολη κι επικίνδυνη για να έρχονται από πάνω οι πολιτικοί και να προσθέτουν τη δημαγωγία τους. Δεν μπορείς να διοικείς την αστυνομία σαν να πρόκειται για προεκλογική εκστρατεία».
Τριάντα χρόνια αργότερα, οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί.
Ο Μισέλ Σαπέν είναι υπουργός μιας κυβέρνησης που θέλει να ποινικοποιήσει ένα κοινωνικό κίνημα.
Ο Ζακ Τουμπόν είναι συνήγορος του πολίτη και πρόσφατα ξεκίνησε έρευνα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τραυματίστηκε σοβαρότατα ο νεαρός διαδηλωτής στις 26 Μαΐου.
Ο Λιονέλ Ζοσπέν είναι μέλος του συνταγματικού συμβουλίου. Θα υπερθεματίσει, άραγε, στο ενδεχόμενο μομφής κατά του νόμου για τα εργασιακά;
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1986, ο Λιονέλ Ζοσπέν εγκαλούσε τον τότε υπουργό Εσωτερικών Σαρλ Πασκουά με αυτά τα λόγια:
«Τι οδηγίες δώσατε; Ποιες κυρώσεις επιβάλατε μετά τις εκατοντάδες επιχειρήσεις που κατέληξαν σε τραυματισμούς τόσο στις τάξεις των αστυνομικών όσο και των διαδηλωτών;»
Ο Σαρλ Πασκουά απέφυγε να απαντήσει ευθέως στην ερώτηση.
Προτίμησε να στοχοποιήσει εκείνα τα «βίαια υποκείμενα», τα οπλισμένα με βόλους, αξίνες και στιλέτα...
«Η βιαιότητα των διαδηλωτών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί», δήλωνε.
Με τον θάνατο του Μαλίκ Ουσκίν, η Δεξιά έχανε την τιμή της και λίγους μήνες αργότερα και την εξουσία.
Αν ο σημερινός πρωθυπουργός και ο υπουργός των Eξωτερικών δεν δεχτούν να δώσουν εξηγήσεις στο πλαίσιο μιας ευρείας δημόσιας συζήτησης, θα έχουν την ίδια τύχη.
O François Bonnet είναι διευθυντής σύνταξης της MEDIAPART. Για το άρθρο αυτό συνεργάστηκαν οι Michel Deléan, Jade Lindgaard, Michael Hajdenberg, Matthieu Suc, Stéphane Alliès, Sophie Dufau, Fabrice Arfi,Christophe Gueugneau, Karl Laske και Donatien Huet. Διευθυντής έκδοσης: Edwy Plenel (Το άρθρο δημοσιεύτηκε την Τρίτη 31 Μαΐου 2016 και αναδημοσιεύεται στα ελληνικά με την άδεια των συναδέλφων της MEDIAPART)
Μετάφραση - επιμέλεια: Κορίνα Βασιλοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου