Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

AfD: μια ακροδεξιά πατρίδα για το γερμανικό κεφάλαιο


Ο Αλεξάντερ Έμπερχαρντ Γκάουλαντ είχε διατελέσει επί σαράντα χρόνια στέλεχος του κυβερνητικού CDU και ανώτερος αξιωματούχος του κρατικού μηχανισμού· από το 2013 είναι ηγετικό στέλεχος της AfD και επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ακροδεξιού κόμματος στο κρατιδιακό κοινοβούλιο του Βρανδεμβούργου. Κατά τον Γκάουλαντ, η AfD συνιστά την «πολιτική πατρίδα» για «την επί μακρόν χαμένη αίσθηση ζωής των εθνικών φιλελευθέρων».
Του Νίκου Σκοπλάκη
Ο νεοσυντηρητικός θεωρητικός του δικαίου δήλωνε πέρσι στην οικονομική εφημερίδα Handelsblatt ότι «δεν θα έπρεπε να κάνουμε το λάθος και να αρκεστούμε στις ψήφους της αστικής τάξης ή στους πρώην ψηφοφόρους του FDP. Είμαστε ένα κόμμα των απλών ανθρώπων. Μ’ αυτό εννοώ επίσης ανθρώπους, οι οποίοι δεν θέλουν να έχουν δίπλα τους κανένα κέντρο φιλοξενίας για αιτούντες άσυλο. Πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά και να αδράξουμε τους φόβους και τις ανησυχίες που συνδέονται μ’ αυτά και έτσι, επιπλέον, θα ψηφιστούμε».

Σε αυτή τη φράση, ο αντιπρόεδρος της AfD συμπυκνώνει το στίγμα της δεξιάς ηγεμονίας, η οποία ως στόχος αναγνωρίζεται στη διαφορά και τη διαφοροποίηση όχι από τις συντηρητικές συναινέσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας, αλλά στη μέθοδο της βαθύτερης ριζοσπαστικοποίησής τους, με την ανάπτυξη ενός φορέα στα δεξιά της CDU.
Οι δομές της AfD διαμορφώνονται μέσα σε ιστορικά προσδιορισμένες κοινωνικές συνθήκες της σύγχρονης Γερμανίας, τις οποίες σκιαγραφεί ο έγκριτος ιστορικός και δημοσιολόγος, Χανς-Ούλριχ Βέλερ, στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο, «Η νέα αναδιανομή-κοινωνική ανισότητα στη Γερμανία» (1): οι εντυπωσιακές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας συντηρούν ή συνεπιφέρουν ακραία πόλωση του πλούτου και της φτώχειας, ολοένα μικρότερες δυνατότητες κοινωνικής ανόδου, οξύτερες ταξικές διαφορές στην εκπαίδευση, την υγεία και την πρόνοια, συντηρητικοποίηση σε έμφυλα και πολιτισμικά ζητήματα, αυξανόμενη παιδική φτώχεια, επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και διεύρυνση του διαβόητου Hartz-IV.

Ο Βέλερ επισημαίνει ότι στη σύγχρονη Γερμανία προκύπτει μια «ακραία ιεράρχηση» των τάξεων, φαινόμενο που είχε ανακοπεί ή έστω διαφοροποιηθεί κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο.

To ιδεολόγημα της Leitkultur

Μέσα από αυτή την «ακραία ιεράρχηση», καλλιεργήθηκε συστηματικά η εξύμνηση μιας επανευρεθείσας γερμανικής ταυτότητας και η ανάγκη για ισχυρή εκτελεστική εξουσία· οι καταπιεζόμενες τάξεις οφείλουν να αναζητήσουν μερίδιο στην εθνική και πολιτισμική κοινότητα της Leitkultur, αντί να διακυβεύσουν την οικονομική ισχύ της Γερμανίας στον κόσμο με «επιβλαβείς» κοινωνικές διεκδικήσεις. Ο ρατσισμός στη γερμανική κοινωνία διευρύνεται αποκτώντας μια ανησυχητικά οριοθετημένη εσωτερική συνοχή απέναντι στον «ξένο» ως παράγοντα ραγδαίας επιδείνωσης για τις δομές εργασιακής, προνοιακής και κοινωνικής ενσωμάτωσης, αλλά και ως αρνητή του «δικαιώματος» στην επανευρεθείσα εθνική και πολιτιστική ταυτότητα.


Το «κεντροδεξιό» ιδεολόγημα της Leitkultur ευδοκίμησε στην ξενοφοβική, κοινωνικά υπερσυντηρητική και αντιπολιτική ρητορική της AfD, η οποία, κατά τρόπο οξύτερο αλλά ευθέως ανάλογο με των κεντρώων ελίτ, ανιχνεύει στην ταξική ανάλυση της συγκυρίας, στα κοινωνικά κινήματα και στη ριζοσπαστική αριστερά παράγοντες που υπονομεύουν περαιτέρω «τη λιτή μας ευημερία και την εσωτερική μας ειρήνη», ευνοούν την «αχαλίνωτα μαζική μετανάστευση» και «το χάος του ασύλου», αποτελούν «ξένους προς τη Γερμανία κοινωνικούς πειραματισμούς» και επιβάλλουν την αντίσταση απέναντι «στην τρομοκρατία της αριστερής χρηστομάθειας» (2) (sic).

Η «πολιτική πατρίδα» του Γκάουλαντ, λοιπόν, επιχειρεί να συνδέσει τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση σκληρότερα και ενεργότερα με εθνικολαϊκιστικούς προσανατολισμούς και ακροδεξιές τάσεις, που θα την καταστήσουν ρυθμιστικό παράγοντα προς ακόμα πιο αυταρχική εμβάθυνση των υπαρχουσών κυβερνητικών συναινέσεων.





Ιδεολογικά χαρακτηριστικά των υποστηρικτών της AfD

Ας δούμε, όμως, πώς χρωματίζουν οι «απλοί άνθρωποι» του Γκάουλαντ τον «εθνικό φιλελεύθερο» φορέα του. Σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστημίου της Λειψίας, η οποία είχε διεξαχθεί την άνοιξη του 2014, 71% των υποστηρικτών της AfD αισθάνονται «ξένοι στη χώρα τους» εξαιτίας των «υπερβολικά πολλών μουσουλμάνων»· 61% απορρίπτουν τη μετανάστευση από χώρες «μουσουλμανικού θρησκεύματος»· 75% συνδέουν τους Ρομά με την εγκληματικότητα. Στην ίδια έρευνα, σε μία κλίμακα με βαθμό 3 την πλήρη απόρριψη και βαθμό 12 την πλήρη αποδοχή μιας ακροδεξιάς δικτατορικής διακυβέρνησης, οι απαντήσεις των υποστηρικτών της AfD τοποθετούνται στο 7,1. Στην ίδια κλίμακα απόρριψης-αποδοχής, οι απαντήσεις τους για τον σοβινισμό τοποθετούνται στο 9,8, για τον αντισημιτισμό στο 7,2, για την ξενοφοβία στο 10,8, για τον κοινωνικό δαρβινισμό στο 5,9, για την «αποδραματοποίηση» του ναζισμού στο 6,6.

Σε όλα τα στοιχεία, μόνο το φασιστικό NPD εμφανίζεται δεξιότερα της AfD: στις πρόσφατες κρατιδιακές εκλογές, άλλωστε, μέλη και ψηφοφόροι του πρώτου βρέθηκαν στις λίστες και τις κάλπες της τελευταίας. Αναμένοντας εντός του έτους καινούργια έρευνα του πανεπιστημίου της Λειψίας για το ίδιο θέμα, είναι ενδιαφέρον να δούμε κι ένα αποτέλεσμα από πρόσφατη έρευνα που οργάνωσε η εταιρεία infratest-dimap για την τοποθέτηση των κομμάτων σε μια κλίμακα «αριστερά-δεξιά» από 1 μέχρι 11: οι ψηφοφόροι της AfD τοποθετούν το κόμμα τους στο 7,2, ενώ το εκλογικό σώμα συνολικά τοποθετεί την AfD στο 8,3.


Ήδη από την ίδρυση της AfD, στις 6 Φεβρουαρίου του 2013, οι εκπρόσωποι εργοδοτικών οργανώσεων, οι νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες και επιχειρηματίες συναντήθηκαν με τους «απλούς ανθρώπους» τους, δηλαδή με εκπροσώπους διαφόρων υπερσυντηρητικών και ακροδεξιών ρευμάτων, αλλά και με στρατευμένους φασίστες, οι οποίοι δρούσαν με περισσότερο ή λιγότερο καλυμμένο πρόσωπο.

Όσο δεν ευσταθεί ότι η AfD διαμορφώνει σταθερότερη πολιτική παρουσία κυρίως στα «ανατολικά» κρατίδια, άλλο τόσο δεν ευσταθεί η αντίληψη ότι το καλοκαίρι του 2015 αποχώρησε η νεοφιλελεύθερη πτέρυγα, λόγω της επικράτησης των ακροδεξιών και «εθνικών συντηρητικών», völkisch, στοιχείων. Στην πραγματικότητα, οι αποχωρήσαντες ήταν παράγοντες της νεοφιλελεύθερης πτέρυγας, που είτε δεν επιθυμούσαν μεγαλύτερη έκθεση από την επιβεβλημένη για να στηθεί ο ακροδεξιός κόμβος της AfD, είτε δεν κατόρθωσαν να ενισχύσουν την ιδιαίτερη επιρροή τους στο κόμμα, όπως ο οικονομολόγος Μπερντ Λούκε, πρώην ομοσπονδιακός εκπρόσωπος· το κόμμα που ίδρυσε μετά την αποχώρησή του, δεν αφίσταται πρακτικά από το μίγμα νεοφιλελεύθερων, ακροδεξιών και αντιμεταναστευτικών θέσεων της AfD.

Αν υπάρχει μια δομική διαφορά σε εκείνους που αποχώρησαν και σ’ αυτούς που παρέμειναν στην AfD, εντοπίζεται στο ότι οι πρώτοι ενδιαφέρονταν περισσότερο να ασκήσουν επιρροή στις εξελίξεις εντός της CDU, ενώ οι δεύτεροι προσανατολίζονται στο να επιδράσουν στο πολιτικό σύστημα συνολικά, διεκδικώντας κεντρική θέση στην αναδιάταξη των συντηρητικών συναινέσεων και, επομένως, στην πορεία των επιλογών του ισχυρότερου κυβερνητικού κόμματος. Ο Ζεμπάστιαν Φρίντριχ εντοπίζει στην ιδρυτική πράξη το στρατηγικό άνοιγμα της AfD στην ευρύτερη ακροδεξιά, από τον νεορατσισμό του δεξιού σοσιαλδημοκράτη Τίλο Ζάρατσιν μέχρι νεοναζιστικές ομαδώσεις (3). Δεν πρόκειται, λοιπόν, για αλλαγή, αλλά για συστηματοποίηση μιας στρατηγικής κατεύθυνσης.


Εντός της AfD είναι ισχυρές και σήμερα νεοφιλελεύθερες πτέρυγες, οι οποίες ζητούν την δραστικότερη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την «εκκαθάριση» του ασφαλιστικού συστήματος. Η ηγετική ομάδα των «εθνικών συντηρητικών» οργανώνει ουσιαστικά τη σύνθεση των νεοφιλελεύθερων και των ακροδεξιών θέσεων και την επικοινωνιακή παρουσίασή τους αναλόγως με τα ακροατήρια απεύθυνσης, τα οποία προκύπτουν από την ακραία ταξική ιεράρχηση της γερμανικής κοινωνίας.

Στην ηγετική ομάδα της AfD, εκτός από τον Γκάουλαντ, βρίσκουμε την Μπέατριξ φον Στορχ, η οποία προέρχεται από το σκληρά νεοφιλελεύθερο FDP, τον Άλμπρεχτ Γκλάζερ, επί χρόνια στέλεχος του CDU και, βεβαίως, την επικεφαλής, Φράουκε Πέτρυ, επιχειρηματία και πρώην μέλος του CDU· ο συμπρόεδρος και οικονομολόγος, Γιεργκ Μόιτεν, προέρχεται, επίσης, από το FDP, από όπου αποχώρησε, διότι κατά δήλωσή του έβρισκε τις θέσεις της για την ασφάλιση πολύ… «κρατικιστικές». Ο Μόιτεν αυτοπροσδιορίζεται ως «φιλελεύθερος στα οικονομικά και συντηρητικός στα κοινωνικά ζητήματα»· αυτή ακριβώς είναι η σύνθεση, με την οποία φιλοδοξεί η AfD να κανονικοποιήσει τις ακροδεξιές θέσεις στο γερμανικό πολιτικό σύστημα.


Έχει επισημανθεί ότι στην ίδρυση και την ανάπτυξη της AfD αντικατοπτρίζονται αντιφάσεις από την ευρωπαϊκή πολιτική του γερμανικού συνασπισμού εξουσίας (4). Ή όπως το θέτει ο Ζεμπάστιαν Φρίντριχ, «επί δεκαετίες, ευρύτερα τμήματα του κεφαλαίου συνδιαμόρφωναν μια πολιτική ενότητα και συνάρθρωναν τα συμφέροντά τους από κοινού. Εν τω μεταξύ, διαφοροποιούνται όλο και περισσότερο μερίδες του κεφαλαίου και γίνονται προφανή αποκλίνοντα συμφέροντα» (5).

Υποτίθεται ότι μέσα από την AfD έχουν εκφραστεί αυθεντικότερα μερίδες του γερμανικού κεφαλαίου, οι οποίες προτιμούν μια λιγότερο εκτεθειμένη στον διεθνή ανταγωνισμό αγορά. Παρολαυτά, η AfD μπορεί να αποτελέσει το αντιδραστήριο για μια στρατηγική διέξοδο του γερμανικού κεφαλαίου συνολικά και για τη σύνθεση των αντιθέσεων σε ακόμα πιο αντιδραστική κατεύθυνση τόσο στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πολιτικής, όσο και της εσωτερικής διαχείρισης.


Στις προγραμματικές κατευθύνσεις της AfD δεν λείπουν τα στοιχεία ενός «ευρωπαϊκού εθνικισμού», με αδιαμφισβήτητη, φυσικά, τη γερμανική πρωτοκαθεδρία, κάτι που της επέτρεψε να διεκδικήσει προνομιακά τα ακροατήρια των Pegida. Στην ατζέντα του κόμματος, δεν παύει να είναι κεντρική η δημοσιονομική πειθαρχία, ενώ η ακροδεξιά ρητορική για «βελτίωση των γερμανικών συνθηκών» αναθερμαίνει τη σκληρή λιτότητα, τον περιορισμό των μισθών και την περαιτέρω συμπίεση των εργασιακών δικαιωμάτων.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, μόνο η αντίθεση μεταξύ των μερίδων του κεφαλαίου, αλλά και μία διαπραγμάτευση στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο για το πώς θα μπορούσαν να γεφυρωθούν μέσα από την αναδιευθέτηση των καπιταλιστικών συναινέσεων σαν εθνικό πρόσταγμα.

Η «αντισυστημικότητα» της AfD

Η ψευδής αντισυστημικότητα της AfD προς ταξικά απότακτα και κοινωνικά επισφαλή στρώματα καταφέρεται ενάντια στους «ψεύτες δημοσιογράφους», επωφελούμενη στο έπακρο από την ισλαμοφοβική και αντιμεταναστευτική υστερία των μεγάλων ΜΜΕ για να προσεταιριστεί μεγάλα ποσοστά «καλών και φιλήσυχων Γερμανών».


Αξιοποιεί τη διπλή γλώσσα της κυβέρνησης Μέρκελ και διεκδικεί την πειστικότερη και αποτελεσματικότερη αντιπροσώπευση των πράξεών της στις διαδικασίες «επιλογής» και αποκλεισμού των προσφύγων, με βάση και τα «πορίσματα» των εργοδοτικών οργανώσεων για την οικονομία και την παραγωγικότητα.

Απευθύνεται σε εκείνους που συνθλίβονται από δομικούς μετασχηματισμούς της καπιταλιστικής οικονομίας με το ιδεολόγημα των «κακών πολιτικών», ενώ ταυτοχρόνως είναι ισχυρά στην AfD λόμπι μεσαίων και μεγάλων επιχειρηματιών, δίκτυα της παλιάς αριστοκρατίας και του μεγάλου κλήρου, άνθρωποι του ιδρύματος Σπρίνγκερ (δηλ. των εφημερίδων Bild και Die Welt), όπως ο Κόνραντ Άνταμ.

Η AfD, τέλος, επιχειρεί να εγκλωβίσει ένα σημαντικό τμήμα από τη διάχυτη δυσαρέσκεια για το νεοφιλελεύθερο μονόδρομο της Ε.Ε. σε ένα ευνοϊκότατο πλαίσιο για τη διατήρηση του παρόντος συσχετισμού δυνάμεων. Χωνεύει τη μεταδημοκρατική δυσφορία μετά από έντεκα χρόνια συντηρητικής διακυβέρνησης σε ακροδεξιά συμφραζόμενα, απολύτως εχθρικά προς το ταξικό κίνημα, την κοινωνική χειραφέτηση, τα δημοκρατικά δικαιώματα συνολικά.


Αλληλεπιδρώντας σε έναν ακραία ταυτοτικό λαϊκισμό, εισηγείται τεχνοκρατικές κυβερνήσεις των «καλύτερων» και «άφθαρτων», στεγανοποιημένες από τον κοινοβουλευτικό και τον κοινωνικό έλεγχο. Ουρλιάζοντας σαν η «φωνή της πατρίδας», που «αλλοιώνεται», υποδεικνύει την μείωση της φορολογίας στο 25% για τους πλούσιους και τους πολύ πλούσιους.

Ο Καρλ Χάουζχοφερ, από τους διασημότερους εκπροσώπους της εθνικιστικής «γεωπολιτικής» και κατοπινός υποστηρικτής του Χίτλερ, διατύπωνε το 1927 το αίτημα της στιγμής· αφού, βεβαίως, είναι ανεπίτρεπτο να περιοριστούν οι άρχουσες τάξεις στις επιλογές τους, «πρέπει να σύρουμε με το στανιό τις μάζες στο μέλλον» (6): δηλαδή, κατά προτίμηση εκφασιζόμενες, όπως οι «απλοί άνθρωποι» στην AfD του «εθνικού φιλελεύθερου» Γκάουλαντ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η AfD συνιστά το αντιδραστικό πολιτικό σχέδιο κυρίαρχων τάξεων της Γερμανίας για τον δραστικό περιορισμό της δημοκρατίας· ένα πολιτικό σχέδιο που μορφοποιείται σε φαιές κατευθύνσεις και είναι επικίνδυνο να μορφοποιήσει ακόμα χειρότερες εξελίξεις.

Υποσημειώσεις

(1) Hans-Ulrich Wehler, Die neue Umverteilung-soziale Ungleichheit in Deutschland, εκδόσεις Beck, Μόναχο, 2013.

(2) Βλ. το πρόγραμμα της AfD για τις εκλογές στη Σαξωνία-Άνχαλτ: http://www.sachsen-anhalt-waehlt.de/fileadmin/LTW2016/Wahlprogramme/wahlprogramm_afd.pdf

(3) Βλ. Sebastian Friedrich, Der Aufstieg der AfD-Neokonservative Mobilmachung in Deutschland, εκδ. Fischer, Βερολίνο, 2015.

(4) Frederic Heine-Thomas Sablowski, Die Europapolitik des deutschen Machtblocks und ihre Widersprüche, RosaLuxemburg-Stiftung, Βερολίνο, 2013.

(5) Βλ. Sebastian Friedrich, ό.π., σελ. 85.

(6) Karl Haushofer, Jugend vor den Toren, Deutsche Rundschau 54, 1927, σελ. 219 κ.ε.
Για τον συγγραφέα 

O Νίκος Σκοπλάκης είναι ιστορικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου